Κ. Ν. Μπαραμπούτης
Αρχίζω, όπως πάντα, την κατάθεση της σκέψης μου για το Υπόγειο με τη γενική επισήμανση που αφορά, γενικά, το αληθινά μεγάλο μυθιστόρημα και επαναλαμβάνω προκαταρκτικά μια κοινότυπη δήλωση για την αξία του συγκεκριμένου έργου: Αποτελεί σταθμό για την λογοτεχνική ιστορία του συγγραφέα του, άρα και στην ψυχική του διαφοροποίηση. Εις το εξής οι ανακαλύψεις του για τους μηχανισμούς που κατευθύνουν γενικά τον ψυχισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, πλουτίζουν το ταλέντο του και έτοιμος πλέον θα χαρίσει στον άνθρωπο τις μεγαλοφυείς δημιουργίες του.
Το μεγάλο, λοιπόν, μυθιστόρημα υπερβαίνει τον δημιουργό του με την έννοια, πως η γνώση που αυτό προσφέρει έχει αντικειμενική αξία και δεν περιορίζεται στον ψυχισμό του συγγραφέα. Ο τρόπος κατασκευής του είναι πανομοιότυπος από τους μεγάλους συγγραφείς και σταθερή η μέριμνα της προσπάθειάς τους: να εκφράσουν την αλήθεια, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ιδιαίτερα το συγκεκριμένο έργο έχει περιεχόμενο τα θεμέλια της ανθρώπινης ψυχής, η προσπάθεια του συγγραφέα εντοπίζεται στα διαφορετικά κίνητρα που αναδύονται στις ψυχικές συμπεριφορές ενός αριθμού προσώπων που τους δίνει την ευκαιρία να εκφρασθούν. Ουσιαστικά απαντούν σε ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας και οι απαντήσεις τους τοποθετούν τον ίδιο σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία, έτσι θα προκύψουν τα δικά του πνευματικά συμπεράσματα. Βέβαια αυτά δεν αρκούν για το δημιουργό, αφορούν το θέμα του συγκεκριμένου έργου, αυτός θα προχωρήσει την έρευνά του με άλλο θέμα και θα έχει ανάλογα συμπεράσματα. Τελικά το συνολικό έργο του μπορεί να το θεωρήσουμε μια σκάλα με σκαλοπάτια τα επί μέρους έργα του που τον οδηγεί στην τελική πνευματική του συγκρότηση. Από το τέρμα της σκάλας η θέα είναι ο κόσμος μας στην πραγματική του δομή και οι προοπτικές του.
Τα σκαλοπάτια για τον Ντοστογιέφσκυ μετά την πρώτη σειρά των έργων του μέχρι το μεγάλο σταθμό, το Υπόγειο, είναι κατά σειρά: Το έγκλημα και Τιμωρία, ο Παίκτης, ο Ηλίθιος, οι Δαιμονισμένοι, και η κορυφή οι Αδελφοί Καραμάζοφ, το περισσότερο πνευματικό και φιλοσοφικό μυθιστόρημα όλων των εποχών.
Να δούμε τώρα ποια είναι τα συμπεράσματα για την ανθρώπινη ψυχή, αλλά και για τον άνθρωπο στην γενική του συγκρότηση, τα οποία στην αρχιτεκτονική δομή του βιβλίου του τα προβάλλει, πριν ακόμη με το δεύτερο μέρος του μας περιγράψει με έξοχο τρόπο τα επιχειρήματα που προκύπτουν σχεδόν πειραματικά από την έρευνά του και τα υποστηρίζουν. (Επιλέγω να εκθέσω της σκέψεις μου με αντίθετη φορά από το δεύτερο μέρος στο πρώτο).
