Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, η φιλοκαλική κίνηση και η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία


Σταύρος Γιαγκάζογλου


Συμβολικό κέντρο και σημαντικός σταθμός της φιλοκαλικής κίνησης του 18ου αιώνα υπήρξε η έκδοση της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών, την οποία συνέλαβε και προετοίμασε ο Μακάριος Νοταράς (1731-1805), πρώην επίσκοπος Κορίνθου και έφερε εις πέρας ο μοναχός Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809). Πρόκειται για τη συλλογή 36 ασκητικών συγγραφέων που χρονολογούνται από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα, η οποία εκδόθηκε στη Βενετία το 1782. Όλα τα κείμενα προέρχονται από την ασκητική παράδοση της χριστιανικής Ανατολής και κανένα δεν σχετίζεται με την ευσέβεια της δυτικής Εκκλησίας. 



Δίχως να αναφέρεται πουθενά στον πρόλογό της στη Μεταρρύθμιση ή στην Αντιμεταρρύθμιση, η Φιλοκαλία λαμβάνει αποστάσεις από τις Ομολογίες Πίστεως του 17ου αιώνα. Μεταξύ των συγγραφέων αυτών μονάχα ο Κασσιανός (360-435) ήταν Ρωμαίος και συνέγραψε το έργο του στα λατινικά. Ωστόσο, ακόμη και αυτός ανατράφηκε στο μοναστικό κλίμα της χριστιανικής Ανατολής. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η συγκεκριμένη επιλογή βάρυνε στη σκέψη των συντακτών και επιμελητών της ανθολογίας, προκειμένου η Φιλοκαλία να λάβει το «τυπωθήτω» (imprimatur) από τη ρωμαιοκαθολική λογοκρισία. Είναι πιθανό οι συντάκτες της Φιλοκαλίας να απέφυγαν επιμελώς τη συμπερίληψη δογματικών έργων του Γρηγορίου Παλαμά με αναφορές στην περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών διδασκαλία του. Ωστόσο, το όλο θεολογικό υπόβαθρο των κειμένων είναι ησυχαστικό και παλαμικό με την ευρύτερη έννοια, προϋποθέτοντας μάλιστα την περί θεώσεως διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά . Στον πρόλογο του έργου γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για μία έκδοση φιλολογικού ή αρχαιογνωστικού χαρακτήρα προορισμένη να εμπλουτίσει απλώς τις βιβλιοθήκες των λογίων. Φέρνοντας στο φως τις πνευματικές υποθήκες των μεγάλων θεολόγων και ασκητών της Εκκλησίας, το εν λόγω εγχείρημα απευθυνόταν και στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, αποσκοπώντας «εις την κοινήν των Ορθοδόξων ωφέλειαν». Η Φιλοκαλία υπενθύμιζε και φανέρωνε ότι κοινός σκοπός της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση και ο αγιασμός του ανθρώπου μέσα από την ασκητική και προσευχητική ενεργοποίηση της από των μυστηρίων και προ του βαπτίσματος χάρης και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος…
Στα καθ’ ημάς, το λογοτεχνικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη έχει σαφώς επηρεαστεί από το πνεύμα της φιλοκαλικής παράδοσης, όπως έφτασε μέχρι τη Σκιάθο και το μοναστήρι του Ευαγγελισμού, το οποίο ίδρυσε ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος, εξόριστος Κολλυβάς, αλλά και μέσω του γέροντος Διονυσίου Επιφανιάδη. Στο ίδιο κλίμα της φιλοκαλικής αντίληψης θα εκφραστούν με τον δικό τους τρόπο αργότερα ο Φώτης Κόντογλου, ανανεώνοντας τη ζωγραφική τέχνη της Ορθοδοξίας καθώς και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, κυρίως με το πεζογραφικό του έργο, συνδυάζοντας οργανικά το φιλοκαλικό πνεύμα του Συναξαριστή με τη λογοτεχνική πρωτοπορία.
