Άρδην τ. 59
Η καπιταλιστική επέκταση στηριζόταν πράγματι πάνω
στη μεγιστοποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτή η μεγιστοποίηση, όπως
θα δούμε παρακάτω, έχει σαν προϋπόθεση όσο και σαν συνέπεια την ανάπτυξη
της κρατικής σφαίρας. Αυτή δεν αποτέλεσε, όπως ισχυρίζονται οι
νεο-φιλελεύθεροι, εμπόδιο στην ανάπτυξη αλλά απαραίτητο συνοδό της. Ένας
περιορισμός της κρατικής σφαίρας και του κόστους της δεν είναι δυνατός
παρά μόνο μέσα από την αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης και κατανάλωσης.
Αυτή η αλλαγή, αναπόφευκτη τόσο για τη δεξιά όσο και για την αριστερά,
μπορεί να πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους και για διαφορετικούς
στόχους. Αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο της παρούσας κρίσης, που έχει
κατανοηθεί λιγότερο από όλα.
Ένας περιορισμός της κρατικής σφαίρας μέσω του
απλού ακρωτηριασμού των δημοσίων δαπανών φαίνεται αδύνατος χωρίς την
εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας, γιατί οι δύο βασικές λειτουργίες που
εκπληρώνουν οι θεσμοί και οι πολιτικές του κράτους πρόνοιας: 1) η
παραγωγή τάξης και 2) η παραγωγή του τύπου της ζήτησης που απαιτεί η
ανάπτυξη του καπιταλισμού, είναι εξαιρετικά ευαίσθητες.
Ι) Η ανάπτυξη της μεγάλης εμπορευματικής παραγωγής,
με τις μεγα-βιομηχανίες της, τις μεγα-τεχνολογίες της και τις
μεγα-πόλεις της, κάνει απαραίτητο ένα σύνολο από υποδομές, δίκτυα και
δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς τις οποίες το παραγωγικό σύστημα θα ήταν
αδύνατο να λειτουργήσει, να αναπαραχθεί και να κάνει αποδεκτούς από την
κοινωνία τούς μετασχηματισμούς και τις αποδιαρθρώσεις που προκαλεί.
Πρόκειται για το κοινωνικό κόστος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό το
κόστος τείνει να μεγαλώνει με την επέκταση και τη συγκεντροποίηση της
βιομηχανικής παραγωγής. [...]
Συνήθως δεν υπάρχει ικανοποιητική ζήτηση από τους
ιδιώτες γι’ αυτές τις υποδομές, τα δίκτυα και τις υπηρεσίες, ούτε
επιχειρήσεις και ιδιωτικές ομάδες ικανές να αναλάβουν την ανάπτυξη και
το συντονισμό τους σε εθνική κλίμακα. Η δημόσια πρωτοβουλία και
χρηματοδότηση αποτελούν σ’ αυτούς τους τομείς τον όρο –και συχνά την
προϋπόθεση– για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Το κράτος αναλαμβάνει το
κοινωνικό κόστος της ιδιωτικής επιχείρησης.
Αυτή η ανάληψη χρηματοδοτείται υποχρεωτικά από τη
φορολογία των ατομικών εισοδημάτων και των κερδών των επιχειρήσεων. Και
ενώ λειτουργεί προς το συμφέρον όλων, βρίσκεται σε αντίθεση με το
ιδιαίτερο συμφέρον του καθενός.
Η αποτελεσματικότητα των συλλογικών δικτύων και
υπηρεσιών δεν μπορεί να μετρηθεί με βάση το κόστος αυτού που παράγουν.
Γιατί αυτό που παράγουν είναι συχνά λιγότερο σημαντικό από αυτό που
εμποδίζουν, όπως ελλείψεις, συνωστισμούς, επιδημίες, μη αναστρέψιμες
καταστροφές, ανυπόφορες βλαπτικές παρενέργειες, κ.λπ. […]
Κάθε περιορισμός της ανάληψης από το δημόσιο των
κοινωνικών δαπανών έχει λοιπόν σαν συνέπεια την όξυνση των κοινωνικών
ανισοτήτων και κυρίως τη μεταβολή αυτών των ανισοτήτων σε ορατές: βίαιη
απομάκρυνση των λιγότερο τυχερών από εκείνους που βρίσκονται σε
πλεονεκτική θέση, βιαιότητα των κοινωνικών σχέσεων στην πάλη για τους
πόρους που σπανίζουν (ανάμεσα τους τον αέρα, το χώρο, το φως, την
καθαριότητα), προκλητικά προνόμια του χρήματος και της ισχύος. Μ’ αυτό
τον τρόπο η αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής επιταχύνεται και οδηγεί
προοπτικά στην κατάρρευση της νομιμότητας του κράτους και της κοινωνικής
τάξης που θεμελιώνεται πάνω στο δίκαιο.
Η ανάληψη από το δημόσιο του κοινωνικού κόστους
αποδείχνεται έτσι πως έχει μια λειτουργία που συνήθως δεν γίνεται
αντιληπτή: είναι παραγωγός τάξης, νομιμότητας και πολιτικής
σταθερότητας. Κάθε περιορισμός αυτής της ανάληψης έχει
«αποσταθεροποιητικές» συνέπειες και μειώνει την ικανότητα της κοινωνίας
να λειτουργεί με τη λιγότερη δυνατή φυσική βία.
Έτσι και η συζήτηση πάνω στην έκταση και τη μορφή
της ανάληψης από το δημόσιο του κοινωνικού κόστους είναι μια συζήτηση
που τοποθετείται σε λάθος βάση. Κανένα καθεστώς που φροντίζει για τη
σταθερότητα και τη νομιμότητά του δεν μπορεί να προχωρήσει σε ουσιαστικό
περιορισμό αυτής της ανάληψης. Ζητούμενο της κρίσης γίνεται μάλλον η
αναζήτηση των διάφορων τρόπων δράσης με στόχο τη μείωση όχι της ανάληψης
από το δημόσιο, αλλά αυτού καθεαυτού του κοινωνικού κόστους. Η
αναγκαιότητα αυτού του περιορισμού δεν αμφισβητείται ούτε από την
αριστερά ούτε από τη δεξιά. Πράγματι, σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου
ανάπτυξης, το κοινωνικό κόστος αυξανόταν ταχύτερα από την παραγωγή στο
σύνολό της. Αυτή η αύξηση συνεχίστηκε, αν και με ελαφρά χαμηλότερο
ρυθμό, και μετά τη διακοπή της ανάπτυξης.