Ο ήρωας ζει σένα υπόγειο, έχει επίγνωση πως είναι ψυχικά άρρωστος, επισημαίνει την κακότητά του που τον κάνει αποκρουστικό με χίλιους τρόπους, προ πάντων διαπιστώνει ένα διχασμό του προσώπου του που θέτει σε συνεχή ετοιμότητα την αυτοσυνειδησία του.Την τελευταία θεωρεί μέρος της αρρώστιας του, προφανώς γιατί βλέπει να τον απομακρύνει από τη δράση, που φαίνεται να αποτελεί για τους πολλούς την κατ’ εξοχή επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας τους. Έχει επίγνωση μιας διαφοράς του από το μεγάλο πλήθος, παρηγορείται από αυτήν, μόνο όμως υποψιάζεται ότι αυτή μπορεί να αποτελεί μέρος της θλιβερής του θέσης. Από τότε που ήταν στο σχολείο, ίσως ακόμη και νωρίτερα, θυμάται την κατάστασή του παρόμοια∙ ύστερα στη δημοσιοϋπαλληλική του ζωή η κατάστασή του επιδεινώνεται, και τώρα σαράντα πλέον χρονών τελείως απομονωμένος από την κοινωνία στοχάζεται και αναζητεί τις αιτίες που τον σπρώχνουν στη πνιγηρή ατμόσφαιρα της «υπόγειας» ζωής.
Στην αναπόλησή του δύο γεγονότα κυριαρχούν από τότε που ήταν εικοσιτεσσάρων χρονών, και τα δύο φαίνεται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή, που δεν είναι στην ουσία της ζωή αλλά θάνατος, μια αλήθεια που συμβολίζεται από τον τίτλο του έργου. Το πρώτο συμβαίνει τυχαία σ’ ένα «τρακτέρ», καφενείο με μπιλιάρδο, όπου ένας αξιωματικός που τον εμποδίζει ο ήρωάς μας να παίξει τον ανασηκώνει από τους ώμους και τον μεριάζει στην άκρη χωρίς καν να του απευθύνει το λόγο. Προσλαμβάνει έτσι το πρόσωπο του αξιωματικού στη φαντασία του μυθικές διαστάσεις, τρέφει αυτό τις αλαζονικές του διαθέσεις και γίνεται το πρότυπό του. Η περιφρονητική στάση εκείνου απέναντί του είναι ταυτόσημη με την ανάλογη στάση που αυτός επιδεικνύει σχεδόν ανεξαιρέτως στους συνανθρώπους του. Η συνέχεια του γεγονότος θα είναι μια απέλπιδα προσπάθεια εκ μέρους του να κάνει αισθητή τη παρουσία του στον αξιωματικό, τον οποίο ταυτόχρονα μισεί και θαυμάζει. Η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος από κείνον κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε γνωριμία μαζί του και η έμμονη προσκόλληση στο πρόσωπό του, εις μάτην, τον ανάγκαζαν να μηχανεύεται τρόπους για να βρει διέξοδο. Έφτασε να υπομένει το σπρωξίδι του κόσμου στο Νιέβσκι, όπου η σκέψη του γρηγορούσα τον μετέβαλε «σε μίγα απ’ όλους πιο ξυπνή, απ’ όλους πιο ανεπτυγμένη, απ’ όλους πιο ευγενικιά, αυτό πια εννοείται – μα που αδιάκοπα μπροστά σ’ όλους υποχωρούσε, ταπεινωμένη απ’ όλους και περιφρονημένη». Τελικά ικανοποίησε τη ματαιοδοξία του, όταν με επιμέλεια είχε σχεδιάσει τη συνάντηση μαζί του, τρακάρισε πλάτη με πλάτη, δε υποχώρησε ούτε τόσο και πέρασε πλάι του. Κυρίως ήτανε βέβαιος ότι αυτός μόνο έκανε πως δεν τον είδε, και επί πλέον η ανυποχώρητη σύγκρουση τον εξύψωνε στο ίδιο με κείνον κοινωνικό επίπεδο. Γύρισε μας πληροφορεί ο Ντοστογιέφσκυ στο σπίτι του κατενθουσιασμένος και απόλυτα ικανοποιημένος.
