Στο τεύχος του Άρδην 115 (Ιούνιος 2019), αποφασίσαμε να επανέλθουμε στο Μακεδονικό, ως το μείζον ζήτημα της τελευταίας διετίας. Η εκτενής μελέτη του Γιώργου Καραμπελιά, (μέρος υπό επεξεργασία δοκιμίου του για τη σχέση Αριστεράς και εθνικού ζητήματος στην Ελλάδα) στόχο έχει να θέσει το μακεδονικό ζήτημα όχι στο γενικό ιστορικό ή γεωπολιτικό του πλαίσιο –αυτό επιχειρήθηκε στο τεύχος 110 (Οκτ.-Δεκ. 2017)–, αλλά να εξετάσει λεπτομερώς την ιδιαίτερη σχέση της ελληνικής Αριστεράς με το ζήτημα, στην ιστορική διαδρομή του εικοστού αιώνα. Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με ένα εκτενές «σχόλιο»-κείμενο του Δαμιανού Βασιλειάδη για την εσώτερη διαλεκτική της σχέσης σταλινικής καθοδήγησης κα ελληνικής Αριστεράς.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς υπογραμμίζει, αρχικώς, τις γεωπολιτικές ιδεοληψίες του «μακεδονισμού» της Αριστεράς ως του «τελευταίου συνόρου» που ορίζει την ταυτότητα της. Στη συνέχεια εξετάζει την εθνογένεση των «Μακεδόνων» ως προϊόν του ρωσοβουλγαρικού πανσλαβισμού, που εν συνεχεία μεταβιβάστηκε στη ρητορική της Σοβιετικής Ένωσης, εξού και η επιβολή του «μακεδονισμού» στην ηγεσία του νεοσύστατου ΚΚΕ. Μελετά την εξέλιξη των θέσεων του ΚΚΕ κατά την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφυλίου· τέλος, εντάσσει την αναζωπύρωση του «μακεδονισμού» στα πλαίσια της κυριαρχίας της αναθεωρητικής διανόησης μετά το 1990, η οποία και θα προετοιμάσει το έδαφος για την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών από ένα κόμμα της εθνομηδενιστικής Αριστεράς
Ο Δαμιανός Βασιλειάδης, από τη πλευρά του, μελετά την αποδοχή του Μακεδονισμού από την ελληνική Αριστερά ως συνέπεια των ψυχολογικών και ιδεολογικών μηχανισμών υποταγής της στα κελεύσματα του σταλινισμού.
Τα κείμενα που ακολουθούν και θα δημοσιευτούν στην ιστοσελίδα μας σε συνέχειες, ευχόμαστε να αποδεσμεύσουν τους αναγνώστες μας από τις όποιες ιδεοληψίες στην προσέγγιση του «μακεδονικού» και κυρίως να δώσουν επιχειρήματα προκειμένου να απαντηθεί επί της ουσίας η έωλη και εμπαθής ρητορική του «μακεδονισμού».
Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική Αριστερά (μέρος Α΄)
Το τελευταίο σύνορο
Του Γιώργου Καραμπελιά
Όσοι προερχόμαστε από την ελληνική Αριστερά υποχρεωθήκαμε να διατρέξουμε έναν μακρύ και δύσβατο δρόμο για να απελευθερωθούμε από τις ιδεοληψίες και το βάρος λέξεων και ιδεολογημάτων που είχαν καθορίσει τόσο την ιστορική Αριστερά όσο και τον μαρξισμό ως την ηγεμονική της εκδοχή. Και αυτό γιατί θα έπρεπε να αποτινάξουμε από πάνω μας ένα διπλό βάρος. Αρχικώς το βάρος του μαρξιστικού μονοδιάστατου σύμπαντος – όλες οι αντιθέσεις, άνθρωπος-φύση, ανθρώπινη φύση-κοινωνία, άνδρας-γυναίκα, εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες, κ.λπ. κ.λπ., ανάγονται τελικώς σε μία και μοναδική αντίθεση, την ταξική, και αποτελούν απλά υποπαράγωγά της. Δεύτερον, ως Έλληνες αριστεροί, επικαθοριζόμενοι από την κυρίαρχη στην ελληνική Αριστερά κομμουνιστική παράδοση, θα έπρεπε να απαλλαγούμε από μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη απέναντι στον ελληνισμό και το ελληνικό έθνος, προκατάληψη που δεν σφράγισε μόνο τη σκέψη των ιδρυτών της κομμουνιστικής Αριστεράς –των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν[1]– αλλά και την ελληνική μαρξιστική και κομμουνιστική παράδοση. Μια παράδοση που οικοδομήθηκε, από τους Βαλκανικούς πολέμους και εφεξής, σε ευθεία αντιπαράθεση όχι μόνο με τους αγώνες του ελληνικού έθνους για την εθνική-κρατική του ολοκλήρωση αλλά και με τα ίδια τα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική εθνική ιδιοπροσωπία.
Ετσι, το νεοσύστατο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα θα χαρακτηρίσει «ιμπεριαλιστική-επεκτατική» τόσο την προσπάθεια απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης όσο και της ίδιας της Μακεδονίας. Εξ ου και η συμπαράταξη με τους βασιλικούς, το 1920, και η υποταγή στον βουλγαρικό επεκτατισμό, από το 1924 και μετά –με τη διεκδίκηση της ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης– και στο σταλινο-τιτοϊκό μακεδονικό ανοσιούργημα στη συνέχεια. Ο χαρακτηρισμός της προσπάθειας των Ελλήνων, να απελευθερώσουν τα σκλαβωμένα εδάφη του έθνους τους, ως «ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής» είχε ως ιδεολογικό προαπαιτούμενο και συνέπεια την απόρριψη της ελληνικής διαχρονίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, καθώς και την απέχθεια για «τα ιερά και τα όσια» αυτού του έθνους. Διότι, όντως, εάν το ελληνικό έθνος είναι ένα πρόσφατο ιστορικό δημιούργημα, τότε οι εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στη Μακεδονία, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν εξ ίσου «νόμιμοι» ιδιοκτήτες της Μακεδονίας με τους Έλληνες, πόσο μάλλον οι Βούλγαροι. Η Θεσσαλονίκη, έτσι, δεν ήταν μια ιστορική πόλη, που γνώρισε δύο μεγάλες περιόδους «εκκαθάρισης» του ελληνικού πληθυσμού, μετά το 1432 και εκ νέου μετά την επανάσταση του 1821, αλλά απλώς μια πόλη όπου οι Έλληνες μειοψηφούσαν έναντι των Εβραίων και των Τούρκων και την οποία «εξελλήνισε» το ελληνικό κράτος μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία, με ένα είδος ιμπεριαλιστικής εθνοκάθαρσης. Όσο δε για την Κωνσταντινούπολη, ελληνική πόλη για χιλιάδες χρόνια (από τον 7ο π.Χ. αιώνα), με ακμαίους ελληνικούς πληθυσμούς μέχρι τη δεκαετία του 1960, η διεκδίκησή της από τους Έλληνες «εθνικιστές», δηλαδή τον ελληνικό λαό, αποτελούσε το summum του ιμπεριαλιστικού «μεγαλο-ιδεατισμού». Σε τέτοιο βαθμό έφτανε η στρέβλωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ώστε το νεοσύστατο Κ.Κ. Κύπρου θα χαρακτηρίζει σοβινιστικό αίτημα την ένωση της μεγαλονήσου με την ιμπεριαλιστική Ελλάδα[2]! Όσο για την ορθοδοξία, αυτή δεν ήταν η κατ’ εξοχήν αντιστασιακή ιδεολογία ενός έθνους που επί οκτώ αιώνες πάλευε για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του, αλλά μια «σκοταδιστική», «μεσαιωνική» και «φωτοσβεστική» εξαπάτηση του λαού. Αυτή η ιδεολογική εθνομηδενιστική βουλγκάτα αποτελούσε το ιδεολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία στην Ελλάδα.
