Μελέτη Κυριάκος
Περίληψη
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι η έννοια της οικονομικής κρίσης παραμένει
στην επιφάνεια των κοινωνικών λειτουργιών και ότι συγκαλύπτει βαθύτερες
και πιο επικίνδυνες κρίσεις, διότι, και στην περίπτωση ακόμη που
αποκαθίσταται η λειτουργία του οικονομικού συστήματος, αυτές θα
συνεχίσουν να οδηγούν την κοινωνία προς την καταστροφή. Βέβαια, αυτό που
τρομάζει τους ανθρώπους, που δε διαθέτουν μέσα παραγωγής, είναι η
ανεργία, η οποία τους βάζει αντιμέτωπους με τον ξεριζωμό, δηλαδή τη
μετανάστευση, αλλά και με το θάνατο. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την
υπόθεση ότι αυτό που τρομάζει στη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής είναι ο σχετικά βραχυχρόνιος κίνδυνος, ο άμεσα αντιληπτός.
Όμως, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν παράγει μόνο βραχυχρόνιους
κινδύνους, παράγει και μακροχρόνιους. Αυτούς που δημιουργούνται σε
κρίσεις βαθύτερων αιτιών. Θα υποστηρίζαμε ότι οι μακροχρόνιοι κίνδυνοι,
που επιδεινώνονται με την παρούσα κρίση, είναι πιο καταστροφικοί.
Εξάλλου, οι βραχυχρόνιοι είναι κάτι που παρέρχονται, ενώ οι μακροχρόνιοι
είναι μόνιμοι. Ένα παράδειγμα, είναι η εξάντληση των φυσικών πόρων, η
καταστροφή της βιοποικιλότητας και η υπερθέρμανση του πλανήτη. Ένα άλλο
παράδειγμα, είναι η καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής του
ανθρώπου ως βιολογικού οργανισμού και η μη αντικατάστασή του από κάποιον
άλλον που να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Μια
τρίτη καταστροφή που παρατηρείται στις μέρες μας αφορά τη γνώση και την
Παιδεία, η οποία λαμβάνει χώρα με το διωγμό της επιστημονικής σκέψης και
δράσης από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την αντικατάστασή της
από την «έρευνα», που επιβλήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
και έχει ως σκοπό να ικανοποιήσει ανάγκες ιδιωτικών επιχειρήσεων και
κρατικών μηχανισμών και όχι να επιλύσει επιστημονικά προβλήματα. Η
«έρευνα» διώκει την επιστημονική δραστηριότητα μέσω μιας υπέρμετρης
εξειδίκευσης ή, ακόμη, της κονιορτοποίησης του κοινωνικού αντικειμένου,
πράγμα που έχει ως συνέπεια τη δημιουργία γνώσης εφήμερης, επιφανειακής
και άκυρης όταν συνδέεται με την ολότητα.