Το άλλο γεγονός ήταν μια συνάντηση με τρεις παλιούς συμμαθητές του που την επεδίωξε φορτικά, ενώ ήξερε πολύ καλά πως τίποτε από τα ενδιαφέροντά τους δεν ταίριαζαν με τα δικά τους. Παρά ταύτα την πνευματική υπεροχή που αισθάνεται απέναντί τους θέλει να τη επιβεβαιώσει με την περιφρόνηση που ενδέχεται να εμπνέει σ’ αυτές τις μετριότητες∙ αυτός λογαριάζει να την εισπράξει ως αναβαθμισμένο κύρος για τον εαυτό του. Στο υπόγειο που διαλογίζεται με τη σκέψη του πάντοτε προσηλωμένη στην υποδειγματική για το πνευματικό του επίπεδο συμπεριφορά του αξιωματικού του, σχεδιάζει την πιο απίθανη τακτική που θα τηρήσει απέναντί τους με στόχο, πάντοτε, την ικανοποίηση της αυταρέσκειάς του. Αυτοί βέβαια οι σχεδιασμοί του θα πρέπει πέρα από τις ονειροπολήσεις να λάβουν σάρκα και οστά στον πραγματικό κόσμο. Αλλοίμονο όμως, εκεί τα εμπόδια είναι τις περισσότερες φορές ανυπέρβλητα και ο «υπόγειος» ήρωας σύρεται αντιστρόφως ανάλογα με τους υψηλούς στόχους του στις πιο ταπεινωτικές περιπέτειες. Στη γνωριμία του με τη Λίζα, μια περιπέτεια που αρχίζει μισοτρελλαμένος από το κακό του σε ένα οίκο ανοχής - ακολουθεί τους άλλους τρεις συνδαιτημόνες που τον έχουν προσβάλλει βάναυσα, κατά τη γνώμη του, και σκοπεύει να ζητήσει εκδίκηση – θα εκφράσει την πιο ακραία συνέπεια της αλαζονείας του. Θα αποδείξει πως είναι ανίκανος να αγαπήσει ένα πλάσμα που είναι έτοιμο να του δοθεί και να τον αναγνωρίσει σωτήρα της. Τα κούφια λόγια του για το καλό, το υψηλό και το ωραίο είναι απολύτως ασυστοίχητα με το κουσούρι της αλαζονείας, της κορυφαίας ψυχικής αρρώστιας του ανθρώπινου υποκειμένου. Θα τον οδηγήσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της πτώσης από την ανθρώπινη ουσία του: Ακόμη και θα μισήσει την έκπληκτη Λίζα από τις αντιδράσεις του, αγνή όμως στη ψυχή της, και γι’ αυτό έτοιμη να τις δικαιολογήσει. Θα την διώξει από το υπόγειο που τον έχει επισκεφθεί με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο, την μισεί γιατί έχει γνωρίσει την υλική κατάντια του, βάζοντας στη παλάμη της ένα μικρό χρηματικό ποσό.
Ο Ντοστογιέφσκυ τρομάζει από την καρικατούρα του ήρωα που σχεδίασε και σπεύδει να δικαιολογηθεί στους αναγνώστες του, που είναι πολύ πιθανόν να αντιδράσουν, ότι αυτή η καρικατούρα τους εικονίζει. Πρώτα απ’ όλα θα εξομολογηθεί εικονίζει τον εαυτό μου, γιατί «εγώ σ’ όλη μου τη ζωή έφτασα σε όλα ίσαμε το τέλος ενώ εσείς δεν τολμήσατε να φτάσετε ίσαμε τα μισά κι’ ακόμη τη δειλία σας τη θεωρούσατε για σωφροσύνη και μ’ αυτό παρηγοριόσαστε και γελάτε τον εαυτό σας».