Και μόνο οι εθνικοαπελευθερωτικοί και πατριωτικοί αγώνες στους οποίους συμμετείχε η ελληνική κομμουνιστική Αριστερά προσέφεραν μία βάση για να μετριάζεται το κατ’ εξοχήν εθνομηδενιστικό της αφήγημα, επιτρέποντας τη σύνδεσή της με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, ενσωματώνοντας μερικά από τα πιο ανιδιοτελή και κάποτε ηρωικά στοιχεία του ελληνικού λαού, που εκφράστηκαν μέσα από τις γραμμές αυτής της Αριστεράς. Εξάλλου, αυτό κατέστη δυνατό διότι, στη διάρκεια του πολέμου, η κομμουνιστική ηγεσία συναίνεσε ή και πρωτοστάτησε στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δοθέντος ότι αυτός εντασσόταν στα πλαίσια του παγκόσμιου αντιφασιστικού μετώπου στο οποίο συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση. Και αργότερα πάλι, η ηγεσία της Αριστεράς στήριξε στην Ελλάδα τον κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, μια και αυτός εντασσόταν στη διεθνή στρατηγική της σοβιετικής πατρίδας ενάντια στους νατοϊκούς Εγγλέζους αποικιοκράτες. Έτσι μπόρεσε να δημιουργηθεί το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ή κατέστη δυνατό ο Άρης Βελουχιώτης να αναδειχθεί σε πρωτοκαπετάνιο του αγώνα. Θα λέγαμε πως οι αριστεροί αγωνιστές, μέσα σε συνθήκες που δεν προσφερόταν κάποιο άλλο πολιτικό όχημα, χρησιμοποίησαν το ΚΚΕ και την επίσημη Αριστερά ως όχημα για να εκφράσουν την εθνικοαπελευθερωτική οπτική τους, παρά την κυρίαρχη ιδεολογία του Κόμματος! Αυτό το τόσο αντιφατικό γεγονός δημιουργούσε εξάλλου μια μόνιμη ένταση ανάμεσα στα μέλη του κινήματος και τη «γραμμή» της ηγεσίας, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τις διαρκείς συγκρούσεις του Άρη Βελουχιώτη με την κομματική ηγεσία.
Σε ό,τι αφορά στο «μακεδονικό», ενώ η επίσημη γραμμή του κόμματος, μέχρι τουλάχιστον το 1934 –και εκ νέου κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου–, ήταν η υποστήριξη της «ανεξάρτητης Μακεδονίας» (βουλγαρικής ή τιτοϊκής κοπής, κατά περίπτωση), το ΕΑΜ ήταν εκείνο που πρωτοστάτησε στις μεγάλες πατριωτικές κινητοποιήσεις του 1943 ενάντια στον εκβουλγαρισμό της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ η πλειοψηφία των «αστικών» δυνάμεων ποιούσε την νήσσα επί του θέματος! Το εθνικοαπελευθερωτικό δυναμικό εκφράστηκε τελικά μέσα από τις γραμμές ενός κόμματος εθνομηδενιστικού, στον ιδεολογικό του πυρήνα, και ταυτόχρονα αγωνιστικού και λαϊκού! Και κάτι ανάλογο θα συμβεί με το Κυπριακό. Παρότι η κυπριακή Αριστερά απείχε από τον αντιαποικιακό αγώνα, η αριστερή φοιτητική και μαθητική νεολαία της Ελλάδας θα πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις υπέρ της ΕΟΚΑ και θα διαμορφωθεί ιδεολογικά μέσα από αυτές, με οργανωτικό όχημα τη νεολαία της ΕΔΑ.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα σε μια ιδεολογία θεμελιωδώς εθνομηδενιστική, η οποία χαρακτηρίζει το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, και την πραγματικότητα των αγώνων μιας χώρας όπου τα εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά υπήρξαν κυρίαρχα, αποτελεί και εκείνον τον παράγοντα που τόσο συχνά, και για πολλούς ανθρώπους, συσκοτίζει την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, δε, εμποδίζει πολλούς καλοπροαίρετους ανθρώπους της Αριστεράς να κατανοήσουν τη βαθύτερη υφή του προβλήματος που αντιμετωπίζουν. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η αποκάλυψη των σωτηριολογικών/ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών του μαρξισμού ως ιδεολογίας, και ακόμα περισσότερο της εθνομηδενιστικής υφής του ελληνικού μαρξισμού/κομμουνισμού δεν αναιρεί ούτε ακυρώνει τη σημασία των κοινωνικών και εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στους οποίους συμμετείχαν οι Έλληνες αριστεροί. Εξηγεί απλώς την αδυναμία τους να έχουν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική στάση απέναντι στα μεγάλα ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Το αποτέλεσμα αυτής της βαθύτατης σύγχυσης («και το κόμμα με τραβάει από το μανίκι») ήταν και είναι πως την κριτική στην πολιτική της ελληνικής Αριστεράς πολλοί την εξελάμβαναν ως «αποστασία». Κάποιοι από αυτούς αποφάσισαν να πετάξουν το μωρό μαζί με τα απόνερα του μπάνιου και να προσχωρήσουν σε μια απλή αποδοχή μιας άλλης συμμετρικής και εξ ίσου ολοκληρωτικής φενάκης, της νεοφιλελεύθερης, που, σε αντίθεση με την απόλυτη υποταγή του ατόμου στην κοινότητα που σαλπίζει ο μαρξισμός, υποστηρίζει την ολοκληρωτική άρνηση της κοινότητας, όπως συνέβη με πολλούς «αποστάτες» του μαρξισμού στο παρελθόν. Άλλοι δε, όπερ και το συνηθέστερο, αυτοεγκλωβίζονται σε μια ενοχική και αντιφατική πρόσδεση στα ιδεολογήματα και την ηγεσία της Αριστεράς, παρότι, στην πολιτική και ιδεολογική καθημερινότητά τους, συχνότατα τα απορρίπτουν. Γι’ αυτό εξ άλλου ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής και εαμικής Αριστεράς στην Ελλάδα θα έλθει σε σύγκρουση με –ή τουλάχιστον δεν θα ακολουθήσει– την επίσημη ηγεσία της και τα ιδεολογήματα της μαρξιστικής βουλγκάτας. Αυτό θα συμβεί το 1946, όταν η ηγεσία της κομμουνιστικής Αριστεράς θα επιλέξει τον δρόμο του Εμφυλίου, στον οποίο δεν θα την ακολουθήσει το μεγαλύτερο μέρος των εαμικών μαζών. Ή όταν θα συνεχίζει να αποδέχεται τη λαϊκή θρησκευτικότητα, συστατική της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, σε αντίθεση με το αντιορθόδοξο μένος της επίσημης αριστερής ιδεολογίας. Οι αριστερές μάζες, μετά τον εμφύλιο, θα στηρίξουν, στην πλειοψηφία τους, αρχικώς τον Πλαστήρα, εν συνεχεία τον Γεώργιο Παπανδρέου και ακόμα περισσότερο τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, που επιχειρούσε να δημιουργήσει μια «νέα Αριστερά», σπάζοντας την ηγεμονία της κομμουνιστικής παράδοσης στην Ελλάδα.
