του Δημήτρη Παυλόπουλου –
‘Ενας χρόνος συμπληρώνεται φέτος από την έκδοση «Νίκος Βέλμος (1890-1930) – Ο γυιός της απωλείας». Πρόκειται για μονογραφία του αφιερωμένου από το 1996 μελετητή του, ρέκτη συνταξιούχου μικροβιολόγου Νίκου Λογοθέτη (1933), έκδοση του Φαρφουλά, εκδοτικού οίκου του ενημερωμένου Διαμαντή Καράβολα. Παράλληλα, εκδόθηκε, σε τριπλό τεύχος (19-20-21) του περιοδικού Ο Φαρφουλάς, και ο πρώτος τόμος του περιοδικού του Βέλμου Φραγκέλιο, με επίμετρο τρία ειδικά κείμενα για τον Βέλμο, αυτή την αποκλίνουσα σε πολλά προσωπικότητα της μεσοπολεμικής Αθήνας.
Ποιος ήταν ο Νίκος Βέλμος (1890-1930); Βογιατζάκης το πραγματικό επώνυμό του, Πλακιώτης, ηθοποιός, θιασάρχης, διασκευαστής θεατρικών έργων, εκδότης, σκιτσογράφος (πληθώρα σκίτσων του έχει περιέλθει πλέον στο Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδος), τεχνοκρίτης, από τους πρώτους ιδιοκτήτες αίθουσας τέχνης στην Αθήνα, μεταγλωττιστής κειμένων από την καθαρεύουσα στη δημοτική, κι ας μην είχε ολοκληρώσει εγκύκλιες σπουδές.
Ομοφυλόφιλος, ναρκομανής, αλκοολικός, ζει στο επίκεντρο των πνευματικών γεγονότων, κοντά στα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στην αθηναϊκή ζωή κατά τις δεκαετίες του 1910 και του 1920. Από το 1906 παίζει δίπλα στην Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954) και τον ίδιο χρόνο γίνεται μαθητής του σπουδαίου ηθοποιού και ενός από τους πρώτους πολύ αξιόλογους Έλληνες σκηνοθέτες, Θωμά Οικονόμου (1864-1927). Τον θαυμάζει ανεπιφύλακτα, συμμετέχει με τις δύο αδελφές του, την Αριάδνη (1886-1974) και την Τατιανή (1892-1973), σε έργα μαζί του, φτάνοντας στο σημείο —αυτός, ο μονίμως περιδεής…— το 1912 και να τον ενισχύσει!
Φραγκέλιο
Την περίπτωση Βέλμου μπορεί να την αντιληφθεί κανείς με το απλό φυλλομέτρημα του περιοδικού του Φραγκέλιο, γραμμένου ανορθόγραφα, με «γκ». Κίνητρο για την έκδοσή του στάθηκε η άρνηση εφημερίδων να δημοσιεύσουν τα ζωηρά, επιτιμητικά, ασυγκράτητα άρθρα του.
Το περιοδικό κυκλοφόρησε από τον Δεκέμβρη του 1926 έως τον Απρίλη του 1929. Στις σελίδες του, με την ιδιότροπη ορθογραφία και με τον φωνητικό γραπτό λόγο, εκτός των ανυπόγραφων καυστικών σχολίων του εκδότη που ενέχουν θυμό, ψόγο και χλεύη για πρόσωπα και πράγματα, των λογοτεχνικών κειμένων, των αποσπασμάτων από διάφορα θεατρικά έργα, των απόψεων Ευρωπαίων στοχαστών, απαραγνώριστο στοιχείο είναι η προβολή της αυτοσχέδιας καλλιτεχνικής δημιουργίας, των «ασπούδαχτων καλλιτεχνών». Αυτό γίνεται πρώτη φορά στην Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό.
Να σημειώσουμε ότι σε τεύχη του περιοδικού, το 1928, δημοσιεύει λιβελογραφικά σχόλια για πολιτικούς και για καλλιτέχνες: τους Παναγή Τσαλδάρη (1868-1936), Γεώργιο Καφαντάρη (1873-1946), Κωστή Παρθένη (1878/9-1967), Θωμά Θωμόπουλο (1873/5-1937), Σπύρο Παπαλουκά (1892-1957), Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968), Νικολή Χατζηκυριάκο-Γκίκα (1906-1994), Φώτη Κόντογλου (1893/4/5/6-1965), Γιώργο Ζογγολόπουλο (1901/2/3-2004)!
Προσάρτημα του Φραγκέλιου είναι τα Φύλλα Τέχνης, με πρόσωπα και με ζητήματα από την παγκόσμια τέχνη —τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη χαρακτική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο. Και στα τεύχη αυτά, διακρίνεται το μεράκι του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο οποίος τολμά να προτείνει και να υποστηρίξει μαχητικά τη στάση του.
Άσυλον Τέχνης
Ας σημειωθεί η παράλληλη προσφορά του Βέλμου από την αίθουσα του Ασύλου Τέχνης, που λειτούργησε από το 1928 έως το 1930 στο σπίτι του, στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ναυάρχου Νικοδήμου 21. Ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης, 1866-1937), που ασκούσε επίσης και την τεχνοκριτική, γράφει σε χρονογράφημά του στην εφημερίδα Εστία το 1930:
«Μέσα στην καρδιά της παληάς Αθήνας ―ευλαβέστερον πλαίσιον δεν μπορούσε να επιθυμήση κανείς― ανοίγει την πορτούλα του το πρωτοτυπώτερο άσυλο του κόσμου: το “Άσυλον Τέχνης”. Τι ειρωνική, τι θλιβερά ειρωνική κυριολεξία. Διότι περί κυριολεξίας πρόκειται. Ο Βέλμος έκαμε, από το ταπεινό του σπιτάκι της οδού Νικοδήμου, ένα πραγματικό άσυλο για τη λησμονημένη και αγνοημένη τέχνη». Και συνεχίζει: «Μία συμπαθητική ατμόσφαιρα το πλημμυρίζει. Είναι η ευγένεια των παλαιών πραγμάτων και των παλαιών εικόνων. […] Ζωή και τέχνη, ευγενικώτατα αγκαλιασμένες, μας φθάνουν εκεί μέσα, σαν αλλόκοτοι οδοιπόροι, από τα βάθη των χρόνων».