Ερχόμαστε τώρα στην ανακάλυψη του Ντοστογιέφσκυ που αφορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που έχει μεγαλύτερη σχέση με την ψυχική του συγκρότηση παρά με τη λειτουργία του νου του. Ο ήρωάς του είναι ένας άνθρωπος με αναμφίβολες νοητικές ικανότητες και όμως του είναι αδύνατον να ζήσει με ένα ισορροπημένο τρόπο μεταξύ της δικής του και της γενικής ωφέλειας. Το παράδειγμά του πιστοποιεί «πως ο αλαζόνας προτιμάει την πιο αναξιοπρεπή δουλεία από τον εγωισμό που του υπαγορεύει η ψευδοσοφία ενός παρακμασμένου ουμανισμού». Οι κοινωνικές θεωρίες ως γνωστόν του 19ου αιώνα, ανεξαιρέτως, ομνύουν στον ορθολογισμό που αποθεώνει την ανθρώπινη λογική. Ο Hegel με τη γνωστή του απόφανση « το λογικό πρέπει να είναι το πραγματικό» επαναδιατυπώνει τον ιδεαλισμό, ενώ με την ίδια προκείμενη αρχή ο Μαρξ καθιερώνει τον ιστορικό υλισμό ως επιστημονική θεωρία. Ελπίζουν στη λογική να ποδηγετήσει την ανθρωπότητα σε καλύτερες μέρες και αδιαφορούν για την ελευθερία του ανθρώπου που εν προκειμένω ο Ντοστογιέφσκυ βρίσκει να αντιφάσκει με τη σιδερένια πειθαρχία της λογικής των φυσικών νόμων και της Μαθηματικής επιστήμης. Προς το παρόν, γιατί θα διαφοροποιήσει με το ανέβασμα της σκάλας τις πεποιθήσεις του, στην ελευθερία ο Ντοστογιέφσκυ θα προσδώσει ένα προμηθεϊκό χαρακτήρα, τη ταυτίζει με την « εκ του μηδενός» ελευθερία. Η σκέψη του είναι απλή: Ο άνθρωπος θα επιμένει πάντοτε στο δικό του, γιατί αρνείται να δει τον εαυτό του όπως το πλήκτρο του πιάνου που άλλος ορίζει αν θα ακουσθεί ο ήχος του. Στο σημείο αυτό εντοπίζει την ανθρώπινη ουσία να αποδεικνύει με τις αποφάσεις του κάθε φορά πως δεν είναι πλήκτρο. Σ’ αυτούς που διατείνονται πως φροντίζουν να συμπίπτει η βούλησή μου με τα κανονικά μου συμφέροντα διευθετημένα από τους κανόνες της φύσης και της αριθμητικής τους απαντώ, ότι δεν υπάρχει βούληση όταν το δύο και δύο κάνουν τέσσερα ορίζει τα πάντα. Άρα αποδεσμεύει ο Ντοστογιέφσκυ τη βούληση από την κρίση και την εξαρτά αποκλειστικά από τις επιθυμίες του ανθρώπινου όντος για τις οποίες δηλώνει προς το παρόν άγνοια για την προέλευσή τους. Δεν πιστεύει πάντως να είναι «έτσι φτιαγμένος, μονάχα για να φτάνω στο συμπέρασμα πως όλα μου τα φερσίματα είναι μια κοροϊδία». Εδώ με αυτή του τη φράση απορρίπτει το μηδενισμό, ενώ λίγο πριν δήλωνε πως αν θεωρεί τον εαυτό του σοφό είναι « γιατί σ’ όλη μου τη ζωή τίποτε δεν μπόρεσα μήτε ν’ αρχίσω, μήτε να τελειώσω». Ο Ντοστογιέφσκυ είναι γνωστό πως στο υπαρξιακό νόημα της ελευθερίας το εξαρτά από μεταφυσικές και θεολογικές θεωρήσεις και αρνείται να το συνδέσει με αντικειμενικές αξίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάσεις ενός πρακτικού λόγου μιας ηθικής θεωρίας.
