Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση καί οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τοῦ Γένους

0
217
  1. Τό ὅραμα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπαναστάσεως *
[…] Στήν σύντομη αὐτή ὁμιλία μου δέν προτίθεμαι νά ὑμνήσω τό σπουδαῖο αὐτό γεγονός, γιατί κύριος σκοπός μου εἶναι νά ἀναλύσω τά πρόσωπα, τά ὁποῖα πού τό δημιούργησαν μέ μοναδική γενναιότητα καί μεγάλη αὐτοθυσία. Ποῖος λοιπόν εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου πού διαμορφώθηκε στήν ἑλληνική κοινωνία κατά τήν προεπαναστατική περίοδο καί πῶς ὁ τύπος αὐτός ταυτίσθηκε μέ τόν ἥρωα τοῦ 1821; Ποῖες εἶναι οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τῆς ἐποχῆς πού καλλιέργησαν καί διαμόρφωσαν τόν ἀγωνιστή ἐκεῖνο τῆς ἐλευθερίας; Πῶς ἀπό τόν ραγιά τεσσάρων αἰώνων γεννήθηκε ὁ μυθικός ἥρωας τῆς ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας;
Εἶναι εὐρύτερα γνωστόν ὅτι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἔχει παραμορφωθεῖ ἀπό τίς ἰδεολογικές προλήψεις ἤ καί προκαταλήψεις τῶν ἐρευνητῶν, οἱ ὁποῖοι, στήν προσπάθειά τους νά πετύχουν μία σύμφωνη μέ τήν ἰδεολογία τους ἑρμηνεία τῶν γεγονότων, συσκότισαν τή σκηνή τοῦ ἡρωικοῦ ἀγώνα καί κακοποίησαν τούς ἀνθρώπινους χαρακτῆρες. Πράγματι, τά πρόσωπα τῶν ἡρώων τοῦ 1821 διαχωρίσθηκαν αὐθαίρετα σέ ὀμάδες γιά νά ὑπηρετήσουν, ὡς ἕνα ἁπλό ὑπόβαθρο, τίς ἱστορικά ἀβάσιμες ἤ καί ἀντιφατικές θεωρίες τῶν διαφόρων ἰδεολογιῶν τῆς ἐποχῆς. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τῶν ἰδεολογικῶν αὐθαιρεσιῶν παραποιήθηκε, προκλητικά πολλές φορές ὄχι μόνο ἡ δομή καί ἡ ἀξία τῶν γεγονότων, ἀλλά καί ἡ καθολικότητα τῆς συγκλονιστικῆς ἐκείνης μυσταγωγίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στον ναό τῆς ἐλευθερίας.
Ἔτσι, ἀναζητήθηκε μία ἐπίδραση ξένων προτύπων, ὅπως λ.χ. τῆς κοινωνικῆς Ἐπανάστασης στή Γαλλία (1789), ἐνῶ προβλήθηκε καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν ἀναγέννηση τῆς παιδείας τοῦ Γένους, μέ βάση τίς νέες ἰδέες τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ, ἰδιαίτερα δέ τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος θα ἐξουδετέρωνε τή σκοταδιστική δῆθεν μεσαιωνική παιδεία τοῦ Γένους γιά νά κηρυχθεῖ ἡ Ἐπανάσταση. Ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης ἡ μέσα ἀπό τήν ἀναγέννηση τῆς παιδείας ἀποδυνάμωση τῶν παραδοσιακῶν ἐθνικῶν θεσμῶν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ὁ Κλῆρος, ἡ τοπική διοίκηση κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι δῆθεν δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν Ἐπανάσταση ἤ «ὑπηρετοῦσαν τόν ἀσιάτη δυνάστη» κ.ἄ.
Κοινό ὅμως στοιχεῖο ὅλων τῶν τάσεων αὐτῶν στήν ἔρευνα εἶναι ἡ συνειδητή ἤ ἀσύνειδη ἀναφορά τῆς ἐθνικῆς ἐξεργέσεως τοῦ 1821 στήν ἀνάγκη τόσο γιά τή μόρφωση τοῦ Γένους, ἤτοι μέ τίς νέες ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅσο καί γιά τή διαμόρφωση, μέ βάση τίς ἰδέες αὐτές, μέσα ἀπό τήν παιδεία ἑνός νέου τύπου ἀνθρώπου στόν Ἑλληνισμό κατά τήν προεπαναστατική περίοδο. Ὁ νέος τύπος ἀνθρώπου, γαλουχημένος μέ τίς νέες ἰδέες τῶν διαφωτιστῶν τῆς Δύσης γιά τήν ἐλευθερία, εἶναι δῆθεν ἐκεῖνος πού ξεσηκώθηκε, προετοίμασε καί πραγματοποίησε τήν ἐθνική προσδοκία.
Σύμφωνα ὅμως μέ τή θεώρηση αὐτή ὁ νέος τύπος ἀνθρώπου τοῦ προεπαναστατικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν ἀναγκασμένος νά ἀπορρίψει τίς σχέσεις του μέ τούς προϋπάρχοντες καθιερωμένους ἐθνικούς θεσμούς, νά διαλύσει τίς παραδοσιακές δομές τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Γένους καί νά ἀναδομήσει πάνω σέ νέα ἰδεολογικά ἤ ἀνθρωπολογικά πρότυπα μία νέα κοινωνία μέ μία νέα ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τήν ἀποστολή του.

Ὡστόσο, στή συνάφεια αὐτή νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διευκρίνηση: α) ὅτι ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός ἀγώνας τοῦ 1821 πολύ λίγα στοιχεῖα μποροῦσε νά ἀντλήσει ἀπό τή Γαλλική Ἐπανάσταση (1789), ἡ ὁποία περιορίσθηκε οὐσιαστικά τόσο στήν ἐσωτερική κοινωνική ἀναδόμηση, ὅσο καί στήν κατοχύρωση τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ καί τῶν πολιτῶν ἔναντι τῆς δυναστικῆς καταπιέσεως τῶν ἀρχουσῶν τάξεων, καί β) ὅτι ὁ δυτικοευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ἐπιδιώκοντας τήν ἀναστοιχείωση τῶν ἀρχῶν τῆς βιοθεωρίας καί τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ προτεινόμενου αὐτόνομου ἀνθρώπου τοῦ 18ου αἰώνα, δέν ἦταν ἕνα ἀδιάφορο πνευματικό ρεῦμα γιά τήν παιδεία τοῦ Ἔθνους, ἔστω καί ἄν οἱ ἄκριτες προεκτάσεις τους γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 ἦσαν ἱστορικά ὑποθετικές ἤ καί ἀστήρικτες.