ΙΙ) Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στο μοντέλο
κατανάλωσης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό της αφθονίας. Αυτό το
μοντέλο στηρίζεται βασικά στην αρχή πως κάθε πρόβλημα και κάθε ανάγκη,
ακόμα και οι συλλογικές, θα πρέπει να βρίσκουν την απάντησή τους μέσα
από την ιδιωτική κατανάλωση εμπορευματικών αγαθών και υπηρεσιών. Η
επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής και κατανάλωσης εξαρτάται από αυτή
την αναζήτηση ατομικών λύσεων στα συλλογικά προβλήματα. Αλλά αυτές οι
ατομικές λύσεις είναι πολύ πιο δαπανηρές για την κοινότητα απ’ ό,τι θα
ήταν μια λύση εξ υπαρχής συλλογική, και επιπλέον οι δαπάνες που
συνεπάγονται έχουν μια φθίνουσα αποδοτικότητα. Πράγμα που αποδείχτηκε
μεθοδικά στους τομείς της κατοικίας, των μεταφορών, της υγείας:
Η αστικοποίηση που στηρίχτηκε στην επέκταση της
ιδιωτικής μονοκατοικίας συντηρεί την αυταπάτη μιας πιθανής ατομικής
λύσης στο πρόβλημα του χώρου και της κατοικίας στην πόλη. Τα προάστεια
με τις μονοκατοικίες αποτελούν άρνηση της πόλης, προσφέροντας σε κάθε
οικογένεια μια επίφαση λύσης μη συλλογικής, σχεδόν αγροτικής, στο
πρόβλημα της κατοικίας. Το συλλογικό κόστος μιας τέτοιας λύσης είναι
πολύ υψηλό ήδη από την αρχή και αυξάνεται όσο αναπτύσσεται η
προαστειοποίηση: καταστροφή καλλιεργήσιμων εδαφών και δασών. εκτεταμένες
εργασίες για τη διανομή του νερού και της ενέργειας· ανάγκη νέων
δικτύων συγκοινωνίας και ταχείας μεταφοράς. Η αναπόφευκτη έλλειψη
συλλογικών εξοπλισμών σ’ αυτά τα προάστεια τα γεμάτα μονοκατοικίες
σπρώχνει στην ανάπτυξη των ιδιωτικών εξοπλισμών (για παράδειγμα,
καταψύκτες, κονσερβαρισμένη μουσική και σινεμά, πολλαπλασιασμός των
ιδιωτικών αυτοκινήτων ανά οικογένεια, κ.λπ.), ορισμένοι από τους οποίους
(κύρια τα μέσα μεταφοράς) απαιτούν μια συμπληρωματική επέκταση
συλλογικών υποδομών εξαιρετικά δαπανηρών: ένα χιλιόμετρο
αυτοκινητόδρομου με τέσσερις λωρίδες στοιχίζει όσο δέκα χιλιόμετρα
γραμμών τραμ, που μεταφέρουν δύο φορές περισσότερους επιβάτες σε μία
ώρα.
Το σύστημα υγείας, που στηρίζεται στη σχεδόν δωρεάν
προσφορά θεραπευτικής περίθαλψης, συντηρεί την αυταπάτη πως οι
ασθένειες είναι ατυχήματα που μπορούν να επιδιορθωθούν μέσα από την
ατομική περίθαλψη. [ ] Η ίαση, ακόμα και η υγεία, μεταβάλλονται σε
εμπορεύματα ανάμεσα στα άλλα: πωλούνται λιανικά από ειδικούς και σε
σειρές από τις βιομηχανίες φαρμάκων και νοσοκομείων. Το μόνο πρόβλημα
που λύνουν οι κοινωνικές ασφαλίσεις είναι η δυνατότητα να αγοραστούν
αυτά τα εμπορεύματα. Οι κοινωνικές αιτίες της νοσηρότητας αγνοούνται,
παρόλο που η επιδημιολογική γνώση τους υπάρχει συχνά από παλιά, και η
εξάλειψή τους αποτελεί μια προφανή δυνατότητα. Αυτή η εξάλειψη των
κοινωνικών αιτίων (ιδιαίτερα στο επίπεδο των συνθηκών εργασίας,
μεταφοράς, κατοικίας των βιομηχανικών αποβλήτων, του αλκοολισμού, του
καπνίσματος και των συνηθειών διατροφής που εξαπλώνουν οι βιομηχανίες)
θα απαιτούσε μια δημόσια δραστηριότητα στο επίπεδο της κοινότητας. Δεν
θα οδηγούσε λοιπόν καθόλου σε ανάπτυξη των εμπορευματικών ανταλλαγών
αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, το κράτος, αντί να επιδοτεί τη δημόσια υγεία
και υγιεινή, επιδοτεί την ηρωική ιατρική, δηλαδή το θέαμα των
τεχνολογικών επιτευγμάτων που πραγματοποιούν ομάδες αιχμής σε
περιπτώσεις που θεωρούνται απελπιστικές. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις
παίζουν έτσι αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή του καταναλωτή και της
καταναλωτικής ιδεολογίας και στην απόκρυψη του συλλογικού χαρακτήρα του
προβλήματος της υγείας. Με τη βοήθεια του κράτους, πέτυχαν να αναπτύξουν
μια εμπορευματική ατομική ζήτηση στη θέση του συλλογικού ελέγχου (μέσω
των επιτροπών των εργαζομένων και των χρηστών ιδιαίτερα) από τη μία
πλευρά, και της ικανότητάς μας να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να
τηρούμε κάποιους κανόνες υγιεινής από την άλλη. Κατάφερε να αναπτύξει
την πελατειακή σχέση και την εξάρτηση σε βάρος της κυριαρχίας των
εργαζομένων πάνω στις συνθήκες εργασίας και των πληθυσμών πάνω στο χώρο
ζωής και κατοικίας. Όπως γράφει ο Μπρυνό Ζομπέρ: «Η φύση των κοινωνικών
θεσμών κατευθύνεται στην προσφορά μιας ατομικής απάντησης στις εντάσεις
που προκαλούν οι δυσβάστακτες συνθήκες ζωής. [...] Τείνουν να φέρνουν
τους πελάτες τους σε μια κατάσταση μόνιμης εξάρτησης απέναντι στις
παρεχόμενες υπηρεσίες και έτσι τους αποπροσανατολίζουν από τη συλλογική
προσπάθεια μετασχηματισμού του ίδιου του τρόπου ζωής τους».
