Ένα γερμανικό έγκλημα πολέμου κατά Ελλήνων ναυτικών στον Β΄ ΠΠ
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Οι ιστορικοί συμφωνούν πως οι Έλληνες ναυτικοί κατέβαλαν υπέρμετρο φόρο αίματος στον Β΄ ΠΠ, κυρίως στο μέτωπο του Ατλαντικού και δευτερευόντως στα μέτωπα του Ινδικού και του Ειρηνικού. Ο αριθμός των νεκρών Ελλήνων του εμπορικού ναυτικού ανέρχεται, κατά προσέγγιση, στους 2500 άνδρες. Τα ονόματα πολλών αγνοουμένων δεν θα γίνουν ποτέ γνωστά, ιδιαίτερα εκείνα που ανήκουν στα ανασφάλιστα πληρώματα της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας δεν φρόντισε συστηματικά και έγκαιρα να τα καταγράψει, όπως δεν φρόντισε να συντάξει την επίσημη ιστορία της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας, κάτι που έγινε για το Πολεμικό Ναυτικό. Όσο για τον ελληνικό εμπορικό στόλο, ο οποίος προπολεμικά βρισκόταν στην 9η θέση παγκοσμίως, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε, με τις πολεμικές απώλειες στα φορτηγά πλοία να ανέρχονται στο 74,4% και στα επιβατηγά στο εκπληκτικό 94,5%. Προς επιβεβαίωση των ασύλληπτων απωλειών των ελληνικών πλοίων, η ιστορία του ατμόπλοιου Πηλέας βάζει τα πραγματικά πρόσωπα μέσα στην εξίσωση και εστιάζει στους απίστευτους κινδύνους που αντιμετώπιζαν τα ελληνικά πληρώματα μακριά από την πατρίδα και σε ξένες θάλασσες.
Στις 8 Μαρτίου 1944, το ελληνικό φορτηγό ατμόπλοιο Πηλεύς απέπλευσε άνευ φορτίου από το Φριτάουν της Σιέρα Λεόνε στη δυτική Αφρική για το Ρίο ντε λα Πλάτα της Αργεντινής όπου θα φόρτωνε χαλκό. Το πλοίο ήταν ναυλωμένο από το βρετανικό υπουργείο Μεταφορών και το πλήρωμα αποτελούνταν από 35 ναυτικούς, 18 απ’ τους οποίους ήταν Έλληνες, 8 Βρετανοί, 3 Κινέζοι, 2 Αιγύπτιοι, ένας Ρώσος, ένας Πολωνός, ένας Χιλιανός κι ένας από το Άντεν της Υεμένης. Καπετάνιος του Πηλέα ήταν ο Μηνάς Γ. Μαυρής από την Κάσο και υποπλοίαρχος, ο Αντώνης Λιώσης, από την Κοιλάδα Ερμιονίδας.
Στις 13 Μαρτίου, το καράβι έπλεε με σβηστά φανάρια και υπό σιγή ασυρμάτου στον νότιο Ατλαντικό ωκεανό, έχοντας διανύσει περίπου 670 μίλια από τις αφρικανικές ακτές. Δυστυχώς, παρά τα μέτρα απόκρυψης/αποφυγής, η ρότα του έφερε τον Πηλέα μέσα στην ακτίνα δράσης του γερμανικού υποβρυχίου U852, το οποίο βρισκόταν εν πλω προς τον Ινδικό ωκεανό και την περιοχή ευθύνης του. Έχοντας εντοπίσει τη σιλουέτα του ελληνικού πλοίου με φόντο μια πύρινη δύση ηλίου, ο πλοίαρχος του U852, Χάιντς Βίλχελμ Εκ, αποφάσισε να επιτεθεί στον Πηλέα φτάνοντας σε απόσταση βολής όταν είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι. Το U852 αναδύθηκε στα δεξιά του πλοίου και έριξε δύο τορπίλες από πολύ μικρή απόσταση. Η πρώτη εξερράγη στο αμπάρι Νο2 και η δεύτερη λίγο πίσω από την πρώτη, στο αμπάρι Νο3. Το πλοίο γρήγορα έσπασε στα δύο και βυθίστηκε σε τρία μόλις λεπτά, στις 20.10΄, αφήνοντας στο νερό διάφορα αντικείμενα ανάμεσα στα οποία σωστικές λέμβους και τους επιζώντες από το πλήρωμα του Πηλέα, πιθανώς τους μισούς από τον αρχικό αριθμό των 35. Ο Εκ περιμάζεψε δύο από τους επιζώντες για ανάκριση, συγκεκριμένα τον ανθυποπλοίαρχο Άγη Κεφαλά και τον ναύτη Πιερ Νόιμαν και αφού εξακρίβωσε το όνομα και την αποστολή του σκάφους που μόλις είχε βυθίσει, τους επέστρεψε στη λέμβο τους.
Κάπου εκεί και για ακατανόητους λόγους, ο Εκ αποφάσισε να εξαφανίσει τα πειστήρια από τη βύθιση του Πηλέα και διέταξε την καταστροφή και βύθιση όλων των αντικειμένων που έπλεαν στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των σωστικών λέμβων, αλλά και των επιβαινόντων σε αυτές άτυχων ναυτικών. Για τις επόμενες πέντε ώρες, δηλ. μέχρι την πρώτη πρωινή της 14ης Μαρτίου, το U852 κινούνταν ανάμεσα στις λέμβους, με τους αξιωματικούς της βάρδιας καταστρώματος, ανάμεσά τους και ο γιατρός του υποβρυχίου ο οποίος επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο, να πυροβολούν με το κύριο πυροβόλο και φορητό οπλισμό, αλλά και να ρίχνουν χειροβομβίδες σε οτιδήποτε έβλεπαν να πλέει. Κρίνοντας ότι όλοι οι μάρτυρες είναι νεκροί, ο Εκ διέταξε παύση πυρός και απομάκρυνση από την περιοχή με πρόσω ολοταχώς. Παρά τις «άοκνες» προσπάθειες των Γερμανών, τέσσερα μέλη του πληρώματος του Πηλέα επέζησαν της κτηνωδίας και κατάφεραν να επιβιβαστούν σε μία σχεδία. Ήταν ο υποπλοίαρχος Αντώνιος Λιώσης, ο ναύτης Δημήτρης Αργυρός, ο λιπαντής Ρόκο Σαΐντ και ο Συριανός ναύτης Δημήτρης Κωνσταντινίδης.