  1. Ὁ ρόλος τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ
Ὁ δυτικοευρωπαϊκός λοιπόν Διαφωτισμός, πού πέρασε μέ τό ἔνδυμα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ στούς λογίους κύκλους τοῦ Γένους ἀπό τά μέσα ἤδη τοῦ 18ου αἰώνα, προκάλεσε ἀναντίρρητα πολλές καί σημαντικές ἰδεολογικές ζυμώσεις σέ στενό ἤ καί σέ εὐρύτερο κύκλο λογίων καί δέν ἄφησε ἀνεπηρέαστους πολλούς ἀπό τούς φωτισμένους ἐκπροσώπους τοῦ Ἔθνους. Ἄλλωστε, εἶναι γενικότερα γνωστό, ὅτι μέχρι τά μέσα σχεδόν τοῦ 18ου αἰώνα κύριος φορέας τῆς παιδείας καί τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων τοῦ Ἔθνους ὑπῆρξε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀφ᾿ ἑνός μέν εἶχε πετύχει ἀπό τή βυζαντινή ἤδη περίοδο μία ἁρμονική καί ἰσόρροπη σύνθεση τῆς θεολογικῆς της διδασκαλίας μέ τήν κλασική παράδοση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί διανοήσεως, ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ καί εἶχε ἤδη διαμορφώσει ὄχι μόνο ἕνα σταθερό παιδευτικό ἰδεῶδες, ἀλλά καί ἕνα ἰδανικό τύπο χριστιανοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε σέ βασικό κύτταρο τῶν δομῶν τῆς κοινωνίας τοῦ ἑλληνικοῦ καί γενικότερα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Οἱ θεμελιώδεις λοιπόν ἀρχές τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας εἶχαν βαθύτατα διαποτισθεῖ ἀπό τίς ἀνθρωπολογικές ἀντιλήψεις τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί διανοήσεως, ἡ δέ σύνθεση αὐτή εἶχε ἤδη δοκιμασθεῖ γιά πολλούς αἰῶνες στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Τό ἐκπαιδευτικό αὐτό πρότυπο γιά τή δομή τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρώπου ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία ὡς βάση τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους καί κατά τή σκοτεινή περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ σύνθεση αὐτή τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κλασική ἑλληνική διανόηση, ἡ ὁποία καθιερώθηκε μετά ἀπό μακραίωνους πνευματικούς ἀγῶνες στό Βυζάντιο, θεμελιώθηκε στή δημιουργική, ἀλληλέγγυα, ἰσόρροπη καί γόνιμη ἀφομοίωση τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς κοσμολογίας τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας ἀπό τή θεολογία τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, χάρη στή σύνθεση αὐτή, ἡ κλασική ἑλληνική φιλοσοφία καί διανόηση παρέμεινε πάντοτε ἕνα ὀργανικό στοιχεῖο τῆς παιδείας τοῦ Ἔθνους, ἡ ὁποία, ἀνάλογα πάντοτε μέ τίς εὐαισθησίες του καί τά αἰτήματα κάθε ἐποχῆς, στηρίχθηκε ἄλλοτε στήν πλατωνική φιλοσοφία καί ἄλλοτε στόν ἀριστοτελισμό. Ὡστόσο, στή σκοτεινή περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ προτίμηση ἔκλινε ὑπέρ τοῦ ἀριστοτελισμοῦ, γι ᾿ αὐτό καί ἡ ὀργανωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία παιδεία τοῦ δούλου Γένους στηρίχθηκε εὐρύτερα στό φιλοσοφικό αὐτό σύστημα, χωρίς ὅμως νά παραγκωνισθεῖ πλήρως καί ἡ πλατωνική φιλοσοφία. Συνεπῶς, μέ βάση τή δομή αὐτή τῆς παιδείας, ξεπεράσθηκε ἡ κρίσιμη περίοδος τοῦ 15ου καί τοῦ 16ου αἰώνα, θεμελιώθηκε δέ ἡ πληρέστερη ἀναδιοργάνωση τῆς ἐκπαιδεύσεως κατά τόν 17ο αἰώνα καί ἀποκαταστάθηκε κατά τόν 18ο αἰώνα τό σταθερό παιδευτικό ἰδεῶδες τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου στίς κοινωνικές δομές τοῦ Ἔθνους καί στήν παιδεία του.
Στήν κρίσιμη λοιπόν αὐτή ἐποχή ἡ συρρικνωμένη παιδεία τοῦ δούλου Γένους συναντήθηκε μέ τήν πρόκληση τῶν ἀρχῶν τοῦ δυτικοεὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, χάρη στή δραστηριότητα τῶν ἑλλήνων λογίων τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς διασπορᾶς, τῶν ἑλλήνων σπουδαστῶν στά πανεπιστήμια τῆς Δύσης καί τῶν πολυπραγμόνων καί φιλογενῶν πλουσίων ἐμπόρων τοῦ Γένους, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν ξεχωριστό ἐνδιαφέρον καί γιά τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους. Ἡ γνωστή ὅμως πολυμορφία στίς ἐκφάνσεις τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ προσέφερε στούς ὁραματιστές τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ἐθνικῆς παιδείας τήν ἰδέα τῆς διακριτικῆς ἀποδοχῆς τῶν προτύπων τῆς Δύσεως, τά ὁποῖα παρεῖχαν πολλές ἐναλλακτικές δυνατότητες προσαρμογῆς τους τόσο στίς εὐαισθησίες, ὅσο καί στά παραδοσιακά κριτήρια τοῦ Γένους.
Ἀδιάφορα ὅμως ἀπό τίς ἀκραῖες ἤ καί τίς μετριοπαθεῖς μορφές ἐκφράσεως τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ συνάντηση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ πνευματικοῦ ρεύματος μέ τήν παιδεία τοῦ Γένους λειτούργησε ὡς ἕνας καταλύτης τῶν μακραίωνων καί παραδοσιακῶν θεσμῶν καί δομῶν τῆς πνευματικῆς κληρονομίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδιαίτερα δέ στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, στίς ὁποῖες ἡ ἐξάρτηση ἀπό τόν γαλλικό Διαφωτισμό προσλάμβανε ἕνα πάγιο ἀνατρεπτικό χαρακτήρα ἤ καί ἕνα σαφῆ ἀθεϊστικό οἶστρο, με ἀρνητικές μάλιστα συνέπειες στήν ἀποστολή τόσο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῆς παιδείας.
Ὁ δυτικός λοιπόν Διαφωτισμός ἀναδύθηκε, ὅπως εἶναι γνωστόν, τόσο ἀπό τήν πάλη τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἐναντίον τῆς « σχολαστικῆς» θεολογίας καί τῆς κλασικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καί ἀπό τή ριζική ἀμφισβήτηση τῆς μορφῆς καί τοῦ περιεχομένου τοῦ παραδοσιακοῦ μεταφυσικοῦ προβληματισμοῦ στό περί Θεοῦ ἐρώτημα. Ἡ πάλη αὐτή θεμελιώθηκε στή φιλοσοφία τοῦ γάλλου φιλοσόφου καί μαθηματικοῦ Καρτέσιου (R . Descartes), ὁ ὁποῖος θεώρησε ὡς κύριο θεμέλιο τῆς ἀλήθειας τήν ἀπόδειξη καί τή σκέψη καί τήν ἐλευθερία τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου (cogito ergo sum), γι᾿ αὐτό ἀνέπτυξε μία μηχανιστική καί ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τοῦ κόσμου. Σύμφωνα μέ ἀυτή, ὅλα τά φυσικά φαινόμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, ἄν ἀναχθοῦν στήν ὕλη, τήν κίνηση καί τοῦς νόμους πού τά διέπουν.