Στον χώρο αυτόν παρουσιάστηκαν το 1928 προπλάσματα και σχέδια του Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938), ασπούδαχτοι καλλιτέχνες, και το 1929 φωτογραφίες μνημείων του καλλιτέχνη φωτογράφου Κ. Μεταλλείδη από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, έργα για την παλιά Αθήνα, αναπαραγωγές πινάκων του Θεοτοκόπουλου. Επιπλέον, παρουσιάστηκαν ζωγραφικά και γλυπτικά αντίγραφα έργων του από τους Φώτη Κόντογλου, Ανδρέα Γεωργιάδη τον Κρήτα (1892-1981), Αθηνά Ταρσούλη (1884-1975), Θωμά Θωμόπουλο, Γιώργο Μαλτέζο (1904-1977) και Μήτσο Περάκη (1893-1965). Η έκθεση Χαλεπά, που συνδυάστηκε με διάλεξη του Βέλμου στα εγκαίνια, έφερε στο προσκήνιο τον γηραιό γλύπτη.
Ο ίδιος ο Βέλμος οργάνωσε δεκαοκτώ εκθέσεις. Σε μια ομαδική, το 1928, έκανε μάλιστα την παρθενική εμφάνισή του ο Τσαρούχης. Μετά τον θάνατό του, έως το 1937 διευθυντής του Ασύλου Τέχνης αναλαμβάνει ο στενός φίλος του, λογοτέχνης Στρατής Δούκας (1895-1983), στήνοντας επτά εκθέσεις, ενώ, έως το καλοκαίρι του 1938, το διευθύνει ο ζωγράφος Κώστας Ηλιάδης (1903-1991), επιμελούμενος τρεις εκθέσεις.
Μουσείο Βέλμου
Το 1939 οι αδελφές του Βέλμου μετατρέπουν το Άσυλον Τέχνης σε Μουσείο Βέλμου. Τη βιβλιοθήκη του τη δώρισαν στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, αλλά, όσο γνωρίζουμε, σήμερα λανθάνει… Ο δημοσιογράφος Παύλος Κριναίος (1905-1986) δίνει εικόνα του Ασύλου Τέχνης στην εφημερίδα Η Βραδυνή, το 1954:
«Εκεί ψηλά προς την οδό Νικοδήμου είναι ένα ιδιόρρυθμο αθηναϊκό σπίτι με παλαιική ομορφιά. Από τον γραφικό του εξώστη, που ανοίγει σε μια μεγάλη τζαμωτή μπαλκονόπορτα, κρέμονται σαν ξεπλεγμένα πράσινα μαλλιά τ’ ανθισμένα σπαράγγια κι οι αναρριχητικοί κισσοί, κι ευωδιάζουν σε μικρές σπιτικές γλάστρες άσπρα, γκρενά και χρυσοκίτρινα γαρύφαλλα. Δεξιά στην είσοδο, δίπλα στο ισόγειο παράθυρο, που μπορεί να εμπνεύσει την καθυστερημένη ρομαντική διάθεση, μια μετάλλινη πλάκα μάς υπενθυμίζει πως το πλακιώτικο αυτό σπίτι είναι το “Άσυλο Τέχνης” του αλησμόνητου Βέλμου».
Περιγράφει και το εσωτερικό του: «Στους τοίχους είναι κρεμασμένες μέσα σε σκαλιστά πλαίσια φωτογραφίες της Κοτοπούλη, της Κυβέλης [εννοεί Κυβέλης Αδριανού, 1888-1978], του Οικονόμου και του Μυράτ [εννοεί Μήτσου Μυράτ, 1878-1964] σε χαρακτηριστικούς θεατρικούς των ρόλους, θαυμάσια σκίτσα του Χαλεπά και του Κόντογλου [εννοεί Φώτη Κόντογλου, 1895-1965], ζωγραφιές του Κοκότση [εννοεί Δημητρίου Κοκότση (Κοκοτσάκη), 1894-1961] και του Καλμούχου [εννοεί Τάκη Καλμούχου, 1895-1961], γελοιογραφικές πινελιές του Πρωτοπάτση [εννοεί Αντώνη Πρωτοπάτση, Pazzi, 1897-1947], ξυλογραφίες του μεγάλου μας Γαλάνη [εννοεί Δημήτρη Γαλάνη, 1879-1966], ζωγραφικοί πίνακες του Πελεκάση [εννοεί Δημητρίου (Μίμη) Πελεκάση, 1881-1973] και του Σαντοριναίου [εννοεί Νικολάου Σαντοριναίου, 1889-1966], γκραβούρες και λιθογραφίες. Σε μια κονσόλα είναι δύο προπλάσματα του μεγάλου δημιουργού της Κοιμωμένης».
Το βίωμα του Ασύλου Τέχνης το έχει κρατήσει στη μνήμη του και ο γνωστός για τις αθηναϊκές αναφορές και μελέτες του δημοσιογράφος Γιάννης Καιροφύλας (1927) σε βιβλίο του («Στης Πλάκας τις ανηφοριές…», Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2007).
ΠΗΓΗ: https://slpress.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.