Μύρων Ζαχαράκης
Με αφορμή τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, Fyodor Mikhailovich Dostoevsky (1821-1881), έχουμε ακόμη μια καλή αφορμή να ξαναθυμηθούμε ορισμένα από τα μεγάλα μοτίβα της σκέψης του, χάρη στην οποία βρίσκεται επαξίως στο πάνθεον των κορυφαίων στοχαστών της ανθρωπότητας. Ας θυμίσουμε πρώτα μερικά βασικά πράγματα. Αρχικά, όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί, ο πρωταγωνιστής στο ντοστογιεφσκικό μυθιστόρημα ωθείται στο να διαπράξει μια κοινωνικά απαράδεκτη πράξη που τον ξεχωρίζει από την ευρύτερη κοινωνία του και θέτει έμπρακτα ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, γύρω από το οποίο περιστρέφεται το μυθιστόρημα. Για παράδειγμα, το γενεσιουργό ερώτημα για το Έγκλημα και Τιμωρία, με το οποίο αρχίζει η περίοδος των «πολυφωνικών» έργων, θα θεωρηθεί το εξής: μπορούν να δικαιολογηθούν ανήθικες πράξεις ως μέσα για την επίτευξη ενός ηθικού σκοπού; Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει ένα είδος ανθρώπων που μπορεί να υπερβαίνει την κοινή ηθική, προκειμένου να προξενήσει όφελος στο σύνολο; Ο Ρασκόλνικοβ, ο βασικός ήρωας, ενσαρκώνει αυτή την ιδέα και για να την επαληθεύσει πειραματίζεται κάνοντας ένα φόνο, ύστερα από τον οποίο αρχίζει ο αγώνας ανάμεσα σε εκείνον και την ηθική του συνείδηση. Αντίστοιχα, οι Δαιμονισμένοι, ίσως το πιο βίαιο και μπερδεμένο από όλα τα μυθιστορήματά του Dostoevsky, κρύβουν ως αφορμή στο ξεκίνημά τους επίσης ένα βασικό φιλοσοφικό ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν μια κοινωνική ομάδα σκεφτόταν και συμπεριφερόταν όπως ο Raskolnikov στο Έγκλημα και Τιμωρία; Είναι δυνατή μια συνειδητή άρνηση της κοινής ηθικής για χάρη κάποιου ανώτερου σκοπού; Τι θα σηματοδοτούσε μια τέτοια άρνηση για την κοινωνία; Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία κυρίως μέρη και είναι ένας πολιτικός λίβελλος που σατιρίζει τους βίαιους αναρχικούς στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα. Ωστόσο, πρόκειται επίσης για την ανθρώπινη τραγωδία μιας ολόκληρης πολιτείας. Το Skvoreshniki, όπως ονομάζεται αυτή η φανταστική πολιτεία, φανερά αντιπροσωπεύει αλληγορικά ολόκληρη τη ρωσική κοινωνία της εποχής με τις πολιτικές εξελίξεις της και την ραγδαία αύξηση του αθεϊσμού. Επιπλέον, το έργο του Dostoevsky διαθέτει διαλογικό χαρακτήρα, ακριβώς επειδή ο κεντρικός σχεδιασμός εκ μέρους του συγγραφέα συμβαδίζει με την ελευθερία των επιμέρους φωνών των ηρώων. Όσον αφορά την πίστη στον Θεό, θέμα ιδιαίτερα πολυσυζητημένο, στα έργα του Dostoevsky δρουν δύο ιδιαίτερα ισχυρά και επίμονα στοιχεία: επίμονη θρησκευτική αντιμετώπιση των ανθρώπινων προβλημάτων και συνάμα άγρυπνος έλεγχος που καταλήγει στην αναίρεσή τους. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραφε κάποτε σε επιστολή του:
«Μπορώ να σας πω για τον εαυτό μου ότι είμαι τέκνο αυτού του αιώνα, τέκνο της αμφιβολίας και της δυσπιστίας, ήμουν πάντα και πάντα θα είμαι (αυτό το γνωρίζω) μέχρι το μνήμα μου. Τι φοβερά μαρτύρια μού έχει στοιχίσει κι ακόμη μου στοιχίζει αυτή η δίψα να πιστέψω, που όσο ισχυρότερη γίνεται στην ψυχή μου τόσο περισσότερα είναι τα επιχειρήματα εναντίον της[…] αν κάποιος μπορούσε να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αν πράγματι ευσταθούσε ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια».
