Το διεθνές ‘1989’, γνωστό και ως annus mirabilis ή annus horribilis αναλόγως την οπτική, σηματοδότησε το τέλος του «σύντομου 20ου αιώνα» κατά την καθιερωμένη έκφραση του Χομπσμπάουμ. Η κατάρρευση των καθεστώτων του Υπαρκτού Σοσιαλισμού εκείνη την περίοδο κατέγραψε και ανατροφοδότησε την κυρίαρχη τάση των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
Με άλλα λόγια, την πλησίστια είσοδο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (ή του υπεριμπεριαλισμού) ως επικρατούσας κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού, του πλαισίου ραγδαίας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ταυτοχρόνως τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν μια ιστορικού χαρακτήρα ήττα για την παγκόσμια Αριστερά, το διεθνές εργατικό κίνημα και τις πολιτικές του εκφράσεις, είτε στη σοσιαλδημοκρατική-δευτεροδιεθνιστική, είτε στην κομμουνιστική-τριτοδιεθνιστική εκδοχή.
Στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς της Ευρώπης που μεταπολεμικά δεν εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των χωρών της Σοβιετικής Ένωσης, η αριστερή-μαρξιστική Αριστερά, μέχρι την οριστική της υποχώρηση, διήλθε τρία μεγάλα κύματα αμφισβήτησης ως αποτέλεσμα των αρνητικών εμπειριών των λεγόμενων μετεπαναστατικών κοινωνιών της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτά προκλήθηκαν κυρίως από τα γεγονότα στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και στην Πολωνία το 1980-81.
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις άσκησαν πίεση στα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, λαμβάνοντας τις μορφές του αναθεωρητισμού. Αναθεωρητισμού για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με την απόρριψη του μαρξισμού και την αντικατάσταση του στόχου της σοσιαλιστικής αλλαγής με τη στρατηγική του εξανθρωπισμού του καπιταλισμού, το κράτος-πρόνοιας και το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης-συναίνεσης. Αναθεωρητισμού και με την υιοθέτηση του ευρωκομμουνιστικού-ανανεωτικού δρόμου απέναντι στη γραμμή της παραδοσιακής τριτοδιεθνιστικής Αριστεράς.
Ο σοσιαλφιλελευθερισμός
Τα κινήματα του ‘1968’ και η μαζική αμφισβήτηση μορφοποιήθηκαν εμπνεόμενα είτε από αντιιμπεριαλιστικές-τριτοκοσμικές θεωρήσεις είτε από αντιεραρχικές-αυτοδιαχειριστικές γραμμές ατομικού και συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Με αυτόν τον τρόπο τέθηκε σε κρίση τόσο το μοντέλο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως τρόπος πολιτικής οργάνωσης και σχέσεων κόμματος-κινήματος, όσο και το κεϋνσιανό παράδειγμα οργάνωσης της παραγωγής.
Η αδυναμία κοινωνικής ανατροπής, σε συνδυασμό με την καπιταλιστική κρίση στα μέσα της δεκαετίας του ’70, έθεσε σε αδυναμία τη διευρυμένη αναπαραγωγή της παραγωγικής και θεσμικής διάστασης του εθνοκρατικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου. Πυροδότησε έτσι τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση της δεκαετίας του ’80 και την κατάρρευση του ’89.
Έκτοτε, η ευρωπαϊκή Αριστερά στη μεν σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή διήλθε το στάδιο του νέου αναθεωρητισμού μεταμορφούμενη σε σοσιαλφιλελεύθερη, προκειμένου να επιβιώσει η γραφειοκρατία της. Την τελευταία 10ετία αντιμετώπισε, μάλιστα, πρωτοφανείς καταστάσεις εκλογικής υποχώρησης στην υπεραιωνόβια ιστορία της. Η δε κομμουνιστική Αριστερά σχεδόν εξαφανίστηκε.
Το 1989 στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, λόγω της ριζικά διαφορετικής μεταπολεμικής εξέλιξης για χώρα του δυτικού μπλοκ (Εμφύλιος, μονοκομματικό κράτος της Δεξιάς, Κυπριακό, δικτατορία), την πρώτη περίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-1989) δεν πέρασε μια φάση κριτικής ή αναθεωρητισμού του παραδοσιακού μοντέλου της σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής Αριστεράς. Αντίθετα, ακολούθησε μια περίοδος αριστερής ιδεολογικής-πολιτικής και οργανωτικής ηγεμονίας που οδήγησε την Αριστερά στην εξουσία για πρώτη φορά στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΑΣΟΚ 1981).
Το εγχώριο 1989 αφενός έμεινε γνωστό ως ‘βρώμικο ’89’, αφετέρου η Αριστερά ως μαζικός χώρος οργάνωσης της αντιπροσώπευσης, αλλά και ανταγωνιστικών περιεχομένων πολιτικής διασώθηκε σε αντίθεση με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Η διάσωσή της δεν ήταν αποτέλεσμα της κομμουνιστικής-τριτοδιεθνιστικής Αριστεράς. Η τελευταία, στην κρίσιμη περίοδο 1988-1991 με τη μορφή του Ενιαίου Συνασπισμού, δεν κινήθηκε σε μια γραμμή κριτικής της ήττας του εγχειρήματος της αλλαγής, αλλά προς την απαξίωση-εξαφάνιση της ίδιας της παρουσίας της στον πολιτικό-κοινωνικό ανταγωνισμό.