Στό τέλος ὅμως τοῦ 17ου αἰώνα ὁ βρετανικός Δεϊσμός καί Ἐμπειρισμός προώθησαν τίς βασικές αὐτές θέσεις. Ὁ J. Locke διατύπωσε τήν ὑπόθεση ὡς πρός τό ἄν «ἡ παντοδυναμία δέν ἔχει προικίσει ὁρισμένα συστήματα ὕλης κατάλληλα προδιατεθειμένα μέ μία δύναμη τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καί τοῦ σκέπτεσθαι». Τήν ὑπόθεση αὐτή μετασχημάτισε σέ κατηγορηματική πρόταση ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τοῦ Διαφωτισμοῦ Βολταῖρος, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε τήν αὐτάρκεια καί τό ἔμψυχο τῆς ὕλης. Στίς παραδοχές αὐτές καλλιεργήθηκαν οἱ νέες ἰδέες ἀπό τούς γάλλους Ἐγκυκλοπαιδιστές καί ἀπό τούς βρετανούς Ἐμπειριστές, οἱ ὁποῖοι σύνδεσαν ἄρρηκτα τό πνευματικό ρεῦμα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ μέ ἕνα θεωρητικό ἀθεϊσμό. Ὁ συνδυασμός λοιπόν τῆς καρτεσιανῆς μηχανοκρατικῆς ἀντιλήψεως τοῦ κόσμου μέ τόν Δεϊσμό καί τόν Ἐμπειρισμό ἔγιναν ἡ βάση ἑνός ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Στον ἄξονα αὐτό κινήθηκε καί ὁ ἰδεαλιστικός γερμανικός Διαφωτισμός , ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε τόσο τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅσο καί τήν αὐτάρκεια τῆς φύσης, ἀποκρούοντας κάθε ἔννοια θείας ὑπερβατικότητας. Ὡστόσο, ὁ Fichte θεώρησε τό Θεό, μέσα στά πλαίσια αὐτά, ὡς μία ἁπλῆ, ἐνεργητική καί ἡθική κοσμική εὐταξία, γι ᾿ αὐτό κατηγορήθηκε ὡς ἀθεϊστής καί ἀπολύθηκε ἀπό τό πανεπιστήμιο τῆς Ἰένας (1799). Μετριοπαθέστερος ὅμως ἦταν ὁ ἀθεϊσμός τῶν φιλοσόφων τοῦ ὑπερβατικοῦ ἰδεαλισμοῦ (Jacobi, Schelling, Hegel κ.ἄ.). Ὁ Fr. Schleiermacher συνόψισε τήν πνευματική πορεία τοῦ λουθηρανικοῦ γερμανικοῦ Ἰδεαλισμοῦ στήν πρόταση ὅτι « δέν ὑπάρχει Θεός χωρίς κόσμο, ὅπως ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει καί κόσμος χωρίς Θεό». Ἡ πρόταση αὐτή κατέληξε ἀφ᾿ ἑνός μέν στόν ἐξανθρωπισμό τοῦ Θεοῦ καί στή μετατροπή τῆς θεολογίας σέ ἀνθρωπολογία (Feuerbach), ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ στήν ἀνάγκη τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» γιά νά μπορέσει νά γεννηθεῖ ὁ «ὑπεράνθρωπος» (Nietzsche).
Ὁ δυτικοευρωπαϊκός λοιπόν Διαφωτισμός, ἀφοῦ ξεπέρασε τόν κοσμολογικό χαρακτήρα τῆς Ἀναγεννήσεως καί τόν ἠθικό – πρακτικό χαρακτήρα τοῦ Δεϊσμοῦ, προσέλαβε ἕναν ἀπόλυτο ἀνθρωπολογικό χαρακτήρα καί προέβαλε τήν ἰδεολογική βάση μιᾶς νέας βιοθεωρίας καί κοσμοθεωρίας, ἡ ὁποία εἶχε μέν ὡς κέντρο καί ἀπόλυτο μέγεθος τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τήν ἀπόρριψη κάθε ὑπερβατικοῦ Θεοῦ καί κάθε σχέσεώς του μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι ἡ πορεία τοῦ ἀθεϊστικοῦ Διαφωτισμοῦ ὁδήγησε στήν διαμόρφωση ἑνός νέου ἀνθρωποειδώλου , ἀπαλλαγμένου ἀπό τά προγενέστερα παραδοσιακά σχήματα τῆς χριστιανικῆς βιοθεωρίας καί τῆς κλασικῆς λογικῆς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Ἡ ἀπόρριψη ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο συνεπαγόταν τήν ἀναδόμηση τῆς κοινωνίας σέ νέες βάσεις, στίς ὁποῖες δέν εἶχαν πλέον ὀργανική ἤ θεσμική θέση οἱ φορεῖς τῆς παλαιότερης χριστιανικῆς βιοθεωρίας καί κοσμοθεωρίας. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Κλῆρος θεωρήθηκαν ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῶν νέων ἰδεῶν ὡς οἱ κυριώτερες ἀπό τίς βασικές μορφές συντηρήσεως τῶν δομῶν μιᾶς παρωχημένης πλέον θεοκεντρικῆς σκοταδιστικῆς καί ἀπορριπτέας κοινωνίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, σέ τελευταία ἀνάλυση ὁ θεωρητικός ἀθεϊστικός γαλλικός Διαφωτισμός κατέληξε σέ μία βίαιη πρακτική πολεμικῆς ἐναντίον ὅλων τῶν προγενέστερων παραδοσιακῶν θεσμῶν, ἰδιαίτερα δέ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου.
