Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκάλεσαν συνέδριο, σχεδιάζοντας πώς να θανατώσουν τον Ιησού. Διακατέχονταν από τον φόβο ότι με τα θαύματα που έκανε όλοι θα πίστευαν σ’ αυτόν, και τούτο θα προκαλούσε επέμβαση των Ρωμαίων.
Στο συνέδριο ο Καϊάφας, αρχιερέας εκείνης της χρονιάς, τους είπε: «Υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται. Τούτο δε αφ’ εαυτού ουκ είπεν, αλλά αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκειν υπέρ του έθνους, και ουχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλ’ ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν» (Ιω. 11, 50-53). Με τα λόγια του αυτά ο Καϊάφας υπογράφει την καταδίκη του Ιησού. Τα λόγια του δεν είναι τυχαία. Ο Ιησούς αντιμετωπίζεται πλέον ως επικίνδυνος ανατροπέας της κοινωνίας, που οι αρχιερείς, με τα θρησκευτικά καθήκοντα και τις τελετουργίες που καθορίζει ο Νόμος, κρατούν ενωμένη, χάρη στο φόβο και την ενοχή.
Ο Καϊάφας δεν το είπε αυτό από μόνος του, αλλά προφήτευσε ως αρχιερέας εκείνου του ενιαυτού. Η ίδια η θέση που κατέχει του παρέχει τη δυνατότητα της προφητείας. Τούτο υπογραμμίζει και τη δύναμη των αρχών και των εξουσιών, όπως προσδιορίζονται στην Καινή Διαθήκη, οι οποίες επιθυμούν και επιδιώκουν τη θανάτωση του δικαίου με τον πιο επονείδιστο τρόπο. Οι ακροατές του Ιησού συμφωνούν να απαλλαγούν απ’ αυτόν, επειδή ακριβώς δεν ακούν εκείνο που κηρύσσει, επιβεβαιώνοντας έτσι την ακρίβεια και τον προφητικό χαρακτήρα των ταλανισμών κατά των Φαρισαίων: «Κακείθεν εξελθόντος αυτού ήρξαντο οι γραμματείς και οι φαρισαίοι δεινώς ενέχειν και αποστοματίζειν αυτόν περί πλειόνων, ενεδρεύοντες αυτόν θηρεύσαι τι εκ του στόματος αυτού» (Λουκ. 11, 53-54). (Και βγαίνοντας απ’ εκεί άρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να τον παρενοχλούν επίμονα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις, και να ζητούν, παραμονεύοντας, να αρπάξουν κάτι απ’ το στόμα του για να τον κατηγορήσουν).
Ο θάνατος όμως του Ιησού, πέρα από την υποτιθέμενη σωτηρία του έθνους, είχε και ένα πραγματικό αντίκρισμα. Τη συναγωγή των διασκορπισμένων τέκνων του Θεού σε ένα. Τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού, που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι, πού δεν υπόκεινται σε περιορισμούς τόπου και χρόνου, θα συναχθούν εις εν, ατενίζοντας τον σταυρό του Χριστού και ακολουθώντας τα βήματά του. Κάθε τέκνο του Θεού είναι και υιός του ανθρώπου. Η πίστη δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά μπορεί να βρει ενδιαίτημα σε κάθε καρδιά, όπως στην εθνική Χαναναία, της οποίας ο Ιησούς θεράπευσε την δαιμονισμένη κόρη λέγοντας, «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις∙ γεννηθήτω σοι ως θέλεις».
Η σύλληψη του Ιησού στον κήπο της Γεθσημανής σηματοδοτεί την αρχή όλων όσων έπρεπε να γίνουν για να πληρωθούν οι γραφές. Ένα πλήθος από στρατιώτες και υπηρέτες των αρχιερέων και Φαρισαίων, με επικεφαλής τον Ιούδα, έρχονται στο όρος των ελαιών προκειμένου να τον συλλάβουν.
Μόνον ο Πέτρος τον ακολουθεί από μακριά και εισέρχεται στην αυλή του αρχιερέως για να δει την έκβαση. Τρεις φορές τον αναγνωρίζουν ότι είναι μαθητής του Ιησού, και τρεις φορές απαρνείται με όρκο τον Διδάσκαλο. Στην τρίτη απάρνηση ακούγεται το λάλημα του πετεινού, και ο Πέτρος αναθυμάται τον λόγο του Διδασκάλου.