Οι θεσμοί κρατικής πρόνοιας διαθέτουν εν τούτοις
μια δική τους δυναμική, που τείνει διαρκώς να ξεπερνάει τις λειτουργικές
αναγκαιότητες. Και αυτή η δυναμική ακριβώς εξηγεί το αυξανόμενο κόστος
και τη φθίνουσα αποδοτικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών. Σ’ ό,τι αφορά
στην περίθαλψη και την εκπαίδευση ιδιαίτερα, λειτουργεί η ίδια λογική
της «προόδου» και της επιτάχυνσης που χαρακτηρίζει κάθε κατανάλωση: ό,τι
γίνεται προσιτό σε όλους παύει να θεωρείται ικανοποιητικό για τα
προνομιούχα στρώματα. Γι’ αυτά, και υπακούοντας στη ζήτησή τους,
προσφέρεται έτσι «κάτι καλύτερο», προσιτό μόνο σε μια μειοψηφία. Αυτό το
«καλύτερο» μεταβάλλεται σύντομα στο μέτρο προς το οποίο τείνουν οι
κυριαρχούμενες τάξεις, κ.ο.κ. Έτσι, το όριο της φτώχειας μετακινείται
αδιάκοπα προς τα πάνω, όπως άλλωστε και το επίπεδο εκπαίδευσης και η
τεχνολογική τελειότητα της περίθαλψης που είναι προσιτές σε όλους.
Ωστόσο, οι κοινωνικές ανισότητες δεν αμβλύνονται αντίστοιχα· γιατί σε
κάθε πρόοδο των κατώτερων τάξεων αντιστοιχεί μια ανασύσταση των
προνομίων σε ανώτερο επίπεδο και μια αντίστοιχη υποτίμηση των μαζικών
κατακτήσεων. Έτσι, η «πρόοδος», σ’ ό,τι αφορά στην εκπαίδευση ή την
υγεία, γίνεται σχεδόν εντελώς απατηλή: στην επιμήκυνση του χρόνου
εκπαίδευσης και στην άνοδο των λεγόμενων δαπανών υγείας δεν αντιστοιχεί
πια καμιά πραγματική πρόοδος: «Το ποσοστό των δαπανών υγείας στο
πλεόνασμα τριπλασιάστηκε μέσα σε 20 χρόνια. Το ποσοστό των δαπανών
εκπαίδευσης αυξήθηκε ακόμα πιο γρήγορα. Αλλά [...] το αναμενόμενο
προσδόκιμο επιβίωσης παραμένει στάσιμο και οι μισοί Αμερικανοί δεν
ξέρουν ούτε ανάγνωση ούτε γραφή στην ηλικία των 11 χρόνων».
Άσχετα λοιπόν από οποιαδήποτε πολιτική επιλογή,
τελικά η αναγκαιότητα υποχρεώνει τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά,
τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον αντικαπιταλισμό, να περιορίσουν τον
κοινωνικό πληθωρισμό μετριάζοντας τη δυναμική της ζήτησης κρατικής
πρόνοιας. Αλλά ο τρόπος πραγματοποίησης αυτού του περιορισμού, όπως και ο
τρόπος περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, θα διαφέρει θεμελιακά
ανάλογα με το αν περνάει μέσα από νέους τύπους ατομικής και
εμπορευματικής κατανάλωσης ή, αντίθετα, μέσα από την αναζήτηση
συλλογικών λύσεων στα συλλογικά προβλήματα. Πρόκειται για ένα κεντρικό
δίλημμα που θέτει η κρίση.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού της αφθονίας, σε
αντίθεση με την προηγούμενη οικονομική ανάπτυξη, δεν ωθούνταν από μια
αυθόρμητη δυναμική της ζήτησης, στηριγμένη πάνω σ’ αυτό που οι μαρξιστές
ονόμαζαν από καιρό «βασικές ανάγκες»: εκείνες δηλαδή των οποίων η μη
ικανοποίηση είναι συνώνυμο της αθλιότητας. Ο Μαρξ πίστευε πως, από τη
στιγμή και πέρα που θα καλύπτονταν οι βασικές ανάγκες, θα αναδύονταν
νέες «ιστορικές» ανάγκες, όλο και πιο «πλούσιες». Η πρακτικά απεριόριστη
ανάπτυξή τους, πίστευε ο Μαρξ, θα ήταν αποτέλεσμα της ίδιας της
ανάπτυξης της παραγωγής: γιατί αυτή, μέσα από το περιβάλλον, τον
πολιτισμό, τις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργεί, «δεν παράγει μόνο ένα
αντικείμενο για το υποκείμενο αλλά και ένα υποκείμενο για το
αντικείμενο».
Στην πραγματικότητα, αυτή η ανάπτυξη ενός
«υποκειμένου για το αντικείμενο», μιας ζήτησης που να ανταποκρίνεται
στην προσφορά, δεν υπήρξε μια αυθόρμητη διαδικασία. Από τα μέσα της
δεκαετίας του ’50 ο καπιταλισμός στις μητροπόλεις βρέθηκε μπροστά στην
ανάγκη να παράγει καταναλωτές για τα προϊόντα του, ανάγκες που να
αντιστοιχούν σε προϊόντα που η παραγωγή τους είναι πιο αποδοτική. Η
παραγωγή, μέσα από την αυθόρμητη καπιταλιστική δυναμική της, είχε πάψει
να αντιστοιχεί σε προϋπάρχουσες ανάγκες: η ικανοποίηση αυτών των
τελευταίων, στο βαθμό που συνέχιζαν να υπάρχουν (ιδιαίτερα στον τομέα
της κατοικίας, της δημόσιας υγείας και υγιεινής), δεν ήταν καθόλου ή
ήταν ελάχιστα αποδοτικές για το κεφάλαιο. Αντίστροφα, τα πιο αποδοτικά
προϊόντα δεν αντιστοιχούσαν πια σε ανικανοποίητες ανάγκες: οι ανάγκες θα
έπρεπε να επινοηθούν. Για το σκοπό αυτό έπρεπε να δημιουργηθεί το υλικό
περιβάλλον (ιδιαίτερα η εκτεταμένη αστικοποίηση) και το κοινωνικό και
πολιτιστικό πλαίσιο που τους επέτρεψε να αναπτυχθούν. [...]