  1. Ὁ ρόλος τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Ὁ ἑλληνικός Διαφωτισμός τοῦ 18ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος διαμορφώθηκε ἐπιλεκτικά καί μέ διακριτική μετριοπάθεια ἐπάνω στίς βάσεις τῶν ἀρχῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , δέν ἀπέφυγε πλήρως τίς ἀκραῖες αὐτές προεκτάσεις τῆς θεωρητικῆς δομῆς τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλ᾿ ὅμως δέν μεταφύτευσε αὐτούσιο τό δυτικό σύστημα στά δικά του πεδία, γιά νά ἀποφύγει μία βίαιη σύγκρουση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἑλληνικός λοιπόν Διαφωτισμός, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς κυριωτέρους ἐκπροσώπους του, τόν Βούλγαρη, τόν Καταρτζῆ, τόν Μοισιόδακα, τόν Βενιαμίν τόν Λέσβιο, τόν Ψαλίδα καί ἰδιαίτερα τόν Κοραῆ, ἀναζήτησε μία ἰδιότυπη καί μετριοπαθῆ σύνθεση τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ μέ τίς καθαρμένες ἀπό κάθε δεισιδαιμονική ἐπιρροή παραδοσιακές ἰδέες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤτοι χωρίς μία βίαιη ἀνατροπή τῶν παλαιῶν θεσμῶν καί χωρίς μία αὐθαίρετη γενίκευση στήν ἀπόρριψη τῶν δομῶν τοῦ Γένους.
Ἡ ἐκσυχρονισμένη ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ βάση τά νέα δεδομένα τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ καί μέ μία ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἠθικοπρακτική του προοπτική, προσέφερε τή δυνατότητα προσλήψεως καί προβολῆς τῶν νέων ἰδεῶν μέ κύριο γνώμονα παραδοσιακές ἐπιλογές. Ἡ μετριοπάθεια ὅμως αὐτή τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἄσχετη πρός τίς ἤδη διαπιστωμένες βίαιες ἀντιδράσεις συντηρητικῶν κυρίως κύκλων, οἱ ὁποῖοι θα μποροῦσαν νά προκαλέσουν συγκεκριμένες ἀντικειμενικές δυσχέρειες γιά τήν ἐπιβολή τους:
Πρῶτονοἱ ἴδιοι οἱ ἐπώνυμοι ἕλληνες διαφωτιστές, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τοῦ ὀρθόδοξου Κλήρου, δέν εἶχαν χειραφετηθεῖ πλήρως ἀπό τίς συντηρητικές ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως στούς χαλεπούς καιρούς τῆς μεταβυζαντινῆς περιοόδου.
Δεύτεροντό ἑλληνικό Ἔθνος δέν ἦταν ἀκόμη πνευματικά ὥριμο γιά νά ἀφομοιώσει τίς ἀρχές τοῦ νέου ἰδεολογικοῦ συστήματος τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, γιατί ἦταν ἐμπερίστατο σέ μία μακροχρόνια σκοτεινή περίοδο, ὑπό ἀλλόθρησκο μάλιστα κατακτητή, καί δέ εἶχε περάσει ἀπό τήν περίοδο τῆς κοσμοκεντρικῆς Ἀναγεννήσεως καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὑμανισμοῦ τῆς Δύσεως, κατά τήν ὁποία ἀποδυναμώθηκε ἡ θρησκευτική εὐαισθησία τῶν λαῶν τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου.
Τρίτονἡ καθιερωμένη εἰδικότερη πνευματική σχέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τό ἐμπερίστατο ὑπόδουλο Γένος δέν ἦταν σχέση ἀντιθετική, ὅπως ἦταν ἡ σχέση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τίς δυτικές κοινωνίες, ἡ ὁποία μάλιστα τονίσθηκε μέ ἰδιαίτερη ἔνταση μετά τή διάσπαση τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση τοῦ ΙΣΤ ΄ αἰῶνος.
Τέταρτονἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συντηροῦσε τήν παιδεία τοῦ Γένους τόσο στή βυζαντινή, ὅσο καί στή μεταβυζαντινή περίοδο, εἶχε ὐπό τήν ἄμεση ἐποπτεία καί ὑπό τόν εὐνόητο ἔλεγχό της ὁλόκληρο τό ἐκπαιδευτικό σύστημα τῆς ἐποχῆς, γι᾿ αὐτό, παρά τή μετριοπαθῆ της στάση τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἔναντι τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, δέν θα ἐπέτρεπε μία ἄκριτη ἤ ἀνεξέλεγκτη ἐλεύθερη διάδοση τῶν ἀκραίων θέσεών του καί στά ἐκπαιδευτικά της ἱδρύματα.
Πέμπτονοἱ προτεινόμενες ἀπό τούς ἕλληνες διαφωτιστές νέες ἰδέες τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ εἶχαν τό μειονέκτημα ὅτι δέν ἀνάβλυσαν ἀπό τίς ἐσωτερικές πνευματικές ὠδίνες τῆς πλούσιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γι᾿ αὐτό θεωρήθηκαν ὡς ὕποπτες, γιατί ἦσαν «ξενόφερτες». Ἄλλωστε, οἱ νέες ἰδέες ἀφ᾿ ἑνός μέν προβλημάτιζαν τόν δημόσιο καί τόν ἰδιωτικό βίο τοῦ λαοῦ κυρίως μέ τά κηρυσσόμενα ἐλευθεριάζοντα ἤθη, ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ προκαλοῦσαν ἀντιδράσεις μέ τήν προσβλητική ἀπαξίωση τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων τοῦ λαοῦ, καί
Ἕκτονὁ γαλλικός Διαφωτισμός καί οἱ ἕλληνες διαφωτιστές ἐπιδίωξαν τήν ὑπέρβαση τοῦ δογματικοῦ ἀριστοτελισμοῦ καί τήν ὑποκατάστασή του στή διανόηση καί στήν παιδεία μέ τόν ὀρθολογισμό τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσεως. Ὡστόσο, τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση ἑνός εὐρύτατου κύκλου ἑλλήνων λογίων καί στοιχειοθέτησε μία ὀξύτατη διαμάχη στόν χῶρο τῆς παιδείας μεταξύ τῶν διαφωτιστῶν καί τῶν ἀριστοτελικῶν στήν προεπαναστατική περίοδο.
Βεβαίως, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές μπορεῖ νά μή ὑποστήριξαν συστηματικά τήν προτεραιότητα τῆς Φύσεως ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ἀπόρριψη κάθε ὑπερβατικοῦ στοιχείου στή βιοθεωρία καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς, ἀλλ᾿ ὅμως εἶχαν ὁπωσδήποτε κληρονομήσει τήν τάση τοῦ ὑποβιβασμοῦ ἤ καί τοῦ παραμερισμοῦ τῆς παραδοσιακῆς χριστιανικῆς θεολογικῆς μεταφυσικῆς γιά τήν προώθηση τῶν νέων ἰδεῶν του. Ἡ σύνδεση λοιπόν τῆς ἐκκοσμικευμένης φιλοσοφικῆς θεωρίας τῶν γάλλων διαφωτιστῶν μέ τήν κοινωνική πράξη προσέλαβε μία γενικότερη μορφή, μέ τήν ἄκριτη μάλιστα ὑποστήριξη καί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Συνεπῶς, οἱ δικές τους ἐπιλογές γιά τήν παραδοσιακή χριστιανική μεταφυσική ἦσαν εἴτε ἀδιάφορες ἤ καί ἐχθρικές, ἀφοῦ ἔτειναν νά καλύψουν τόν καθ᾿ ὅλου δημόσιο καί ἰδιωτικό βίο τοῦ ἀνθρώπου, νά φρονηματίσουν μία ἀπείθαρχη κοινωνία καί νά μεταρρυθμίσουν ὅλες τίς παραδοσιακές θεσμικές δομές ἤ ἐκφράσεις της.