Εισαγωγή
Από τον Οκτώβριο του 2008, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη
χρηματοπιστωτική κρίση και στην κρίση δημοσίου χρέους και τείνουμε να
παραμελούμε ή και να αγνοούμε άλλα ζητήματα των άλλων διαστάσεων του
κοινωνικού σχηματισμού, όπως για παράδειγμα την παραγωγή του ανθρώπου ως
βιολογικού οργανισμού και ως ιδεολογικού προσανατολισμού, και την
καταστροφή της φύσης. Ο οικονομισμός, παρά το ότι υποβλήθηκε σε κριτική,
ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970, εντούτοις ηγεμονεύει στο ακαδημαϊκό
πεδίο μέχρι τις μέρες μας. Στο άρθρο αυτό, θα στηριχθώ στην υπόθεση ότι
τα πεδία της βιολογικής και ιδεολογικής παραγωγής του ανθρώπου, παρά τη
σχετική τους αυτονομία, βρίσκονται σε σχέση διαντίδρασης με το
οικονομικό πεδίο, δηλαδή το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τα άλλα ή,
ακόμη, το ένα τρέφει τα άλλα, και ως εκ τούτου δε θα πρέπει η παραγωγή
του ανθρώπου ως βιολογικού οργανισμού και ως ιδεολογικού
προσανατολισμού, να θεωρούνται μικρότερης σημασίας από την παραγωγή των
υλικών αγαθών για την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών. Δηλαδή, στο
άρθρο αυτό, θα προσπαθήσω να ξεπεράσω τις υπεραπλουστευτικές
αναπαραστάσεις, αλλά και τα δόγματα των νεοτερικών και μετανεοτερικών,
που βλέπουν τις κοινωνίες είτε ως σχέσεις ορθολογικών ατόμων είτε ως
μικροαφηγήσεις είτε ως ταξικές είτε, ακόμη, ως ασύνδετα γνωστικά
αντικείμενα, και θα προσπαθήσω να τις αναπαραστήσω ως πολύπλοκες
ολιστικές πραγματικότητες, οι οποίες συντίθενται από τις πρωταρχικές
σχέσεις τω φύλων και των γενεών, και τις επιγενόμενες σχέσεις των
τάξεων, που συγκροτούνται σε έθνη-κράτη ή κράτη-έθνη. Κατά ένα γενικό
τρόπο, θα προσπαθήσω να δείξω ότι τα κυρίαρχα επιστημονικά υποδείγματα,
που αφορούν την κοινωνία, είναι ανυπόστατα και θα προσδιορίσω το πλαίσιο
και την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός άλλου.
Σύμφωνα με τη «θεωρητική οικονομική», η «συνάρτηση παραγωγής»
διατυπώνεται ως μια σχέση μεταξύ του Κεφαλαίου, της Εργασίας και του
Εδάφους ή των Φυσικών πόρων. Η συνάρτηση αυτή μέσα από τους όρους της
«θεωρητικής οικονομικής», εμφανίζεται ως επιστημονική, πράγμα που
σημαίνει ότι αυτή είναι ουδέτερη, ανιδιοτελής και αληθής. Σημαίνει
επίσης ότι είναι διιστορική και άρα φυσική, και ως τέτοια δεν πρέπει να
αμφισβητείται. Θα πρέπει να θεωρείται ως η Μεγάλη Αλήθεια. Όμως, η
«συνάρτηση παραγωγής» δεν είναι ούτε επιστημονική, ούτε διιστορική,
διότι, πρώτον, αναπαριστά την Εργασία, όπως το Κεφάλαιο και το Έδαφος,
ως κόστος και όχι ως ανθρώπινη δραστηριότητα και, δεύτερον, το Κεφάλαιο
δεν είναι ένα διιστορικό-φυσικό μέγεθος, είναι μια ιστορική μορφή, η
οποία εκφράζει ένα ποσό χρήματος που επενδύεται με το σκοπό να
προσαυξηθεί, δηλαδή να δημιουργηθεί κέρδος. Δεν είναι, επίσης,
επιστημονική, διότι δεν αναπαριστά τις πραγματικές σχέσεις του
κεφαλαιοκράτη και του εργάτη με τα μέσα παραγωγής, αλλά τον τρόπο με τον
οποίο ο πρώτος συνδυάζει, «ορθολογικά», τους λεγόμενους συντελεστές
παραγωγής για να μειώσει το κόστος και να αυξήσει το κέρδος. Ως τέτοια,
η «συνάρτηση παραγωγής», δε συγκροτεί ούτε μια πρόταση αληθή, ούτε μια
φυσική κατηγορία. Αντίθετα, συγκροτεί μια κεφαλαιοκρατική ιδιοτελή
αναπαράσταση που θεωρεί ότι:
• ο παράγοντας Έδαφος δεν είναι το οικοσύστημα, ο φυσικός χώρος όπου ο
άνθρωπος, ως εσωτερικό του στοιχείο και ως φυσικο-κοινωνική οντότητα,
οργανώνει τη ζωή του, αλλά η εμπορευματοποιημένη εκμεταλλεύσιμη ύλη, που
δημιουργεί κέρδη, και
• η Εργασία αποτελεί ένα κόστος, το οποίο μπορεί να αντικατασταθεί από
ένα άψυχο εργαλείο ή να πεταχτεί όπως οποιοδήποτε φθαρμένο μηχάνημα και
γι’ αυτό δε θα πρέπει να έχουμε κανένα συναίσθημα γι’ αυτήν. Το πρόβλημα
«δεν είναι συναισθηματικό, αλλά ανάπτυξης». Αυτό που είναι σημαντικό
είναι η αύξηση του πλούτου που, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει τον
πλουτισμό των πλουσίων.