Το πρόβλημα επομένως του «οργανωτικού κόστους» και
του περιορισμού του εμφανίζεται αξεδιάλυτα δεμένο με το μοντέλο
κατανάλωσης και ανάπτυξης. Ανάλογα με το επιλεγόμενο μοντέλο, ο
περιορισμός του κοινωνικού κόστους θα γεννάει τη φτώχεια, ή, αντίθετα,
την ευημερία για όλους.
Ι. Η ρήξη με τον καπιταλισμό προϋποθέτει πάνω απ’
όλα πως το κοινωνικό κόστος θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο του κόστους
παραγωγής που περιλαμβάνεται στην τιμή των προϊόντων, και
προϋπολογίζεται ήδη από τη στιγμή του σχεδιασμού τους. Δεν πρόκειται για
τίποτα λιγότερο από μια κοινωνικοποίηση των αποφάσεων παραγωγής και μια
κοινωνική διαχείριση της ίδιας της παραγωγής. Πράγματι, η επιχείρηση,
όποιο και αν είναι το καθεστώς ιδιοκτησίας που τη διέπει, θα προσπαθεί
πάντα να μεγιστοποιεί τα κέρδη της, παραμελώντας τις εξωτερικές δαπάνες
(υποδομές, υπηρεσίες, βλάβες, καταστροφές, και επιδιορθώσεις) που δεν
είναι υποχρεωμένη να αναλαμβάνει η ίδια. Ο διαχωρισμός των αποφάσεων
παραγωγής, κατανάλωσης και δημόσιων δαπανών έχει σαν συνέπεια να
προκαλεί, σε όλα τα επίπεδα, μια τάση στη μεγιστοποίηση: δημιουργούμε το
μάξιμουμ των ατομικών αναγκών και τις ικανοποιούμε με το μάξιμουμ των
εμπορευμάτων, προκαλώντας το μάξιμουμ συλλογικών αναγκών και δαπανών. Η
εσωτερικοποίηση των εξωτερικών δαπανών παραγωγής και κατανάλωσης και η
προσπάθεια περιορισμού τους προϋποθέτουν πάνω απ’ όλα πως ένα μεγάλο
μέρος της παραγωγής αποφασίζεται και πραγματοποιείται τοπικά, από τους
ίδιους ανθρώπους που την καταναλώνουν, έτσι ώστε να ενοποιείται ο
παραγωγός, ο καταναλωτής και ο πολίτης.
Αυτή η ενοποίηση δεν είναι δυνατή παντού και για
οτιδήποτε: ο καταμερισμός της εργασίας σε κλίμακα χώρων και κοινοτήτων
πολύ εκτεταμένων (π.χ. χώρες ή ήπειροι), η εξειδίκευση και η τεχνολογική
συγκέντρωση, που αποτελούν την αναπόφευκτη συνέπειά του σε πάρα πολλούς
τομείς, είναι αξεπέραστες πραγματικότητες, ιδιαίτερα όταν αρκεί μια
παραγωγική μονάδα μεσαίου μεγέθους για να καλύψει τη συγκεκριμένη ανάγκη
μιας ολόκληρης χώρας. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στα ρουλεμάν, τους
μεταλλικούς αρμούς, τους μετρητές, το υλικό των τηλεπικοινωνιών, τους
λαμπτήρες, τη μικρο-ηλεκτρονική, το γυαλί, ένα μέρος των χημικών
προϊόντων και των μετάλλων, κ.λπ., καθώς και για την πλειοψηφία των
μηχανών που χρειάζονται στην παραγωγή τους.
Αντίθετα, σ’ ό,τι αφορά στην πλειοψηφία των
λεγόμενων καταναλωτικών προϊόντων, η παραγωγή μπορεί να αποφασίζεται, να
εξασφαλίζεται και να διαχειρίζεται με αποκεντρωμένο τρόπο, στο επίπεδο
κοινοτήτων και περιοχών, από τους ίδιους τους ανθρώπους που τα
καταναλώνουν ή τα χρησιμοποιούν, συνυπολογίζοντας και κάθε συλλογικό
κόστος ή πλεονέκτημα που προκύπτει από τις διαφορετικές πιθανές επιλογές
κατανάλωσης και παραγωγής. Η ανάπτυξη ενός τριχοειδούς συστήματος
μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων –συνεταιρισμών παραγωγής, χειροτεχνικών
συνεταιρισμών κάτω από δημοτική ή περιφερειακή διαχείριση– που να
μπορούν να ελέγχονται από την κοινότητα εγκατάστασής τους και να
υποχρεώνονται να προσαρμόζουν την παραγωγή και τον τρόπο παραγωγής στις
επιλογές που εκφράζει ο πληθυσμός της περιοχής, διευκολύνεται σε μεγάλο
βαθμό από τη μικρο-ηλεκτρονική, που κάνει τις μικρές μονάδες
ανταγωνιστικές ως προς τις μεγάλες: οι οικονομίες κλίμακας παύουν να
ισχύουν για την πλειοψηφία των καταναλωτικών αγαθών και για ένα μέρος
του εξοπλισμού. Έτσι λοιπόν, η μεγιστοποίηση της παραγωγής παύει ν’
αποτελεί τον επιδιωκόμενο στόχο: πρόκειται για ρήξη με την καπιταλιστική
λογική. Στόχος γίνεται η μέγιστη αποδοτικότητα, δηλαδή η βέλτιστη
ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών, με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη
εργασίας, κεφαλαίου και πόρων.