Ἡ ἀντίληψη λοιπόν τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ὅτι ἡ κύρια λειτουργία τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου ἦταν ἡ αὐστηρή κριτική τῆς πράξης τοῦ ἀτόμου ἤ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, μέ βάση ὅμως τίς ἐκκοσμικευμένες ἠθικοκοινωνικές καί θεωρητικές ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἔκανε ἀδιόρατα τά διαχωριστικά ὅρια ἀνάμεσα στή φιλοσοφία τῶν νέων φιλοσόφων καί στήν κρατική ἰδεολογική προπαγάνδα. Μέσα ἀπό τήν παραδοχή αὐτή ὁ γαλλικός Διαφωτισμός ἐπιδίωξε νά γίνει ἕνα ὄργανο γενικῆς παιδείας καί κοσμοθεωριακό της θεμέλιο γιά τήν ἐπιβολή τοῦ αὐτόνομου καί λογοκρατούμενου ἀνθρωποειδώλου τῶν διαφωτιστῶν σέ ὅλους τούς χριστιανικούς λαούς.
Ὡστόσο, ὁ ἀναπροσανατολισμός αὐτός τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος ἔφερε τούς ἕλληνες διαφωτιστές σέ μία εὐθεία σύγκρουση μέ τούς ἀριστοτελιστές φιλοσόφους στόν χῶρο τῆς παιδείας, γι ᾿ αὐτό δέν ἄφησε ἀδιάφορη τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀφοῦ ἡ ὅλη δομή τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ὄχι μόνο κριτική, ἀλλά πολλές φορές καί ἐχθρική πρός τό παραδοσιακό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου τόσο τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Εἶναι ὅμως ἀναντίρρητον, ὅτι μέ τόν ἐκκοσμικευμένο γαλλικό Διαφωτισμό δύο ἑτερόκεντροι κόσμοι εὑρίσκοντο σέ μία διαλεκτική ἀντιπαράθεση μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐπιβολή τοῦ ἑνός ἐπί τοῦ ἄλλου.
Οἱ δυσχέρειες λοιπόν τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν νά ἐπιβάλουν στήν παιδεία καί στήν κοινωνία τοῦ δοκιμαζόμενου δούλου Γένους τό βιοθεωριακό καί κοσμοθεωριακό σύστημα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ μέ τήν ἴδια ἄνεση, μέ τήν ὁποία πέτυχαν οἱ δυτικοευρωπαῖοι διαφωτιστές νά περάσουν τίς ἀρχές τους στή δυτική κοινωνία καί παιδεία, ἦσαν ἀναπόφευκτες. Ὡστόσο, προκάλεσαν πολλές φορές τήν προκλητική ἔκρηξη καί μερικῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, ἀφοῦ οἱ ἐκπρόσωποί τους θεωρήθηκαν ἀνασχετικές ἤ καί ἐχθρικές δυνάμεις σέ κάθε νεωτεριστική κίνηση. Τίς ἀκραῖες αὐτές ἐκδηλώσεις τοῦ ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ ἐκφράζουν τά γνωστά στήν πολεμική γραμματεία τῆς ἐποχῆς σημαντικά σχετικά κείμενα, ὅπως ἡ Ἑλληνική Νομαρχία, ὁ Ρωσσοαγγλογάλλος, ὁ Ἀνώνυμος τοῦ 1789 κ. ἄ.
Πράγματι, κοινά στοιχεῖα καί τῶν τριῶν αὐτῶν ἔργων εἶναι ὅτι: α) εἶναι πολεμικά καί σέ πολλές περιπτώσεις ἀστήρικτα καί προκλητικά Λιβελλογραφήματα ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, β) ἔχουν ὡς κύρια πρότυπα ὄχι μόνο στή δομή τους, ἀλλά καί στό περιεχόμενο, ἐπιλεγμένες ξένες ἀκραῖες περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιήθηκαν σέ ὅλες σχεδόν τίς μορφές τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, γ) καλύπτονται πάντοτε, γιά προφανῶς εὐνόητους λόγους, ἀπό τήν ἀνωνυμία τῶν συγγραφέων τους γιά νά μήν συνδεθοῦν καί ἐπικριθοῦν τά πρόσωπά τους γιά τό ἀβάσιμο ἤ πλασματικό περιεχόμενο τῶν κειμένων τους ἀπό τήν κοινωνία, δ) ἔχουν ὡς κύριο καί κοινό στόχο τόσο τήν κατασπίλωση τοῦ Κλήρου καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τήν ἐξουδετέρωση τῆς παραδοσιακῆς ἐπιρροῆς τους στήν κοινωνία τοῦ δούλου Γένους, ε) ἐπιδίωκαν γενικώτερα τήν ἀποθεσμοποίηση τοῦ δημόσιου ἐθνικοῦ βίου, σύμφωνα μέ τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , ἀξιοποιώντας τή δυσφορία τόσο γιά τίς πραγματικές ἤ ὑποθετικές, μερικές ἤ γενικώτερες καταχρήσεις κορυφαίων κυρίως ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λογίων Φαναριωτῶν, τῆς Κοινοτικῆς διοίκησης τοῦ δούλου Γένους κ.ἄ.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ λόγοςὁ ἀντίλογος καί ὁ διάλογος τῶν ποικίλων καί ἀντιφατικῶν πνευματικῶν, φιλοσοφικῶν καί ἰδεολογικῶν αὐτῶν τάσεων στίς παραμονές τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 προσέφεραν μία ἀξιόλογη εἰκόνα τῶν σημαντικῶν πολύπτυχων ἰδεολογικῶν ζυμώσεων τοῦ Γένους. Στίς ἰδεολογικές αὐτές ζυμώσεις ἀντιπαρατάχθηκαν βασικά ὁ μετριοπαθής καί προσαρμοσμένος στήν ἑλληνική πραγματικότητα Ἑλληνικός Διαφωτισμός, ὁ ἀμιγής ἀθεϊστικός γαλλικός Διαφωτισμός τῆς Δύσεως, ἡ παραδοσιακή κλασική φιλοσοφία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μέ κύριους ἐκπροσώπους της τόν ἀριστοτελισμό καί τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ δύο πρῶτες τάσεις, δηλαδή ὁ ἑλληνικός καί ὁ ἀθεϊστικός Διαφωτισμός, ἀναζητοῦσαν τήν ὑποκατάσταση τῆς βιοθεωρίας καί τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐμπερίστατου δούλου Γένους, οἱ ὁποῖες εἶχαν στηριχθεῖ στήν ἁρμονική σύνθεση τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική θεολογία, τῶν δύο τελευταίων δηλαδή