Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»
Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ἀπόδοση:
(Ὁ Μεχεμέτ), ἀφοῦ ἑτοίμασε τὰ πάντα ὅπως καλύτερα νόμιζε, ἔστειλε μήνυμα λέγοντας στὸ βασιλιά: «Μάθε ὅτι ἔχουν τελειώσει οἱ πολεμικὲς προετοιμασίες. Ἦρθε πιὰ ἡ ὥρα νὰ κάνουμε πράξη αὐτὸ ποὺ θέλουμε ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Τὴν ἔκβασή του τὴν ἀφήνουμε στὸ Θεό. Τί λές; Θέλεις νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν Πόλη καὶ νὰ φύγεις, ὅπου θέλεις, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές σου καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους, ἀφήνοντας ἀζήμιο τὸ λαὸ καὶ ἀπὸ μένα καὶ ἀπὸ σένα; Ἢ θέλεις νὰ ἀντισταθεῖς καὶ νὰ χάσεις τὴ ζωή σου καὶ τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ σὺ καὶ οἱ μετά σου, κι ὁ λαὸς ἀφοῦ αἰχμαλωτιστεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ διασκορπιστεῖ σ’ ὅλη τη γῆ;»
Κι ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ σύγκλητο ἀποκρίθηκε: «Ἂν θέλεις νὰ ζήσεις μαζί μας εἰρηνικά, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σου, ἂς ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνοι θεωροῦσαν τοὺς γονεῖς μου ὡς πατέρες τους καὶ τοὺς τιμοῦσαν ἀνάλογα, κι αὐτὴ τὴν πόλη τὴ θεωροῦσαν ὡς πατρίδα τους. Σὲ καιρὸ ἀνάγκης ὅλοι τους ἔτρεχαν μέσα νὰ σωθοῦν καὶ κανένας ἀντίπαλός της δὲν ἔζησε πολλὰ χρόνια. Κράτα τὰ κάστρα καὶ τὴ γῆ πού μᾶς ἅρπαξες ἄδικα, ὅρισε καὶ ἐτήσιους φόρους ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή μας καὶ φύγε εἰρηνικά. Σκέφτηκες ὅτι ἐνῷ νομίζεις πὼς θὰ κερδίσεις μπορεῖ νὰ βρεθεῖς χαμένος; Τὸ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν Πόλη οὔτε δικό μου δικαίωμα εἶναι οὔτε κανενὸς ἄλλου ἀπὸ τοὺς κατοίκους της· γιατί ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ προτιμοῦμε νὰ πεθάνουμε μὲ τὴ θέλησή μας καὶ δὲ λυπόμαστε γιὰ τὴ ζωή μας».
Γεώργιος Φραντζής, Ἡ Πόλις ἑάλω
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.