Η έκφραση προτιμήσεων και η προσαρμογή της
παραγωγής σ’ αυτές τις προτιμήσεις μπορούν να επιτευχθούν
αποτελεσματικότερα (όπως σωστά διέγνωσε ο Ραλφ Νάντερ) από πραγματικά
αυτο-διαχειριζόμενους συνεταιρισμούς καταναλωτών: η λειτουργία ενός
συνεταιρισμού λιανικής πώλησης πεντακοσίων μελών (που αποτελεί το
optimum μέγεθος σύμφωνα με την αμερικανική εμπειρία) απαιτεί από τον
καθένα δύο ώρες εθελοντικής εργασίας το μήνα, καθώς και ένα λογιστή και
ένα διαχειριστή που απασχολούνται μόνιμα. Οι καταναλωτικές επιλογές
εκφράζονται μέσα από αποφάσεις αγορών που παίρνονται στη διάρκεια
τριμηνιαίων συνελεύσεων. Πρόκειται λοιπόν για μια ρήξη με τη λογική της
οικονομίας της αγοράς, αν όχι και με τις ίδιες τις εμπορευματικές
σχέσεις.
Η υποχώρηση των εμπορευματικών ανταλλαγών θα
διευκολύνεται από τα εργαστήρια αυτοπαραγωγής στις κοινότητες, τις
συνοικίες ή τις πολυκατοικίες, στα οποία ο καθένας θα έχει πρόσβαση
οποιαδήποτε στιγμή.
II. Το αυξανόμενο κόστος της κοινωνικής πρόνοιας
έχει, όπως είδαμε, διπλή βάση: την αναζήτηση ατομικών λύσεων στα
συλλογικά προβλήματα και την αναπαραγωγή των ανισοτήτων σε ένα όλο και
υψηλότερο επίπεδο, με αποτέλεσμα μια αυξανόμενη κρατική ζήτηση. Σε μια
αντικαπιταλιστική λογική, η σταθεροποίηση των κοινωνικών δαπανών
προϋποθέτει: α) την αναζήτηση συλλογικών λύσεων στα συλλογικά προβλήματα
και β) τη ρήξη με την ιδεολογία των προνομίων.
α) Η ανάπτυξη της παραγωγής των εμπορευματικών
αγαθών και υπηρεσιών είχε σαν προϋπόθεση όσο και σαν αποτέλεσμα τη
μείωση των ικανοτήτων του καθένα να κατασκευάζει αντικείμενα για τον
εαυτό του, να αναλαμβάνει τον ίδιο τον εαυτό του. Η εκτατική
αστικοποίηση, η θεραπευτική ιατρική αλλά και το σχολείο έπαιξαν
αποφασιστικό ρόλο στη «μαθητεία της κατανάλωσης», συμβάλλοντας
ουσιαστικά στην εξαφάνιση των λαϊκών γνώσεων που αποτελούσαν τη βάση της
αυτοπαραγωγής και των οικογενειακών και κοινοτικών υπηρεσιών: να ξέρεις
να φροντίζεις τις αδιαθεσίες και τις τρέχουσες αρρώστιες, να ετοιμάζεις
την τροφή σου, να επιδιορθώνεις τα κτίρια, τα έπιπλα και τα εργαλεία,
να φροντίζεις τα μωρά, να διατηρείσαι σε καλή κατάσταση υγείας, κ.λπ.
Το ιατρικό σύστημα και το σχολείο υποβάθμισε τις
λαϊκές γνώσεις και την κουλτούρα σε όφελος της λατρείας των
πιστοποιημένων ειδικών, των πωλητών αναγνωρισμένων αγαθών και υπηρεσιών,
αποκλειστικών κατόχων της αληθινής και δαπανηρής γνώσης. Αυτή η
καταστροφή της λαϊκής κουλτούρας συνδυάστηκε με την καταστροφή, μέσω της
εκτατικής αστικοποίησης, του δικτύου αλληλεγγύης και κοινωνικών σχέσεων
προς όφελος μιας επέκτασης των εμπορευματικών σχέσεων και καταναλώσεων
σε τομείς που μέχρι τότε καλύπτονταν από μη εμπορευματικές
δραστηριότητες και ανταλλαγές. Αυτή η κατάρρευση των δικτύων αυθόρμητης
αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης ανάμεσα στις γενιές, αμοιβαίας υποστήριξης
ανάμεσα στους γείτονες, κ.λπ., είχε σαν συνέπεια μια αυξημένη ζήτηση όχι
μόνο ατομικών αγαθών και υπηρεσιών αλλά και δημόσιων υπηρεσιών
πρόνοιας, περίθαλψης, στέγασης, προστασίας, αστυνομίας, κ.λπ. [...]
Σ’ ό,τι αφορά στην υγεία, η αντικαπιταλιστική λύση
δεν συνίσταται στην απεριόριστη ανάπτυξη των εξοπλισμών και του
υπερειδικευμένου προσωπικού της θεραπευτικής ιατρικής, αλλά στον
περιορισμό των αιτίων νοσηρότητας, μέσα από μια πολιτική δημόσιας υγείας
και υγιεινής. Αυτά τα αίτια είναι στην ουσία τους κοινωνικά. Δεν
μπορούν να περιοριστούν παρά μονάχα μέσα από τη συλλογική δράση όσων τα
υφίστανται. Όπως γράφει ο Μπρυνό Ζομπέρ: «Η δημιουργία κέντρων
περίθαλψης δεν αρκεί πια… Το ζήτημα είναι πώς θα προσφέρονται στους
εργαζόμενους τα τεχνικά μέσα που θα τους επιτρέπουν να αναλύουν από
μόνοι τους –σύμφωνα με το παράδειγμα των ιταλικών συνδικάτων– τις
συνθήκες εργασίας τους και να οργανώνουν μια συλλογική απάντηση στους
κινδύνους που τους απειλούν. Το ζήτημα είναι να συγκεντρωθούν, μέσα από
παρατηρητήρια υγείας, οι απαραίτητες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στις
τοπικές κοινότητες και συλλόγους να ασκούν έναν καλύτερο συλλογικό
έλεγχο στο πλαίσιο ζωής…».