τάσεων. Πράγματι, γιά τούς λόγους, πού ἤδη ἀναφέραμε, ὁ ἀθεϊστικός Διαφωτισμός δέν μπόρεσε νά διεισδύσει στά σπλάγχνα τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους. Ἔτσι, περιορίσθηκε οὐσιαστικά σέ μία λόγια θεωρητική ἤ πλασματική διαλεκτική τόσο γιά τίς δομές τῆς παιδείας, ὅσο καί γιά τή θέση τῶν νέων ἰδεῶν τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσης στή ζωή καί στήν παιδεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Συνεπῶς, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές, οἱ ὁποῖοι συγκλονίσθηκαν ἀπό τή συνάντησή τους μέ τόν πολύμορφο δυτικό Διαφωτισμό, δέν μπόρεσαν νά κάνουν ἠθικο-κοινωνική πράξη τοῦ λαοῦ τή δική τους μετριοπαθῆ φιλοσοφική ἰδεολογία, γιατί οἱ θεσμικά ὀργανωμένες καί συνειδησιακά ριζωμένες στήν ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ παραδοσιακές θρησκευτικές δομές καί ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας καί τῆς παιδείας ἔμειναν οὐσιαστικά ἀπρόσβλητες ἀπό τά ἀκραῖα ἤ καί προκλητικά νεωτεριστικά κηρύγματα τῶν νέων φιλοσόφων. Οἱ βεβιασμένες ὅμως διακηρύξεις τους ἐναντίον τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐναντίον τῆς Θρησκείας γενικώτερα καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἰδικότερα καί ἐναντίον τῶν καθιερωμένων θεσμῶν καί παραδόσεων τοῦ Ἔθνους περιόρισαν τίς δυνατότητες ἐπηρεασμοῦ τῆς λαϊκῆς βάσης ἀπό τίς νέες ἰδέες τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν, ἀφοῦ θεωρήθηκαν «ξένες» ἤ καί ὕποπτες τάσεις ἤ προτάσεις, οἱ δέ φορεῖς τους ὡς ἀφελεῖς, ἰδιοτελεῖς ἤ καί συνεπαρμένοι ἀπό μία ἄκριτη καί κούφια « ξενομανία».
  1. Ὁ ρόλος τῶν ἁγωνιστῶν στόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα
Τό κρίσιμο ἐρώτημα γιά τίς ἰδεολογικές ζυμώσεις τῶν νέων ἰδεῶν ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ στήν προεπαναστατική περίοδο ἦταν ἐκεῖνο πού συνδέεται ἄμεσα μέ τό ἱστορικό γεγονός τοῦ ἑορτασμοῦ, ἤτοι τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. Ποία λοιπόν ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἰδεολογικῶν αὐτῶν ζυμώσεων γιά τήν προετοιμασία ἤ τήν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821; Τί προσέφερε σέ αὐτή κάθε μία ἀπό τίς τάσεις αὐτές; Ποῖο μητρικό φίλτρο γέννησε, γαλούχησε καί διαμόρφωσε τούς γενναίους ἀγωνιστές τῆς Ἐπαναστάσεως; Ποῖα ἦσαν τά σοβαρά προβλήματα γιά τήν ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως;
Ἡ ἀπάντηση λοιπόν στά σημαντικά αὐτά ἐρωτήματα εἶναι σύνθετη, μετά τίς γενόμενες ἤδη διαπιστώσεις. Ἄλλωστε, στό θεωρητικό πεδίο, ἡ ἀναφορά τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ στήν ἠθικο-κοινωνική πράξη μέ τή νέα λογική τῶν νέων ἰδεῶν παρέμεινε, ὅπως εἴπαμε, ἕνα ἐξαιρετικό προνόμιο μόνο τῶν προνομιούχων λογίων κύκλων τοῦ Γένους, ἀλλ᾿ ὅμως δέν πέτυχε νά διεισδύσει στήν παιδεία καί στον λαό. Ὡστόσο, ἄν θεωρούσαμε ὡς δυνατή μία ἐπιτυχία τήν προσπάθεια τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν νά περάσουν στήν παιδεία ὁρισμένες ἀπό τίς νέες ἰδέες τῶν δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, τότε ποία θά ἦταν θεωρητικά ἡ μορφή τῆς πορείας τοῦ Γένους πρός τήν Ἐπανάσταση; Εἶναι ἀναντίρρητο τό γεγονός, ὅτι ἡ πορεία πρός τήν Ἐπανάσταση θά ἦταν ὁπωσδήποτε βραδεία, ἀφοῦ, ὅπως θά δοῦμε, ὁ δυτικός Διαφωτισμός, καίτοι ἀπέρριψε τόν θεωρητικό ἀριστοτελισμό, ἐν τούτοις δέν ἀγνόησε τήν ἀριστοτελική λογική στίς δομές τοῦ ὀρθολογιστικοῦ φιλοσοφικῦ του συστήματος.
Πράγματι, μεταξύ τῆς ἀριστοτελικῆς λογικῆς καί τῆς λογικῆς τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσεως ὑπάρχει μία βαθύτατη σχέση καί ἐξάρτηση ὄχι μόνο μορφῆς, ἀλλά καί περιεχομένου. Ὡστόσο, ἡ ἀναφορά τῶν ἀρχῶν τῆς νέας φιλοσοφίας στήν ἠθικο–κοινωνική πράξη κάνει στενότερη τή σχέση τοῦ ὀρθολογισμοῦ μέ τή βιοθεωρία καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ περίεργου καί ἀνήσυχου ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἐπανατοποθετηθεῖ στή νέα δομή τῆς κοινωνίας, μέ μόνο μάλιστα γνώμονα τόν προτεινόμενο αὐτοδύναμο ὀρθό λόγο τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν λοιπόν ὁ ἑλληνικός Διαφωτισμός εἶχε πετύχει νά ἐπιβάλει πράγματι στήν κοινωνία τοῦ δούλου Γένους τό ἀνθρωποείδωλο τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ , τότε θά μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε, ὑπό μία θεωρητική συλλογιστική λογική, ὅτι θα ἦταν πολύ δύσκολη ἡ ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τό 1821. Ἄλλωστε, μία λογική προσέγγιση τοῦ θέματος θά προϋπέθετε ἀπαραιτήτως γιά τήν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως μία « λογική» ἀναλογία ὄχι μόνο τῆς κατάλληλης παιδείας, ἀλλά καί τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τῶν ὑπόδουλων καί τῶν κατακτητῶν.
