Ο Bosanquet, στο έργο του History of Aesthetic (Ιστορία της αισθητικής), παραθέτει ένα ομηρικό χωρίο ως «μια από τις αρχαιότερες αισθητικές κρίσεις που υπάρχουν στη δυτική γραμματολογία». Όπως μας λέει ο ομηρικός αφηγητής, πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα, που είχε κατασκευασθεί από τον Ήφαιστο, «η γη φαινόταν μαύρη πίσω από το αλέτρι και όμοια με το οργωμένο χώμα, μολονότι [[η ασπίδα]] ήταν καμωμένη από χρυσάφι· και αυτό ήταν ένα θαυμαστό δημιούργημα!».[1] Οι σημερινοί αισθητικοί θα μπορούσαν να αρχίσουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το αν η παραπάνω φράση αποτελεί πραγματική αισθητική κρίση: αν δηλαδή θα έπρεπε να την θεωρήσουμε ως απλή έκφραση θαυμασμού για την ακρίβεια της αναπαράστασης, δηλαδή για έναν μιμητικό άθλο-ή αν πρόκειται για μια γνήσια αισθητική αντίδραση που οφείλεται στο ότι η σκοτεινόχρωμη παχιά γη έχει ενσωματωθεί πλαστικά και ενισχυθεί ώστε να αναδεικνύει τα χρυσά αλέτρια, ανεξάρτητα από τα όσα θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για έναν Αχαιό πολεμιστή που βρίσκεται μακριά από το πάτριο έδαφος. Αλλά η ομηρική αναφώνηση-«ήταν ένα θαυμαστό δημιούργημα!»- αποτελεί οπωσδήποτε μία παρατήρηση που μπορεί να γεννήσει αισθητικά ερωτήματα, από τη στιγμή που θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά στον δυτικό κόσμο τα πρώτα αυθεντικά και αναμφισβήτητα σκιρτήματα φιλοσοφικού στοχασμού.
Πρώτον, θέτει βαθιά ερωτήματα για το φαινομενικό και το πραγματικό, για τη σχέση ανάμεσα στην εικόνα και το αναπαριστώμενο. Γιατί μια ζωγραφιά μοιάζει κάπως με εκείνες τις άλλες εικόνες- όνειρα και ψευδαισθήσεις- που θέτουν φιλοσοφικά προβλήματα σχετικά με την βασιμότητα του ισχυρισμού μας ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο μέσω των αισθήσεων. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβώς σε ποιον ακριβώς βαθμό οι στοχαστές του 5ου αιώνα συνδέουν τις απορίες για την εικονογραφική αναπαράσταση με απορίες για την γνώση, αλλά φαίνεται ότι ο στοχασμός για τη φύση της μίμησης ήταν μέρος μιας γενικότερης ανάπτυξης της συνείδησης των προβλημάτων που δημιουργεί η διάκριση ανάμεσα στο φαινομενικό και το πραγματικό. Ο όρος «μίμησις» και οι συγγενικοί του όροι που επρόκειτο να έχουν τόσο σημαντική ιστορία, εμφανίσθηκαν κατά τον 5ο αιώνα και χρησιμοποιούνται για τη μουσική απομίμηση άλλων ήχων, για τη μίμηση φωνών και των πράξεων διαφόρων ανθρώπων στο δράμα και (στον Ηρόδοτο) για τα αιγυπτιακά ξύλινα αγάλματα των νεκρών. Ούτε η λέξη «εικών» (ομοιότητα) χρησιμοποιήθηκε πριν τον 5οαιώνα, αν και συμπεραίνεται η ύπαρξη ενός παλαιότερου συνώνυμου της από το γεγονός ότι οι επιγραφές που υπάρχουν σε γλυπτά του 6ου αιώνα αναφέρουν τα ονόματα σε γενική πτώση («Αίαντος»), και αυτό υποδηλώνει ελλειπτική έκφραση. Υπάρχει ένα απόσπασμα από ένα πρώιμο σατιρικό έργο του Αισχύλου, στο οποίο μέλη του χορού πλησιάζουν ένα ναό του Ποσειδώνα κρατώντας εικόνες του εαυτού τους και με φωνές εκδηλώνουν τον θαυμασμό τους για την μεγάλη αληθοφάνεια αυτών των εικόνων. Στο περίφημο απόσπασμα του Δημόκριτου (που γεννήθηκε στο 460 π. Χ.), «Πρέπει να είναι κανείς καλός ή να προσποιείται ότι είναι καλός», η λέξη που χρησιμοποιείται είναι «μιμείσθαι». Ο Δημόκριτος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που επεξεργάσθηκε μια πλήρη θεωρία της σχετικότητας και της υποκειμενικότητας των δευτερογενών ποιοτήτων τις οποίες αντιδιέστειλε από τις ιδιότητες των[[φυσικών]] ατόμων- αν και πριν από αυτόν ο Παρμενίδης (γύρω στο 500 π. Χ. ) είχε τιτλοφορήσει τα δύο μέρη του μεγάλου ποιήματος του «Για την Αλήθεια» και «Για το φαίνεσθαι» (ή Γνώμη).