β) Η δυναμική της ανισότητας, της «επιτάχυνσης» και
της αδιάκοπης «προόδου» αποτέλεσε από κοινωνιολογική άποψη θεμελιώδες
κίνητρο ανάπτυξης. Από τη στιγμή που ένα προϊόν γίνεται προσιτό σε
όλους, η ανισότητα αναπαράγεται μέσα από την προσφορά ενός «καλύτερου»
προϊόντος, προσιτού μόνο στους προνομιούχους. Το «καλύτερο» προϊόν θα
προκαλέσει την «τεχνολογική γήρανση» του προσιτού προϊόντος, θα το
υποβαθμίσει και θα καθορίσει τη «φτώχεια» εκείνων που δεν έχουν πρόσβαση
παρά μόνο σ’ αυτό. Η αναπαραγωγή της ανισότητας –της φτώχειας και των
προνομίων– σε όλο και υψηλότερα επίπεδα είναι ένας αναγκαίος όρος για
την απεριόριστη επέκταση της ζήτησης.
Αυτή η δυναμική της ανισότητας δεν μπορεί να
περιοριστεί επιλεκτικά μόνο σε ορισμένους τύπους προϊόντων. Τροφοδοτεί
–και τροφοδοτείται σαν αντανάκλαση από– μια ιδεολογία των προνομίων
σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι καλό για όλους είναι ανάξιο για τον
καθένα. Αυτή η αναζήτηση από τον καθένα του «καλύτερου» προϊόντος ή
υπηρεσίας, απρόσιτου στους άλλους, είναι ιδιαίτερα έντονη στον τομέα της
ιατρικής περίθαλψης. [...] Κάθε γιατρός, αν θέλει να επεκτείνει ή ακόμα
και να διατηρήσει την πελατεία του, οφείλει να είναι «καλύτερος» από
τους άλλους, δηλαδή να επιτρέπει την πρόσβαση σε μια σπάνια περίθαλψη. Η
κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας καταλαμβάνεται από ορισμένους
μεγαλογιατρούς, που κατέχουν μοναδικές τεχνικές και είναι ικανοί για
ηρωικές επιδόσεις. Ο εξαιρετικά ταχύς πληθωρισμός του κόστους της
περίθαλψης και των δαπανών εντοπίζεται ειδικά σ’ αυτή την ασταμάτητη
πλειοδοσία από την πλευρά αυτών που προσφέρουν την περίθαλψη: πρόκειται
για έναν πληθωρισμό μέσω της προσφοράς, του οποίου το πρωταρχικό κίνητρο
είναι η ιεραρχία και ο ανταγωνισμός των γιατρών. [...]
Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η «πρόοδος» της
ιατρικής και ο περιορισμός της νοσηρότητας επιτυγχάνονται μ’ αυτό το
τίμημα, έχει αναιρεθεί επανειλημμένα. Αρκεί να σημειώσουμε πως το ήμισυ
των δαπανών υγείας αφιερώνεται στο 4% των ασθενών και το 40% στο 1%. Η
μάζα του 80% των ασθενών απορροφά μόνο 20% των δαπανών. Έτσι, οι
«πρόοδοι της ιατρικής» πραγματοποιούνται βασικά για μια ελάχιστη
μειοψηφία ασθενών προς χάρη των οποίων αναπτύσσονται θεαματικά βαριές
τεχνικές, ικανές να εξασφαλίσουν τη φήμη και την ιεραρχική θέση εκείνων
που τις εφαρμόζουν και τις χρησιμοποιούν. Αντίθετα, η πρόληψη και η
θεραπεία των πιο διαδεδομένων ασθενειών, που έχουν και το υψηλότερο
κοινωνικό κόστος (παθήσεις της αναπνευστικής οδού, ρευματικές παθήσεις,
γρίπη, κ.λπ.), δεν προχωράνε σχεδόν καθόλου. Γιατί αυτές οι παθήσεις,
εξαιτίας ακριβώς του ενδημικού και κοινότοπου χαρακτήρα τους, δεν
μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά παρά μόνο μέσα από
θεραπευτικές μεθόδους που μπορούν με τη σειρά τους να εκλαϊκευτούν και
που βρίσκονται στις δυνατότητες του καθενός. Επομένως η βελτίωση της
θεραπείας τους δεν μπορεί να προσφέρει επιτεύγματα αιχμής ούτε ν’
αποτελέσει πηγή φήμης. Έτσι, η ιατρική ιεραρχία αδιαφορεί γι’ αυτές.
Συμπερασματικά, το επίπεδο των ιατρικών δαπανών δεν
μπορεί να σταθεροποιηθεί, ή και να περιοριστεί, παρά μόνο μέσα από έναν
εξισωτικό αναπροσανατολισμό της ιατρικής και γενικότερα της πολιτικής
της δημόσιας υγείας. Αντιστρέφοντας τις προτεραιότητες, αυτός ο
αναπροσανατολισμός θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη βελτίωση του
επιπέδου υγείας του πληθυσμού γενικά, απέναντι στις εξαιρετικές
επιδόσεις. [...]
Οι σκανδιναβικές χώρες είναι σήμερα οι πιο
προχωρημένες στον καθορισμό και την εφαρμογή αυτού του κοινού μέτρου: η
αναζήτηση μιας καλύτερης προστασίας της υγείας και πιο αποτελεσματικών
επεμβάσεων (προληπτικών όσο και θεραπευτικών) στην πάλη ενάντια στις πιο
διαδεδομένες ασθένειες κυριαρχεί απέναντι στην αναζήτηση των ηρωικών
επιδόσεων, που πραγματοποιεί η ιατρική αιχμής. [...]
Βέβαια, ένα τέτοιο μέτρο έχει τη δυνατότητα να
γίνει αποδεκτό από όλους μόνο στο βαθμό που έχει διαμορφωθεί με τη
συμμετοχή όλων και που αφήνει το μεγαλύτερο δυνατό χώρο στο συλλογικό
έλεγχο των συνθηκών ζωής και των συντελεστών της υγείας, στις συνοικίες,
τους δήμους, τους χώρους εργασίας.