Εἶναι ὅμως εὐνόητον ὅτι ἡ κήρυξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ τό σημαντικώτερο πολιτικό καί διπλωματικό γεγονός τοῦ 19ου αἰώνα στήν Εὐρώπη, ἀφοῦ οἱ Μεγάλες Δυνάμεις στό Συνέδριο τῆς Βιέννης (1815) εἶχαν ἀπαγορεύσει αὐστηρῶς ὁποιονδήποτε ἀπελευθερωτικό ἀγώνα λαοῦ, χωρίς μάλιστα τή συναίνεσή τους, ἐναντίον ὁποιουδήποτε μονάρχη τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, στίς ὁποῖες συμπεριλαμβανόταν καί ὁ ἀδύναμος σουλτάνος τῆς Τουρκίας. Προφανῶς, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι λόγιοι, ἀγνοοῦσαν τίς ἀποφάσεις αὐτές, γι᾿ αὐτό ἐπέμεναν ὅτι ἔπρεπε νά προετοιμασθεῖ συστηματικά ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως ὄχι μόνο μέ τή συγκρότηση ἑνός ἀξιόμαχου στρατοῦ, ἀλλά καί μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς μορφωτικῆς στάθμης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Συνεπῶς, ἀκόμη καί οἱ διαπρεπεῖς μετριοπαθεῖς ἕλληνες διαφωτιστές, ὅπως λ.χ. ὁ Ἀδ. Κοραῆς, πίστευαν, μέ βάση μάλιστα τίς ἀρχές τῆς λογικῆς τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , ὄχι μόνο ὅτι τό Γένος δέν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμο γιά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα, ἀλλά καί ὅτι θα ἔπρεπε νά προετοιμασθεῖ προηγουμένως πνευματικά μέν μέ τήν παιδεία, στρατιωτικά δέ μέ τήν κατάλληλη ὀργάνωση ἑνός ἀξιόμαχου στρατοῦ, προτοῦ ξεσηκωθεῖ ἐναντίον τοῦ βάρβαρου δυνάστη.
Στό ἰδεολογικό αὐτό πλαίσιο ὅμως αὐτό, ὁ Ἀδ. Κοραῆς τοποθετοῦσε χρονικά τή δυνατότητα κηρύξεως τῆς Ἐπαναστάσεως σέ πολύ μεταγενέστερο χρόνο, γι᾿ αὐτό δέν ἦταν βέβαιος ὅτι αὐτή θά συνέπιπτε στή διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, τό ἀνθρωποείδωλο τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἔδινε μία ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν ὀρθό λόγο ἔναντι τοῦ λόγου τῆς πίστεως καί ἀξιολογοῦσε τήν προσωπική, τήν κοινωνική καί τήν ἐθνική του παρουσία, μέ ἀπόλυτο κριτήριο τή νέα «λογική» τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ ἰδιαίτερη λοιπόν εὐαισθησία τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν κρινόταν ἀπαραίτητη ὄχι μόνο γιά τήν κοινωνική ἀπελευθέρωση, στό πλαίσιο ὅμως τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς τους ἀνεξαρτησίας καί ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε μέ ἔμφαση στή σχετική γραμματεία τῆς ἐποχῆς.
Ἡ εὐαισθησία ὅμως αὐτή ἔθετε ὡς προϋπόθεση γιά τόν ἀγώνα τοῦ Γένους τόσο τήν κατάλληλη μόρφωση, ὅσο καί τήν κατάλληλη προετοιμασία του, ἀφοῦ οἱ ἕλληνες διαφωτιστές δέν πίστευαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ Φαναριῶτες, ὅτι τό Ἔθνος ἦταν ψυχολογικά ἔτοιμο καί στρατιωτικά ἀξιόμαχο γιά νά ἀναλάβει τόν ὑπέρ πάντων ἀπελευθερωτικό του ἀγώνα. Ἡ λογική λοιπόν βάση ἀξιολογήσεως τῶν ἀντικειμενικῶν δυνατοτήτων μιᾶς ἄμεσης κηρύξεως Ἐπαναστάσεως δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοήσει τίς συνέπειες τῆς διαφορᾶς δυνάμεων σέ ἕνα τόσο ἐπικίνδυνο ἀγώνα ὄχι μόνο ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀναλογίας δυνάμεων, ἀλλά καί ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀνύπαρκτης κατάλληλης ὀργανώσεως τῆς πολεμικῆς προετοιμασίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Σύμφωνα, μέ τίς ἀρχές τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ἀλλά καί μέ τά πρόσφατα κριτήρια τῆς ὀδυνηρῆς ἐμπειρίας τοῦ παρελθόντος («ὀρλωφικά»), ὑποστηριζόταν εὐλόγως ὅτι ὁ Ἑλληνισμός θά ἔπρεπε νά ἀναβαπτισθεῖ πνευματικά μέσα ἀπό τούς θεσμούς τῆς παιδείας καί νά προετοιμασθεῖ γιά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα ἐναντίον ἑνός βάρβαρου δυνάστη.
Ἐν τούτοις, ἡ λογική αὐτή βάση, πού μορφοποιήθηκε κυρίως ἀπό τίς ἰδεολογικές ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, συγκλονίσθηκε ἀπό τό γεγονός τῆς ἄμεσης κηρύξεως τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἡ πίστη λοιπόν τοῦ Γένους στήν ἐλευθερία καί στά ἰστορικά πεπρωμένα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα εἶχαν ἰδιαίτερα ἐξαρθεῖ καί ἀπό τούς ἕλληνες διαφωτιστές, ξεπέρασε τίς λογοκρατικές ἐκτιμήσεις, τίς συλλογιστικές πιθανολογήσεις καί τίς λογικές ἐπιφυλάξεις τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, ἀφοῦ ἡ ἔξαρση τῆς πίστεως καί τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας δέν ὑπήκουσε σέ κανόνες τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἔτσι, τό Ἔθνος, ἐξαγνισμένο μέ τήν πεῖρα τῶν μακροχρόνιων δοκιμασιῶν τῆς δουλείας καί ὑπερήφανο γιά τήν ἐθνική καί τή θρησκευτική του ταυτότητα, ὑψώθηκε σύσσωμο μπροστά στόν βάρβαρο κατακτητή, μέ μοναδικό μάλιστα σκοπό τήν ἀνάκτηση τῆς πολυπόθητης ἐθνικῆς του ἐλευθερίας.
Σέ αὐτή λοιπόν τήν ὁμόθυμη Ἐθνεγερσία οἱ διάφοροι πνευματικοί φορεῖς τοῦ Ἔθνους λησμόνησαν τίς φιλοσοφικές τους προλήψεις ἤ τίς ἰδεολογικές τους ἀντιθέσεις καί συστρατεύθηκαν, μέ μία ὑπέροχη μάλιστα ὁμοψυχία, στόν τιτάνιο ἀγώνα, στον ὁποῖο πρωταγνωστής ὑπῆρξε ὁλόκληρος ὁ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἑλληνισμός. Οἱ λόγιοι διαφωτιστές, οἱ ἀριστοτελικοί φιλόσοφοι, οἱ φαναριῶτες λόγιοι καί ὁ εὐλαβής κλῆρος ὑποτάχθηκαν πλήρως στήν ὑπέρτατη αὐτή βούληση τοῦ Ἔθνους, τό ὁποῖο ἐδονεῖτο σύγκορμο ἀπό τή νοσταλγία τοῦ ὁράματος τῆς ἐλευθερίας καί ἀπό τήν πηγαία καί ἀνεξάντλητη πίστη στήν ἱστορική του μοῖρα. Ἀντίθετα λοιπόν πρός κάθε λογοκρατική ἀντίθεση τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν, ὁ Ἑλληνισμός ξεσηκώθηκε τό 1821 μέ ὁλόθυμη αὐτοθυσία «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία».
