Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα ο Γ.Σεφέρης κατηγορείτο για τελείως αντίστροφους λόγους από αυτούς που κατηγορήθηκε πριν μερικές δεκαετίες (ως ελληνοκεντρικός). Τότε κατηγορήθηκε για την πλημμελή γνώση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής παράδοσης που προήλθε από την σπουδή του να αφομοιώσει τον μοντερνισμό. Δυο από τους εξέχοντες κριτικούς του σε αυτό το πνεύμα υπήρξαν ο Γ.Κοτζιούλας και ο Τ.Παπατσώνης. Ο τελευταίος σε άρθρο του στην “Καθημερινή”, φ.13.3.1932 συνοψίζει την επίθεση του στον Σεφέρη (αλλά και στον Α.Καραντώνη που μόλις 21 ετών τον παρουσίασε στην εκτενή μελέτη “Ο ποιητής Γ.Σεφέρης”):
“Αλλά γιατί έχει δύο σπουδαία ελαττώματα: α) Είναι μίμηση μέχρι κλοπής ενός ξένου τρόπου, χωρίς την παραμικρότερη παραλλαγή και β) είναι κακή μίμηση. Το διανοητικό, το συλλογιστικό μέρος είναι απόλυτα και πανομοιότυπα απομιμημένο απάνω στα ξένα καλούπια του Μαλλαρμέ, του Βαλερύ, του Λέον Πωλ Φαργκ. Το γλωσσικό μέρος είναι απόλυτα αποτυχημένο στη μίμηση, είναι εξάμβλωμα…Αλλά ειδικά οι νέοι αυτοί σαν τον κ.Σεφέρη, για να έχουν τέτοιαν αναισθησία της ακοής και της γλωσσικής ωραιότητας, για ό.τι αφορά τη γλώσσα μας, υποπτεύομαι για μόνη εξήγηση, πως ξέρουν καλά γαλλικά, αλλά δεν ξέρουν διόλου καλά τα ελληνικά τους”(ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ.1087,15.10.1972, σελ. 167).
Ο Βάσος Βαρίκας, στα “Πολιτικά φύλλα ” Οκτώβριος 1931, κατηγορεί τον Σεφέρη ότι έχει ως πρότυπο “γνωστούς ξένους δασκάλους” ενώ η “Στροφή” έχει “περίπου μηδαμινή αξία” και η προσπάθεια του είναι “αντιδραστική”(ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ.1087,15.10.1972, σελ. 164). Βεβαίως οι κριτικές αυτές στα χρόνια που ακολούθησαν θα μετριαστούν ή θα τροποποιηθούν θετικά (ο τόμος “τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της “Στροφής” που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1961 είναι ένα πολύ καλό αντιπροσωπευτικό δείγμα).
Ο Γ. Σεφέρης στον “Μονόλογο πάνω στην ποίηση”, το τελευταίο μέρος του σπουδαίου διαλόγου του με τον Κ.Τσάτσο γράφει: “Αν όμως μ’ ενδιαφέρει, πριν απ’ όλα, η καλύτερη ποίηση, δεν είναι βεβαία δική μου η στάση του λεπτεπίλεπτου αριστοκρατισμού που άνθισε και κάρπισε με τόση γλυκύτητα στον τόπο μας, και που κοίταζε από πολύ ψηλά είτε λ.χ. τα δημοτικά τραγούδια είτε τον “Ερωτόκριτο”. Απεναντίας τα κείμενα αυτά, καθώς και ο Μακρυγιάννης, μου έμαθαν πάνω στην ελληνική γραφή πολύ περισσότερα από πολλούς θεολόγους της λογοτεχνίας, και έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω ότι κείμενα σαν το ακόλουθο:
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα βουνά, και τον αϊτό στους κάμπους,
Και τον βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι ο αϊτός αποκοιμήθη,
Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα την “ερμητική”, “άλογη” και “ασυνάρτητη” σύγχρονη τέχνη. Ελπίζω να μου δοθεί κάποτε η ευκαιρία να δώσω ένα μικρό δείγμα της ευγνωμοσύνης μου”(ό.π. σελ. 128).
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.