Κατ’ αντίθεση με τη «θεωρητική οικονομική», δηλαδή την κεφαλαιοκρατική
αναπαράσταση, η οποία φαίνεται να συλλαμβάνει την τεκνοποίηση ως
παραγωγή μελλοντικών εργατών, που έχει, ανάλογα με την ποσότητά της,
χαμηλό ή υψηλό κόστος, εάν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στον τρόπο που
η εθνολογία συλλαμβάνει τη δημιουργία της ζωής, τότε θα δούμε ότι άνδρες
και γυναίκες, πατέρες και μητέρες, που αγαπήθηκαν, ερωτεύτηκαν και
έκαναν όνειρα, έκαναν παιδιά, τα οποία έκαναν ανθρώπους, που αγαπούν,
ερωτεύονται και κάνουν όνειρα, αλλά και θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια,
και ως εκ τούτου δε συγκροτούνται ούτε ως κόστος παραγωγής, όπως δε
συγκροτούνται ούτε και ως ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι άνθρωποι δεν είναι ένα
ποσότητες κεφαλαίου, οι οποίες μπορούν να επενδυθούν και να γίνουν
προσαυξημένα ανθρώπινα κεφάλαια. Το ότι οι άνθρωποι είναι πηγές πλούτου,
δε συνεπάγεται, ταυτόχρονα, ότι είναι και κεφάλαιο, διότι αυτοί πάντα
ήταν πηγές πλούτου ο χαρακτηρισμός τους όμως ως κεφάλαιο καθιερώθηκε
κατά την κεφαλαιοκρατική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος των
ανθρωπίνων κεφαλαίων δεν αποτελεί μια επιστημονική έννοια, αλλά ένα
ιδεολόγημα, μια κεφαλαιοκρατική αναπαράσταση, που θέλει να βλέπει τα
πάντα μέσα από όρους κεφαλαίου, επένδυσης και κέρδους, που καταστρέφουν
κάθε ανιδιοτελή και αλληλέγγυα σχέση, όπως αυτήν του δώρου, της θυσίας,
της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα κλπ. Όμως, δε θα επιμείνω άλλο.
Περιορίζομαι να γράψω ότι, όπως μεταξύ του πεδίου των σχέσεων των φύλων,
δηλαδή των οικογενειακών σχέσεων, και του πεδίου της κεφαλαιοκρατικής
επιχείρησης, έτσι και μεταξύ του τελευταίου και του πεδίου του τρόπου
παραγωγής του ανθρώπου ως ιδεολογικού προσανατολισμού, δηλαδή των
γενεών, υπάρχει σχέση διαντίδρασης, πράγμα που σημαίνει ότι η ποιότητα
του δευτέρου καθορίζει την ποιότητα του πρώτου και αντίστροφα.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
Κατά τη δεκαετία του 2000 και μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής
κρίσης, τον Οκτώβριο του 2008, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας τόνιζαν,
κατά τρόπο κριτικό, τα περιβαλλοντικά προβλήματα και ιδιαίτερα την
υπερθέρμανση του πλανήτη και το λιώσιμο των πάγων, που δημιουργεί ο
κεφαλαιοκρατικός πολιτισμός, αυτός της αύξησης του κέρδους, της μείωσης
του εργατικού κόστους, της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, της
αύξησης της κατανάλωσης και των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και
του μεθανίου. Θα γράφαμε, ότι οι άνθρωποι, μέσω του περιβαλλοντικού
προβλήματος, έτειναν να οξύνουν την κριτική τους για τον κεφαλαιοκρατικό
τρόπο παραγωγής. Όμως, με τη χρηματοπιστωτική κρίση και με την κρίση
χρέους, που ακολούθησε αμέσως μετά, η περιβαλλοντική κριτική σχεδόν
εξαφανίστηκε και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθιέρωσαν το μονόλογο στα
ζητήματα της κρίσης. Να επισημάνουμε ότι η κρίση φαίνεται να κάνει τους
αναλυτές να επικεντρώνονται στην επιφάνεια των πραγμάτων και να μη
συλλαμβάνουν τη βαθύτερη λογική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η
οποία έχει ως μοναδικό έργο την καταστροφή.
