Γιώργος Κυριακού
Ιμπεριαλιστική χώρα στα Βαλκάνια ή χρήσιμος μοχλός της Δύσης για την ένταξή των Βαλκανίων στην Ευρω-ΝΑΤΟϊκή οικογένεια; Αφεντικό των Βαλκανίων που επενδύει με κρατικό σχέδιο και μέρος των κερδών επιστρέφει στα τα λαϊκά στρώματα, τέτοιο που να δικαιολογεί μια αποικιοκρατική παράδοση ή αφεντικά κάνουν υπεργολαβίες κερδίζοντας στο ακέραιο από τα ευρωπαϊκά και εγχώρια κίνητρα; Πώς γίνεται η ιμπεριαλιστική Ελλάδα να υπογράφει συμφωνία με τη διπλανή χώρα η οποία χρησιμοποιεί ως εθνικό προσδιορισμό ένα τοπωνύμιό της; Πώς γίνεται από μια χώρα μικρή να αμφισβητούνται με όρους Τουρκίας τα θαλάσσια σύνορά της στο Ιόνιο Πέλαγος; Πώς γίνεται μια ιμπεριαλιστική χώρα να μη θέτει ούτε ένα βέτο στη συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Μειονότητάς της στην ίδια διπλανή χώρα, Μειονότητας που είναι διεθνώς αναγνωρισμένη για παραπάνω από έναν αιώνα; Το δίκτυο των πιστωτικών της οργανισμών και οι επενδύσεις του τριτογενούς που στήθηκαν στα μεταπολιτευτικά Βαλκάνια ήταν βασισμένα σε γερά θεμέλια πλεονασμάτων ή ήταν δοκιμαστήριο για τις χώρες της Δύσης που δεν επένδυαν σε ανασφαλείς αγορές;
Πώς γίνεται μετά από μια 20ετή δραστηριότητα ιμπεριαλισμού να καταρρέει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το τραπεζικό της σύστημα μέσα στα πρώτα χρόνια της κρίσης; Ήταν πράγματι «ισχυρή Ελλάδα» όπως την ονομάτιζε ο πρωθυπουργός της Κ. Σημίτης; Είναι μια ιμπεριαλιστική και επεκτατική χώρα έτσι όπως την ονομάζει το ελλαδικό κίνημα της αριστεράς, της αναρχίας και της αυτονομίας; Είμαστε μοναχοφάηδες όπως θα μας αποκαλούσαν στελέχη από όλα τα κόμματα που συμμετέχουν ενεργά στο πολιτικό σύστημα;
Την περίοδο του τέλους του αιώνα μας, η «ισχυρή Ελλάδα» ως το κατ' εξοχήν ιδεολόγημα της κυβέρνησης Σημίτη, απότοκο της προπαγάνδας η οποία βασίστηκε στα ευρωπαϊκά πακέτα και τη διείσδυση των εμπορικών οίκων-τραπεζών στη Βαλκανική, ταυτοχρόνως εγκαινίασε μια περίοδο ιδεολογικής αποδόμησης της εθνικής της ιστορίας καθώς και της εξωτερικής της πολιτικής. Ήταν η κατάληξη θριάμβου μιας περιόδου που ξεκίνησε με τη διαμεσολαβητική συνιστώσα της Ευρώπης, Ελλάδα, ως εγγυήτρια χώρα για την ένταξη των Βαλκανίων στους διεθνείς οργανισμούς της Δύσης, ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Δεν θα μπορούσε να στοχεύσει διαφορετικά η ελλαδική ελίτ, όπως για παράδειγμα σε μια ενοποιητική δυναμική των Βαλκανίων και στην δυνατότητα ώστε η χώρα να καταστεί πεδίο ειρήνευσης, σταθερότητας και διαπραγματεύσεων για τα πολεμικά μέτωπα αλλά και οικονομικών ή άλλων συνεργασιών όπως π.χ. για τις μειονότητες με στόχο τη συνεργασία των βαλκανικών λαών. Έτσι έδωσε τη συγκατάθεσή της στο αίτημα για την ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας, ανοίγοντας τις ορέξεις τόσο στις άλλες ντόπιες ελίτ για πολέμους αναθεωρητικούς όσο και σε διαμάχες με αφορμή τις μειονότητες. Μια από τις δήθεν ευθύνες της, δηλαδή το να δοθούν σε εμπορικούς οίκους και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα κυρίως τα κίνητρα για περεταίρω επενδύσεις στις βαλκανικές χώρες δημιούργησε και την υποψία ή ακόμα και τη βεβαιότητα για τον ρόλο της ως ιμπεριαλιστικής δύναμης στα Βαλκάνια ή της "Αμερικής των Βαλκανίων". Αυτή όμως ήταν η οικονομική διπλωματία την οποία εφήρμοσε συνολικά η ελληνική πολιτική στο πλαίσιο οδηγιών από πλευράς ΕΕ. Άλλωστε με συμφωνία της Κομισιόν αποφασίζεται η αποδυνάμωση των χρηματοπιστωτικών της ομίλων το 2014. Ακριβώς αυτήν τη περίοδο οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τις κινήσεις από πλευράς χωρών της ΕΕ, που επενδύουν αλλά κυρίως τους Τρίτους παράγοντες που καλύπτουν τα κενά, ακριβώς την ίδια περίοδο που παρατηρείται η αποδρομή της Δύσης.