Εκεί όπου αυτή η αντίφαση, αλλά και η βαθύτατη επίδραση της εθνομηδενιστικής κομμουνιστικής αντίληψης, ήταν η ισχυρότερη είναι ακριβώς το μακεδονικό ζήτημα. Εδώ, η κομμουνιστική Αριστερά όχι μόνο υπερέβη εαυτήν, φθάνοντας στα όρια της εθνικής μειοδοσίας, αλλά παραδόξως επηρέασε σε βάθος τη συνολική εθνική ιδεολογία.
Ρώσοι και Βούλγαροι επινοούν τη «Μακεδονία»
Το σλαβικό αρχικώς και εν συνεχεία τριτοδιεθνιστικό αφήγημα για το Μακεδονικό Ζήτημα επιμένει σε μια «Μακεδονία» που δεν περιορίζεται στην ιστορική μακεδονική περιοχή, αλλά συμπεριλαμβάνει μια γεωγραφική περιοχή πολύ μεγαλύτερη, πάνω στην οποία εδράζεται και η αντίληψη για περισσότερες της μίας «Μακεδονίες». Αυτή η νέα αντίληψη για τη Μακεδονία υπήρχε σε ένα βαθμό και κατά τον 19ο αιώνα αλλά εδραιώθηκε και κυριάρχησε μετά τους βαλκανικούς πολέμους και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως γράφει και ο Douglas Dakin:
Στις αρχές του (20ού) αιώνα, ο όρος «Μακεδονία» υποδήλωνε συνήθως τα τρία τουρκικά βιλαέτια ή επαρχίες, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσόβου. Αυστηρότερα αναφερόταν στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης και εκείνα τα τμήματα των βιλαετίων του Μοναστηρίου και του Κοσόβου στα οποία, το 1902, διόρισε η οθωμανική διοίκηση έναν Γενικό Επιθεωρητή για να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος κοινά αποδεκτός ορισμός της Μακεδονίας. Κατά τη σύγχρονη περίοδο, η Μακεδονία δεν αποτελούσε ποτέ μια φυλετική ή πολιτική ενότητα και πριν από το 1902 δεν αντιμετωπιζόταν ποτέ και ως διοικητική ενότητα…. Η περιοχή δεν αποτελούσε ποτέ μια «φυσική περιοχή» με την γενικότερα αποδεκτή έννοια του όρου[3].
Τωόντι, κατά στην πρώτη περίοδο της μεγάλης διαμάχης, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η διαμάχη αυτή αφορούσε την περιοχή της ιστορικής Μακεδονίας που, κατά 90%, ανήκει σήμερα στο ελληνικό κράτος (δεν έχουν συμπεριληφθεί μόνο η περιοχή του Μοναστηρίου, η Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι και ορισμένες ακόμα μικρές πόλεις). Και προφανώς η αντιπαράθεση Ελλήνων και Βουλγάρων δεν αφορούσε τα Σκόπια, τα οποία είχαν πλειοψηφικά σλαβικό βουλγαρόφωνο πληθυσμό, αλλά κατ’ εξοχήν τη νότια και «μεσαία» οθωμανική ζώνη. Εδώ συγκατοικούσαν ελληνικοί (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι), τουρκικοί και σλαβικοί, κυρίως βουλγαρικοί, ή έστω βουλγαρόφρονες, πληθυσμοί, μαζί με πολλούς Βλάχους, Σαρακατσάνους, Αλβανούς, και Εβραίους. Και καθώς, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η ρωσική πολιτική εγκαταλείπει την αναφορά στους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και προσανατολίζεται κατ’ εξοχήν προς τους σλαβικούς πληθυσμούς και μόνο, ιδιαίτερα τους Βουλγάρους, στους οποίους μάλιστα προσπαθεί να εμφυσήσει και μια ισχυρή εθνική σλαβική συνείδηση, ενισχύεται ταχύτατα ο βουλγαρικός εθνικισμός. Οι Βούλγαροι, μετά τη συντριπτική ήττα της Τουρκίας, στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, και εκείνη του Βερολίνου που ακολούθησε, όχι μόνο θα κατορθώσουν να αποκτήσουν δύο βουλγαρικά ημιαυτόνομα κράτη (τα πριγκιπάτα της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας) αλλά θα εγκαινιάσουν έναν ανελέητο αγώνα για να υπερακοντίσουν την πλειοψηφική ελληνική επιρροή στα εδάφη της ιστορικής Μακεδονίας.