Η άρνηση του Πέτρου είναι ανάλογη της προδοσίας του Ιούδα. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Πέτρος επιστρέφει στον Χριστό, ενώ ο Ιούδας απομακρύνεται. Ο Πέτρος συναισθάνεται το χάσμα απ’ τον Διδάσκαλο. Μοιάζει να ξυπνά από βαθύ ύπνο. Τον ύπνο στον οποίο είναι άπαντες βυθισμένοι, διαποτισμένοι καθώς είναι από την εχθρότητά τους προς τον Ιησού. ΄Ομως η αγάπη του γι’ αυτόν γεφυρώνει το χάσμα. Στρέφεται ολόψυχα στον Χριστό, και αυτή η ανάδυση από το σκότος της άγνοιας αποτυπώνεται στα λόγια του προς τους Ιουδαίους στο ναό, στις Πράξεις των αποστόλων (3, 17-18): «Και νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ώσπερ και οι άρχοντες υμών∙ ο δε Θεός ά προκατήγγειλε δια στόματος πάντων των προφητών αυτού παθείν τον Χριστόν, επλήρωσεν ούτω. (Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια ενεργήσατε, όπως και οι άρχοντές σας. Ο Θεός δε όσα προανήγγειλε δια του στόματος όλων των προφητών ότι θα πάθει ο Χριστός, έτσι και τα επραγματοποίησε). Ο Πέτρος γνωρίζει εξ ιδίας πείρας τι σημαίνει το βαρύ πέπλο της άγνοιας που μπορεί να σκεπάσει το νου και τα μάτια των ανθρώπων, και να τους κατευθύνει στην πλάνη και το ψεύδος. Τα λόγια του δηλώνουν την τύφλωσή τους να βγουν από την κατάσταση που λογαριάζουν ως δίκαιη και αληθινή, και να αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων. Δηλώνουν ακόμα την τάση του ανθρώπου να παρασύρεται και να εκλαμβάνει τα φαινόμενα που παίρνουν μαζικές διαστάσεις ως αλήθειες.
Στον Ιούδα οι τύψεις αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για να στραφεί στον Χριστό. Ο Πέτρος μετανοεί και επιστρέφει, ο Ιούδας μεταμελείται και απομακρύνεται. Η μεταμέλεια γεννά τύψεις και ενοχή, ενώ μετάνοια σημαίνει μια ολική μεταστροφή του νου, και του συνόλου της υπάρξεως, προς τον Χριστό. «Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς έστρεψεν τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσιν και πρεσβυτέροις λέγων∙ ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Οι δε είπαν∙ τι προς ημάς; Συ όψη. Και ρίψας τα αργύρια εις τον ναόν ανεχώρησεν, και απελθών απήγξατο. Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπαν∙ ουκ έξεστιν βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστιν. Συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως, εις ταφήν της ξένοις. Διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον» (Ματθ. 27, 3-8). Για να πληρωθεί ο λόγος του Ιερεμία∙ «και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου όν ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ» (Ιερ. 18,2). Τα λύτρα της προδοσίας χαρακτηρίζονται λύτρα αίματος, καθώς και ο αγρός που αγοράστηκε μ’ αυτά για να θάπτονται οι ξένοι.
Διακηρύσσοντας ο Ιούδας την αθωότητα του Ιησού ομολογεί την δική του αναξιότητα. Αν εκείνη τη στιγμή στρεφόταν στον Χριστό εκείνος θα τον δεχόταν, διότι το Πάθος του Χριστού δεν ήταν αποτέλεσμα της προδοσίας. Η προδοσία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τον Χριστό σταυρώνουν οι άρχοντες του κόσμου για να εξαλείψουν τον ίδιο και τον λόγο του από την γη, ώστε να συνεχίσουν να κυριαρχούν ανενόχλητοι. Τούτο δείχνουν και τα λόγια του Ιησού προς τους υπηρέτες και στρατιώτες των αρχιερέων και Φαρισαίων όταν πήγαν να τον συλλάβουν: «Ως επί ληστήν εξήλθατε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με; Καθ’ ημέραν εν τω ιερώ εκαθεζόμην διδάσκων και ουκ εκρατήσατέ με» (Ματθ. 26, 55).