Ο ελληνισμός ως οικουμενική διαχρονία
Η Ελλάδα ή το ελληνικό στοιχείο ως ιστορικός χώρος και ιστορική δυναμική στην αρχαιότητα, στην περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, άλλοτε σε διάφορες πτυχές και τομείς κι άλλοτε ως ενοποιητικός οργανικός παράγοντας. Η ιστορική της παρακαταθήκη είναι αυτή της οικουμενικότητας είτε διαμέσου του ελληνικού πολιτισμού είτε διαμέσου της ορθοδοξίας. Τόσο οι εθνικορομαντικές αφηγήσεις της «αδιάλειπτης συνέχειας του έθνους» ή ακόμα χειρότερα της «φυλής» όσο και οι μαρξίζουσες-φιλελεύθερες αντιλήψεις για την «κατασκευή του έθνους στη νεωτερική εποχή», απέτυχαν να ερμηνεύσουν την ελληνική περίπτωση αλλά και γενικότερα τα Βαλκάνια. Οι ιδιοπροσωπίες μας δεν είναι ούτε «αδιάλειπτες συνέχειες» ούτε «κατασκευές της νεωτερικής περιόδου». Τα έθνη στα Βαλκάνια δεν κατασκευάστηκαν από τα κράτη, σημείωσαν όμως ασυνέχειες αλλά και συνέχειες που αφορούν το κοινό αίσθημα του ανήκειν.
Μετά το τραγικό τέλος του Ρήγα που σηματοδοτούσε και το τέλος της ιδέας για μια ανεξάρτητη δημοκρατική και πολυεθνική πολιτική οργάνωσης της ευρύτερης περιοχής Βαλκανίων και Μικράς Ασίας, οι στρατιωτικοπολιτικές δυνάμεις κάθε έθνους ανέλαβαν την ευθύνη για την ανεξαρτησία του έχοντας δίπλα και ενάντια τους τις μεγάλες δυνάμεις ή τα φιλικά και αντίπαλα έθνη. Επί παραδείγματι, η αλληλογραφία στη Φιλική Εταιρία αναφερόταν στους Σέρβους αδελφούς οι οποίοι αναζητώντας έξοδο στο Αιγαίο καλόβλεπαν τα εδάφη της Μακεδονίας. Σε διαφορετικούς χρόνους, σε διαφορετικό μέγεθος, με διαφορετικές προοπτικές κατά περίπτωση, η ιδεολογία του νεωτερικού κράτους με πρόταγμα την απελευθέρωση του έθνους θα επιδίωκε να συντρίψει την Αυτοκρατορική Απολυταρχία. Αλλού το αίσθημα της πλήρους ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης ήταν πανίσχυρο όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, της Σερβίας ή της Βουλγαρίας, αλλού η εθνική ανεξαρτησία ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά της δυναμικής μεγάλων δυνάμεων όπως στην περίπτωση της Αλβανίας.
Οι δεσμοί με το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων και κυρίως με τα χριστιανικά Βαλκάνια ήταν δεσμοί ισχυροί παρά τις κατά περιόδους ανταγωνισμούς ή πολέμους. Με τους χριστιανικούς και κυρίως ορθόδοξους σλαβικούς λαούς (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Ρουμανία) οι σχέσεις δεν σταμάτησαν ποτέ και μάλιστα τονώθηκαν κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με διάφορες προϋποθέσεις (Πατριαρχείο, γλώσσα και ανάπτυξη εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ισχυρή διασπορά, εμπόριο, ηγεμονίες στις Παραδουνάβιες χώρες). Άλλωστε το Βυζάντιο ήταν το πρότυπο οργάνωσης των νέων εθνών, των Σέρβων και των Βουλγάρων ήδη από την πρώτη μ.Χ χιλιετία και μάλιστα η γραπτή τους έκφραση ξεκίνησε από την ισχυρή θρησκευτική διπλωματία του πρώτου.
Το ελληνικό κράτος-εξάρτημα
«Εάν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν λάμβαναν τη βοήθεια, τότε ήταν αναπόφευκτο να πέσουν στον κομμουνισμό κι αυτό θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για όλη την περιοχή». Πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, 12 Μαρτίου 1947
Το ελληνικό έθνος έχοντας δίπλα του και ενάντιά του τις μεγάλες δυνάμεις στο πλαίσιο οξύτατων ανταγωνισμών για την εν μέρει διατήρηση ή την εν μέρει διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέκτησε ένα ημιανεξάρτητο κράτος. Μετά από πολέμους απελευθέρωσης των ιστορικών του εδαφών, μετά από τους βαλκανικούς πολέμους, μετά από την αντίσταση κατά της γερμανικής-ιταλικής-βουλγαρικής-αλβανοτσάμικης κατοχής, οι αντιστεκόμενοι Έλληνες ηττήθηκαν από την αγγλική στρατιωτική επέμβαση το 1944 και αργότερα από την αμερικανική δύναμη που στήριξε αποτελεσματικά σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο τη συγκεκριμένη τάση της ελίτ ώστε να είναι η Ελλάδα ένα γεωπολιτικό εξάρτημα των δυτικών δυνάμεων. Με τη χρήση ναπάλμ στο Γράμμο, που σηματοδότησε παγκοσμίως την πρώτη πράξη ψυχρού πολέμου, η Ελλάδα πέρασε στο δυτικό στρατόπεδο συνάπτοντας υποχρεωτική φιλία με την Τουρκία στο κοινό σχέδιο αντιμετώπισης του κοινού κομμουνιστικού κινδύνου, δια μέσου του δόγματος Τρούμαν, για στρατιωτική βοήθεια.