Συνεπῶς, οἱ αὐθεντικοί ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες τῶν ἡρώων καί τῶν ἀγωνιστῶν τῆς συγκλονιστικῆς ἐκείνης ἐθνικῆς ἐποποιΐας δέν ἦσαν ὁπωσδήποτε ἰδεολογικά ἀντίτυπα τῶν ἀνθρωποειδώλων τοῦ λογοκρατούμενου δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ ἀληθινή τυπολογία τοῦ ἀγωνιστῆ στόν ὑπέρτατο ἀπελευθερωτικό ἀγώνα τοῦ 1821 βγῆκε μέσα ἀπό τό ἔμφυτο διαχρονικό φρόνημα τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ, τό ὁποῖο δέν προϋπῆρχε, ἀλλά γεννήθηκε μέσα ἀπό τόν ἀγώνα. Βεβαίως, ὁ ἀγωνιστής δέν εἶναι μία ὑπερβατική προσωπικότητα, ἀλλ ᾿ ὅμως χαρακτηρίζεται ἀπό ὅλα τά προτερήματα καί ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες ἑνός λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν συλλογίζεται, ὅπως οἱ λόγιοι διαφωτιστές, ἀλλά μετέχει πρόθυμα, ὁλόθυμα καί ἀπροϋπόθετα στόν ἀγώνα, δέν κυριαρχεῖ πάνω του ἡ λογική, ἀλλά ἡ πίστη στά πεπρωμένα τοῦ Γένους, δέν διαχωρίζεται, ἀλλά ταυτίζεται μέ τόν λαό.
Πράγματι, σέ αὐτή τήν ἱερή μυσταγωγία τῆς Ἐθνεγερσίαςἡ ὁποία κινήθηκε στά ὅρια σχεδόν τοῦ παραλόγου, τῆς ἀκλόνητης πίστεως καί τῆς ἐλπίδας, λειτουργοί ἦσαν ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός καί ὄχι μόνο μερικά διακεκριμένα καί μεγαλόπνοα πρόσωπα. Ἄλλωστε, σέ ἕνα τόσο δύσκολο ἀπελευθερωτικό ἀγώνα, ὁ μέν λαός πρώτα πιστεύει καί ἀποφασίζει καί μετά βλέπει τούς καρπούς τοῦ ἀγώνα του, ἐνῶ οἱ φωτισμένοι λόγιοι πρώτα θέλουν νά βλέπουν τούς καρπούς καί μετά νά ἀποφασίσουν γιά τόν ἀγώνα.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, μέσα ἀπό τόν ἀγώνα, οἱ ἀγρότες ἤ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι σάρκωναν μέ τή ζωή τους τίς παραδοσιακές ἐλπίδες τοῦ Ἔθνους, ἀναδείχθηκαν σέ ὑπέροχους στρατηγούς καί οἱ ἁπλοί ναῦτες σέ ἐμπειρότατους ναυάρχους, οἱ ὁποῖοι ἡγήθηκαν μέ μοναδική αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία σέ ὅλες τίς δύσκολες στιγμές τοῦ ἀγώνα στήν ξηρά καί στή θάλασσα. Πράγματι, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης, ὁ Κ. Κανάρης καί τόσοι ἄλλοι μεγάλοι ἥρωες τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, δέν ζυμώθηκαν βεβαίως μέ τίς ἰδεολογικές ζυμώσεις τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 18ου αἰώνα, ἀλλ᾿ ὅμως ἐνσάρκωσαν μέσα τους τή διαχρονική ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως αὐτή εἶχε διαμορφωθεῖ μέσα ἀπό τίς παραδοσιακές ἀρχές τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης.
Ἡ ὀρθολογιστική λοιπόν ἀξιολόγηση τόσο τῶν ἀναγκαίων προϋποθέσεων, ὅσο καί τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέρτατου ἀγώνα δέν βρῆκε χῶρο στό νοῦ τοῦ ξεσηκωμένου Γένους, γιατί στήν παλλόμενη ἀπό τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα καρδιά τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ξεπεράστηκαν τόσο οἱ εὔλογες ἐπιφυλάξεις, ὅσο καί οἱ λογικοί ὑπολογισμοί. Ἄλλωστε, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά φθάσει ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς δέν μπορεῖ νά φθάσει ποτέ ἡ δύναμη τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἀγωνιστῆ ἀπό τόν διανοούμενο, γι᾿ αὐτό τό Ἔθνος σύσσωμο, μέ μόνο ὁδηγό τήν πίστη του στόν Θεό καί στά ἱστορικά πεπρωμένα του, βάδισε ἀποφασιστικά τόν παράλογο δρόμο τῆς θυσίας γιά νά κατακτήσει μέ τόν ἀγώνα του «ἤ τή νίκη ἤ τή θανή».
Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος σάρκωσε μέσα του τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους, εἶναι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε, γαλουχήθηκε, μορφοποιήθηκε καί ἀνδρώθηκε στούς σκοτεινούς αἰῶνες ἀπό τήν παιδεία καί τή διδαχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ χριστιανός ἄνθρωπος τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, πού ἀποδέσμευσε αἰφνίδια τή θερμουργό καί θαυματουργική δύναμη τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ραγιάς, πού ἐνεργοποίησε τίς ἀδρανοποιημένες δυνάμεις του, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τῆς νοσταλγικῆς προσδοκίας, πού ἐπωμίσθηκε σέ μία κρίσιμη στιγμή ὅλη τήν εὐθύνη γιά τήν ἐκπλήρωσή της, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐλευθερίας, πού γιά αἰῶνες γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμά της στό διαχρονικό παλλάδιο τοῦ Ἔθνους, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
* Ὁμ. καθηγητής του ΕΚΠΑ. Ὁμιλία στό Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς «Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων» (1982), μέ ὁρισμένες ἀλλάγές στή διατύπωση γιά νά συνδεθῆ μέ τήν ἐπετειακή ἐπικαιρότητα (2021).

Πηγή: Ηλ. Βιβλιοθήκη «Πορφυρογέννητος», της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κρυφό σχολειό”, φιλοτεχνημένος το 1885) είναι έργο του Νικολάου Γύζη.

ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/1821-3/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.