Ωστόσο, ένα κοινό μέτρο δεν μπορεί να αναζητηθεί
μονάχα σε έναν τομέα. Δεν έχει πιθανότητες επεξεργασίας και αποδοχής
στον τομέα της υγείας παρά μόνο αν αναζητηθεί ταυτόχρονα σε όλες τις
αποφάσεις κατανάλωσης και αν διαμορφωθεί με την πραγματική συμμετοχή
όλων. [...] Ο συλλογικός έλεγχος της προσφοράς, και συνεπώς των
αποφάσεων κοινωνικής παραγωγής, αποτελεί το κλειδί για το μετασχηματισμό
του καταναλωτικού προτύπου προς μια εξισωτική κατεύθυνση, και την
παράλληλη διεύρυνση της μη εμπορευματικής αυτοπαραγωγής.
Αυτός ο συλλογικός έλεγχος συνεπάγεται βέβαια μια
ρήξη με την καπιταλιστική λογική και ιδεολογία. Προϋποθέτει ένα σχέδιο
κοινωνίας ικανό να κατανικά τις τάσεις που μπαίνουν αυθόρμητα σε
λειτουργία. Εδώ το επίμαχο ζήτημα είναι αντικείμενο μεγάλων αντιθέσεων
και η προοπτική ξεκάθαρη: αν η κοινωνία δεν κατακτήσει τη
μικροηλεκτρονική για να προετοιμάσει, μέσα από την επέκταση των χώρων
αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης, μια έξοδο από την κρίση που να έρχεται
σε ρήξη με τον καπιταλισμό, αυτός θα προσανατολιστεί «αυθόρμητα» προς
ένα νέο τύπο βιομηχανοποίησης, που θα σφραγίσει την απόλυτη κυριαρχία
του βασιλείου του εμπορεύματος.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, στο βαθμό που η
αγορά πλησιάζει στον κορεσμό, το κεφάλαιο συναντάει αυξανόμενες
«δυσκολίες πραγματοποίησης της υπεραξίας»: με άλλα λόγια, γίνεται όλο
και πιο δύσκολη η πώληση της παραγωγής στην προβλεπόμενη τιμή· οι
δαπάνες πωλήσεως δεν παύουν να μεγαλώνουν. Οι δυσκολίες πραγματοποίησης
της υπεραξίας πήραν μια ιδιαίτερη και καινούργια μορφή στη διάρκεια της
τελευταίας αναπτυξιακής περιόδου: αυξανόμενη δυσκολία να παραχθούν οι
καταναλωτές που χρειάζονται τα εμπορεύματα, και αυξανόμενο κόστος της
«παραγωγής ζήτησης», όπως την ονομάζει ο Ζακ Ατταλί. Αυτή η παραγωγή δεν
μπόρεσε να εξασφαλιστεί παρά μόνο με την ανάπτυξη ενός συνόλου
υπηρεσιών (εκπαίδευσης, πληροφόρησης, περίθαλψης, πολεοδομίας,
μεταφορών, προπαγάνδας, κ.λπ.), η αποδοτικότητα των οποίων έβαινε
φθίνουσα παρά την άνοδο του κόστους τους. Από την άποψη της
καπιταλιστικής ορθολογικότητας, η κρίση δεν πρόκειται να τελειώσει, ένας
νέος κύκλος συσσώρευσης δεν θα μπορέσει να τεθεί σε κίνηση παρά μόνο
όταν περιοριστεί δραστικά το κόστος των υπηρεσιών που επιτρέπουν την
παραγωγή καταναλωτών.
Η πληροφορική καλείται να καταστήσει δυνατό αυτό
τον περιορισμό. Ακόμα καλύτερα: πρέπει να επιτρέψει τη βιομηχανοποίηση
των βιοτεχνικών διαπροσωπικών υπηρεσιών, να ιδιωτικοποιήσει υπηρεσίες
που μέχρι τώρα ήταν δημόσιες και να καταστήσει την παραγωγή καταναλωτών
μια δραστηριότητα που να την αναλάβουν οι ίδιοι οι καταναλωτές χάρη σε
μέσα που θα τους πουλά η βιομηχανία, με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.
Αυτή η αυτοπαραγωγή καταναλωτών σύμφωνα με τους κανόνες που απαιτεί η
βιομηχανία, έχει περιγραφεί από τον Ζακ Ατταλί σαν «κοινωνία
αυτο-επιτήρησης». Οι δύο μεγάλοι τομείς στους οποίους η αυτοπαραγωγή
καλείται να υποσκελίσει τις δημόσιες υπηρεσίες είναι η εκπαίδευση και η
υγεία: πράγματι, σ’ αυτούς τους δύο τομείς παρατηρούνται οι ψηλότερες
τιμές εργατικού δυναμικού και κοινωνικού κόστους και η πιο έντονη πτώση
της αποδοτικότητας. [...]
Από την άποψη των «μεγάλων ισορροπιών» της
οικονομίας, παρατηρείται επέκταση της σφαίρας της καπιταλιστικής
παραγωγής σε δραστηριότητες που μέχρι πρότινος ανήκαν στην αναπαραγωγή
της εργατικής δύναμης. Το κόστος αυτής της αναπαραγωγής (διατήρηση στη
ζωή, εκπαίδευση, κοινωνικοποίηση, περίθαλψη) μειώνεται σαφώς, ενώ
ταυτόχρονα ανατίθεται, εν μέρει, σε άτομα ένα σύνολο υπηρεσιών που μέχρι
τότε χρηματοδοτούνταν από κοινωνικές συνδρομές ή από τους φόρους. Έτσι
λοιπόν, η βιομηχανοποίηση αυτών των υπηρεσιών επιτρέπει να μειωθούν οι
υποχρεωτικές επιβαρύνσεις και ταυτόχρονα να αυξηθούν οι ατομικές αγορές
βιομηχανικών εμπορευμάτων νέου τύπου. Δημιουργείται μια νέα αγορά. Μ’
αυτό τον τρόπο υπάρχει «μείωση του κόστους εργασίας δίχως μείωση της
κατανάλωσης», «αύξηση του κέρδους δίχως πτώση της ζήτησης». Πρόκειται
για το κύριο χαρακτηριστικό του «νεο-φορντισμού», έτσι όπως τον ορίζει ο
Μισέλ Αλιετά, και του οποίου το νόημα και τις μεθόδους εφαρμογής
συνήγαγε ο Ζακ Ατταλί στην «κοινωνία της αυτο-επιτήρησης».