Σε αυτό το δόγμα που συνοδεύτηκε από μια γενναία χρηματοδότηση του σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο επέκτεινε την εξάρτηση, αντιστάθηκε ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού ενάντια στην άρχουσα τάξη η οποία διαιρέθηκε στη βάση προσωπικών και κομματικών συμφερόντων ή έξωθεν κατευθύνσεων. Οι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες δίπλα στην υποστήριξη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου υπονόμευσαν κάθε έννοια δυτικού προσανατολισμού της χώρας σε μια περίοδο μάλλον όξυνσης του ψυχρού πολέμου. Όταν μάλιστα ένα διακριτό τμήμα της άρχουσας τάξης, κάτω από τις πιέσεις ενός πολυδιάστατου κινήματος που κορυφώθηκε το 1965, προσπάθησε να φέρει κάποια προσκόμματα στις αποικιακές οικονομικές συμβάσεις ή να διασαλεύσει σε κάποιο βαθμό τη νεοαποικιακή πολιτική στην Κύπρο, η χούντα ως κρυφό χαρτί των Αμερικανών ήρθε να αποτελειώσει την ελληνική άνοιξη του ’60. Μέχρι και την περίοδο της μεταπολίτευσης, η άρχουσα τάξη μιλούσε για το «σιδηρούν παραπέτασμα» και οι εχθροί της, από κάθε σχεδόν εκδοχή, μιλούσαν για τις σωτήριες λύσεις του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η Ελλάδα και τα Βαλκάνια μετά τον πόλεμo
Όμως η Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε την ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας στο δυναμικό της, διεκδικώντας διαμέσου του Συντάγματός της, τη Μακεδονία του Αιγαίου (Ελλάδα) και του Πιρίν (Βουλγαρία) είχε ήδη συνάψει σχέσεις με την Ελλάδα, εφόσον για τους δικούς της λόγους αντιμετώπιζε ένα εχθρικό κλίμα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και απειλές επέμβασης από την ΕΣΣΔ, έχοντας την εχθρική Αλβανία ως υποχείριο του Στάλιν. Από το 1950 αντάλλαξαν πρεσβευτές και μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα υπέγραψαν το 1953 το Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας στην Άγκυρα. Για τη Γιουγκοσλαβία ήταν ένας έμμεσος τρόπος σύνδεσης για την προστασία από το ΝΑΤΟ ενώ για τη Δύση αποτελούσε μια βαθειά ρωγμή στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Επίσης από το 1950 περίπου και μετά, η Βουλγαρία σταμάτησε να θέτει ζήτημα εξόδου στο Αιγαίο και επίσης έπαψε να υποστηρίζει την ύπαρξη βουλγάρικης μειονότητας στην Ελλάδα. Από το 1954, υπάρχουν διπλωματικές σχέσεις και από το 1964 υπάρχει ανταλλαγή πρεσβειών μετά από τη συμβολική αποπληρωμή ενός μέρους των πολεμικών επανορθώσεων. Στη διάρκεια της δικτατορίας, βελτιώθηκαν και οι εμπορικές σχέσεις και λίγο αργότερα, το 1973, άνοιξε προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίπτωση του νέου «μακεδονικού» ζητήματος που άνοιξε μετά την ανεξαρτησία της πΓΔΜ οι δυο χώρες (Ελλάδα και Βουλγαρία) κράτησαν σχεδόν κοινή στάση. Με τη Ρουμανία μεταπολεμικά ήταν πολύ καλές οι σχέσεις παρόλο που δυο αποτυχημένες ιστορικές απόπειρες εκρουμανισμού των Βλάχων, στον μεσοπόλεμο και στην κατοχή δημιούργησαν καχυποψία. Η έλλειψη εγγύτητας στα σύνορα επίσης ήταν ένας αποτρεπτικός λόγος (ο οποίος στις μέρες μας αναιρείται καθώς η Ρουμανία επιδιώκει συστηματκά τον εκρουμανισμό των Βλάχων κυρίως στην Αλβανία). Με την Αλβανία υπήρξαν διπλωματικές σχέσεις οι οποίες κανόνιζαν ανταλλαγές κρατουμένων κι αργότερα εμπορικές συμφωνίες-μέχρι και προξενείο ιδρύθηκε το 1971 μεσούσης της χούντας στα Τίρανα. Όμως η έλλειψη δυνατότητας της μετακίνησης και της επικοινωνίας, ο μεταπολεμικός αντικομουνισμός σε όλες τις εκδοχές της καθημερινότητας ή από την άλλη η επιθετική ορολογία για τη «μοναρχοφασιστική Ελλάδα», απέκλειαν κάθε δυνατότητα γνωριμίας. Από την άλλη συνωμοσίες κι από τις δυο χώρες, οι αποστολές πρακτόρων με στόχο την άλλη χώρα δημιούργησαν ένα άνευ προηγουμένου κλίμα μέχρι και το 1960, το οποίο είχε επιπτώσεις κυρίως στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της 45χρονης δικτατορίας ήταν δεξαμενή εχθρών, πολιτικών κρατουμένων και εκτελεσμένων.