Ακόμη, προκειμένου να ταυτιστεί καλύτερα ο αναγνώστης με τους ήρωες και τις ιδέες που ο καθένας τους εκπροσωπεί, ο Dostoevsky μεταχειρίζεται ένα ύφος (φαινομενικά) αφρόντιστο, ατημέλητο και συνάμα γεμάτο παιχνιδίσματα, υπαινιγμούς και με μια πολύπτυχη σημαντική, λόγω του ότι οι δυνάμεις που δρουν στο μυθιστόρημα μέσω των ηρώων, δεν είναι στατικές και διαμορφωμένες, αλλά αντίθετα, δυναμικές, αβέβαιες και αγωνιώδεις, που βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη, ενώ κάθε νέο έργο αποτελεί προέκταση απόψεων προβληματισμών που εκτέθηκαν στα προηγούμενα. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Dostoevsky, ως λογοτέχνης, πέρασε από διάφορες φάσεις: από τα νεανικά του έργα όπου εκφράζεται ένας έντιμος ανθρωπισμός σοσιαλιστικού τύπου μέχρι τα χρόνια της ωριμότητας με τις βαθύτατες φιλοσοφικές αναζητήσεις, συντελέστηκαν πολλά. Σημαντικό ρόλο σε αυτά έπαιξαν τα προσωπικά του βιώματα: σύλληψη, εικονική εκτέλεση, καταδίκη και τετραετής φυλάκιση σε σιβηρικό κάτεργο στο Ομσκ με κάθε λογής εγκληματίες. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα, εξαιτίας του πολιτικού δεσποτισμού, η κοινωνική κριτική δε βρήκε σχεδόν κανέναν άλλο χώρο για να διοχετευτεί παρά μονάχα στη λογοτεχνία: το ρωσικό μυθιστόρημα λαμβάνει έτσι χαρακτήρα παιδαγωγικό και προφητικό, σε ευθεία αντίθεση με τη γενική παθητικότητα και την απομόνωση που χαρακτήριζε την ίδια εποχή πολλούς μυθιστοριογράφους στη Δύση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ρωσικό μυθιστόρημα, είναι έκφραση μιας ακατάβλητης αισιοδοξίας, μιας μεσσιανικής πίστης στο μέλλον της Ρωσίας και της ανθρωπότητας, που βασίζεται στην αντίληψη ότι τα ανθρώπινα βάσανα έχουν τον σκοπό τους. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο έργο του Dostoevsky, όπου το πρόβλημα της ελευθερίας είναι θεμελιώδες. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι ένας ενδιάμεσος «σύνδεσμος» μεταξύ των πρώτων, νεανικών του κειμένων και του ώριμου έργου με τα μεγάλα του μυθιστορήματα, αποτελεί η αινιγματική και φιλοσοφική του νουβέλα, Το Υπόγειο, καθώς και το αυτοβιογραφικό του έργο, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων. Ας τα δούμε με τη σειρά. Στις Αναμνήσεις, ο Dostoevsky χρησιμοποιεί έναν αφηγητή, τον Aledandr Petrovich μέσα από την αφήγηση του οποίου περιγράφεται το σιβηρικό κάτεργο και εμφανίζονται κάθε λογής άνθρωποι: Εβραίοι, Πολωνοί πολιτικοί κρατούμενοι, βίαιοι παιδεραστές, κοινοί κλέφτες, φονιάδες του στρατού και άνθρωποι-τέρατα γνωρίζονται με τον αφηγητή, συζητούν μαζί του και αποκαλύπτουν τις ιστορίες τους και τα βαθύτερα κίνητρά τους, ενώ συγχρόνως σκιαγραφείται η ατμόσφαιρα του σιβηρικού κάτεργου: μέσα στις σελίδες του εμφανίζεται ένας κόσμος γεμάτος από περιορισμούς, μιζέρια και μοναξιά. Ωστόσο, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, τη διαφθορά, τους ραβδισμούς και τις αυστηρές ποινές που περιγράφονται με λεπτομέρειες, η ανθρωπιά και η λαχτάρα για ελευθερία των καταδίκων δεν έχουν χαθεί. Γι’ αυτό άλλωστε και οι κρατούμενοι εργάζονταν αδιάκοπα προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια χρήματα, τα οποία ύστερα ξόδευαν απλά και μόνο μεθώντας με ρακί. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που το έκαναν, αλλά η ελευθερία που τόσο ποθούσαν. Είτε γίνεται λόγος για τις γιορτές, το νοσοκομείο, είτε για τη δουλειά, είτε για τα ζώα και το θέατρο που με μεγάλη περηφάνια δημιούργησαν οι κατάδικοι, εμφανίζεται ο γνήσιος λαϊκός πολιτισμός της Ρωσίας, με τους απλούς και αγράμματους ανθρώπους, που πιστεύουν στην Ορθοδοξία και αποκαλούν τον κατάδικο «δυστυχισμένο», αντιμετωπίζοντάς τον όχι ως κακούργο αλλά περισσότερο ως ένα θύμα της ζωής. Αυτή την αντιμετώπιση του εγκληματία θα τη χρησιμοποιήσει ο Dostoevsky αργότερα για να σκιαγραφήσει τους αγνούς και θεοσεβούμενους ήρωες των μεγάλων μυθιστορημάτων του. Μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, μέσα στις Αναμνήσεις, υπήρξε εκείνος ο κατάδικος που επιτέθηκε με ένα τούβλο στον διοικητή, μόνο και μόνο επειδή ήθελε τιμωρηθεί, να υποφέρει και τελικά σκοτώθηκε. Πάντως, ο Dostoevsky παρατηρεί κάτι που αργότερα θα επαναλάβει πολλές φορές: ο πόνος και τα βάσανα είναι μια ανάγκη και μπορούν να εξαγνίσουν τον άνθρωπο από καθετί κακό. Επίσης εντυπωσιακή είναι όμως και η ντοστογιεφσκική νουβέλα, με τον τίτλο Το Υπόγειο. Εκεί, ο Ρώσος συγγραφέας ουσιαστικά αποκήρυξε (λογοτεχνικά) τον νεανικό του ρομαντισμό, επιλέγοντας τη διείσδυση στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, μια ψυχολογική διείσδυση τόσο βαθιά, που έφτασε τελικά ν’ αποτελεί σχεδόν το σήμα κατατεθέν του ντοστογιεφσκικού έργου. Μέσα στο Υπόγειο, το κύριο πρόβλημα που τίθεται, ρητά ή υπόρρητα, είναι η ελευθερία της βούλησης. Αρχικά, το έργο προέκυψε ως απάντηση στο δημοφιλές μυθιστόρημα της εποχής, Τι να κάνουμε, του Ρώσου δημοσιογράφου Nikolai Chernyshevsky (1828-1889), που οραματιζόταν μια ουτοπική κοινωνία εδραιωμένη στη βάση του υλισμού και σε μια ωφελιμιστική ηθική που, αξιοποιώντας την επιστημονική γνώση, αξιολογεί ορθολογικά τα ανθρώπινα συμφέροντα και καθοδηγεί τα άτομα στην ευτυχία. Το έργο εκείνο μάλιστα χαρακτηρίστηκε η «κατηχητική βίβλος του ρωσικού μηδενισμού, το κατ’ εξοχήν βιβλίο ολόκληρης της επαναστατικής ιντελιγκέντσιας. Ο Chernyshevsky ήταν έκφραση των ντετερμινιστικών ιδεών της εποχής (που και σήμερα είναι δημοφιλείς σε πολλούς κύκλους) και ασφαλώς όχι η μόνη. Ο Bakunin, λόγου χάρη, ισχυριζόταν επίσης πως ο σοσιαλισμός απορρίπτει την ελεύθερη βούληση και αποδίδει τη διαμόρφωση του ανθρώπου στη συνδυασμένη επιρροή της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, θεωρεί, με ένα κατάλληλο περιβάλλον, το κοινωνικό κακό θα μπορούσε να εξαφανιστεί. Ο ανώνυμος αντιήρωας του Dostoevsky επαναστατεί απέναντι σε αυτό, υποστηρίζοντας σθεναρά ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία, όπως και αν την εξετάσει κανείς, οπωσδήποτε είναι πολλά πράγματα, σε καμία περίπτωση όμως ορθολογική και προοδεύουσα. Όσο για την ουτοπική κοινωνία που περιέγραψε ο Chernyshevsky, ο πρωταγωνιστής του την αποκαλεί «κρυστάλλινο παλάτι» και εκφράζει την περιφρόνησή του γι’ αυτή:
Από τι συμπεραίνετε, πως τόσο απαραίτητα πρέπει η βούληση η ανθρώπινη να διορθωθεί; […] Από τη μυρμηγκοφωλιά άρχισαν τα σεβάσμια μυρμήγκια, και με τη μυρμηγκοφωλιά ασφαλώς θα τελειώσουν, πράγμα που τιμάει πολύ τη σταθερότητα και τη θετικότητά τους. Μα ο άνθρωπος είναι ον επιπόλαιο κι ίσως να του αρέσει μονάχα η υπόθεση της επιτυχίας του σκοπού κι όχι ο ίδιος ο σκοπός, όπως συμβαίνει στον παίκτη του σκακιού […] Μπορεί, βλέπετε, ο άνθρωπος ν’ αγαπάει όχι μονάχα την καλοπέραση. Μπορεί εξίσου ν’ αγαπάει και τα βάσανα. Μπορεί γι’ αυτόν, το να υποφέρει να του είναι εξίσου ωφέλιμο, όσο και το να καλοπερνάει».