Τότε οι μαθητές τον άφησαν κι έφυγαν. Είναι η ώρα της εξουσίας του σκότους. (Λουκ. 22,53).
Το σκότος και η εξουσία του σκότους δεν είναι απλώς η προδοσία του Ιούδα, είναι η συσπείρωση όλων των επίγειων δυνάμεων εναντίον ενός και μόνον ανθρώπου, του οποίου η αθωότητα διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια με κάθε τρόπο, σε πείσμα όλων εκείνων που τον θεωρούσαν ένοχο.
Όταν ο ΄Αννας τον ρωτά για τους μαθητές και την διδαχή του, ο Ιησούς απαντά: «Εγώ παρρησία ελάλησα τω κόσμω∙ εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συναγωγή και εν τω ιερώ, όπου πάντοτε οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν. Τι με επερωτάς; Επερώτησον τους ακηκοότας τι ελάλησα αυτοίς∙ ίδε ούτοι οίδασιν ά είπον εγώ» (Ιωαν. 18, 20-21). Ο υπηρέτης του ΄Αννα τον ραπίζει, θεωρώντας προσβλητική προς το ιερό πρόσωπο του αρχιερέα την απάντηση του Ιησού.
Ο Ιησούς δέχεται τα ραπίσματα και τους κολαφισμούς σιωπώντας. Το πρόσωπο του Ιησού δεν αποπνέει καμιά ιερότητα, όπως θα περίμενε κανείς. Τον ραπίζουν και τον περιπαίζουν σαν τον τελευταίο τυχάρπαστο. Είναι ο σιωπηλός δούλος που δέχεται τα πάντα. «Και αυτός δια το κεκακώσθαι ουκ ανοίγει το στόμα∙ ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ουκ ανοίξει το στόμα αυτού» (Ησ. 53, 7).
Το άλλο πρωί ο Ιησούς οδηγείται δέσμιος στον Πόντιο Πιλάτο. Από τις θρησκευτικές παραδίδεται στις πολιτικές αρχές, προκειμένου να επικυρωθεί η θανατική του καταδίκη.
Ποιο είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού που μας καλεί να γευτούμε; Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, «ο άνθρωπος που βρήκε την αγάπη τρώει και πίνει τον Χριστό κάθε μέρα και κάθε ώρα… Μακάριος είναι αυτός που τρώει από τον άρτο της αγάπης που είναι ο Ιησούς! Εκείνος που εσθίει αγάπη τον Χριστό εσθίει, τον επί πάντων Θεό… Η αγάπη είναι η Βασιλεία, την οποία ο Κύριος επαγγέλλεται μυστικά στους μαθητές του πως θα φάνε ‘‘εν τη βασιλεία Του’’. Όταν τον ακούμε να λέει ότι εσθίητε και πίνητε εν τη τραπέζη της βασιλείας μου, τι να υποθέσουμε ότι θα φάμε, αν όχι την αγάπη; Η αγάπη είναι ικανή να θρέψει τον άνθρωπο περισσότερο από την τροφή και το ποτό».
Οι Ιουδαίοι είναι τόσο βέβαιοι για την ενοχή του Ιησού, όσο βέβαιοι ήταν κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ ότι υποδέχονταν τον Μεσσία. Είναι οι ίδιοι που λέγουν, «ει είμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, ουκ αν ήμεθα αυτών κοινωνοί εν τω αίματι των προφητών». ΄Όμως και οι πατέρες τους ήταν εξίσου βέβαιοι για την ενοχή των προφητών όταν τους φόνευαν, προκειμένου να αποφύγουν τις επιπτώσεις των λόγων τους. Την ίδια περίπου στάση έχουν εν πολλοίς και οι χριστιανοί ρίχνοντας το βάρος της σταύρωσης του Χριστού στους Εβραίους και μόνο, ξεχνώντας τον οικουμενικό χαρακτήρα των Ευαγγελίων, ότι τα Ευαγγέλια απευθύνονται σε όλο το ανθρώπινο γένος και σε όλους τους αιώνες, καταγράφοντας με ενάργεια τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί η ανθρωπότητα.
Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να σφυρηλατήσει το φρόνημα ενός λαού ως άλλος Μωυσής, ούτε να τεθεί επικεφαλής του και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση των πεπρωμένων του.
Η σταύρωση είναι μια καταδίκη εις βάρος ενός αθώου. Εξ ου και τα λόγια που εκστομίζει ο Ιησούς, δίνοντας όλο το βάθος της αδικίας: «Εμίσησάν με δωρεάν» (Ιωαν.15,25). Με μίσησαν χωρίς κανένα λόγο. Φράση που προέρχεται από τους Ψαλμούς (34,19), για να διατρανωθεί η αλήθεια της, καθότι δεν είναι απλώς μια έκφραση πικρίας. Η βία εναντίον του δικαίου, θα πλήξει τελικά εκείνους απ’ τους οποίους εκπορεύεται: «Αμήν λέγω υμίν, ήξει ταύτα πάντα επί την γενεάν ταύτην». Και ας μην νομισθεί ότι λέγοντας «την γενεάν ταύτην» εννοούνται αποκλειστικά εκείνοι που έστειλαν τον Ιησού στον Σταυρό, ή μόνον όσοι ζούσαν στην εποχή του και στον ίδιο περίγυρο. Είναι κάθε γενεά, όλες οι γενεές που τρέφονται από την ίδια φονική διάθεση, επιρρίπτοντας οι μεν στους δε την ευθύνη των αδικιών, των διωγμών, και των θανατώσεων. Κανένα έθνος ή φυλή δεν έχει δικαίωμα να οικειοποιηθεί τον λόγο των Ευαγγελίων στρέφοντάς τον εναντίον των άλλων.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωαν. 8, 32). Η αλήθεια του Χριστού συμβαδίζει με την ελευθερία από κάθε είδος εσωτερικού και εξωτερικού καταναγκασμού. Η αγάπη δεν κατασκευάζεται, γεννιέται. Η ρήση, «Εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή», σημαίνει πως ο Χριστός πρέπει να γεννηθεί εντός μας και ως ζωή και ως αλήθεια. Η συμπάσχουσα αγάπη διαπερνά τα προσωπεία, τις πλάνες, τις περιστάσεις, και τις προλήψεις του καθενός, αντικρίζοντας τον άνθρωπο όπως είναι.
πηγή: Aντίφωνο
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκάλεσαν συνέδριο, σχεδιάζοντας πώς να θανατώσουν τον Ιησού. Διακατέχονταν από τον φόβο ότι με τα θαύματα που έκανε όλοι θα πίστευαν σ’ αυτόν, και τούτο θα προκαλούσε επέμβαση των Ρωμαίων.
Στο συνέδριο ο Καϊάφας, αρχιερέας εκείνης της χρονιάς, τους είπε: «Υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται. Τούτο δε αφ’ εαυτού ουκ είπεν, αλλά αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκειν υπέρ του έθνους, και ουχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλ’ ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν» (Ιω. 11, 50-53). Με τα λόγια του αυτά ο Καϊάφας υπογράφει την καταδίκη του Ιησού. Τα λόγια του δεν είναι τυχαία. Ο Ιησούς αντιμετωπίζεται πλέον ως επικίνδυνος ανατροπέας της κοινωνίας, που οι αρχιερείς, με τα θρησκευτικά καθήκοντα και τις τελετουργίες που καθορίζει ο Νόμος, κρατούν ενωμένη, χάρη στο φόβο και την ενοχή.
