Χρῆστος Γιανναρᾶς
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐρύτερη ὁμάδα τῶν μαθητῶν του – «ὄχλος ὀνομάτων ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν» – «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει» (Πραξ. 1,14-15) στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὅμως αὐτὴ ἡ σύναξη δὲνἀποτελοῦσε ἀκόμα Ἐκκλησία. Ἦταν μιὰ συνάθροιση ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἔνωναν κοινὲς μνῆμες καὶ κοινὲς ἐλπίδες, ἀνθρώπων πτοημένων, δίχως σαφῆ ἐπίγνωση γιὰ τὸ τί προσκαρτεροῦν καὶ γιὰ ποιό ἔργο ἔχουν κληθεῖ. Πρὶν ἀπὸ λίγες ἀκόμα μέρες ρωτοῦσαν τὸν Διδάσκαλό τους,ἂν μέσα στὴν ἴδια αὐτὴ χρονιὰ θὰ ἐλευθέρωνε τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὸ Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ (Πραξ. 1,6). Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀνάστασης, οἱ προσδοκίες τους φαίνεται πὼς δὲν ξεπερνοῦσαν τὰ ὅρια ἐγκόσμιων προγραμμάτων καὶ φιλοδοξιῶν.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ ἡ συνάθροισή τους μεταμορφώνονται ριζικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ Λουκᾶς ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς περιγράψει τὴνἐμπειρία τῆς μέρας ἐκείνης, χρησιμοποιώντας εἰκόνες ποὺ μποροῦν νὰ συστήσουν μιὰ κάποια ἀναλογία: Ἦσαν καὶ πάλι «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸαὐτὸ ἅπαντες» –συναγμένοι στὸ γνωστὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ «ἄφνω ἐγένετο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» (ΙΙραξ, 2,1-2) – κάτι σὰν θόρυβος βίαιου ἀνέμου, ποὺ μοιάζει νὰ ἔρχεται ἀπὸ ψηλὰ καὶ γεμίζει τὸ χῶρο τῆς σύναξης τῶν μαθητῶν. Καὶ μαζὶ κάποιο εἶδος ὀπτικῆς ἐμπειρίας, σὰν νὰ μοιράζονται πύρινες γλῶσσες –«γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» – πάνω στοὺς συναγμένους μαθητές, «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου».
Ἀλλὰ ἂν οἱ ἐμπειρίες τῶν συμβάντων μόνο μὲ ἀναλογικὲς εἰκόνες μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν, ἡ μεταβολὴ ποὺ συντελεῖται στοὺς μαθητὲς μὲ τὴν «πλήρωσή» τους ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔχει πολὺ συγκεκριμένες, αἰσθητὲς σὲ ὅλους ἐκδηλώσεις: «Ἤρξαντο λαλεῖν ἐτέραις γλώσσαις» – ἀρχίζουν ξαφνικὰ νὰ μιλᾶνε ὅλες τὶς γλῶσσες τῶν λαῶν καὶ τῶν φυλῶν ποὺ ἔχουν μαζευτεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Καθένας ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τῶν μαθητῶν καὶ τὴ δική του διάλεκτο, «ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἔθαυμαζον». Καὶ αὐτοὶ οἱ κατατρομαγμένοι ὣς τότε μαθητές, ἄνθρωποι ἁπλοί, ὄχι διανοούμενοι – «ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται», καθὼς σημειώνει ὁ Λουκᾶς – ἀρχίζουν νὰ κηρύττουν στοὺςὄχλους «τὰ μεγαλεία του Θεοῦ», μὲ τὴν ἄνεση καὶ τὴ σοφία πολύπειρων ρητόρων. Τώρα πιὰ ξέρουν τί εἶναι καὶ τί ἐπαγγέλλονται, γνωρίζουν τὸ νόημα τῶν γεγονότων ποὺπροηγήθηκαν καὶ σὲ ποιά προοπτικὴ ζωῆς καλοῦν μὲ τὸ κήρυγμά τους τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς καλοῦν νὰ βαφτιστοῦν γιὰ νὰ λάβουν καὶ αὐτοὶ «τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» – νὰμετάσχουν στὴν πάντοτε ἀνοιχτὴ πιὰ δυνατότητα τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ τοὺς «τρισχιλίους» ποὺ βαφτίζονται τὴν πρώτη μέρα, τοὺς συνάζουν στὴν τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας – «ἐν τῇκλάσει τοῦ ἄρτου». Ταυτόχρονα, «πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο» – θεραπεῖες ἀσθενῶν, ἰάσεις δαιμονισμένων, ἀκόμα καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν, ὅπως τῆς Ταβιθᾶ στὴν Ἰόππη.