Ο άνθρωπος, δεν είναι απλώς ένα έλλογο ον που θέλει μονάχα να ικανοποιεί τους στόχους του: είναι συνάμα και ένας «επαναστάτης», που νιώθει την ανάγκη να κάνει ακόμη και τη μεγαλύτερη ανοησία προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει ελεύθερη βούληση:
«Τι είναι τότε τα εκατομμύρια γεγονότα, που μαρτυρούν για το πώς οι άνθρωποι εν γνώσει, δηλαδή νιώθοντας πλήρως όλες τις πραγματικές τους ωφέλειες, τις παρατούσαν σα δευτερεύουσας σημασίας και ρίχνονταν σ’ άλλο δρόμο, στην περιπέτεια, στο “εάν” χωρίς κανείς να τους αναγκάζει για τούτο, και σα μονάχα να μην ήθελαν ν’ ακολουθήσουν σωστό δρόμο, και επίμονα, του κεφαλιού τους, χάραζαν έναν άλλο, δύσκολο, ανόητο, αναζητώντας τον σχεδόν μέσα στα σκοτάδια».
Έχοντας ολοκληρώσει το λογύδριό του, ο ήρωας αφηγείται τη γνωριμία του με μια νεαρή πόρνη, τη Λίζα, η οποία εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωση και την ευγλωττία του και αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Η Λίζα γρήγορα, όμως, καταλαβαίνει ότι ο ήρωας του Υπογείου είναι ένας περιθωριοποιημένος, ασήμαντος και δυστυχής άνθρωπος. Με όχημα αυτή την ιστορία, ανακύπτουν φιλοσοφικοί προβληματισμοί για την πορεία των σύγχρονων κοινωνιών και την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει, ενώ στο τέλος του έργου προβάλλει το εξής δίλημμα: είναι προτιμότερη η φθηνή ευτυχία ή τα εξιδανικευμένα μαρτύρια;. Στην πραγματικότητα, ο αντιήρωας είναι μια παρωδία των ανθρώπων της γενιάς των σοσιαλφιλελεύθερων διανοουμένων στη Ρωσία του 1840, που πίστευαν ότι με τη λογική και τη μίμηση του δυτικού τρόπου ζωής μπορούσαν να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία και να βελτιώσουν τις ζωές τους. Η εξομολόγηση του αφηγητή αποτελεί μετάβαση από το ρομαντικό ύφος στη ρεαλιστική (σχεδόν ωμή) λογοτεχνική περιγραφή της πραγματικότητας. Διαστρέφοντας ορισμένα γνωστά θέματα ρομαντικών συγγραφέων (π.χ. ο καλλιεργημένος ήρωας που επιδιώκει να ωφελήσει τον περίγυρό του και εμπνέει σε μια νεαρή πόρνη την επιθυμία να αλλάξει ζωή και να τον ερωτευτεί), ο Ρώσος συγγραφέας πετυχαίνει τη διακωμώδηση της συγκαιρινής του λογοτεχνίας, αλλά και της λογοτεχνίας που και ο ίδιος είχε γράψει ως τότε. Πολύ περισσότερο, γελοιοποιώντας ρομαντικές έννοιες (π.χ. το υψηλό), πετυχαίνει και τη γελοιοποίηση του ρομαντισμού ως στάση ζωής. Μάλιστα, οι επιθέσεις του Υπογείου δεν περιορίζονται στις ρομαντικές ιδέες, αλλά επιτίθενται σε όλο το φάσμα του φιλοσοφικού ορθολογισμού. Ακόμη και ο ίδιος ο Σωκράτης, αν και χωρίς να κατονομαστεί ρητά, χαρακτηρίζεται ως «αθώο παιδί». Γι’ αυτό και θεωρείται το παρόν έργο του Dostoevsky ως έργο τομής σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, αλλά και απέναντι στην εποχή του. Να σημειωθεί πως στον επίλογο του έργου, που παραδόξως αφαιρέθηκε από την τσαρική λογοκρισία της εποχής, ο Dostoevsky παρουσίαζε τη μετάνοια και τη στροφή στον Χριστό ως διέξοδο του προβλήματος. Πάντως, σε αυτά τα δύο έργα που αναφέραμε παραπάνω βλέπουμε τη μετάβαση του Dostoevsky από τον νεανικό του εαυτό και την παθιασμένη επιμονή σε κάποια υφολογικά ζητήματα, καθώς και στην άτεγκτη υπεράσπιση της ελευθερίας, της πίστης στην αξία του πόνου για την ανθρώπινη ζωή, καθώς και από τις δυσεπίλυτες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον καθέναν από εμάς, μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής του. Όλα αυτά καθιστούν σήμερα το ντοστογιεφσκικό έργο τρομερά επίκαιρο και την ενασχόληση μαζί του, αναπόφευκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.