Ο Καϊάφας δεν το είπε αυτό από μόνος του, αλλά προφήτευσε ως αρχιερέας εκείνου του ενιαυτού. Η ίδια η θέση που κατέχει του παρέχει τη δυνατότητα της προφητείας. Τούτο υπογραμμίζει και τη δύναμη των αρχών και των εξουσιών, όπως προσδιορίζονται στην Καινή Διαθήκη, οι οποίες επιθυμούν και επιδιώκουν τη θανάτωση του δικαίου με τον πιο επονείδιστο τρόπο. Οι ακροατές του Ιησού συμφωνούν να απαλλαγούν απ’ αυτόν, επειδή ακριβώς δεν ακούν εκείνο που κηρύσσει, επιβεβαιώνοντας έτσι την ακρίβεια και τον προφητικό χαρακτήρα των ταλανισμών κατά των Φαρισαίων: «Κακείθεν εξελθόντος αυτού ήρξαντο οι γραμματείς και οι φαρισαίοι δεινώς ενέχειν και αποστοματίζειν αυτόν περί πλειόνων, ενεδρεύοντες αυτόν θηρεύσαι τι εκ του στόματος αυτού» (Λουκ. 11, 53-54). (Και βγαίνοντας απ’ εκεί άρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να τον παρενοχλούν επίμονα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις, και να ζητούν, παραμονεύοντας, να αρπάξουν κάτι απ’ το στόμα του για να τον κατηγορήσουν).
Ο θάνατος όμως του Ιησού, πέρα από την υποτιθέμενη σωτηρία του έθνους, είχε και ένα πραγματικό αντίκρισμα. Τη συναγωγή των διασκορπισμένων τέκνων του Θεού σε ένα. Τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού, που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι, πού δεν υπόκεινται σε περιορισμούς τόπου και χρόνου, θα συναχθούν εις εν, ατενίζοντας τον σταυρό του Χριστού και ακολουθώντας τα βήματά του. Κάθε τέκνο του Θεού είναι και υιός του ανθρώπου. Η πίστη δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά μπορεί να βρει ενδιαίτημα σε κάθε καρδιά, όπως στην εθνική Χαναναία, της οποίας ο Ιησούς θεράπευσε την δαιμονισμένη κόρη λέγοντας, «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις∙ γεννηθήτω σοι ως θέλεις».
Η σύλληψη του Ιησού στον κήπο της Γεθσημανής σηματοδοτεί την αρχή όλων όσων έπρεπε να γίνουν για να πληρωθούν οι γραφές. Ένα πλήθος από στρατιώτες και υπηρέτες των αρχιερέων και Φαρισαίων, με επικεφαλής τον Ιούδα, έρχονται στο όρος των ελαιών προκειμένου να τον συλλάβουν.
Μόνον ο Πέτρος τον ακολουθεί από μακριά και εισέρχεται στην αυλή του αρχιερέως για να δει την έκβαση. Τρεις φορές τον αναγνωρίζουν ότι είναι μαθητής του Ιησού, και τρεις φορές απαρνείται με όρκο τον Διδάσκαλο. Στην τρίτη απάρνηση ακούγεται το λάλημα του πετεινού, και ο Πέτρος αναθυμάται τον λόγο του Διδασκάλου.
Η άρνηση του Πέτρου είναι ανάλογη της προδοσίας του Ιούδα. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Πέτρος επιστρέφει στον Χριστό, ενώ ο Ιούδας απομακρύνεται. Ο Πέτρος συναισθάνεται το χάσμα απ’ τον Διδάσκαλο. Μοιάζει να ξυπνά από βαθύ ύπνο. Τον ύπνο στον οποίο είναι άπαντες βυθισμένοι, διαποτισμένοι καθώς είναι από την εχθρότητά τους προς τον Ιησού. ΄Ομως η αγάπη του γι’ αυτόν γεφυρώνει το χάσμα. Στρέφεται ολόψυχα στον Χριστό, και αυτή η ανάδυση από το σκότος της άγνοιας αποτυπώνεται στα λόγια του προς τους Ιουδαίους στο ναό, στις Πράξεις των αποστόλων (3, 17-18): «Και νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ώσπερ και οι άρχοντες υμών∙ ο δε Θεός ά προκατήγγειλε δια στόματος πάντων των προφητών αυτού παθείν τον Χριστόν, επλήρωσεν ούτω. (Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια ενεργήσατε, όπως και οι άρχοντές σας. Ο Θεός δε όσα προανήγγειλε δια του στόματος όλων των προφητών ότι θα πάθει ο Χριστός, έτσι και τα επραγματοποίησε). Ο Πέτρος γνωρίζει εξ ιδίας πείρας τι σημαίνει το βαρύ πέπλο της άγνοιας που μπορεί να σκεπάσει το νου και τα μάτια των ανθρώπων, και να τους κατευθύνει στην πλάνη και το ψεύδος. Τα λόγια του δηλώνουν την τύφλωσή τους να βγουν από την κατάσταση που λογαριάζουν ως δίκαιη και αληθινή, και να αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων. Δηλώνουν ακόμα την τάση του ανθρώπου να παρασύρεται και να εκλαμβάνει τα φαινόμενα που παίρνουν μαζικές διαστάσεις ως αλήθειες.