Το «Μακεδονικό Ζήτημα», σε αυτή την πρώτη περίοδο, αφορούσε λοιπόν την απόπειρα των Βουλγάρων να επικρατήσουν, μετά την Ανατολική Ρωμυλία (όπου ήδη είχαν επιδοθεί σε διώξεις του ελληνικού πληθυσμού στη Φιλιππούπολη τον Πύργο και αλλού), και στη Μακεδονία και έτσι να διασφαλίσουν στην πράξη αυτά που είχαν χάσει μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αποκτώντας και την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο. Επειδή όμως οι Βούλγαροι αποτελούσαν μειοψηφία στην ιστορική Μακεδονία, όπου οι μεγαλύτερες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες ήταν οι πατριαρχικοί Έλληνες (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι) και οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Αλβανοί κυρίως), επινόησαν, κυριολεκτικώς, το «μακεδονικό ζήτημα». Δηλαδή, ανέπτυξαν μια στρατηγική σύμφωνα με την οποία οι «Μακεδόνες», δηλαδή οι Έλληνες, μουσουλμάνοι, Σλάβοι, Εβραίοι κ.λπ., κάτοικοι της Μακεδονίας, θα έπρεπε να ενωθούν σε έναν κοινό αγώνα για να απελευθερωθούν από την οθωμανική κυριαρχία και να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο πολυεθνοτικό μακεδονικό κράτος. Το ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος αποτελούσε εκείνη την περίοδο το όχημα του βουλγαρικού εθνικισμού, διότι μέσω αυτού επλήττοντο οι δύο κυρίαρχες εθνικές ομάδες της Μακεδονίας. Αρχικώς οι Οθωμανοί Τούρκοι και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, που κυριαρχούσαν στρατιωτικά και πολιτικά και προφανώς δεν επιθυμούσαν την αποκοπή της Μακεδονίας από την οθωμανική Αυτοκρατορία, και κατά δεύτερο λόγο οι Έλληνες – ενώ αποκρούονταν και οι σερβικές διεκδικήσεις που χαρακτήριζαν τους Σλάβους της περιοχής ως παλαιο-σέρβους ή «νοτιο-σέρβους». Όσο για τους Έλληνες, αυτοί, παρότι «ραγιάδες», κυριαρχούσαν πολιτιστικά και οικονομικά στη Μακεδονία –έχοντας στις αποσκευές τους και την μακρόχρονη ιστορική τους παρουσία σε αυτή–, και προφανώς δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία κάποιου ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους αλλά την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων της περιοχής είχε ελληνική εθνική συνείδηση και συντάχθηκε με το πατριαρχείο και τους Έλληνες στον μακεδονικό αγώνα (οι περιβόητοι «γραικομάνοι», όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι) ενώ και το σλαβικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν περιλάμβανε μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων, καταδεικνύοντας τη συνάφεια των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και ενίοτε την ιδία την εθνοτική προέλευση ενός μεγάλου μέρους αυτού του πληθυσμού.
Δηλαδή, ο μακεδονισμός υπήρξε το στρατήγημα μιας μειονοτικής εθνοτικής ομάδας, στο εσωτερικό της ιστορικής Μακεδονίας, ώστε να επικρατήσει έναντι των κυρίαρχων εθνικών ομάδων, των Τούρκων και των Ελλήνων. Γι’ αυτό και οι λεγόμενες μακεδονικές οργανώσεις (η εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η «εξωτερική», που υποστήριζε μέχρι τέλους τη βουλγαρική ταυτότητα των σλαβοφώνων, οι λεγόμενοι Βερχοβιστές) δεν εμφανίζονται αρχικώς ως βουλγαρικές οργανώσεις, παρότι η έδρα τους βρίσκεται στη Βουλγαρία, και προσπαθούν να ενσωματώσουν στο εσωτερικό τους όχι μόνο τους Σλάβους αλλά και Έλληνες αγρότες, ιδιαίτερα τους σλαβόφωνους ελληνικής συνείδησης Μακεδόνες. Ο υπολογισμός των Βουλγάρων μακεδονιστών, βάσιμος σε μεγάλο βαθμό, ήταν πως, εάν η Μακεδονία αποκοβόταν τόσο από την οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και από τον ελληνισμό και το Πατριαρχείο (εξ ου και η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870), θα μπορούσε να αποτελέσει, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο, έναν χώρο διεκδικήσιμο από τη Βουλγαρία, όπως είχε συμβεί με την Ανατολική Ρωμυλία. Για τους Βουλγάρους, λοιπόν, τότε, όπως και σήμερα, δεν υπήρχε ένα μακεδονικό «έθνος», αλλά μόνο, a termine, ένας μακεδονικός «λαός», με πολυεθνοτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι κάτοικοι της Μακεδονίας, όπου κατ’ αυτούς κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι. Προφανώς δε, για να ενισχύσουν τη σλαβική συνιστώσα της μακεδονικής περιοχής, έτειναν να επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μακεδονική επικράτεια, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα βόρεια, κατεχόμενα ακόμα από τους Οθωμανούς, εδάφη των Βαλκανίων, έστω και εάν τα Σκόπια π.χ. ήταν πρωτεύουσα του Κοσόβου. Πάντως, σε όλη αυτή την ιστορική περίοδο, καθώς οι Έλληνες θα αρχίσουν να αντιδρούν απέναντι στα βουλγαρικά σχέδια και θα αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας, η μακεδονική διαμάχη θα αφορά κατ’ εξοχήν την αντίθεση Ελλήνων και Βουλγάρων, με επίδικο αντικείμενο και βασικό χώρο αντιπαράθεσης την ιστορική Μακεδονία. Εξάλλου, παράλληλα, θα αρχίσουν και οι Σέρβοι να παρεμβαίνουν όλο και πιο ενεργά στη διαμάχη, υποστηρίζοντας πως οι Σλάβοι της ευρύτερης μακεδονικής περιοχής ήταν στην πραγματικότητα μια «παλαιοσερβική» ή «νοτιοσερβική» κοινότητα η οποία δεν είχε σχέση με τους Βουλγάρους «που αποτελούσαν ένα ταταρικό φύλο».
Διαβάστε και το β΄ μέρος του κειμένου:
[1] Βλ. K. Marx – Fr. Engels [Π. Κονδύλης (εισαγ. επιμ.)], Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Γνώση, Αθήνα 1985· Γ. Καραμπελιάς, «Επίμετρο ΙΙ – Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Ελλάδα», στο Κ. Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2018, σσ. 589-596.
[2] Βλ. Γιώργος Καμηλάρης, Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία, Λευκωσία 2016, σσ. 135-140· Παύλος Μ. Διγκλής, Πικρές Αλήθειες, Κυπριακό 1878-2004,Ταμασός, Αθήνα 2006, σ. 46· Εφ. Πυρσός, 5 Μαΐου 1923· Γ. Καραμπελιάς, «Επίμετρο ΙΙ – Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Ελλάδα», ό.π., σσ. 605-608.
[3] Douglas Dakin, The Greek Struggle In Macedonia 1897-1913, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 3.