Κυπριακό 1974 και ο νέος εξ ανατολής κίνδυνος
Μετά τη μεταπολίτευση ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Καραμανλή και ταυτοχρόνως της διατήρησης του αμερικανικού κεκτημένου, τόσο για την εξομάλυνση της υπόθεσης του κυπριακού και των απειλών της Άγκυρας στο Αιγαίο όσο και για τη συνέχιση του «ανήκωμεν εις την Δύσιν» ως αντίβαρου συνθήκης ασφάλειας δόθηκαν περισσότερες ευκαιρίες γνωριμίας με τα Βαλκάνια. Ως μια ευκαιρία απαλλαγής από τις απειλές των βορείων γειτόνων που ήταν ο βασικός ιδεολογικός πυρήνας του μετεμφυλιακού κράτους μπροστά στον εξ ανατολών κίνδυνο, ο Κ. Καραμανλής στράφηκε με ιδιαίτερη συνέπεια προς τις Βαλκανικές χώρες. Η ελληνοβουλγαρική προσέγγιση Καραμανλή και Ζίβκοφ έγινε το 1976 στα πλαίσια της βαλκανικής συνεννόησης για τον τερματισμό των εντάσεων στα Βαλκάνια.
Στη συμφωνία τέθηκαν ζητήματα για τη συνεργασία Ελλάδας και Βουλγαρίας και τη συνεργασία των χωρών των Βαλκανίων. Συζητήθηκε, επίσης, η οικονομική και η πολιτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση τη συμφωνία, η Βουλγαρία υποσχόταν να μην θέτει ζητήματα μειονότητας και να μην έχει διεκδικήσεις σε ελληνικά εδάφη, ενώ επίσης θα κρατούσε ουδέτερη στάση απέναντι στα θέματα Ελλάδας και Τουρκίας. Θέμα συζήτησης μεταξύ Καραμανλή και Ζίβκοφ ήταν, τέλος, το Κυπριακό, με τον Ζίβκοφ να δηλώνει κάθετα αντίθετος στην κατοχή μέρους του νησιού από την Τουρκία. Πράγματι υπήρξαν αρκετά φόρουμ των βαλκανικών κρατών και οι σχέσεις έφτασαν να θυμίζουν τις στενές σχέσεις που υπήρξαν μετά τον 1ο ΠΠ. Η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία έγιναν οι χώρες που παρείχαν τη δυνατότητα σπουδών σε Έλληνες φοιτητές για πτυχία ευκαιρίας που μέσω του ΔΙΚΑΤΣΑ αποκτούσαν εγκυρότητα, ενώ παράλληλα οι αντιπροσωπίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και των διαφόρων τάσεων κομμάτων και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς διατηρούσαν επαφές πλέον όχι παράνομες. Παράλληλα το ΠΑΣΟΚ είχε διακριτές σχέσεις με τη Ρουμανία όπως και το ΚΚΕ εσ. του οποίου το δημοσιογραφικό όργανο, η "Αυγή", λάμβανε σχεδόν δωρεάν χαρτί από την ιδιότυπα σοσιαλιστική Ρουμανία.
Συνήθεις συγκρούσεις σχετικές με τα Βαλκάνια, που αποκτούσαν διάσταση στους φοιτητικούς χώρους, στα επίσημα και ανεπίσημα πολίτ μπιρό, στα στέκια και στις ταβέρνες, αφορούσαν τον τρίτο δρόμο αυτοδιαχείρισης του Τίτο ή το κατά πόσο συνεπής είναι η Αλβανία του Χότζα στον αποκλεισμό της θεωρίας των 3 κόσμων όταν επισήμως σταμάτησε τις σχέσεις και με την Κίνα, το 1978. Από την άλλη υπήρξαν οι Βορειοηπειρωτικές οργανώσεις, οι δεξιές λέσχες, οι σύλλογοι αποστράτων, δεσπότες και κληρικοί οι οποίοι έδιναν ένα τόνο εχθρότητας για τον σοσιαλισμό του Ενβέρ Χότζα καθώς και των άλλων χωρών. Όσον αφορά τα Βαλκάνια, ήταν οι αθλητικοί αγώνες, οι αποστολές καλλιτεχνών σε διάφορα φεστιβάλ αλλά και οι βαλκανικές αγορές οι οποίες είχαν ανάγκη το μαύρο χρήμα με το οποίο οι άρχουσες τάξεις τους εξασφάλιζαν καταναλωτικά αγαθά. Οι σχέσεις όμως των λαών παρέμεναν αδρανείς μέχρι και τη δεκαετία του ‘90. Από τις παρατάξεις της άρχουσας τάξης κάθε ανεξαρτησιακή τάση της Ελλάδας εκλαμβάνονταν ως ανάρμοστη πράξη για τους προστάτες της ενώ από την αριστερά κάθε κριτική προς τις σοσιαλιστικές χώρες εκλαμβανόταν ως «νερό στο μύλο της αντίδρασης». Ο ελληνικός εμφύλιος συνέχιζε να ζει μέσα από τις αποφάνσεις για τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες είχαν αναμιχθεί σε κάποιο βαθμό, όπως η Γιουγκοσλαβία επενδύοντας στη Λαϊκή Δημοκρατία Βορείου Ελλάδας υπό τον Ζαχαριάδη ή η Αλβανία φοβούμενη την εισβολή για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Μάλιστα η Αλβανία φιλοξένησε πολιτικούς πρόσφυγες στην προσπάθειά τους να διαφύγουν για τις σοσιαλιστικές χώρες ενώ ένα ανυπολόγιστο πλήθος Ελλαδιτών υποστηρικτών της Ανεξάρτητης Μακεδονίας (συνεργασία ΔΣΕ-ΝΟΦ) πέρασε στη νέα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας που ιδρύθηκε μετά το 1944.