Διευκολυνόμενη από την απελευθέρωση του χρόνου, η
καπιταλιστική ανάπτυξη ενός νέου τύπου αυτοπαραγωγής και
αυτοεξυπηρέτησης μπορεί μ’ αυτό τον τρόπο να παρεκκλίνει από τον αρχικό
της στόχο και να εντάξει στην εμπορευματική Τάξη την επιθυμία για
αυτονομία και έλεγχο του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο κόσμος της
«παραγανάλωσης», που περιέγραψε ο Άλβιν Τόφλερ, δεν προϋποθέτει
απαραίτητα την κυρίαρχη αυτοδιάθεση του αυτοπαραγωγού. Αντί να είναι
αυτόνομες δραστηριότητες που διευρύνουν τη σφαίρα κυριαρχίας των ατόμων
και των κοινοτήτων, η αυτοπαραγωγή και η αυτοεξυπηρέτηση μπορούν να
είναι τηλεπρογραμματισμένες μέσω ενός εξοπλισμού πληροφορικής που θα
χρησιμοποιούν. Αυτός ο τηλεπρογραμματισμός της αυτοεπιτήρησης θα
προσφεύγει σε ακτινοειδή δίκτυα επικοινωνίας, μέσω των οποίων ο καθένας,
ατομικά, θα έχει πρόσβαση σε μια κεντρική μνήμη και θα αποκλείει έτσι
τόσο τις εγκάρσιες επικοινωνίες –και άρα τις ελεύθερες ανταλλαγές
πληροφοριών και εμπειριών ανάμεσα στα άτομα– όσο και τη συλλογική
δυνατότητα πρόσβασης σε μνήμες, καθώς και τις αυτοδιαχειριζόμενες
διαδικασίες συλλογικής απόφασης. Η εξουσία των μηχανών (κρατικών,
τεχνικών, εμπορικών) πάνω σε άτομα ενισχύεται έτσι, και η δυνατότητα
ανάδρασης της περιφέρειας πάνω στο κέντρο αποκλείεται.
Τα άτομα μπορούν λοιπόν να οδηγηθούν στο να
αυτοπαράγονται, να αυτομορφώνονται, να αυτοσυντηρούνται σύμφωνα με μια
κανονικότητα που θα προγραμματίζεται από τα πριν με τα εργαλεία
αυτοπαραγωγής που χρησιμοποιούν. Μ’ αυτό τον τρόπο η επιθυμία για
αυτονομία και ο ελεύθερος χρόνος γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης και
στρέφονται ενάντια στο υποκείμενο. Τα μέσα που τίθενται στη διάθεσή του
χρησιμεύουν στο να εκφυλίσουν σε μοναχική αυτοκατανάλωση την
αυτοκυριαρχία που προτίθονταν να προσφέρουν. [...]
Η προσφορά των μέσων πληρωμής με σκοπό να
καταναλωθούν κάποια εμπορεύματα θα σημαδέψει τον απόλυτο θρίαμβο της
κυριαρχίας του εμπορεύματος αλλά και ταυτόχρονα την άρνηση των
εμπορευματικών σχέσεων. Γιατί έτσι η κατανάλωση δεν αντιστοιχεί πια στην
ικανοποίηση μιας ανάγκης (ή μιας επιθυμίας) η οποία, στο άτομο,
γεννιέται από μια δραστηριότητα και την προεκτείνει, αλλά γεννιέται από
την ανάγκη να υπάρξουν καταναλωτές για τα προσφερόμενα εμπορεύματα. Ο
κύκλος λοιπόν κλείνει: τα όρια ανάμεσα σε κατανάλωση και παραγωγή,
ανάμεσα σε ανθρώπους και εμπορεύματα, εξαφανίζονται. Εμπορεύματα
παράγουν ανθρώπους σε συνάρτηση με τα εμπορεύματα που αυτοί πρέπει να
καταναλώνουν και να παράγουν. Ο άνθρωπος-καταναλωτής μεταβάλλεται ο
ίδιος σε παραγόμενο ή αυτοπαραγόμενο εμπόρευμα και πουλιέται με κέρδος
(πράγμα που δεν είναι απόλυτα καινούργιο: ήδη οι τεχνικοί της ψυχής
κατασκευάζουν και πουλάνε στις μεγάλες εταιρίες τον τύπο του ανθρώπου
–δηλαδή τις αξίες και τη νοοτροπία– που αντιστοιχεί στα εμπορεύματα τα
οποία πρέπει να καταναλωθούν).
Παρακάτω θα
επανέλθουμε σ’ αυτό τον τύπο εξουσίας που προϋποθέτει αυτή η κοινωνική
τάξη πραγμάτων, στην οποία ο Ζακ Ατταλί βλέπει δικαιολογημένα «την
έσχατη έκφραση της εμπορευματικής Τάξης»: εκείνην όπου τα εμπορεύματα
αγοράζουν τους καταναλωτές τους.
Ωστόσο, μια τέτοια έκβαση της κρίσης δεν είναι, ή δεν είναι ακόμα,
αναπόφευκτη. Μια διαφορετική έκβαση παραμένει δυνατή «χρησιμοποιώντας
σταδιακά την άνοδο της παραγωγικότητας για τη μείωση του εργάσιμου
χρόνου και του μεγέθους των εργαλείων παραγωγής», προάγοντας «μηχανές
ανοιχτές και όχι σφραγισμένες», υποκινώντας τους ανθρώπους να
«χρησιμοποιούν τον απελευθερωμένο χρόνο για τη δημιουργία και όχι για
την κατανάλωση» , για τον περιορισμό και όχι την επέκταση των
εμπορευματικών σχέσεων, χρησιμοποιώντας την πληροφορική οριζοντίως, για
τη διαχείριση από τα ίδια τα άτομα της κοινωνικής συνεργασίας τους, και
όχι καθέτως, για τη διαχείριση, δηλαδή, από κεντρικούς μηχανισμούς της
συνεργασίας ανάμεσα στα άτομα.Από το βιβλίο Οι δρόμοι του Παραδείσου, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις , σελ. 28-47
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.