Όταν στρέφουμε την προσοχή μας στην οικονομική κρίση, φαίνεται, μέσα
από μια πρώτη ματιά, ότι είναι μη ηθελημένη, ότι είναι το αποτέλεσμα της
λειτουργίας των υποτιθέμενων ουδέτερων νόμων της κεφαλαιοκρατικής
αγοράς. Όμως, με μια δεύτερη ματιά, παρατηρούμε ότι αποτελεί,
ταυτόχρονα, μια στρατηγική επιλογή των φορέων του κεφαλαίου και της
πολιτικής του εκπροσώπησης (Stiglitz, 2011). Αυτό φαίνεται και μέσα από
το παράδειγμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, όπου η πολιτική εξουσία,
αρπάζοντας την ευκαιρία του σοκ, που η ίδια δημιούργησε, εφάρμοσε, με
ιδιαίτερο ζήλο, τα διάφορα «Μνημόνια» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου,
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στην
πραγματικότητα, τα διάφορα «Μνημόνια» δεν έχουν ως σκοπό να «εξυγιάνουν»
την ελληνική οικονομία, αλλά να την εντάξουν στην προοπτική της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, Η τελευταία συνίσταται στη στρατηγική
των πολυεθνικών επιχειρήσεων να δημιουργήσουν έναν ενιαίο διεθνή χώρο,
που να χαρακτηρίζεται, από τη μια, από ανισότητα σε πολιτική και
οικονομική ισχύ, των εθνικών κεφαλαιοκρατικών κρατών (Poulantzas, 1972),
και, από την άλλη, από ομοιομορφία, αφού αυτά τα κράτη θα πρέπει να
είναι απογυμνωμένα από κάθε κοινωνική πολιτική, φορτωμένα όμως με τη
λειτουργία οργάνωσης της παγκόσμιας δράσης του κεφαλαίου ή, πιο
συγκεκριμένα, της συσσώρευσής του σε παγκόσμια κλίμακα (Michalet, 1976,
Wallerstein, 2009), που υποβαστάζεται από τους επαγγελματικούς στρατούς,
οι οποίοι τείνουν να αντικαταστήσουν τους εθνικούς στρατούς. Θα πρέπει,
επίσης, τα κράτη-έθνη του κέντρου να αποτελούνται από μισθωτούς
ανταγωνίσιμους με αυτούς της Κίνας, του Βιετνάμ, της Μαλαισίας κλπ. Με
την κρίση χρέους στην Ελλάδα, φαίνεται ότι επαληθεύεται η υπόθεση της
Naomi Klein (2010), σύμφωνα με την οποία οι φορείς του
νεοφιλελευθερισμού χρησιμοποιούν κάθε κατάσταση σοκ και την κρατική βία
για να επιβάλουν τη λογική των δήθεν ελεύθερων αγορών, πράγμα που
σημαίνει ότι η κρίση είναι μια βασική λογική τού κεφαλαίου.