Στον Ιούδα οι τύψεις αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για να στραφεί στον Χριστό. Ο Πέτρος μετανοεί και επιστρέφει, ο Ιούδας μεταμελείται και απομακρύνεται. Η μεταμέλεια γεννά τύψεις και ενοχή, ενώ μετάνοια σημαίνει μια ολική μεταστροφή του νου, και του συνόλου της υπάρξεως, προς τον Χριστό. «Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς έστρεψεν τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσιν και πρεσβυτέροις λέγων∙ ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Οι δε είπαν∙ τι προς ημάς; Συ όψη. Και ρίψας τα αργύρια εις τον ναόν ανεχώρησεν, και απελθών απήγξατο. Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπαν∙ ουκ έξεστιν βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστιν. Συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως, εις ταφήν της ξένοις. Διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον» (Ματθ. 27, 3-8). Για να πληρωθεί ο λόγος του Ιερεμία∙ «και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου όν ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ» (Ιερ. 18,2). Τα λύτρα της προδοσίας χαρακτηρίζονται λύτρα αίματος, καθώς και ο αγρός που αγοράστηκε μ’ αυτά για να θάπτονται οι ξένοι.
Διακηρύσσοντας ο Ιούδας την αθωότητα του Ιησού ομολογεί την δική του αναξιότητα. Αν εκείνη τη στιγμή στρεφόταν στον Χριστό εκείνος θα τον δεχόταν, διότι το Πάθος του Χριστού δεν ήταν αποτέλεσμα της προδοσίας. Η προδοσία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τον Χριστό σταυρώνουν οι άρχοντες του κόσμου για να εξαλείψουν τον ίδιο και τον λόγο του από την γη, ώστε να συνεχίσουν να κυριαρχούν ανενόχλητοι. Τούτο δείχνουν και τα λόγια του Ιησού προς τους υπηρέτες και στρατιώτες των αρχιερέων και Φαρισαίων όταν πήγαν να τον συλλάβουν: «Ως επί ληστήν εξήλθατε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με; Καθ’ ημέραν εν τω ιερώ εκαθεζόμην διδάσκων και ουκ εκρατήσατέ με» (Ματθ. 26, 55).
Τότε οι μαθητές τον άφησαν κι έφυγαν. Είναι η ώρα της εξουσίας του σκότους. (Λουκ. 22,53).
Το σκότος και η εξουσία του σκότους δεν είναι απλώς η προδοσία του Ιούδα, είναι η συσπείρωση όλων των επίγειων δυνάμεων εναντίον ενός και μόνον ανθρώπου, του οποίου η αθωότητα διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια με κάθε τρόπο, σε πείσμα όλων εκείνων που τον θεωρούσαν ένοχο.
Όταν ο ΄Αννας τον ρωτά για τους μαθητές και την διδαχή του, ο Ιησούς απαντά: «Εγώ παρρησία ελάλησα τω κόσμω∙ εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συναγωγή και εν τω ιερώ, όπου πάντοτε οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν. Τι με επερωτάς; Επερώτησον τους ακηκοότας τι ελάλησα αυτοίς∙ ίδε ούτοι οίδασιν ά είπον εγώ» (Ιωαν. 18, 20-21). Ο υπηρέτης του ΄Αννα τον ραπίζει, θεωρώντας προσβλητική προς το ιερό πρόσωπο του αρχιερέα την απάντηση του Ιησού.
Ο Ιησούς δέχεται τα ραπίσματα και τους κολαφισμούς σιωπώντας. Το πρόσωπο του Ιησού δεν αποπνέει καμιά ιερότητα, όπως θα περίμενε κανείς. Τον ραπίζουν και τον περιπαίζουν σαν τον τελευταίο τυχάρπαστο. Είναι ο σιωπηλός δούλος που δέχεται τα πάντα. «Και αυτός δια το κεκακώσθαι ουκ ανοίγει το στόμα∙ ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ουκ ανοίξει το στόμα αυτού» (Ησ. 53, 7).