Η γένεση των «Σλαβομακεδόνων» ως έθνους
του Γιώργου Καραμπελιά
Οι υποστηρικτές μιας αυτόνομης σλαβομακεδονικής εθνότητας, σε αυτή την πρώτη περίοδο, ήταν ιδιαίτερα λιγοστοί και θα αρχίσουν να ακούγονται για πρώτη φορά μετά την αποτυχία της βουλγαρόφωτης εξέγερσης του Ήλιντεν. Τότε –αμέσως μετά–, τον Δεκέμβριο του 1903, εκδόθηκε, από τον Κρίστε Μισίρκωφ, το θεωρούμενο ως μανιφέστο των Σλαβομακεδόνων βιβλίο, Μακεδονικές υποθέσεις (Za makedonckite raboti)[1],που υποστήριζε την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ενιαία σλαβική μακεδονική γλώσσα. Μεταξύ άλλων, ο Μισίρκωφ υποστηρίζει πως οι Σλαβομακεδόνες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα του ανταγωνισμού των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ελλήνων και, επομένως, θα πρέπει να συγκροτήσουν μια αυτόνομη ταυτότητα, έστω και αν αυτή δεν είχε προϋπάρξει στο παρελθόν.
Απέναντι σε εκείνους που υποστηρίζουν πως «η Μακεδονία δεν αποτελεί ενιαίο γεωγραφικό εθνικό ή ιστορικό σύνολο» και δεν έχει επιδράσει στις τύχες των γειτονικών λαών, «αλλά υπήρξε η αρένα της πολιτικής και πολιτιστικής πάλης ανάμεσα στα διάφορα βαλκανικά έθνη», ο Μισίρκωφ απαντά με το αφοπλιστικό επιχείρημα πως «κάτι που δεν υπήρξε στο παρελθόν μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί αργότερα, αν υπάρξουν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες»[2]! Και συνεχίζει:
…Το όνομα “Μακεδόνας” χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους σλάβους Μακεδόνες ως γεωγραφικός όρος για να δηλώσουν την καταγωγή τους. Είναι μάλιστα πολύ γνωστό ανάμεσά τους και όλοι τους το χρησιμοποιούν για να αυτοπροσδιορίζονται. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα και ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μια μηχανική πολιτική διαδικασία, άρα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε η Μακεδονία να εξελιχθεί σε μια ανεξάρτητη εθνογραφική περιοχή…[3]
Τόσο ασθενείς ήταν, τότε ακόμα, οι προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του νεόκοπου «έθνους», ώστε ο ίδιος ο Μισίρκωφ, λίγα χρόνια αργότερα, το 1907, επέστρεψε στον βουλγαρισμό, ενώ το 1919, μετά τη νέα ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, έγινε και πάλι για μικρό διάστημα, μακεδονιστής[4]! Δηλαδή, ο μακεδονισμός του ίδιου του Μισίρκωφ εξαρτώνταν από τις διακυμάνσεις του «πολιτικού μηχανισμού». Ωστόσο, είχε επισημάνει ένα βασικό στοιχείο για τη δημιουργία νεόκοπων «εθνών», την κατασκευή τους από την πολιτική βούληση άλλων εθνών και δυνάμεων. Έτσι, κατά τον 20ό αιώνα, θα δημιουργηθούν αρκετά «πολιτικά» έθνη, στην Αφρική, επί τη βάσει του αποικιοκρατικού χωρισμού των αφρικανικών εδαφών. Στην περίπτωση των «Σλαβομακεδόνων», αυτό θα συμβεί κατ’ εξοχήν μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων. Η αδυναμία τόσο των μεν όσο και των δε, κυρίως των Βουλγάρων, να κυριαρχήσουν οριστικά πάνω σε αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς, και επί πλέον ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναδυθεί, σε ένα αυξανόμενο ποσοστό των Σλάβων της ευρύτερης Μακεδονίας, μια χωριστική ταυτότητα, την οποία αρχικώς ο Στάλιν και εν συνεχεία ο Τίτο, ως οι εμβρυουλκοί του, θα μεταβάλουν σε ένα χρήσιμο «πολιτικό έθνος». Όπως τόσο εύστοχα έγραφε ο Μισίρκωφ:
Έτσι το μακεδονικό Εθνικό Αναγεννησιακό Κίνημα αναπτύσσεται ως ιστορικό φαινόμενο με γερά θεμέλια και λαμπρό μέλλον και είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα[5].
Για να συγκεντρωθούν όμως όλες αυτές οι ευτυχείς προϋποθέσεις έπρεπε αρχικώς να αποτύχει η ενσωμάτωσή τους από τον βουλγαρισμό –την πρωιμότερη και ισχυρότερη σλαβική εθνική αναφορά των σλαβόφωνων πληθυσμών– και το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών πληθυσμών της περιοχής να παραμείνει εκτός του βουλγαρικού κράτους.
Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδηφαγία και τα αλλεπάλληλα λάθη των Βουλγάρων ηγετών. Κατ’ αρχάς, μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι, θεωρώντας εαυτούς στρατιωτικά παντοδύναμους, δεν αρκέστηκαν στα εδαφικά κέρδη τα οποία είχαν αποκομίσει, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, μέχρι τη Χαλκιδική, καθώς και το σύνολο της δυτικής και της ανατολικής Θράκης, αλλά θέλησαν να αποσπάσουν από την Ελλάδα και τη Σερβία όλα τα εδάφη που είχε παραχωρήσει στους Βουλγάρους η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, καθώς και τη Θεσσαλονίκη.
Το αποτέλεσμα ήταν να στραφούν εναντίον της Βουλγαρίας όλες οι βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία), ακόμα και η Τουρκία, και η Βουλγαρία να συντριβεί κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά και την Ανατολική Θράκη, την οποία ανακατέλαβε η Τουρκία. Έτσι –εκτός από τη λεγόμενη «Μακεδονία του Πιρίν»–, η Σερβία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών οθωμανικών εδαφών, αλλά και ένα μέρος ελληνικών πόλεων (όπως το Μοναστήρι) τις οποίες ο Βενιζέλος παραχώρησε στη Σερβία, στα πλαίσια μιας πολιτικής εξευμενισμού της, ώστε να επιτύχει την ενσωμάτωση της λοιπής Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.
Αμέσως μετά, η Βουλγαρία, ακολουθώντας αναθεωρητική πολιτική, συντάχθηκε με την Γερμανία και την οθωμανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με συνέπεια να χάσει και την κατεχόμενη από αυτήν Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και προφανώς να παγιωθεί η σερβική κυριαρχία στη σημερινή περιοχή των Σκοπίων.
Η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετεί τον Μακεδονισμό
Θα ακολουθήσει μία περίοδος κατά την οποία, στην ηττημένη Βουλγαρία, θα ενισχυθούν οι τάσεις για μια «επαναστατική» επιστροφή του Μακεδονισμού στο προσκήνιο.