Μια δεύτερη εξέλιξη της ελληνικής κουλτούρας προλείανε το δρόμο για την ολοκληρωμένη αισθητική έρευνα που πρώτος επιχείρησε ο Πλάτων. Επί πολύ καιρό μετά το θάνατό τους ο Όμηρος και ο Ησίοδος αντιμετωπίζονταν με απεριόριστο σεβασμό και εξαιρετικό δέος. Ήδη ο Όμηρος διακρίνει τη λειτουργία του ποιητή από τη λειτουργία του μάντη (ή προφήτη)· ωστόσο διαρκώς υπήρχε ο πειρασμός να ταυτισθούν ξανά. Γιατί, τόσο ο ποιητής όσο και ο μάντης χρησιμοποιούσαν, όπως και ο χρησμοδότης, επιβλητική γλώσσα, και τα λόγια τους προξενούσαν συγκίνηση και σάστισμα εξαιτίας μιας μαγικής δύναμης. Οι αρχαίοι Έλληνες δέχονταν ανεπιφύλακτα τα έργα των δύο αρχαίων ραψωδών σε περισσότερα επίπεδα τα οποία, χωρίς αμφιβολία, στην αρχή δεν διακρίνονταν μεταξύ τους. Ήταν ιστορία ή κάτι που προσέγγιζε στην ιστορία, όσο ήθελαν και όσο χρειάζονταν οι Έλληνες της εποχής πριν από τον Περικλή. Σε δεύτερο επίπεδο, τα έργα του πρόσφεραν απεικονίσεις ηθικών και θρησκευτικών αρετών- ανδρείας και ευσέβειας- και από αυτή την άποψη θεωρούνταν κατάλληλα μέσα διαπαιδαγώγησης. Με την ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας κατά τον 7οαιώνα διαμορφώθηκε και μια Τρίτη μέθοδος ερμηνείας- μια μέθοδος που επιβίωσε πολύ καιρό μετά τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι οι αρχαίοι ποιητές είχαν εκφράσει βαθιές και κρυμμένες αλήθειες με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο. Ο πιο γνωστός από αυτούς τους αλληγοριστές ήταν ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός που απέδιδε φυσικό νόημα στους χαρακτήρες της Ιλιάδας- ο Αγαμέμνων αντιπροσώπευε τον αιθέρα, ο Αχιλλέας τον ήλιο, η Ελένη τη γη, η Δήμητρα το συκώτι κτλ. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς κρύβονταν από όλα αυτά- αλλά μπορεί ανάμεσα στα άλλα, οι φυσικοί φιλόσοφοι να ήθελαν να δανειστούν το αναγνωρισμένο κύρος των ραψωδών για να στηρίξουν τις φυσιοκρατικές θεωρίες τους για τον φυσικό κόσμο.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων ήταν να ανακηρυχθούν ο Όμηρος και ο Ησίοδος σοφοί άνδρες και δάσκαλοι, και να συνδεθεί ή ποιητική μεγαλοσύνη με τη γνωστική αξία. Η αντίρροπη εξέλιξη που έμελλε να αποδώσει καρπούς αργότερα, οδηγώντας σε μια σαφέστερη αντίληψη του τι είναι και του τι κάνει η λογοτεχνία, άρχισε με τις δηκτικές παρατηρήσεις του Ξενοφάνη και του Ηράκλειτου, από τις οποίες ελάχιστες διασώθηκαν και παραθέτονται ως τα πρώτα δείγματα λογοτεχνικής κριτικής στον δυτικό κόσμο. «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος», λέει ο Ξενοφάνης, «απέδωσαν στους θεούς καθετί που είναι αισχρό και αξιοκατάκριτο, όταν γίνεται από ανθρώπους· και εξιστόρησαν πολλές άνομες πράξεις που τάχα έκαναν οι θεοί, όπως