 Μέσα σε ένα πνεύμα θεολογικής νοησιαρχίας και ηθικισμού,  τo Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα το 1936 θα κάνει λόγο για την ανάγκη αυτοσυνειδησίας και αυτοκάθαρσης της νεώτερης ορθόδοξης θεολογίας από τις δυτικές επιδράσεις αλλά και δημιουργικής επιστροφής στην Παράδοση των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Η θεολογική αυτή στροφή με εμπνευστή και πρωτεργάτη τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ αλλά και άλλους ορθόδοξους θεολόγους, θα εμφανίσει σταδιακά ένα πρόγραμμα νεοπατερικής σύνθεσης και ανανέωσης, το οποίο με τη σειρά του θα επηρεάσει τον ορθόδοξο μοναχισμό και θα αναδείξει τη νηπτική και ησυχαστική παράδοση του Αγίου Όρους.  Η αναβίωση της φιλοκαλικής κίνησης επιδρά καταλυτικά  και σε άλλες βαλκανικές χώρες… 
Η φιλοκαλική αναγέννηση του 18ου αιώνα επιχείρησε να ανακεφαλαιώσει και να προβάλει την εμπειρία της Εκκλησίας σε δύσκολους καιρούς και συνάμα υπήρξε η άμεση και έμμεση αφετηρία όλων σχεδόν των πνευματικών ζυμώσεων και των θεολογικών τάσεων στους κόλπους της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Ωστόσο, η φιλοκαλική κίνηση του 18ου αιώνα φαίνεται ότι δεν επηρέασε άμεσα τα θεολογικά και εκκλησιαστικά πράγματα στην ελληνική Ορθοδοξία. Οι θεολογικές σχολές στην Αθήνα (1837) και στη Χάλκη (1844) ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα γερμανικά πρότυπα με έκδηλο το πνεύμα ενός ήπιου νοησιαρχικού και εξορθολογισμένου χριστιανικού διαφωτισμού. Στις εν λόγω σχολές έμφαση και προτεραιότητα δινόταν στη θεολογική μεταφυσική και την ηθική διάσταση της αστικής θρησκείας εις βάρος της πατερικής θεολογίας και ασκητικής παράδοσης. Η περιορισμένη απήχηση της Φιλοκαλίας, πέραν του γενικότερου κλίματος, ενδεχομένως σχετίζεται και με το γεγονός ότι η έκδοσή της  έγινε στην πρωτότυπη γλώσσα των κειμένων δίχως απόδοση στη δημώδη. Γενικότερα, όμως, το συγκεχυμένο ιδεολογικό κλίμα της εποχής στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να προσλάβει και να μεταπλάσσει γόνιμα το φιλοκαλικό πνεύμα, το οποίο περιορίστηκε εκ των πραγμάτων σε ορισμένες μοναστικές νησίδες πνευματικής ζωής και στον αντίκτυπό τους στη λαϊκή παραδοσιακή θρησκευτικότητα. Αντίθετα, η μετάφραση της Φιλοκαλίας στα ρωσοσλαβονικά το 1793 άσκησε, καθώς είδαμε, έντονη επίδραση στη ρωσική και ρουμανική Ορθοδοξία.
Μέσα από έναν παράδοξο δρόμο και μέσα από ποικίλες περιπέτειες, η Φιλοκαλία θα επανακάμψει και στην Ελλάδα και θα σημάνει εμβληματικά τη στροφή της νεοελληνικής θεολογίας προς τις πατερικές ρίζες και πηγές κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60.  «Έτσι η φιλοκαλική αναγέννηση, ύστερα από μία ιστορική διαδρομή εκατόν εβδομήντα χρόνων, θα επιστρέψει στον τόπο της καταγωγής της, στην αφετηρία του δημιουργού του φιλοκαλικού κινήματος αγίου Μακαρίου του Νοταρά».

 Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, πέρα από το παραδοσιακό ορθόδοξο ρεύμα που εκπροσωπούσαν οι εκφραστές της φιλοκαλικής αναγέννησης και οι νεομάρτυρες ή το ρεύμα της πολιτικής προσαρμογής που εξέφραζε το πατριαρχείο και οι Φαναριώτες, εμφανίστηκε ένα ακόμη ρεύμα, το οποίο εξέφραζε πλατύτερα τις λαϊκές κυρίως τάξεις. Το διαφορετικό αλλά γνήσια λαϊκό αυτό ρεύμα προϋπήρχε στην προεπαναστατική Ελλάδα ως ρεύμα του προφητικού χιλιασμού, το οποίο, αντλώντας από την Ορθόδοξη Παράδοση επιλεκτικά ορισμένα στοιχεία, συνδεόταν κατά βάση με τις διάφορες χρησμολογικές παραδόσεις της Τουρκοκρατίας αλλά και με την εσχατολογία του όψιμου Βυζαντίου… Ως αντίδραση στην εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών και όχι μόνο , από το ρεύμα αυτό θα ξεπηδήσουν τα αντικρατικά χιλιαστικά θρησκευτικά κινήματα του Κοσμά Φλαμιάτου, του Χριστόφορου Παπουλάκου και αργότερα η πολιτική και φιλοσοφικοθρησκευτική κίνηση του Απόστολου Μακράκη αλλά και η ευσεβιστική κίνηση του Ιγνάτιου Λαμπρόπουλου και του Ευσέβιου Ματθόπουλου. Η γενεαλογία των χριστιανικών οργανώσεων, όπως η αδελφότητα της «Ζωής» και στη συνέχεια η συγκρότηση και άλλων χριστιανικών κινήσεων, προέρχεται από αυτά τα ρεύματα, τα οποία προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και επιζητούν να επηρεάσουν τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του νέου κράτους. Η «Ζωή» εμφανίζεται ακριβώς, όταν το χιλιαστικό ρεύμα διολισθαίνει πλέον σε ένα επικίνδυνο πολιτικοθρησκευτικό ιδεολόγημα και χρειάζεται να μετασχηματιστεί κατάλληλα, προκειμένου να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον θρησκευτικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, η προσπάθεια να συσχετισθεί η δημιουργία της «Ζωής» με τη φιλοκαλική κίνηση των Κολλυβάδων του Αγίου Όρους και με το παραδοσιακό ήθος της λαϊκής ευσέβειας, όπως εμφανίζεται στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, είναι μάλλον μια εκ των υστέρων ευσεβής σύλληψη ορισμένων μελών της εν λόγω θρησκευτικής αδελφότητας (Γ. Βερίτης, Ιω. Κολιτσάρας, Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος), οι οποίοι ανακάλυπταν σε ορισμένα έργα του Νικοδήμου Αγιορείτη εκλεκτικά στοιχεία που εξέφραζαν τις ηθικές και ευσεβιστικές προτεραιότητες και επιλογές τους. Τέτοια στοιχεία αντλούσαν από τα έργα του Νικοδήμου (Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, Περί συνεχούς μεταλήψεως, Αόρατος πόλεμος, Γυμνάσματα πνευματικά). Μια σειρά άλλων έργων του Νικοδήμου Αγιορείτη, όπως τα λειτουργικά, ασκητικά, πατερικά και συναξαριακά, δεν ενδιαφέρουν τους θεωρητικούς καθοδηγητές του ευσεβιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, ορισμένες επιδράσεις της φιλοκαλικής αναγέννησης, αν και με προβλήματα, παρατηρούνται στα χιλιαστικά κινήματα, καθώς και στη διαμόρφωση του κινήματος της «Ζωής».