Για τους τέσσερις ναυτικούς άρχιζε μια απίστευτη δοκιμασία που θα κρατούσε 38 ολόκληρα μερόνυχτα και η οποία θα τους έφερνε στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Σημειωτέον ότι ο Κωνσταντινίδης είχε τραυματιστεί στο χέρι από γερμανική σφαίρα και αιμορραγούσε ακατάσχετα. Τελικά θα πέθαινε δύο μέρες αργότερα πάνω στη σχεδία και θα αφηνόταν στον υγρό του τάφο από τους συντετριμμένους συντρόφους του. Με ελάχιστο νερό, το οποίο κατάφεραν να ανανεώσουν μαζεύοντας το βρόχινο νερό μιας τροπικής καταιγίδας με ένα αδιάβροχο και αιματηρή οικονομία στην κατανάλωση νερού και της λιγοστής τροφής από τις συσκευασίες επιβίωσης που βρήκαν στη σωστική σχεδία, οι υπόλοιποι τρεις κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί, χάνοντας ωστόσο πάνω από το ένα τέταρτο του βάρους τους. Τελικά, στις 20 Απριλίου 1944, τους εντόπισε το πορτογαλικό πλοίο Αλεξάντερ Σίλβα και τους μετέφερε στο λιμάνι Λομπίτο της Αγκόλας, όπου νοσηλεύθηκαν σε νοσοκομείο για πάνω από δύο μήνες μέχρι να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να δώσουν ένορκες καταθέσεις για το ξεκάθαρο έγκλημα πολέμου της 13ης Μαρτίου.
Η τύχη μπορεί να είχε ευνοήσει τους τρεις επιζώντες του Πηλέα, αλλά θα γύριζε οριστικά την πλάτη στο U852. Έχοντας βυθίσει ένα βρετανικό φορτηγό πλοίο ανοιχτά του Κέιπ Τάουν την πρωταπριλιά του ’44, το 852 εντοπίστηκε στον Ινδικό ωκεανό ένα μήνα αργότερα από ένα βρετανικό βομβαρδιστικό και χτυπήθηκε από βόμβες βυθού που προκάλεσαν εκτεταμένες βλάβες στο σύστημα κατάδυσης. Ο Εκ αποφάσισε να οδηγήσει το σκάφος του στις σομαλικές ακτές, αλλά μια νέα αεροπορική επίθεση άφησε το υποβρύχιο ακυβέρνητο, σκαλωμένο σε έναν ύφαλο στα ανοιχτά της Σομαλίας. Οι επιζώντες αξιωματικοί του U852 συνελήφθησαν από τους Βρετανούς και πήραν τον δρόμο για τα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Αιγύπτου, όπου ανακάλυψαν ότι τα ονόματά τους διάνθιζαν ήδη τις λίστες των πιθανών εγκληματιών πολέμου.
Με το τέλος του πολέμου φάνηκε ότι οι Βρετανοί ήταν αποφασισμένοι να εκδικηθούν για κάθε περίπτωση εγκλήματος κατά αόπλων ναυτικών και το Πηλεύς, όντας ναυλωμένο από το βρετανικό ναυαρχείο, εντάχθηκε στις υποθέσεις που εκδικάστηκαν αμέσως. Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου 1945, ξεκίνησε στο Αμβούργο η δίκη των: υποπλοιάρχου Χάιντς Εκ, ανθυποπλοιάρχου Όγκουστ Χόφμαν, επιάτρου Βάλτερ Βάισπφενιχ (ο οποίος μάλλον δεν διάβασε ποτέ τον όρκο του Ιπποκράτη), υποπλοιάρχου/μηχανικού Χανς Ρίχαρντ Λεντς και διόπου Βόλφγκανγκ Σβέγκεν. Μέσα σε τρεις μόλις μέρες εκδόθηκε η απόφαση του στρατοδικείου, μέλη του οποίου ήταν Βρετανοί ναυτικοί και δύο Έλληνες, ο πλοίαρχος Ν. Ματθαίος και ο αντιπλοίαρχος Ν.Ι. Σαρρής. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι με τους Εκ, Χόφμαν και Βάισπφενιχ να μη δείχνουν ουδεμία μεταμέλεια και να καταδικάζονται σε θάνατο διά τουφεκισμού την επομένη. Ο Λεντς καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και ο Σβέντερ σε κάθειρξη 15 ετών. Η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί, και στη συγκεκριμένη περίπτωση τάχιστα. Αποτελεί δε το μοναδικό επεισόδιο του Β΄ ΠΠ στο οποίο πλήρωμα γερμανικού υποβρυχίου προχώρησε σε εκτέλεση επιζώντων μετά από τορπιλισμό πλοίου. Μένει να πλανάται μόνο το ερώτημα αν η Θέμις θα είχε αντιδράσει το ίδιο άμεσα αν στο πλήρωμα του Πηλεύς δεν περιλαμβάνονταν και 8 Βρετανοί ναυτικοί.
ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/225843
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.