Η Κομμουνιστική Διεθνής θα επικρίνει μάλιστα το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα ότι τήρησε στάση ουδετερότητας στην ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), και ο Γραμματέας της Κομιντέρν, Καρλ Ράντεκ, θα διατυπώσει τη νέα «μακεδονική γραμμή» στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς, στις 12/13 Ιουνίου 1923, στη Μόσχα:
«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας… Αυτές οι οργανώσεις (οι μακεδονικές) είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί εναντίον της κυριαρχίας των τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση. Οι μακεδονικές οργανώσεις ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής[6].
Έτσι, αντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται, το 1923-24, ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της Κ.Δ. ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση, ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη, και να επιδιώκουν τη δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών[7]. Έτσι, το ισχυρότατο Κ.Κ. Βουλγαρίας θα συμμαχήσει με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση(ΕΜΕΟ) και θα αποπειραθεί μάλιστα την επαναστατική ανατροπή της βουλγαρικής κυβέρνησης.
Εξάλλου, το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ αντίθετα εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία[8], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων. Συναφώς, η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον «μακεδονισμό» των Βουλγάρων κομμουνιστών – που, με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και συνοδοιπορούσαν με τους μπολσεβίκους ήδη από το 1914.
Το σχετικό εγχείρημα εμφανιζόταν, τουλάχιστον στη θεωρία, ως «αντισωβινιστικό» και διεθνιστικό, διότι δεν προέβλεπε ενσωμάτωση στη Βουλγαρία αλλά τη συγκρότηση ενός νέου, ανεξάρτητου Μακεδονικού και Θρακικού κράτους – τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις διακηρυγμένες θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Άλλωστε, οι αποφάσεις των τελευταίων ήταν υποχρεωτικές για τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, που αποτελούσαν τμήματά τους, υποκείμενα στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό»[9]. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι ανάλογο θα συμβεί για ένα διάστημα με τον Τίτο, επίσης εμβληματική μορφή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που επεδίωκε, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν και του Δημητρώφ, να ενώσει τα Βαλκάνια –και την ενιαία «Μακεδονία»– σε μια Σοσιαλιστική Βαλκανική Ομοσπονδία. Και προφανώς, μια πιθανή έξοδος στη Θεσσαλονίκη θα ήταν καλοδεχούμενη. Η δε Ελλάδα, σύμφωνα με την λογική της Κομιντέρν, όχι μόνο δεν είχε ζητήματα εθνικής ολοκλήρωσης (τα ζητήματα της Κύπρου, της Δωδεκανήσου, της Βορείου Ηπείρου αποσιωπώνται συστηματικά) αλλά ήταν και «επεκτατική»![10]
Η «ανεξάρτητη Μακεδονία» επιβάλλεται στο ΚΚΕ
Έτσι, η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία και η Κομμουνιστική Διεθνής θα υποχρεώσουν και το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα να συνταχθεί με το αίτημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης, παρά τις αιτιάσεις και τις αντιρρήσεις που προέβαλλαν ακόμα και ηγετικά στελέχη του κόμματος, όπως ο Κορδάτος ή ο γενικός γραμματέας του, Αποστολίδης, οι οποίοι και εκπαραθυρώθηκαν.
Όταν αναφερόμαστε σε επιβολή της σχετικής αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και εκπαραθύρωση των ηγετικών στελεχών του, με πιο κραυγαλέα απόδειξη τα γεγονότα κατά το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), το 1924, κυριολεκτούμε. Τωόντι, στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ., Μόσχα 17/6-8/7/1924), είχε ληφθεί η απόφαση «περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», την οποία αποδέχτηκαν οι αντιπρόσωποι του ελληνικού Κ.Κ. στο Συνέδριο, Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος, και ανέλαβαν να την μεταφέρουν στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όμως, η τότε ηγεσία του κόμματος –ιδιαίτερα ο τότε γραμματέας, Θωμάς Αποστολίδης, καθώς και ο Γιάννης Κορδάτος– αντιδρούσε έντονα και «κωλυσιεργούσε», όπως άλλωστε και το γιουγκοσλαβικό Κ.Κ., στην αποδοχή και εφαρμογή της «μακεδονικής» γραμμής της «Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας». Γι’ αυτό και το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ (26/11-3/12/1924) συγκλήθηκε –μάλλον παρά τη θέληση της ηγεσίας του– από τον εκπρόσωπο της Κ.Δ., Ντιμίτρι Μανουήλσκι (ειδικό για τα βαλκανικά θέματα).
Στη συζήτηση που έγινε στην Αθήνα, ο Αποστολίδης προσπάθησε μάταια να αποκρούσει τους Μανουήλσκι και Πουλιόπουλο, καταδεικνύοντας πως, με την εγκατάσταση των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει πάψει να υφίσταται «Μακεδονικό Ζήτημα» στην Ελλάδα. Εντούτοις, το Συνέδριο υιοθέτησε το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και της ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης» και αντικατέστησε τον Αποστολίδη, ορίζοντας νέο Γραμματέα τον «διεθνιστή και μακεδονιστή» Παντελή Πουλιόπουλο, μελλοντικό ηγέτη του ελληνικού τροτσκισμού[11]. Ο Πουλιόπουλος μάλιστα έθεσε σε περίοπτη θέση το Μακεδονικό στην ατζέντα του Κόμματος, και σε σχετικό άρθρο του, στον Ριζοσπάστη της 14/12/1924, υπό τον τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα», έγραφε:
Η ελληνική πλουτοκρατία καταδυναστεύει ένα μέρος του μακεδονικού και θρακικού λαού… Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει στη Μακεδονία και στη Θράκη, δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει επάνω σ’ εμάς.
Το ελληνικό «τμήμα» προσαρμόστηκε στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΒΚΟ και δεν έπαυε στη συνέχεια να επανέρχεται σε αυτή παρά τις διώξεις των μελών του –ανάμεσά τους και με το περιβόητο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου– και παρά την απομαζικοποίηση που επέφερε· και όμως, παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά, η ηγεσία του κόμματος κατηγορούνταν ότι δεν εφάρμοζε με ιδιαίτερη ζέση τη σχετική «γραμμή» και αυτή θα έπρεπε να επανεπιβεβαιώνεται.