Η Ελλάδα στην ωριμότητα της μεταπολίτευσής της
Μετά το 1981 και το βάθεμα της μεταπολίτευσης, περίοδο στην οποία δικαιώθηκαν τα αιτήματα της δεκαετίας του 1960, οι διπλωματικές σχέσεις βελτιώθηκαν περεταίρω. Το συμβολικό άνοιγμα των συνόρων της Κακκαβιάς το 1984 με πρωτοβουλία του Κ. Παπούλια έφτασε στην άρση του εμπολέμου αλλά όχι στους όρους που θα επέτρεπαν στους φυγάδες Μουσουλμάνους Αλβανοτσάμηδες οι οποίοι συνεργάστηκαν δημιουργώντας τη δική τους διοίκηση και στρατό σε σύμπραξη με τους ναζί, να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους. Άλλωστε η πρώτη απέλαση Αλβανών διπλωματών έγινε στα 1983 με κατηγορίες για κατασκοπία. Η Ελλάδα, την ίδια περίοδο ήρθε σε πλήρως φιλικές σχέσεις με τη Βουλγαρία μετά την δεύτερη κρίση του 1987 στο Αιγαίο με το Σισμίκ. Η Βουλγαρία διαισθανόταν διεκδικήσεις από την Τουρκία διαμέσου της υπερμεγέθους τουρκικής μειονότητας (13%) η οποία έζησε μια μεγάλη περίοδο καταστολής στο πλαίσιο εκβουλγαρισμού της μέχρι και το 1990.
Η Ελλάδα, οι διεθνείς αλλαγές και τα Βαλκάνια
Η «ισχυρή» Ελλάδα
«Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου».
Γιώργος Σεφέρης
Από την εποχή εκείνη και μετά, εποχή που αποτελεί τομή για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς με πολιτικούς όρους, η Ελλάδα μέσω της ΕΕ διαδραμάτισε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο μέχρι και τα πρόθυρα της ελλαδικής κρίσης του 2008-2010. Η Ελλάδα, ήταν ένα από τα οχήματα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για την ένταξη των Βαλκανίων στους διεθνείς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς της Δύσης. Συναινώντας στην αποσταθεροποίηση της Γιουγκοσλαβίας συμφώνησε επίσημα στην ανεξαρτησία της Σλοβανίας και της Κροατίας ανοίγοντας έτσι το ζήτημα του Κοσόβου, της Βοσνίας όπως και της "Μακεδονίας". Με τη συμβολή της στη «σταθερότητα» της Βαλκανικής, ως χώρα μέλος με εμπειρία στους «δημοκρατικούς θεσμούς και στην ελεύθερη οικονομία», ήταν η χώρα με μια σημαντική και διακριτή διείσδυση μιας ελίτ που ωθήθηκε από την ΕΕ. Επενδύσεις ελλήνων αφεντικών, τραπεζών κλπ. σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία ήταν περισσότερο κερδοφόρα από ποτέ, σε αριθμούς που δεν εξέφραζαν την κατευθυνόμενη παραγωγική της καταπόντιση, ήταν η ευκαιρία για αετονύχηδες εμποροπαρασιτικούς-τραπεζιτικούς οίκους να διαπρέψουν στα Βαλκάνια και μάλιστα όταν η Ελλάδα ήταν η χώρα προορισμού εκατοντάδων χιλιάδων βαλκάνιων μεταναστών.
Όμως όπως παρατηρεί ο καθηγητής οικονομίας Χ. Ναξάκης «μετά την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ παρατηρείται μια εγκατάλειψη των οικονομικών σχέσεών της με τις χώρες αυτές και μονόπλευρη πρόσδεση της με την ΕΟΚ... η στροφή των εξαγωγών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προς τις χώρες της ΕΟΚ συνοδεύεται με μια μείωση των οικονομικών ανταλλαγών με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και με μια αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες της ΕΟΚ... εγκατέλειψε τις οικονομικές ανταλλαγές με τις χώρες των Βαλκανίων και της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες είχε περίπου το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, για να συνδεθεί, χωρίς να προχωρήσει ταυτόχρονα στον αναγκαίο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, μονόπλευρα με τις χώρες της ΕΟΚ, που εκ των προτέρων οι οικονομικές ανταλλαγές θα ήταν ανισότιμες, λόγω διαφοράς επιπέδου ανάπτυξης. Όσον αφορά το τελευταίο να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα έχει: Υψηλό δημόσιο χρέος, το 116,2% του ΑΕΠ (1996), μικρή συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ (18,5%), την στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 30%, υψηλό ποσοστό απασχόλησης στην γεωργία (25,3%), με 5% στις χώρες του ΟΟΣΑ, μικρό μέγεθος μεταποιητικών επιχειρήσεων, το 1984 το 85,8% των επιχειρήσεων είχαν μέχρι 5 απασχολούμενους, κ.λπ.». Αρνούμενη η ελίτ να προβεί σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό στην πρωτογενή παραγωγή και στη δευτερογενή παραγωγική δραστηριότητα, ως τριτογενοποιημένη οικονομία βασίστηκε στα φτηνά χερια των βαλκάνιων μεταναστών και επένδυσε στις χώρες τους σε μια εποχή που υπήρχε φοβία ακριβώς σε τομείς τους οποίους γνώριζε καλά.