 Η θεολογική ανανέωση στην ελλαδική θεολογία ως επανασύνδεση με την πατερική θεολογία πραγματοποιείται με τη γόνιμη επίδραση των Ρώσων θεολόγων της διασποράς  και τη συνακόλουθη παρακμή και συρρίκνωση του ρόλου των χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων. Οι πρώτες αλλαγές εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ενώ η κύρια θεολογική στροφή λαμβάνει χαρακτηριστικά συγκροτημένου ρεύματος στη δεκαετία του ’60 και επικεντρώνεται στη συστηματική επαναφορά της πατερικής γραμματείας και παράδοσης στα θεολογικά, μοναστικά και εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Στο πλαίσιο αυτό ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ είχε ήδη επισημάνει την ανάγκη απόκτησης του πατερικού φρονήματος και στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία: «Η φιλοκαλία, η μεγάλη αυτή εγκυκλοπαίδεια της ορθοδόξου ευσεβείας, που περιέχει συγγράμματα πολλών αιώνων, καθίσταται κατά τας ημέρας μας ολονέν περισσότερον εγχειρίδιον καθοδηγήσεως και διδασκαλίας δι’ όλους τους επιθυμούντας να ασκήσουν την Ορθοδοξίαν εις την σύγχρονον εποχήν. Το κύρος του συντάκτου της Νικοδήμου του Αγιορείτου ανεγνωρίσθη προσφάτως και εξήρθη κατόπιν της ανακηρύξεώς του ως αγίου της Εκκλησίας. Έτσι δυνάμεθα να είπωμεν ότι ‘η περίοδος των πατέρων’ συνεχίζεται ακόμη εις την λατρείαν της Εκκλησίας. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να συνεχισθή επίσης και εις την θεολογικήν μας αναζήτησιν, μελέτην, έρευναν και διδασκαλίαν; Δεν θα έπρεπε να ανακτήσωμεν το ‘φρόνημα των Πατέρων’ και εις την θεολογικήν μας σκέψιν και διδασκαλίαν; Να το ανακτήσωμεν όμως όχι ως αρχαϊκόν τρόπον εκφράσεως, ούτε απλώς ως σεβάσμιον λείψανον, αλλ’ ως υπαρξιακήν στάσιν, ως πνευματικόν προσανατολισμόν. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον ημπορεί η θεολογία μας να επανολοκληρωθή εις την πληρότητά της χριστιανικής μας υπάρξεως…» . Στα τέλη του ’60 αλλά και καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο ρεύμα ανανέωσης του αγιορειτικού μοναχισμού. Στις επόμενες δεκαετίες η ανανέωση του μοναχισμού ως επιστροφή στις φιλοκαλικές, νηπτικές και ησυχαστικές ρίζες της Ορθόδοξης Παράδοσης θα εξακτινωθεί πλέον όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ορθοδοξία ανά τον κόσμο. 
 Κατά τον Κάλλιστο Γουέαρ «η πραγματική εποχή της Φιλοκαλίας δεν ήταν ούτε ο 18ος αιώνας με τους Κολλυβάδες, ούτε η «Αγία Ρωσία» του 19ου αιώνα, αλλά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα τα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» . Η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη φιλοκαλική κίνηση του 18ου αι. εμφανίζεται με την αγιοκατάταξη του Νικοδήμου Αγιορείτη το 1955, η δε επανέκδοση της Φιλοκαλίας το 1957 συναντά και αφομοιώνει το πνευματολογικό και παλαμικό θεολογικό ρεύμα των Ρώσων θεολόγων της διασποράς, κυρίως τον παρισινό κύκλο των Λόσκυ, Ευδοκίμωφ, Μέγιεντορφ και Κλεμάν, αλλά και του π. Σωφρονίου του Έσσεξ και του επισκόπου Καλλίστου Γουέαρ. Το 1959 εκδίδεται η μονογραφία του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, ενώ την ίδια περίοδο ξεκινά στη Θεσσαλονίκη η κριτική έκδοση των συγγραμμάτων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και λίγο αργότερα η εκλαϊκευμένη έκδοση έργων των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη από τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται σημαντικές αλλαγές στα ενδιαφέροντα και στις προτεραιότητες της νεοελληνικής θεολογικής ανανέωσης και στροφής. Συνάμα εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον για την έκδοση των έργων του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη, το οποίο επεκτείνεται και σε άλλες κεντρικές ή και δευτερεύουσες μορφές της φιλοκαλικής αναγέννησης του 18ου αι. 