Η ἐπιφοιτήση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι μιὰ μαγικὴ προσθήκη ἱκανοτήτων καὶ χαρισμάτων στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ ἀπελευθέρωση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα τὸ ἄλογο καὶ «ὑπερφυσικό». Τὸ Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ στὴ φύση μας μεταβάλλοντας ὄχι τὸ λόγο τῆς φύσης (αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ φύση μας), ἀλλὰ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της, τὸν τρόπο συστάσεως τῆς ὑπόστασής μας. Δεχόμενοι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ παύουμε νὰ ὑπάρχουμε ἀντλώντας ὑπόσταση ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς βιολογικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς αὐτονομημένηςἀτομικότητας. Ὑπάρχουμε, ἐπειδὴ τὸ θέλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ζωοποιεῖ καὶ συνιστᾶ καὶ ὑποστασιαζει τὸ εἶναι μας. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ἀπό τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα καὶ ὁσυντονισμὸς τῆς ὕπαρξής μας μὲ τὸ ζωοποιὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ὀργανικὸ ἀποτέλεσμα ὅλα τὰ «σημεῖα» ποὺ ἀναφέρει ἢ Γραφὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων – «σημεῖα» ποὺ τὰ ζεῖ ἀδιάκοπα ἡ Ἐκκλησία καὶ στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων της.
Οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν καὶ ἡ γλωσσολαλία καὶ ἡ θεολογικὴ σοφία καὶ ὅποια ἄλλα χαρίσματα, εἶναι οἱ καρποὶ τῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Ἅγιῳ Πνεύματι». Ὅπως στὴγέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ θαυμαστῆ ἔκπληξη οἱ πρῶτες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς: ἡ πρώτη ἀνάσα καὶ τὸ πρῶτο κλαυθμύρισμα, καὶ ἀργότερα τὸ πρῶτο χαμόγελο καὶ ἡ ἔκφραση στὸ βλέμμα καὶ οἱ πρῶτες λέξεις ποὺ ἀρθρώνει τὸ βρέφος – θαυμαστές, ἀλλὰ καὶ αὐτονόητες φανερώσεις τῆς προσωπικότητας ποὺ γεννιέται – ἔτσι θαυμαστοί, ἀλλὰ καὶ αὐτονόητοι εἶναι καὶ οἱ καρποὶ τῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Κι ἂν δὲν γίνονται πάντοτε φανεροὶ αὐτοὶ οἱ καρποί, δὲν εἶναι γιατὶ τὸ Πνεῦμα χορηγεῖται μὲ ποσοτικὲς διαφοροποιήσεις – «οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα» (Ἰωαν. 3,34) – ἀλλὰ γιατὶ εἶναι διαφοροποιημένες ὁπωσδήποτε οἱ ἀντιστάσεις θανάτου ποὺ ἀναπτύσσει ἡ ἐλευθερία μας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης» (Πρώτη κυκλοφορία: Δόμος, 1983. Επανακυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Ίκαρος.)
Εικόνα: "Η Πεντηκοστή". Έργο Θεοφάνους του Κρητός. Βρίσκεται στο τέμπλο της Μονής Σταυρονικήτα, του Αγίου Όρους.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.