Έτσι από τη μια δημιουργήθηκε ένα σχεδόν δουλοκτητικό ευρύ στρώμα στην Ελλάδα και από την άλλη συστάθηκε μια δήθεν αποικιοκρατική ομάδα στα Βαλκάνια-η ίδια που κερδοσκοπούσε μέσω φοροαπαλλαγών και με τα κίνητρα από τις δεξαμενές των πακέτων στήριξης της ΕΕ και μάλιστα χωρίς τις καταβολές οφελών για το εσωτερικό από τις επενδύσεις στο εξωτερικό. Αντίθετα, με κίνητρα της ΕΕ και διευκολύνσεις του ελληνικού κράτους εξασφάλιζε, αυτή η ομάδα, την αύξηση των περιουσιών των μελών της και κυρίως σε τομείς που γνώριζαν ή πρόβαραν: τις υπηρεσίες, κι αυτές κυρίως στις τηλεπικοινωνίες και στις τράπεζες, στο εμπόριο και σε κάποια συγχρηματοδοτούμενα μεγάλα έργα. Έτσι κατέρρευσε η βιομηχανική-βιοτεχνική-γεωργική επένδυση η οποία βασίστηκε σε φτηνά βαλκανικά χέρια για να καλύψει το έλλειμμα του οργανωτικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, κατάρρευση που προκλήθηκε και από την είσοδο της Κίνας, της Γερμανίας και της Τουρκίας στις αγορές των Βαλκανίων. Για αυτό και η παραγωγική αποτυχία πλήττει και τις ίδιες τις τράπεζες με άμεσες συνέπειες στους πληθυσμούς. Αυτή είναι η «ισχυρή» Ελλάδα της είσπραξης της καρπαζιάς που έλεγε «ευχαριστώ» στις ΗΠΑ για τη μεσολάβησή τους στην κρίση των Ιμίων, της κουμπαριάς με τους Οθωμανούς δυνάστες, με δώρο το κεφάλι του ηγέτη των Κούρδων Οτζαλάν.
Από την άλλη με διαφορές χρόνου η Ελλάδα βρέθηκε μαζί με κάποιες χώρες των Βαλκανίων σε όλους τους επεκτατικούς πολέμους της Δύσης αλλά και ως συμμέτοχος σε κοινές στρατιωτικές αποστολές. Η συμβολή της σ’ αυτές, πέρα από την γενική αντίθεση του συνόλου του πληθυσμού στην Ελλάδα, ήταν σε ρόλους κυρίως δευτερεύοντες χρησιμοποιώντας -σε μια μόνο των περιπτώσεων- το δικαίωμα της αρνησικυρίας για την περίπτωση του ονόματος της διπλανής χώρας. Αντίθετα, σε κάθε απειλή της Τουρκίας, η κατευναστική της πολιτική ως πολιτικής ένταξής της στο κλαμπ του σύγχρονου κόσμου του εμπορίου και του χρήματος που κατευνάζει τα πάθη, ήταν καίριος, τόσο για την αποδυνάμωσή του όσο και για την ισχυροποίηση της γειτόνισσας χώρας που προσποιούταν πως άλλαζε.
Η ελλαδική κρίση και τα Βαλκάνια
Τα παραμύθια για την «ισχυρή Ελλάδα», οι επαναστατικές κανονιστικές θεωρήσεις για την «ιμπεριαλιστική Ελλάδα» αποδείχθηκαν τουλάχιστον λάθος και στην χειρότερη περίπτωση ξέφτισαν. Έτσι την περίοδο του ξεσπάσματος της ελλαδικής κρίσης ήδη από το 2008-2010, η Ελλάδα βρέθηκε σταδιακά μέχρι και σήμερα, από παράγοντας των Βαλκανίων σε μια ανασφαλή από κάθε άποψη χώρα. Το τραπεζικό σύστημα κατάλληλο για την οικονομική διπλωματία περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό και οι Τρίτοι παράγοντες κυριάρχησαν στην οικονομία των χωρών. Η μεταπολίτευση της παρασιτικής κατεύθυνσης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και οργάνωσης, μέσω της διεθνούς επιτήρησης σήμερα, κατέδειξε τον πραγματικό ρόλο της χώρας.
Οι τελευταίες ενδείξεις αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Οι απειλές της Τουρκίας, η ελληνοαλβανική διένεξη για την ΑΟΖ και το έλλειμμα υποστήριξης της Ελληνικής Μειονότητας, η αποτυχία της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι προθέσεις για την αναγνώριση του Κοσόβου, ο ΝΑΤΟφρων αποκλεισμός της Ρωσίας, η κατευναστική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, ο διαφαινόμενος ρόλος του υπεργολάβου στις πράσινες επενδύσεις των ΒΑΠΕ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, ο ρόλος του κομπάρσου στις Συνόδους για τα Δυτικά Βαλκάνια, ο ρόλος της Ελλάδας ως χώρας εισόδου μεταναστών, η αμηχανία και προσαρμογή του ελλαδικού πληθυσμού σε λύσεις περεταίρω αποικιοποίησης της χώρας, η αφωνία σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχει, διαλύουν κάθε «εθνικό» μύθο ή αλλοεθνικιστική, «επαναστατική» παραθεώρηση.