Όμως, πέραν των όσων γράφει η Naomi Klein, η οικονομική κρίση και ο
κυρίαρχος οικονομικός λόγος, αλλά και ο μαρξιστικός οικονομισμός,
συγκαλύπτουν πολλές καταστροφές, που δημιουργεί η δράση του κεφαλαίου σε
πλανητικό επίπεδο. Θα υποστηρίζαμε ότι συγκαλύπτουν πολλές πρακτικές των
πολυεθνικών επιχειρήσεων, που διαμορφώνουν τις συνθήκες μετάβασης προς
την καταστροφή. Προς μια καταστροφή, η οποία, κατ’ αντίθεση με την
αναπαράσταση του Σουμπέντερ, δε συνοδεύεται από δημιουργία. Μπορούμε να
το δούμε αυτό μέσα από τρία παραδείγματα.
Πρώτο παράδειγμα. Το λιώσιμο των πάγων στον αρκτικό κύκλο
Παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των μελετητών, τονίζει τους
κινδύνους που δημιουργούνται ένεκα της ανόδου της στάθμης της θάλασσας,
που προκαλείται με το λιώσιμο των πάγων, και της υπερθέρμανσης του
πλανήτη από τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, που παράγει η
κατανάλωση πετρελαϊκής ενέργειας, εντούτοις ηγέτες των μεγάλων κρατικών
δυνάμεων, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, και πετρελαϊκοί γίγαντες, όπως η
αμερικανική Exxon και η Ρωσική Rosneft, όχι μόνο δε σκέφτονται πώς να
τους αντιμετωπίσουν, αλλά επιπλέον άρπαξαν την ευκαιρία για να
εκμεταλλευτούν το τεράστιο ενεργειακό φιλέτο του αρκτικού κύκλου
(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 4 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 32, και 25
Σεπτεμβρίου 2011, σ. 36). Τόσο μεγάλη είναι η τύφλωση που δημιουργεί η
πολιτική δύναμη και η αύξηση των κερδών, που παράγονται από τον έλεγχο
των κοιτασμάτων πετρελαίου, που όχι μόνο τα ανωτέρω δρώντα υποκείμενα
αρνούνται να δουν το μέγεθος της καταστροφής, αλλά επιπλέον είτε
αποποιούνται των ευθυνών τους είτε εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Από τη
μια, ένα μέρος της πολιτικής ηγεσίας των Η. Π. Α. ισχυρίζεται ότι η
υπερθέρμανση του πλανήτη δεν οφείλεται στις εκπομπές του διοξειδίου του
άνθρακα, αλλά στην αύξηση της δραστηριότητας του ήλιου και, από την
άλλη, μέρος της πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας υποστηρίζει ότι αυτή (η
υπερθέρμανση) θα κάνει πιο ήπιο το κλήμα της, γεγονός που συνεπάγεται
την αύξηση της παραγωγικότητας της αγροτικής της οικονομίας.
Σύμφωνα με τα «θεωρητικά οικονομικά», δηλαδή τον «οικονομικό
φιλελευθερισμό», ο οποίος αυτοπροβάλλεται και ως θετική επιστήμη, αφού
διατυπώνεται και σε γλώσσα μαθηματική, αυτό που καθορίζει σε μια
οικονομία είναι οι νόμοι της αγοράς, οι οποίοι λειτουργούν ως μια μηχανή
με άξονα την κυκλική κίνηση προσφορά-ζήτηση, που διαμορφώνεται από τους
παραγωγούς στους καταναλωτές και από τους καταναλωτές στους παραγωγούς,
και μπορούν, όταν αφήνονται να λειτουργούν ελευθέρα από κρατικές
παρεμβάσεις, να επιλύσουν τόσο με δίκαιο τρόπο την κατανομή του
παραγόμενου προϊόντος, όσο και τα προβλήματα της φτώχειας και της
ρύπανσης του περιβάλλοντος. Το βασικό στοιχείο που υποβαστάζει αυτή την
αναπαράσταση είναι ότι οι άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με αυτούς τους
νόμους και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Το μέγεθός τους είναι πολύ