κλοπή, η μοιχεία και η αμοιβαία εξαπάτηση». Αυτό ήταν ένα σημαντικό ρεύμα που κέρδισε οπαδούς-ιδιαίτερες επικρίσεις προκάλεσε η περιγραφή του Όμηρου για τη θεομαχία στη ραψωδία Φ της Ιλιάδας. Η κριτική του Ηράκλειτου βασίζεται στη μεταφυσική του και υποβάλλει την ιδέα ότι οι βαθύτερες αλήθειες δεν μπορούν να βρεθούν μέσα σε απλούς ποιητές: «Ο Ησίοδος είναι δάσκαλος των περισσοτέρων ανθρώπων: είναι βέβαιοι ότι ξέρει ένα σωρό πράγματα, αυτός που ποτέ δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τη μέρα και τη νύχτα: γιατί είναι ένα και το αυτό»[2]
Επίσης, από νωρίς θα πρέπει να έγιναν ορισμένες σκέψεις και για ένα τρίτο πρόβλημα, που έμελλε να γίνει καίριο κατά τον 4ο αιώνα τη φύση και την πηγή της δημιουργικής δύναμης του καλλιτέχνη. Στον Όμηρο και τον Ησίοδο εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την προέλευση του κόσμου και της παγκόσμιας τάξης· το ενδιαφέρον αυτό αυξήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην ελληνική θρησκεία, λ. χ. από τον ορφισμό· και μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να γίνει κάποιος βαθύτερος παραλληλισμός ανάμεσα στον καλλιτέχνη ως δημιουργό και τον θεϊκό δημιουργό (ή ιδέα που υπήρχε για τη γένεση του κόσμου βασιζόταν στην αναλογία της τεκνοποιίας), η αντίληψη ότι η ζωγραφική και η ποίηση συνεπάγονται κάτι το υπερφυσικό ανάγεται σε πολύ παλαιότερη εποχή. Η ελληνική θεολογία δίδασκε ότι οι θεοί είχαν εφεύρει την ποίηση και τη μουσική για να ψυχαγωγούνται, και κατόπιν τις δίδαξαν στους ανθρώπους εκλεκτά πνεύματα όπως ο Ορφέας, ο Λίνος και Μουσαίος. Ίσως ο Δημόκριτος να μίλησε κάπως μεταφορικά όταν είπε (αν το είπε) κατά τον 5ο αιώνα: «Έχοντας θεϊκή φύση, ο Όμηρος έφτιαξε έναν κόσμο από διάφορους μύθους»[[Β 21]]. Αλλά οι ίδιοι οι παλαιότεροι ποιητές δεν αγνοούσαν το πρόβλημα που έθεταν τα ίδια τα δημιουργήματά τους. Όταν ο Ησίοδος και ο Όμηρος επικαλούνταν τη βοήθεια των Μουσών, δεν τις τιμούσαν μόνο τυπικά. Μάλιστα, ο καθένας τους πάσχιζε να εξηγήσει (ο Όμηρος στην Οδύσσεια, ραψωδία θ, ο Ησίοδος στην Θεογονία του, 22 κ. ε.), ότι, κατά κάποιο τρόπο, όταν μιλάει ο Ποιητής, μιλάει ένας θεός μέσα από αυτόν- αν και είναι ενδιαφέρον το ότι οι Μούσες του Ησίοδου του λένε: «Ξέρουμε πώς να λέμε πολλά ψεύτικα πράγματα σαν να ήταν αληθινά· αλλά, όταν θέλουμε, ξέρουμε πώς να λέμε αληθινά πράγματα» (26 κ. ε.). Ο Παρμενίδης άρχισε το ποίημά του με την εκμυστήρευση ότι μια θεά του αποκάλυψε τη φιλοσοφία του. Και φαίνεται πως ο Πίνδαρος αφιέρωσε αρκετό χρόνο στη θεωρία του ότι η τέχνη και η επιδεξιότητα του ποιητή μπορεί να ευθύνονται άμεσα για το έργο του, αλλά ότι, σε τελευταία ανάλυση, το ταλέντο και η έμπνευσή του είναι δώρα των θεών.