Αυτό το κατάφερε, καταφεύγοντας σε πρακτική απολύτως υφιστάμενη της αστικής στρατηγικής, μέσω της τυχοδιωκτικής συνεργασίας της με τη νεοφιλελεύθερη-μητσοτακική Δεξιά ως μικρός εταίρος του ‘βρώμικου 89’. Αποκλειστικός της στόχος ήταν η διάλυση του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ολοκληρώνοντας μια κίνηση που η αφετηρία της βρίσκεται την επομένη των εκλογών του 1985 και των συμπερασμάτων ομηρίας εκλογικού τύπου που εξήχθησαν από τα κομματικά επιτελεία εκείνης της εποχής.
Ο πασοκικός δυισμός
Η επιβίωση της Αριστεράς στη χώρα ήταν αποτέλεσμα της παρέμβασης, αντοχής και τελικά επικράτησης του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό ανταγωνισμό της περιόδου 1989-1993. Έτσι διασώθηκε ένας διακριτός τρόπος παρέμβασης και οργάνωσης της λαϊκής διαθεσιμότητας εργατικών-αγροτικών-μικροαστικών στρωμάτων σε μια πατριωτική-αντινεοφιλελεύθερη πάλη, ενότητας του εθνικού με το κοινωνικό. Αυτή ήταν η μία διάσταση του ΠΑΣΟΚ της ύστερης ανδρεϊκής περιόδου.
Η άλλη ήταν ο ήδη υπαρκτός πασοκικός δυισμός, όπως μορφοποιήθηκε στα εσωκομματικά επεισόδια της σχέσης οργανικής συμμαχίας, αλλά όχι ενσωμάτωσης, μιας χαρισματικού τύπου ηγεσίας σε υποχώρηση και της ισχυρής γραφειοκρατίας του κόμματος (29η Σύνοδος ΚΕ-Ανάβυσσος 8ος/1989, 2ο συνέδριο ΠΑΣΟΚ 9ος /1990, 1η σύνοδος Κ.Ε.-Πεντελικό 11ος/1990, (βλ. Οι διαχωριστικές γραμμές και ο δυισμός του ΠΑΣΟΚ). Η αδυναμία καθημερινοποίησης του χαρίσματος με βεμπεριανούς όρους, η τηλεκρατία και οι δύο κυρίαρχες μερίδες της συλλογικής κομματικής γραφειοκρατίας οδήγησαν στον πλήρη μεταμορφισμό του κόμματος. Αυτός είχε ολοκληρωθεί πριν την εκλογική του κατάρρευση λόγω Μνημονίου το 2012.
Η παρέμβαση ωστόσο στη συγκυρία 1989-1993 διατήρησε ζωντανή την Αριστερά ως οργανωμένη μαζική πολιτική δύναμη, αντανακλώντας βέβαια τη γενικότερη υποχώρηση της Αριστεράς στο διεθνές επίπεδο. Της επέτρεψε έτσι να επανέλθει στη συγκυρία με άλλες πολιτικές μορφές, αναβάλλοντας την εκδήλωση της υπαρξιακού χαρακτήρα κρίσης της για μια επόμενη ιστορική στιγμή.
Άνοδος και πτώση της Αριστεράς
Η κρίση και αδυναμία οικονομικής και θεσμικής αναπαραγωγής του ‘συστήματος Ελλάδα’ επέφερε τη μνημονιακή υπαγωγή και την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, με την εκλογική υποχώρηση της ΝΔ και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Η Αριστερά, ως ανταγωνιστικός τρόπος παρέμβασης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων που είχε διασωθεί στην προηγούμενη ιστορική φάση, ενεργοποιήθηκε με τη μορφή αρχικά του αντιμνημονιακού κινήματος και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2011-2015.
Η αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ, ορατή ήδη στις διαδικασίες μαζικής κομματικής μορφοποίησης της περιόδου 2012-2014, εκδηλώθηκε έντονα στην κυβερνητική φάση και καθόλου τυχαία μετά τον Σεπτέμβριο 2015. Το λαϊκό σώμα της Αριστεράς με την ευρεία έννοια, δηλαδή των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, αφενός περιελάμβανε μεγάλο τμήμα των μικροαστικών στρωμάτων, αφετέρου κινούνταν στην ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό, καθώς η χώρα είναι κυρίαρχη-κυριαρχούμενη.
Η ηγετική ομάδα και η συλλογική κομματική γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως η εναπομείνασα μετά το 3ο μνημόνιο, κινούνταν στη βάση της ‘ταξικής μεροληψίας’. Για την ελληνική πραγματικότητα αυτό συνεπάγεται πολιτική υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου και επιδοματική-υπολειμματικού χαρακτήρα κοινωνική πολιτική για μέρος των λαϊκών τάξεων.