3 περιπτώσεις «ιμπεριαλιστικής» πολιτικής:
1.Ελλάς-Σερβία-Συμμαχία
Πράγματι οι παραδοσιακοί δεσμοί με τη Σερβία, που κορυφώθηκαν στους βαλκανικούς πολέμους κι αργότερα την περίοδο της αντίστασης στις πολλαπλές ναζιφασιστικές κατοχές, εκφράστηκαν από το σύνολο του ελληνικού λαού. Ήταν όμως, απο την άλλη μια περίοδος που οι αναθεωρητικές βλέψεις της ΕΕ και κατόπιν των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ συναντούσαν το ισλαμικό και τουρκικό τόξο που εξαπλωνόταν στον μουσουλμανικό και στον φιλικό αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Εξάλλου, η επίσημη πολιτική της Αθήνας, ήταν ακόλουθος του δυτικού παράγοντα, προάγοντας δυτικούς σχεδιασμούς (π.χ. η συνάντηση των Αθηνών μεταξύ των 3 εκπροσών των παραγόντων του Βοσνιακού ζητήματος Μιλόσεβιτς, Ιζετμπέκοβιτς, Τούτζμαν), ενώ σε κάθε εξέλιξη ακολούθησε πιστά τα δεδομένα του σκληρού γερμανικού πυρήνα και αργότερα των Αμερικανών. Σε καμιά στιγμή δεν αντιπαρέβαλε ως όφειλε (η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας) στην καίρια αυτή περίοδο την άμεση απελευθέρωση της Κύπρου από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις και δεν άσκησε κανενός είδους βέτο στους διεθνείς οργανισμούς, όπου ανήκε, για τους δυο διαμελισμούς της Γιουγκοσλαβίας. Οι προβοκάτορες των Βαλκανίων τόσο στην αγορά Μαρκάλε του Σαράγεβο όσο και στο Ρατσάκ του Κοσόβου μπορούσαν ανενόχλητοι από την ελληνική «ιμπεριαλιστική» πολιτική να κανονίζουν τις αλλαγές των συνόρων.
2.Ελληνοαλβανικές σχέσεις
Η προβοκάτσια στην Επισκοπή το 1994 με θύματα δυο Αλβανούς στρατιωτικούς από την ένοπλη οργάνωση ΜΑΒΗ 2, (μετά την οποία εξαπολύθηκε ένα σχεδόν προγραμματισμένο πογκρόμ στους Έλληνες όπως και η διαβόητη δίκη των Τιράνων με κατηγορίες σε 5 στελέχη της ΔΕΕΕΜ ΟΜΟΝΟΙΑ που αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου) ήταν και το ανώτατο σημείο διεκδίκησης της Βορείου Ηπείρου από ανεπίσημες και σκοτεινές δομές. Το ανεξιχνίαστο αυτό έγκλημα για το οποίο μόνο ενδείξεις υπάρχουν, ήταν ένα έγκλημα από το οποίο επωφελήθηκε μόνο η αλβανική πλευρά. Μάλιστα από το σημείο αυτό και κατόπιν μόνο σε μικρά διαλείμματα υψώθηκαν κάποιοι τόνοι για την προστασία της Μειονότητας. Συγκεκριμένα το 1993 όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρέβαλε την υπόθεση του Κοσόβου με την Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία και ο Νίκος Κοτζιάς το 2016 που έθεσε βέτο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αλβανία. Η Μειονότητα για την Ελλάδα είναι ένα βαρίδι. Η Αλβανία με αδιάλειπτη εξωτερική πολιτική και υπηρεσία ασφαλείας (όταν τίποτε άλλο δεν μπορούσε να λειτουργεί ακόμα και σε στιγμές που ο κρατικός μηχανισμός έχει καταρρεύσει), κινείται με βάση τις εθνικιστικές αντιλήψεις οι οποίες έχουν επίσημη υπόσταση στον κρατικό μηχανισμό. Πέρα από το ότι επιβουλεύεται πολυδιάστατα την ύπαρξη της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας την οποία ακόμα έχει περιορισμένη σε μειονοτικές ζώνες κατά παράβαση κάθε διεθνούς δικαίου, είναι ο μεγαλύτερος απορρυθμιστής των Βαλκανίων με κυρίαρχο στόχο την εφαρμογή της τουρκικής πολιτικής στα Βαλκάνια: α)αναθεώρηση της ΑΟΖ που διαγράφει αλα Τούρκα τα νησιά πλησίον της Κέρκυρας, β)η δορυφοριοποίησή της από την Τουρκία η οποία αποτελεί οδηγό στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, γ)η διαρκής υπόμνηση του Τσάμικου ζητήματος. Ο επίσημος εθνικισμός δεν έχει βρει ούτε ένα εμπόδιο στο πλαίσιο ένταξής της στην ΕΕ από την Ελλάδα. Αντίθετα με περισσό θράσος, σύσσωμη η αλβανική πολιτική απαιτεί χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ, λοιδορώντας της πολλές φορές, επεκτείνει μέσα στο κράτος μια απίστευτη διαφθορά. Και σε αυτά η Ελλάδα εξαντλείται σε ευχολόγια. Το δε προοδευτικό κίνημα που υπερασπίζεται τις μειονότητες αγνοεί συστηματικά την Ελληνική.