 Στην καρδιά της φιλοκαλικής κίνησης το κολοσσιαίο εκδοτικό έργο του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη σήμανε και καθόρισε εν πολλοίς το πλαίσιο και τους άξονες της Ορθόδοξης Θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα μέσα από την επαναπρόσληψη και επικαιροποίηση της θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Σχεδόν εκατό έτη πριν από την έκδοση της Ελληνικής Πατρολογίας του αββά Jacques Paul Migne (1857-1866), ο Μακάριος Νοταράς και ο Νικόδημος Αγιορείτης είναι οι πρώτοι που επιχείρησαν να εκδώσουν σειρές πατερικών έργων και μάλιστα με αυστηρή φιλολογική κριτική και αντιπαραβολή χειρογράφων καθώς και με θεολογικές εισαγωγές και σημειώματα . Κατά τον Gerhard Podskalsky, «τα αποτελέσματα  μάλιστα αυτών των προσπαθειών φαίνονται ακόμη και στην επίδραση που είχαν στην Ελληνική Πατρολογία του J.-P. Migne λίγο πριν την ολοκλήρωσή της (το 1864)» . Το πλέον σημαντικό δεν είναι η έκδοση απλώς των πατερικών έργων αλλά η εκ νέου πρόσληψη της πατερικής θεολογίας. Το επίτευγμα της Φιλοκαλίας υπήρξε ένα λαμπρό παράδειγμα, το οποίο παρέπεμπε διαρκώς στην Παράδοση και στο θεολογικό φρόνημα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Η άποψη ότι ο Νικόδημος Αγιορείτης υπήρξε ένας συμπιλητής ή ερανιστής που κατέτασσε γραμματολογικά το έργο των Ελλήνων Πατέρων απλώς δεν ευσταθεί. Σήμερα, γνωρίζοντας το θεολογικό εύρος και τα επιμέρους ζητήματα του έργου του, μπορούμε να αναγνωρίσουμε το κριτικό βάθος και τη γόνιμη και δημιουργική προοπτική με την οποία προσέλαβε και εξέφρασε στην εμπερίστατη εποχή του την πατερική θεολογία και παράδοση.  
 Το έργο των φιλοκαλικών του 18ου αιώνα επιχείρησε να αναπροσανατολίσει τη θεολογία, τη λατρεία, τη λαϊκή ευσέβεια και προπαντός τον μοναχισμό στις πηγές της Ορθόδοξης Παράδοσης. Αν και τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά στον ελληνόφωνο χώρο, εντούτοις η Φιλοκαλία επέδρασε καταλυτικά στη Ρουμανία και στον ρωσικό Βορά, προετοιμάζοντας το έδαφος ώστε η ευεργετική καρποφορία της να εξακτινωθεί και να παγιωθεί στη νεώτερη Ορθοδοξία κατά τον 20ό και 21ο αιώνα. Σε μια εποχή κατά την οποία ο μοναχισμός δεχόταν σκληρή επίθεση από τον Διαφωτισμό σε όλες σχεδόν τις ορθόδοξες χώρες, η Φιλοκαλία όχι μόνο στερέωσε τα αυθεντικά θεμέλια και τις ρίζες της μοναστικής βιοτής, αλλά και έθεσε τις βάσεις για την αναγέννησή του. Η ανανέωση του μοναχισμού κατά τον 20ό αι. και μάλιστα μετά τη δεκαετία του ’60 είναι ο μακρινός απόηχος της φιλοκαλικής αναγέννησης. Η ανανέωση αυτή πραγματοποιήθηκε ως στροφή του σύγχρονου μοναχισμού προς τις κοινοβιακές, ησυχαστικές και φιλοκαλικές του ρίζες. Μάλιστα, η σύγχρονη επέκταση του ορθόδοξου μοναχισμού και πέραν των παραδοσιακά ορθόδοξων χωρών, στην Αμερική, την Ασία και την Αφρική, μοιάζει να είναι ιεραποστολικό έργο και καρπός της Φιλοκαλίας που μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες της Δύσης…