Επίσης η ηγετική ομάδα κινήθηκε και στην κατεύθυνση της διάσπασης του εθνικού με το κοινωνικό, της εχθρότητας προς το εθνικό φαινόμενο. Καθοδηγούνταν δηλαδή από τη θεωρητική τομή του 1992-93 των οργανικών διανοουμένων της, που εν ολίγοις έβλεπαν την Ελλάδα ως ιμπεριαλιστική, τα μικροϊδιοκτητικά κοινωνικά στρώματα αποκλειστικά σαν εθνικιστικά και σαν ταξικούς εχθρούς.
Ακριβώς αντίθετα από το ΠΑΣΟΚ
Καθόλου τυχαία οι βασικές κυβερνητικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ του 3ου μνημονίου καθορίστηκαν από την φορολογική-ασφαλιστική πολιτική σε βάρος της διευρυμένης κοινωνικής αναπαραγωγής των αυτοαπασχολουμένων-μικροϊδιοκτητικών κοινωνικών στρωμάτων. Επίσης, από τη ‘λύση’ του Μακεδονικού. Έκαναν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που έπραξε το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1991-1993 που συνδύαζε τον αντινεοφιλελεύθερο κοινωνικό αγώνα με την πατριωτική πάλη, η οποία στο επίκεντρό της και τότε είχε το Μακεδονικό.
Η παρέμβαση τότε στη συγκυρία του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ είχε διπλό αποτέλεσμα: Πρώτον, τη διάσωση της Αριστεράς ως μαζικής, οργανωμένης και πλειοψηφικής πολιτικής δύναμης. Δεύτερον, τον περιορισμό της Ακροδεξιάς σε ασήμαντες πολιτικές ομάδες και την προσέλκυση των νέων της εποχής, έστω ως εκλογική κατεύθυνση στο χώρο της Αριστεράς με την ευρεία έννοια.
Σήμερα η παρατηρούμενη στις μετρήσεις ισχυρή εκλογική απήχηση της Ακροδεξιάς στις νεώτερες ηλικίες, είναι αποτέλεσμα της εχθρότητας της κυβέρνησης Τσίπρα στο εθνικό φαινόμενο, όπως εκδηλώθηκε με αφορμή το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, δημιουργώντας προοπτικά μια σοβαρή εκλογική εφεδρεία για τη Δεξιά. Η διαχείριση του Μακεδονικού από κυβερνητικής πλευράς και η αλλαγή θέσης του αρχηγού της ΝΔ στο ζήτημα αυτό αμέσως μετά το 1ο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, οδήγησε στην ενοποίηση των δύο ‘ψυχών’ της Δεξιάς παράταξης, τη νεοφιλελεύθερη και τη λαϊκή, κάτι που αποτυπώθηκε και εκλογικά ιδίως στις λαϊκές περιοχές.
Η Αριστερά με την ευρεία έννοια, από το ΚΙΝΑΛ μέχρι το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, la Gauche κατά τη διεθνή ορολογία, βρίσκεται αντιμέτωπη με το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 1974. Οι εκκαθαρίσεις στο ΚΙΝΑΛ εν όψει του ανταγωνισμού-συνεταιρισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ για την κυριαρχία στο αντιδεξιό υποσύστημα περιορισμένη σημασία έχουν για τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις και την προοπτική της χώρας.
Δυσοίωνο μέλλον
Όπως επίσης ήσσονος σημασίας είναι αν η διαφαινόμενη εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και στις εθνικές εκλογές θα λάβει διαστάσεις στρατηγικής ήττας για την κομματική γραφειοκρατία του χώρου. Αντιστοίχως οι ελπίδες της από 7 Ιουλίου αντιδεξιάς αντιπολίτευσης στην εκδήλωση των αντιφάσεων της Δεξιάς και τη δυσκολία της να κυβερνήσει είναι δευτερεύουσας σημασίας για την ελληνική κοινωνία. Αυτά αφορούν τα άγχη και τους σχεδιασμούς των κομματικών επιτελείων.
Η εκλογική υποχώρηση της υπαρκτής –με την ευρεία έννοια– Αριστεράς σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ποσοτικά και ποιοτικά, ανοίγει δύο εκδοχές. Ή τη δημιουργία ενός πολιτικού-κοινωνικού συστήματος μετακομμουνιστικής Ανατολικής Ευρώπης και Βαλκανίων, με τα οικονομικά, δημογραφικά, μεταναστευτικά δεδομένα, αλλά και την παθητικοποίηση των πολιτών, να αποτελούν την αντικειμενική βάση για μια τέτοια προοπτική.
Ή στο κενό που προκαλείται από την υποχώρηση της υπαρκτής Αριστεράς να μορφοποιηθούν ένα ή περισσότερα συλλογικά πολιτικά υποκείμενα ως νέες ανταγωνιστικές στη σημερινή παρακμιακή πραγματικότητα μορφές πολιτικο-οργανωτικής αντιπροσώπευσης και περιεχομένων των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων για μια άλλη πορεία του τόπου.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.