Το άλλο πρωί ο Ιησούς οδηγείται δέσμιος στον Πόντιο Πιλάτο. Από τις θρησκευτικές παραδίδεται στις πολιτικές αρχές, προκειμένου να επικυρωθεί η θανατική του καταδίκη.
«….Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου∙ ει εκ του κόσμου τούτου ην η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται οι εμοί ηγωνίζοντο αν μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις∙ νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν…. Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία∙ πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. Λέγει αυτώ Πιλάτος∙ τι εστιν αλήθεια;» (Ιωαν. 18, 36-38).Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι αυτού του κόσμου. Αν ήταν, οι οπαδοί του και οι υπηρέτες του θα τον υπερασπίζονταν. Τούτος ο λόγος μας οδηγεί προς μια άλλη συνθήκη ζωής. Χαράζει η οδός της ελευθερίας. Ο Ιησούς για μια ακόμη φορά απορρίπτει με τη στάση και τους λόγους του οποιαδήποτε εγκόσμια ισχύ και επιβολή. Δεν υπερασπίζεται καν τον εαυτό του. ΄Ηρθε για να μαρτυρήσει την αλήθεια. Στο φιλοσοφικό ερώτημα του Πιλάτου «τί εστιν αλήθεια;», ο Ιησούς έχει ήδη διατυπώσει την απάντηση: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14, 6). Η αλήθεια του Χριστού δεν είναι ιδέα, δεν αποτελεί μια έννοια, μήτε είναι καρπός συλλογισμών, αλλά λαμβάνει σωματική υπόσταση. Είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού, παραπέμποντας στη συνάντηση του τελευταίου πασχαλινού δείπνου: «Λάβετε φάγετε, τούτο εστιν το σώμα μου. Και λαβών ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων∙ πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γαρ εστιν το αίμα μου της διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26, 26-28). Αλλά και στους λόγους του Ιησού προς τους Ιουδαίους στη συναγωγή: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, καγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωαν. 6, 54-56).
Ποιο είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού που μας καλεί να γευτούμε; Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, «ο άνθρωπος που βρήκε την αγάπη τρώει και πίνει τον Χριστό κάθε μέρα και κάθε ώρα… Μακάριος είναι αυτός που τρώει από τον άρτο της αγάπης που είναι ο Ιησούς! Εκείνος που εσθίει αγάπη τον Χριστό εσθίει, τον επί πάντων Θεό… Η αγάπη είναι η Βασιλεία, την οποία ο Κύριος επαγγέλλεται μυστικά στους μαθητές του πως θα φάνε ‘‘εν τη βασιλεία Του’’. Όταν τον ακούμε να λέει ότι εσθίητε και πίνητε εν τη τραπέζη της βασιλείας μου, τι να υποθέσουμε ότι θα φάμε, αν όχι την αγάπη; Η αγάπη είναι ικανή να θρέψει τον άνθρωπο περισσότερο από την τροφή και το ποτό».
«Εξήλθεν ουν ο Ιησούς έξω φορών τον ακάνθινον στέφανον και το πορφυρούν ιμάτιον, και λέγει αυτοίς∙ ίδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται εκραύγασαν λέγοντες∙ σταύρωσον σταύρωσον…. Ην δε Παρασκευή του Πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη. Και λέγει τοις Ιουδαίοις∙ ίδε ο βασιλεύς υμών. Οι δε εκραύγαζον∙ άρον άρον, σταύρωσον αυτόν». (Ιωαν. 19, 5-15).΄Ολοι συγκατατίθενται στη θανάτωση του αθώου: Το πλήθος της Ιερουσαλήμ, οι εβραϊκές θρησκευτικές αρχές, οι ρωμαϊκές πολιτικές αρχές, ακόμη και οι μαθητές είτε τον προδίδουν και τον αρνούνται, είτε τρέπονται σε φυγή. Το ξέσπασμα του όχλου απέναντι σε έναν ανυπεράσπιστο άνθρωπο που μόλις μια εβδομάδα πριν υποδέχονταν με ευλογίες και βάγια παραμένει ωστόσο ανεξήγητο. Τι συνέβη ώστε το «ωσαννά» να μετατραπεί στο «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν»; ΄Ισως οι Ιουδαίοι να αισθάνθηκαν ότι διαψεύστηκαν οι προσδοκίες τους, καθώς περίμεναν έναν βασιλέα ο οποίος περιβεβλημένος με θεία δύναμη θα τους απελευθέρωνε από την κυριαρχία των Ρωμαίων.