Πάντως, η ήττα της κομμουνιστικής εξέγερσης στη Βουλγαρία, στα 1923[12], και η σταδιακή αποδυνάμωση του Κ.Κ.Β., η ένταξη του μεγαλύτερου μέρους των πρώην οθωμανικών σλαβικών περιοχών στη νεοδημιουργηθείσα Γιουγκοσλαβία, η σταδιακή ενίσχυση των κομμουνιστικών κομμάτων της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας έναντι εκείνου της Βουλγαρίας, καθώς και –μετά την άνοδο του Χίτλερ– ο φόβος μιας πιθανής σύμπραξης των Βουλγάρων με τη ναζιστική Γερμανία (όπως και πράγματι έγινε), απομάκρυνε σταδιακώς την Κομμουνιστική Διεθνή από την βουλγαρική εκδοχή του Μακεδονισμού και αρχίζει να την προσανατολίζει αποκλειστικά προς εκείνη του «μακεδονικού έθνους». Αυτή την εκδοχή εξάλλου προωθούσαν και οι υπόλοιπες εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας, κατ’ εξοχήν οι Κροάτες, ως επιχείρημα για μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Γιουγκοσλαβίας, την οποία και θα κάνει πράξη ο… Κροάτης Τίτο[13]. Το πολιτικό όχημα αυτής της πολιτικής υπήρξε η αριστερή πτέρυγα του VMRO (ΕΜΕΟ), η VMRO (ενωμένη), που συνεργαζόταν με το Κ.Κ.Β.
Για να υλοποιήσει τον νέο της προσανατολισμό στην ελληνική Μακεδονία, η ηγεσία της Κομιντέρν –υπογραμμίζει ο Σπύρος Σφέτας– δεν έπαυε να υπενθυμίζει το «διεθνιστικό καθήκον» της ηγεσίας του ΚΚΕ· ακόμα και ο «Κούτβης» Νίκος Ζαχαριάδης υπέστη έντονη κριτική για τη «χλιαρή» στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό, όταν επισκέφθηκε τη Μόσχα, αμέσως μετά την τοποθέτησή του στην ηγεσία του Κόμματος, το Φθινόπωρο του 1931. Οι σχετικές προτροπές υποχρέωσαν το ελληνικό τμήμα να καταδείξει ενεργητικότερα τα «μακεδονικά» του αισθήματα και να προχωρήσει στη συγκρότηση ελληνικού τμήματος του VMRO(EMEO). Το 1932, πραγματοποιήθηκαν δύο προπαρασκευαστικές κομματικές συνδιασκέψεις, με συμμετοχή του μέλους του ΠΓ, Στέλιου Σκλάβαινα. Στην πρώτη συνδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του έτους, συμμετείχαν, εκτός από τους Σλαβόφωνους, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Βλάχοι αν και στην ουσία το επίδικο αντικείμενο ήταν οι Σλαβόφωνοι. Η δεύτερη συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στη Βέροια, και σε αυτή συμμετείχαν μόνο σλαβόφωνοι. Τελικώς, τον Μάρτιο του 1933, στην Έδεσσα συγκλήθηκε η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΕΜΕΟ (Εν.) και εξέλεξε την ηγεσία της οργάνωσης με επικεφαλής το μέλος του ΚΚΕ, Ανδρέα Τσίπα, από την περιοχή της Φλώρινας, ενώ ηγετικά στελέχη ήταν και οι Γεώργιος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά.
Τον Σεπτέμβριο του 1934, άρχισαν να δημοσιεύονται δηλώσεις ομάδων της ΕΜΕΟ (Εν.) στον Ριζοσπάστη σχετικά με τη «μακεδονική» ταυτότητα των σλαβόφωνων απορρίπτοντας την όποια βουλγαρική, σερβική και ελληνική τους ταυτότητα, υπογραμμίζοντας παράλληλα τη σημασία της ΕΜΕΟ (Εν.). Η ΕΜΕΟ (Εν.) άρχισε να συγκροτεί και να εμπεδώνει σε ένα μέρος των σλαβοφώνων τη «μακεδονική» ταυτότητα χωρίς βέβαια να κατορθώσει, μέχρι το 1936 και την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, να γίνει και μαζική οργάνωση (ο Τσίπας αναφέρει πως αριθμούσε 893 μέλη, ενώ ο Βλάχωφ 700, αριθμοί που είναι μάλλον υπερβολικοί).
Πλέον, το ΚΚΕ θα γίνει ένθερμος θιασώτης της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους», άποψη την οποία θα προπαγανδίζει σε όλα τα κομματικά έντυπα. Την 1η Φεβρουαρίου 1935, το θεωρητικό όργανο του κόμματος, η Κομμουνιστική Επιθεώρηση, δημοσίευσε το εκτενές άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ, «Η Μακεδονική εθνότητα». Ο Ιβανόφσκυ, δημοσιογράφος και πολιτικός γραμματέας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στη Βουλγαρία, στο άρθρο του επιχειρούσε να θεμελιώσει ιστορικά την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Περιέγραφε έναν ιστορικό λαό, που προήλθε από την ανάμειξη των αρχαίων Μακεδόνων (οι οποίοι δεν ήταν Έλληνες) με τους Σλάβους και κατόρθωσε να δημιουργήσει και ένα πρωτοεθνικό κράτος με τον Σαμουήλ, που στην πραγματικότητα δεν ήταν Βούλγαρος, κατά τον 10ο αιώνα. Αυτός ο λαός, κατά τη διαδικασία της εθνικής του αφύπνισης τον 19ο αιώνα, έπεσε θύμα της αφομοιωτικής πολιτικής των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βουλγάρων[14]. Το κείμενο του Ιβανώφ κινείται ήδη στην κατεύθυνση των σύγχρονων «μακεδονικών» μυθευμάτων για την αρχαία μακεδονική ταυτότητα των κατοίκων των Σκοπίων. Σταδιακώς δε, ο όρος «Μακεδόνες» υπερίσχυσε του όρου «Σλαβομακεδόνες» στα σχετικά δημοσιεύματα των εντύπων του ΚΚΕ.
Η δραστηριότητα του ΚΚΕ, μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Ζαχαριάδη, παρότι δεν κατόρθωσε να μεταβάλει την ΕΜΕΟ(Εν.) σε μαζική οργάνωση, όπως επιθυμούσε η Κομιντέρν, δημιούργησε εν τούτοις έναν πρώτο σοβαρό πυρήνα στελεχών (Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά.) που θα πρωτοστατήσουν στην αναζωπύρωση του ζητήματος κατά τη δεκαετία του 1940 [15].
Το ΚΚΕ, ακόμα και στην περίφημη απόφαση της 6ης Ολομέλειας του 4ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τον Ιανουάριο του 1934, η οποία σηματοδοτεί τη στροφή του ΚΚΕ προς την «αστικοδημοκρατική» στρατηγική («Η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χωρών για τις οποίες προβλέπεται πορεία λίγο ή πολύ γρήγορου περάσματος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική…»), συνεχίζει να προβάλλει την πιο ακραία θέση για το Μακεδονικό και να υιοθετεί ανοικτά τη συνεργασία με το βουλγαρικό VMRO:
… (το ΚΚΕ θα πρέπει) να αγωνισθεί για την εθνική αυτοδιάθεση μέχρις αποχωρισμού των καταπιεζομένων Μακεδόνων και Θρακών και να συνεργασθεί δια τον σκοπόν αυτόν με τας βουλγαρικάς οργανώσεις της εσωτερικής επαναστατικής μακεδόνικης οργάνωσης (ενωμένης) και της θρακικής επαναστατικής οργάνωσης[16].