Η αναφορά του Ντοστογιέφσκυ στη ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει ο ήρωας με τον αξιωματικό του και που όπως είπαμε, κιόλας, αυτή είναι καθοριστική για την εξέλιξη της αλαζονικής του διάθεσης, μαρτυρεί ήδη την ανακάλυψη εκ μέρους του την σπουδαιότητα που έχει για την ανθρώπινη συμπεριφορά ο σχηματισμός της τριγωνικής σχέσης, ιδιαίτερα αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ προτύπου και υποκειμένου. Δεν έχει ακόμη τα εργαλεία να μεταγράψει αυτή τη σχέση εννοιολογικά, όμως, την καταχωρεί από τούδε στο αρχείο των ερμηνευτικών του εργαλείων που θα συγκροτήσει για την αποκωδικοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι θρησκευτικές του αναζητήσεις που αργότερα θα επακολουθήσουν θα τον διδάξουν πολλά για το ρόλο της μίμησης στις ανθρώπινες συμπεριφορές∙ έχει γίνει σχεδόν αποδεκτό από όλους πως οι πατέρες της Εκκλησίας θεωρούσαν αυταπόδεικτη την ανωτέρω άποψη για την ανώτερη γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού.
«Όσο περιφρονώ τους ανθρώπους γύρω μου, τόσο τους εξυψώνω….», έτσι αυτοαναλύεται ο ήρωας των Σημειώσεων και εξομολογείται τον εσωτερικό και εξωτερικό διχασμό που βιώνει. Πώς καταλήγει να συνειδητοποιεί τον «Εαυτό» του σ’ αυτήν την αμφίθυμη σχεδόν σχιζοφρενική κατάσταση, που όχι δεν αποτελεί ελευθερία εκ του μηδενός, αλλά συνιστά την απόλυτη δουλεία στο είδωλο του άλλου; Η απάντηση στο ερώτημα καθίσταται εύκολα δυνατή αν έχουμε κατανοήσει την αλαζονική φύση που εξάπτεται σε ακραίες εκδηλώσεις όπως η ανωτέρω, όταν μετά την ήττα του από το πρότυπο γίνεται έρμαιο μαζοχιστικών διαθέσεων. Αλαζόνας είναι εκείνος που αγνοεί ή θέλει να αγνοεί τα μέτρα του, δεν αποδέχεται την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης που είναι ατελής και πεπερασμένη. Κατατρύχεται από τάσεις εγωπαθείς και όταν ηττάται δεν το αποδέχεται με θάρρος και ειλικρίνεια∙ τότε είναι που εκδηλώνει αντιφατικές συμπεριφορές, όπως είναι η προσκόλληση στο νικητή και ταυτοχρόνως το μίσος του για κείνον.
Η αλαζονεία, λοιπόν, και ο αλαζόνας ευρίσκεται στο κέντρο των αποκαλύψεων που επιτυγχάνει με την εργασία που καταγράφει στο βιβλίο των σημειώσεων για τον «υπόγειο» άνθρωπο ο Ντοστογιέφσκυ. Θυμηθείτε την προσευχή του Φαρισαίου και τα περιφρονητικά λόγια που εκστομίζει ενώπιον του Θεού στον Τελώνη. Είναι προφανείς οι αποσταθεροποιητικές συνέπειές της στάσης του αλαζόνα για το ανθρώπινο περιβάλλον του, και είναι λάθος, τελικά, να του προσάπτουμε εσωτερική ζωή, γιατί απλούστατα τον εαυτό του τον δανείζεται από τον άλλο, δεν είναι παρά μια σοβατισμένη μάσκα με σοβατζή το πρότυπό του. Έτσι δικαιολογείται η συνεχής προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας για ταπείνωση, που είναι εύκολο να την παρανοήσουμε και να τη θεωρήσουμε υπερβολική. Νομίζουμε ότι μας καλούν να γίνουμε ανθρωπάκια, όταν μάλιστα μας έρχονται στο νου οι ανατριχίλες του Νίτσε και η πολεμική του εναντίον τους.
Τελειώνουμε με την βεβαιότητα, ότι ο Ντοστογιέφσκυ με το Υπόγειο αποκτά σ’ ένα μεγάλο βαθμό τη γνώση των πατέρων για την ανθρώπινη ψυχολογία την οποία θα εξελίξει στις επόμενες συγγραφές του.
πηγή: Aντίφωνο
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.