από Θεόδωρος Παντούλας
Οι «πολλές κινήσεις κι ομιλίες» με δυσκολεύουν. Η «πολλή συνάφεια του κόσμου» με ζορίζει. Την ομολογώ εξ αρχής την αδυναμία μου, γιατί ακριβώς για τον πολύ «κόσμο» θέλω να γράψω σήμερα. Για τον κόσμο που, παρά τις χρόνιες και φιλότιμες προσπάθειες ραδιοτηλεοπτικής και διαδικτυακής εξηλιθίωσής του, δεν βούλιαξε αυτή τη φορά στον καναπέ του. Για τον κόσμο που γέμισε τις ανά την επικράτεια πλατείες αιτούμενος με τη σιωπηρή, αλλά λαλέουσα, παρουσία του, όχι θερμίδες για τη γαστέρα του αλλά δικαιοσύνη. Προηγουμένως όμως, ας συναποφασίσουμε: θέλουμε ο κόσμος να μετέχει καθημέραν της πόλεως, ήγουν της πολιτικής, ή να κάνει ανά τετραετία περάσματα από τον εκλογικό μπερντέ;
Κι όταν συναποφασίσουμε, ας παραδεχτούμε ότι ο εκ νέου υποβιβασμός του σε «ετερόκλητο όχλο» και η συκοφάντησή του σε «ψεκασμένο» συρφετό δεν είναι ενήλικη συμπεριφορά και οπωσδήποτε δεν είναι ο τιμιότερος τρόπος αντιμετώπισής του.
Αλλά ποιοι στο καλό είναι όλοι αυτοί με τα σφιγμένα χείλη και τα χαμένα βλέμματα, που κατέκλυσαν τις πλατείες; Είναι αργόσχολοι; Είναι ταραξίες; Είναι ενεργούμενα της αφερέγγυας αντιπολίτευσης που δεν γεμίζει ούτε ταξί στα καλέσματά της;
Μην κοροϊδευόμαστε! Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι. Ο κόσμος που γέμισε τις πλατείες είναι ο κανονικός κόσμος – δεν είναι ο κόσμος των διαφημίσεων. Είναι οι ανεκπροσώπητοι, αυτοί που δεν προσήλθαν στις εκλογές, δηλαδή οι μισοί Έλληνες. Είναι κι εκείνοι που προσήλθαν κατηφείς, υποκύπτοντας στον αρχαίο εκβιασμό του «μη χείρον». Είναι οι αόρατοι συμπολίτες που, αίφνης, γίναν ορατοί, είναι οι παρεπίδημοι που ανακατέλαβαν –έστω για λίγο– τον δημόσιο χώρο τον οποίο νέμονται εκ περιτροπής πράκτορες (τουριστικοί, μην πάει ο νους σας στο κακό) και ρεκλαμαδόροι. Αν ανάμεσά τους παρεισέφρησαν και σπεκουλαδόροι, ε, αυτό δεν κάνει τον κόσμο των πρόσφατων διαδηλώσεων λιγότερο υπαρκτό και πολύ περισσότερο λιγότερο κανονικό.
Οι άνθρωποι που διαδήλωσαν ζητώντας οξυγόνο δεν ζήτησαν αέρα κοπανιστό· ζήτησαν κάτι τόσο καθημερινό και συγκεκριμένο όσο το ψωμί τους. Και το ζήτησαν όχι επειδή δεν υπολήπτονται τη Δικαιοσύνη, αλλά επειδή δεν υπολήπτονται τον τρόπο απόδοσής της. Όσοι τον υπολήπτονται, ας εξηγήσουν τη γενικευμένη ακολασία, τη συνεχή αμνήστευση και τη συντεχνιακή ασυλία ορισμένων. Δεν ισχυρίζομαι ότι για όλα αυτά ευθύνεται η Κυβέρνηση – άπαγε απ’ εμού η προπέτεια ετούτη.