Και όπως είδαμε, τον Φεβρουάριο του 1935, θα δημοσιευθεί το άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ το οποίο συνιστά τη θεωρητική βάση του μακεδονισμού και της «γένεσης» του μακεδονικού έθνους[17].
Διαβάστε και το πρώτο μέρος του κειμένου:
[1] Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, εκδ. Πετσίβας, Αθήνα 2003.
[2] Κρίστε Μισίρκωφ, ό.π., σ. 130. Βλ. και Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, Βάνιας, Θεσ/νίκη 2003, σσ. 73-74.
[3] Κρ. Μισίρκωφ, ό.π., σσ. 136-137· Σπ. Σφέτας, ό.π., σ. 74.
[4] Σπ. Σφετας, ό.π., σ. 86.
[5] Κρ. Μισίρκωφ, ό.π., σ. 127.
[6] Σπυρίδων Σφέτας, «Η Γένεση του “Μακεδονισμού” στον Μεσοπόλεμο», Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, http://www.imma.edu.gr/imma/history/13.html
[7] Σπυρίδων Σφέτας, «Η Γένεση του “Μακεδονισμού” στον Μεσοπόλεμο», ό.π.
[8] Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα, Αθήνα 1985, Μέρος ΙV, «1923, Το τέλος της παγκόσμιας επανάστασης, ο Βουλγαρικός Ιούνης και ο Γερμανικός Οκτώβρης», σσ. 239-304· Joseph Rothschild, The Communist Party of Bulgaria: Origins and Development 1883-1936, Columbia UP, Νέα Υόρκη 1959.
[9] Οι αποφάσεις της Κ.Δ. δεν είχαν συμβουλευτικό χαρακτήρα, η Διεθνής ήταν το παγκόσμιο Κομμουνιστικό Κόμμα, και τα κατά τόπους εθνικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα τις εντολές της. Η Κομιντέρν είχε το δικαίωμα να ορίζει ακόμα και την ηγεσία των κομμάτων, όπως έγινε και με τον Ζαχαριάδη. Ιδού πώς περιγράφει, στην ΚΟΜΕΠ, την ενθρόνιση του τελευταίου ο Μάκης Μαΐλης, υπεύθυνος ιστορίας της KΕ του ΚΚΕ: «Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ένας από την ομάδα των λεγόμενων Κούτβηδων (από τα αρχικά ΚΟΥΤΒ, δηλαδή Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής) που, το 1931, ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μόσχα όπου σπούδαζαν για ν’ αναλάβουν την ανασυγκρότηση της καθοδήγησης του ΚΚΕ. Τότε το Κόμμα μαστιζόταν από βαθιά κρίση (1929-1931)… Στις αρχές του Νοέμβρη του 1931, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ (ΕΕΚΔ) όρισε νέα καθοδήγηση στο ΚΚΕ, ενώ απηύθυνε Έκκληση «προς όλα τα μέλη του ΚΚΕ»… να αποκαταστήσουν την ενότητα του Κόμματος και να μπουν επικεφαλής στον αγώνα του λαού. Ταυτόχρονα: “Διαμορφώθηκε νέα καθοδήγηση στο ΚΚΕ με Πολιτικό Γραφείο από τους Νίκο Ζαχαριάδη, Γραμματέα, Γιάννη Ιωαννίδη, Στυλιανό Σκλάβαινα, Γιάννη Μιχαηλίδη, Βασίλη Νεφελούδη, Γιώργο Κωνσταντινίδη (Ασημίδη) και Λεωνίδα Στρίγκο”». Βλ. Μάκης Μαΐλης, «Η στρατηγική του ΚΚΕ με ΓΓ της ΚΕ τον Νίκο Ζαχαριάδη (1931-1956)», ΚΟΜΕΠ, Αθήνα 2013, τχ: 6. Πρβ. και Το ΚΚΕ-Επίσημα Κείμενα, τ. 3ος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σσ. 292-306.
[10] Καθ’ όλη την ιστορική περίοδο της διαμόρφωσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, από το 1918 μέχρι το 1935, η Κομμουνιστικής Διεθνής θα επιβάλει μια ψευδο-διεθνιστική αντίληψη περί «ελληνικού ιμπεριαλισμού» και επεκτατισμού – αρχικώς εξαιτίας της φιλοκεμαλικής πολιτικής των Λένιν-Τρότσκι, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο εξαιτίας της φιλοσλαβικής-φιλοβουλγαρικής πολιτικής τους, με αφετηρία το Μακεδονικό Ζήτημα.
[11] Βλ. Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα, Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Επίκεντρο, Αθήνα 2008· «Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(ΚΚΕ)» – Πρακτικά, Ιστορικό Τμήμα ΚΕ του ΚΚΕ· Ε. Σταυρίδης, ό.π., σσ. 220-227, 255-275.
[12] Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), ό.π., σσ., σσ. 239-304.
[13] Εξάλλου, η συνηγορία προς τον Μακεδονισμό δεν προερχόταν μόνο από τους Κροάτες Κομμουνιστές και την Αριστερά αλλά και από τους φασίστες. Ο Άντε Πάβελιτς, o ιδρυτής της Ουστάσα και πρώτος πρωθυπουργός της Κροατίας (1941-1945) στο τότε φασιστικό καθεστώς, ήταν στενός συνεργάτης της ΕΜΕΟ, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Το 1929 υπέγραψε μια κοινή διακήρυξη με τον Μιχαήλωφ, τον ηγέτη της δεξιάς πτέρυγας της ΕΜΕΟ, στη Σόφια, για τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών, της Κροατίας και της Μακεδονίας. Επιπλέον, οι Ουστάσι οργάνωσαν από κοινού με την ΕΜΕΟ τη δολοφονία του Βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλεξάνδρου, το 1934. (Βλ. Jozo Tomasevich, War and Revolution in Yugoslavia, 1941–1945: Occupation and Collaboration, Stanford UP, Στάνφορντ 2001, σσ. 32-34. )
[14] Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. 3 περ. Γ΄ 1.2.1935, σσ. 115-119.
[15] Βλ. Σπύρος Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής…, ό.π., σσ. 114-116· Σπύρος Σφέτας, Η Γένεση του «Μακεδονισμού» στον Μεσοπόλεμο, από Ερανιστής.
[16] ΚΕ του ΚΚΕ, Πέντε χρόνια αγώνες 1931-1936, σσ. 201, 205, 206, 212, Αθήνα 1946.
[17] Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. 3, περ. Γ΄, 1.2.1935, σσ. 115-119.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.