3.Μακεδονικό ζήτημα
Το σύνταγμα του 1991 της πΓΔΜ, βασισμένο στην Αντιφασιστική Συνέλευση του ΑΣΝΟΜ του 1944, αναφερόταν ρητά στη διεκδίκηση της Μακεδονίας του Αιγαίου και του Πιρίν. Οι συγκεντρώσεις της δεκαετίας του '90 στην Ελλάδα απέρριπταν τόσο το όνομα ως εθνικό προσδιορισμό, ένα όνομα που έχει ταυτιστεί με τον ελληνισμό, όσο και τη μονομερή αναθεώρηση των συνόρων. Βεβαίως κάθε κοινωνία μπορεί να αυτοκαθοριστεί ταυτοτικά αλλά πόσο δικαίωμα έχει να καθορίζεται με βάση ένα όνομα που δεν της ανήκει και μάλιστα να διεκδικεί και εδάφη μιας άλλης; Αντίστοιχα συμβαίνουν με την Τουρκία της οποίας το κράτος συστηματικά χρηματοδοτεί την Οργάνωση Απελευθέρωσης της Δυτικής Θράκης διεκδικώντας την αυτονομία της ως μια τουρκική οντότητα ή ένα «ενιαίο τουρκικό πράμα» που θα πρόσθετε και ο προσφιλής αριστερός πανεπιστημιακός κ. Χριστόπουλος του ΚΕΜΟ. Η συμφωνία των Πρεσπών, η οποία πραγματοποιήθηκε προς όφελος του ευρωπαϊκού σκληρού πυρήνα και της αμερικανοΝΑΤΟϊκής ηγεμονίας στο πλαίσιο περιορισμού της Ρωσίας στον Ασιατικό της περίγυρο, όχι μόνο δεν ωφέλησε αλλά άνοιξε τον ασκό των εντάσεων με τη Βουλγαρία. Από την άλλη, σήμερα η «Βόρειος Μακεδονία» είναι στρατηγικός σύμμαχος με την Τουρκία σε πολλά επίπεδα. Η Βαρδαρία, το νοτιο-σλαβικό κρατίδιο, μέσω της συμφωνίας ώστε να μην υπάρχει ο όρος «Σλάβοι» ως προσωνύμιο διεκδικεί τη μακεδονικότητα και προωθεί έμμεσα επίσης τον αλβανισμό στο εσωτερικό του.
Η δημοκρατική αυτονομία-συνομοσπονδισμός και οι ελληνικές δυνατότητες
Ως διαλεκτική που προχωράει με αντιφάσεις και αντιθέσεις, το όνειρο για τη δημοκρατική αυτονομία, σε περίπτωση που θα μεταμορφώνει σε καρικατούρες του κουρδικού Κρεμλίνου τις όποιες προσπάθειες και θα αποτελεί έναν απλό υποστηρικτικό βραχίονα σε διαδηλώσεις, ολοένα και θα αποτελεί την προϋπόθεση για ακαδημαϊκές βυζαντινολογίες και επαναστατικά διδακτορικά. Σημασία έχει να δούμε τις δυο κοινωνίες, κουρδική και ελληνική, να κάνουμε βασικές συγκρίσεις και να παλέψουμε με βάση τις εγχώριες προϋποθέσεις προκειμένου οι ιδέες να χωνευτούν και να έχουν μια ευεργετική επίδραση. Όχι μετάβασης που είναι μια βαρύγδουπη έννοια αλλά της αξιοποίησης κάποιων κενών, σεβόμενοι την ελλαδική εμπειρία και αποφυγής των λαθών του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος. Μια στρατηγική θα μπορούσε να εκτυλιχθεί ως εξής:
1)Συμμετοχή πραγματική και θεσμική στη σημερινή τοπική αυτοδιοίκηση: διεκδίκηση θεσμική και στην πράξη, της δημιουργίας δομών συμμετοχής των κατοίκων σε κεντρικά και περιφερειακά ζητήματα των Δήμων και των σημερινών Περιφερειών. Ενδυνάμωση της Περιφερειοποίησης στις αποφάσεις για τους τόπους και ομοσποδιοποίησης των όποιων δομών.
2)Προώθηση της κοινωνικής οικολογίας εμπράκτως σε μαζικό επίπεδο, προστασίας δηλαδή της φύσης που έχει απομείνει και σαφώς εναλλακτικών λύσεων πέρα από τον αποτυχημένο μηδενισμό της εναντίωσης σε κάθε ανάπτυξη. Επιδίωξη ενός αποκεντρωμένου σχεδιασμού με λιγότερο το οικολογικό αποτύπωμα.
3)Προώθηση του τρίπτυχου Ειρήνη-Ύφεση-Αφοπλισμός και ειδικά στη σημερινή εποχή του νέου πολέμου που ετοιμάζεται στα Βαλκάνια ως αντήχηση του Ουκρανικού. Ανάκτηση βαθμών εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο απεξάρτησης από τις μεγάλες δυνάμεις και δημιουργίας πραγματικών δεσμών με τις Βαλκανικές χώρες παρά τα προβλήματα που υπάρχουν. Στόχος η διεθνής κοινότητα των Λαών και των Κινημάτων.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.