Οι Ιουδαίοι είναι τόσο βέβαιοι για την ενοχή του Ιησού, όσο βέβαιοι ήταν κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ ότι υποδέχονταν τον Μεσσία. Είναι οι ίδιοι που λέγουν, «ει είμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, ουκ αν ήμεθα αυτών κοινωνοί εν τω αίματι των προφητών». ΄Όμως και οι πατέρες τους ήταν εξίσου βέβαιοι για την ενοχή των προφητών όταν τους φόνευαν, προκειμένου να αποφύγουν τις επιπτώσεις των λόγων τους. Την ίδια περίπου στάση έχουν εν πολλοίς και οι χριστιανοί ρίχνοντας το βάρος της σταύρωσης του Χριστού στους Εβραίους και μόνο, ξεχνώντας τον οικουμενικό χαρακτήρα των Ευαγγελίων, ότι τα Ευαγγέλια απευθύνονται σε όλο το ανθρώπινο γένος και σε όλους τους αιώνες, καταγράφοντας με ενάργεια τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί η ανθρωπότητα.
Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να σφυρηλατήσει το φρόνημα ενός λαού ως άλλος Μωυσής, ούτε να τεθεί επικεφαλής του και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση των πεπρωμένων του.
Η σταύρωση είναι μια καταδίκη εις βάρος ενός αθώου. Εξ ου και τα λόγια που εκστομίζει ο Ιησούς, δίνοντας όλο το βάθος της αδικίας: «Εμίσησάν με δωρεάν» (Ιωαν.15,25). Με μίσησαν χωρίς κανένα λόγο. Φράση που προέρχεται από τους Ψαλμούς (34,19), για να διατρανωθεί η αλήθεια της, καθότι δεν είναι απλώς μια έκφραση πικρίας. Η βία εναντίον του δικαίου, θα πλήξει τελικά εκείνους απ’ τους οποίους εκπορεύεται: «Αμήν λέγω υμίν, ήξει ταύτα πάντα επί την γενεάν ταύτην». Και ας μην νομισθεί ότι λέγοντας «την γενεάν ταύτην» εννοούνται αποκλειστικά εκείνοι που έστειλαν τον Ιησού στον Σταυρό, ή μόνον όσοι ζούσαν στην εποχή του και στον ίδιο περίγυρο. Είναι κάθε γενεά, όλες οι γενεές που τρέφονται από την ίδια φονική διάθεση, επιρρίπτοντας οι μεν στους δε την ευθύνη των αδικιών, των διωγμών, και των θανατώσεων. Κανένα έθνος ή φυλή δεν έχει δικαίωμα να οικειοποιηθεί τον λόγο των Ευαγγελίων στρέφοντάς τον εναντίον των άλλων.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωαν. 8, 32). Η αλήθεια του Χριστού συμβαδίζει με την ελευθερία από κάθε είδος εσωτερικού και εξωτερικού καταναγκασμού. Η αγάπη δεν κατασκευάζεται, γεννιέται. Η ρήση, «Εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή», σημαίνει πως ο Χριστός πρέπει να γεννηθεί εντός μας και ως ζωή και ως αλήθεια. Η συμπάσχουσα αγάπη διαπερνά τα προσωπεία, τις πλάνες, τις περιστάσεις, και τις προλήψεις του καθενός, αντικρίζοντας τον άνθρωπο όπως είναι.
«…Ην δε Παρασκευή του Πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη. Και λέγει τοις Ιουδαίοις∙ ίδε ο βασιλεύς υμών. Οι δε εκραύγαζον∙ άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος∙ τον βασιλέα σας να σταυρώσω; Απεκρίθησαν οι αρχιερείς∙ ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα. Τότε ουν παρέδωκεν αυτόν ίνα σταυρωθή» (Ιωαν. 19, 1-16).
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.