Σε μία εποχή όπου οι πάντες αναφέρονταν στα φώτα της γνώσης και της επιστήμης του ανθρώπου, η φιλοκαλική αναγέννηση προέβαλε τον φωτισμό μέσω της θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας ως ερμηνευτική πρόσληψη, κριτική ανακαίνιση και επικαιροποίηση της παράδοσης. Αν ο 20ός αιώνας σήμανε την επανασύνδεση με τις πηγές της πατερικής θεολογίας, η ορθόδοξη θεολογία κατά τον 21ο αιώνα οφείλει να προχωρήσει σε έναν απροκατάληπτο διάλογο με τη σύγχρονη διανόηση, τις επιστήμες και τον πολιτισμό. Στο έργο της αυτό η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία οφείλει να συζητήσει σε βάθος ακόμη και τις διάφορες και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες αρνητικές θέσεις για τη Φιλοκαλία, όπως εκφράστηκαν από τις ύστερες θέσεις και κρίσεις του Χρήστου Γιανναρά και του Στέλιου Ράμφου . Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η επίδραση της Φιλοκαλίας δεν περιορίστηκε μονάχα στην ορθόδοξη Ανατολή, αλλά επεκτείνεται πλέον και στη Δύση μέσα από μεταφράσεις σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Η θέση του Κάλλιστου Γουέαρ, ο οποίος εμπνεύστηκε άμεσα από τη Φιλοκαλία αλλά και εργάστηκε για τη μετάφρασή της στα αγγλικά, έχει βαρύνουσα σημασία: «Στο ξεκίνημα της τρίτης χιλιετίας, η φωνή της Φιλοκαλίας ακούγεται όλο και πιο δυνατά τόσο στον ορθόδοξο κόσμο όσο και στη Δύση. Είναι σίγουρα αξιοσημείωτο –και για μένα προσωπικά ιδιαίτερα ενθαρρυντικό– ότι μία συλλογή κειμένων που προοριζόταν για ελληνορθόδοξους χριστιανούς της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας του 18ου αιώνα, κατάφερε να ασκήσει τέτοια επίδραση δύο αιώνες αργότερα, στο ολότελα διαφορετικό ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον της μεταχριστιανικής Ευρώπης, που εκκοσμικεύεται όλο και περισσότερο. Η διδασκαλία του Ησυχασμού, που τόσον αγάπησαν και εφάρμοσαν οι άγιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης και Μακάριος Κορίνθου, παραμένει επίκαιρη στον σύγχρονο κόσμο».

Η εικόνα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη είναι έργο του Γιώργου Κόρδη Giorgos Kordis, αυγοτέμπερα σε ξύλο, 34χ35 εκ.

Το βίντεο προέρχεται από την εξαιρετική εκπομπή "Αρχονταρίκι" του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου με θέμα: "Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: 200 χρόνια από την κοίμησή του", με καλεσμένους τους: Σταύρο Γιαγκάζογλου, Σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και Διευθυντή του Περιοδικού "Θεολογία" της Εκκλησίας της Ελλάδος, και Γεώργιο Φίλια, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, η οποία προβλήθηκε από την ΕΤ-1 στις 8/11/2009.


ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/2j7NbaS1VjnZ4xkd/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.