Οι άνθρωποι που διαδήλωσαν ζητώντας οξυγόνο δεν ζήτησαν αέρα κοπανιστό· ζήτησαν κάτι τόσο καθημερινό και συγκεκριμένο όσο το ψωμί τους. Και το ζήτησαν όχι επειδή δεν υπολήπτονται τη Δικαιοσύνη, αλλά επειδή δεν υπολήπτονται τον τρόπο απόδοσής της. Όσοι τον υπολήπτονται, ας εξηγήσουν τη γενικευμένη ακολασία, τη συνεχή αμνήστευση και τη συντεχνιακή ασυλία ορισμένων. Δεν ισχυρίζομαι ότι για όλα αυτά ευθύνεται η Κυβέρνηση – άπαγε απ’ εμού η προπέτεια ετούτη.
Η Κυβέρνηση απλώς συνεχίζει μια μακρά παράδοση ανευθυνότητας. Δεν είναι μόνο το «Μάτι», το «Σάμινα» και η «Ρικομέξ». Οι βαλίτσες της ατιμωρησίας έρχονται από μακριά. Τις κομίζουν ανοιχτοχέρες θείες από το Νίγηρα και τις περιφέρουν τα μικρανήψια τους, που ανδρώθηκαν ως δωρολήπτες κατά την μακρά περίοδο του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας.
Το αν οι διαδηλωτές θα αναλάβουν ή θα αποθέσουν σε τρίτους την τιμή (και την ευθύνη) του πολίτη μένει να αποδειχτεί. Αυτό που για την ώρα όμως μένει καταφανές είναι ότι οι διαδηλωτές (όπως συνέβη και με τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία) είναι εκτός της κομματικής ορθοέπειας· οι περιπτώσεις τους δεν περιλαμβάνονται στα εργαλεία των δημοσκόπων· ούτε και σε αυτά των δημοκόπων. Δεν είναι μαντρωμένοι.
Δεν ποδηγετήθηκαν από μηχανισμούς. Κατέβηκαν ιδία βουλήσει στο πεζοδρόμιο και η παρουσία τους (όπως συνέβη και με τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία) δεν εξαντλήθηκε στο πρόδηλο αίτημα. Η διερεύνηση του ατυχήματος, η εύρεση και ο κολασμός των ενόχων ήσαν οι αφορμές. Η παρουσία τους αιτήθηκε πολλά περισσότερα. Πρωτίστως αιτήθηκε να σταματήσουν να τους μαγαρίζουν τη ζωή οι ποικιλώνυμοι κομπραδόροι και κομπιναδόροι.
Με άλλα λόγια ο κόσμος των διαδηλώσεων είναι ένας κόσμος τσακισμένος, αλλά όχι παντελώς γονατισμένος. Είναι ένας κόσμος που, πρωτίστως, πενθεί.
Και κατά την κρίση μου η διαβολή του πένθους δεν δείχνει απλώς αλαζονεία – δεν κουβεντιάζουμε τους καλούς ή κακούς τρόπους όσων συμπεριφέρονται έτσι. Η διαβολή του πένθους δείχνει ότι αυτοί που τη μετέρχονται, εκτός από σκληροκαρδία, έχουν και χαλαρή επαφή με την πραγματικότητα.
Και κάτι τελευταίο. Όταν οι πολίτες αμφισβητούν όχι τους θεσμούς αλλά την εύρυθμη λειτουργία τους, οι θεσμοί καλό είναι αντί να τους τραβάν το αυτί, να στήσουν αυτί και να κάνουν, επιτέλους, τη δουλειά τους.
Η ψηφιακή ζωγραφική που συμπληρώνει τη σελίδα ("Ο νέος που τολμούσε να αγγίζει το φως", 2013) είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/na-fotiso-tis-aities-pou-m-afinoune-miso/?fbclid=IwY2xjawIyQgxleHRuA2FlbQIxMAABHTAAMzL-TpshzFm2HbbR8FU8fhdXOjD75cpH9pPjaQddy8L_uLU8TTz7Ag_aem_OoSTmiWcQbrmmIe2cT_ohA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.