Μολονότι η εντατική μελέτη των τεχνών δεν επιχειρήθηκε παρά μόνο στο πλαίσιο της γενικής ανθρωπιστικής κίνησης του 5ου αιώνα, που εκπροσωπούν ο Σωκράτης και οι σοφιστές, οι προγενέστερες εξελίξεις της φυσικής φιλοσοφίας συνέβαλαν σημαντικά σ’ αυτή την μελέτη. Το ενδιαφέρον για την ορατή τάξη της φύσης-τις κυκλικές διαδικασίες της βιολογικής ανάπτυξης και της εναλλαγής των εποχών, την κανονικότητα της συμπεριφοράς των φυσικών αντικειμένων- και η παρόρμηση να ανακαλυφθεί μια μεγαλύτερη και βαθύτερη τάξη, που θα εξηγεί όσα παρατηρούμε, αποτελούν τις πρώτες εκφάνσεις αυτού που ονομάζουμε φυσική επιστήμη. Και είναι ευτύχημα ότι ο Πυθαγόρας και οι οπαδοί του αρκετά νωρίς(ο Πυθαγόρας ίδρυσε τη σχολή του γύρω στο 532 π. Χ.) συνέλαβαν με μαθηματικούς όρους την ιδέα του σχεδίου μέσα στη φύση, το οποίο μας επιτρέπει να την κατανοήσουμε. Χάρη σε μια σημαντική εμπειρική ανακάλυψη, μερικές τολμηρές φυσικές και αστρονομικές εικασίες, και το ενδιαφέρον για την εφαρμοσμένη ψυχολογία και ηθική, οι πυθαγόρειοι πλησίασαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πριν από τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη στο να σκιαγραφήσουν μία αισθητική θεωρία για μια από τις τέχνες, δηλαδή τη μουσική.
[1] Ιλιάδα Ραψωδία Σ 548, Bernarnd Bosanquet, History of Aesthetics,σ. 12. Πρβλ. την περιγραφή της χρυσής πόρπης από τον Οδυσσέα, Οδύσσεια, Ραψωδία τ, 227-31
[2] Η μετάφραση του Ξενοφάνη είναι παρμένη από το βιβλίο του Milton C. Nahm, Selections from Early Greek Philosophy (Νέα Υόρκη Appleton, Century-Crofts,2η έκδοση, 1944) σ. 109 η μετάφραση του Ηράκλειτου από το έργο του G. S. Kirk Heraclitus The Cosmic Fragments (Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ, 1954), σ. 155[Για τα κείμενα βλ. H. Diels και W. Kranz, Die Fragmemte der Vorsokratiker,Β 11 και Β 57 αντίστοιχα. Σ. τ. Επ.]
Monroe C. Beardsley: Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών- (Aesthetics from Classical Greece to Present-A short History) Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Παύλος Χριστοδουλίδης, Επιμέλεια: Παύλος Χριστοδουλίδης, Εκδόσεις Νεφέλη Αθήνα 1989, απόσπασμα από το κεφάλαιο «Πρώτες σκέψεις» [σελ. 19-23]
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Τρεις χάριτες”, 1974) είναι έργο του Χρήστου Καρρά.
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%8E%CE%BD/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.