μικρό για να τους αντιμετωπίσουν. Πράγματι πως θα μπορούσαν να
αντιδράσουν τα golden boys στους νόμους της οικονομίας, που αποφάσισαν
να τσεπώνουν εκατομμύρια δολάρια και όταν ακόμα οι εταιρείες καταρρέουν;
Δε θα υποβάλουμε σε εξαντλητικό έλεγχο αυτήν αναπαράσταση. Θα
περιοριστούμε να γράψουμε ότι πρόκειται για μια ηθική διαστροφή, διότι
ωραιοποιεί διαστρέφοντας την οικονομική πραγματικότητα. Η τελευταία δεν
αποτελείται από νόμους, αλλά από ανθρώπους, οι οποίοι αναπτύσσουν
στρατηγικές και αντιστρατηγικές, άλλοι για να αυξήσουν τα κέρδη τους, με
κάθε μέσο, και άλλοι για να εξασφαλίσουν την επιβίωση, και ως εκ τούτου
οι έννοιες που αναπαριστούν πιστά την πραγματικότητα είναι αυτές της
τύφλωσης, της ανευθυνότητας, του «μανιακού καπιταλισμού» (Γκρέιντερ,
1999), «ο θρίαμβος της απληστίας» (Stiglitz, 2011), «η φονική κρίση»
(Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, 2010), ο «αχαλίνωτος καπιταλισμός» (Luttwak,
2003). Εξάλλου, η ταφή επικίνδυνων αποβλήτων στις κοινότητες των Μαύρων,
στις Η. Π. Α., η απόρριψη, από τη Φιλαδέλφεια, στάχτης γεμάτης από
διοξίνη, στη Γουινέα και την Αϊτή, οι 4000 τόνοι χημικών αποβλήτων με
πολυχλωριωμένο διφαινυλένιο, που διέρρευσαν από χιλιάδες σκουριασμένα
διαβρωμένα βαρέλια, που στάλθηκαν από την Ιταλία στην Νιγηρία, με
αποτέλεσμα τη δηλητηρίαση τόσο του εδάφους, όσο και των υπόγειων υδάτων,
(Φόστερ, 2005, σ. 132), δεν ήταν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας
των νόμων της αγοράς, αλλά αποφάσεις πολιτικών ηγετών και κεφαλαιοκρατών
χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς.
Δεύτερο παράδειγμα. Το πληθυσμιακό πρόβλημα
Σύμφωνα με μια κυρίαρχη άποψη, η πληθυσμιακή έκρηξη, στο λεγόμενο Τρίτο
Κόσμο, ασκεί μια πολύ μεγάλη πίεση στους γήινους πόρους, που έχει ως
συνέπεια την αποξήρανση των υδροβιότοπων, την αποψίλωση των τροπικών
δασών, την υπερβολική βόσκηση σε πεδιάδες και σαβάνες, (Kennedy, 1994),
και ως εκ τούτου οι πληθυσμοί θα πρέπει να επαναπροσανατολιστούν προς τη
μείωση της γονιμότητας. Αυτό που δε συλλαμβάνει αυτή η κοντόφθαλμη
αναπαράσταση είναι ότι, πρώτον, η υπεργεννητικότητα, δηλαδή η
υπερπαραγωγή παιδιών από τις γυναίκες των περιφερειακών κεφαλαιοκρατικών
κοινωνικών σχηματισμών, τρέφει τους κοινωνικούς σχηματισμούς του
κέντρου, όπου η γονιμότητα έχει πέσει κάτω από το κρίσιμο σημείο του
2,10% και δεύτερον, η υπογεννητικότητα τείνει να παγκοσμιοποιηθεί μέσα
από την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Στο
βαθμό, δηλαδή, που ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής διευρύνεται και
τείνει, ταυτόχρονα, να γίνει αποκλειστικός, εξαλείφοντας τον
οικογενειακό τρόπο παραγωγής, οι γυναίκες σταματούν να τεκνοποιούν, με
αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας μόνιμης κρίσης στο πεδίο της παραγωγής των
ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών. Αυτό καθορίζεται από το γεγονός ότι
ενώ από τη μια ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής υποχρεώνει τις
γυναίκες, μέσα από την εξάλειψη των λειτουργιών της οικογένειας, να
αναζητήσουν εργασία στους κόλπους του, εντούτοις δεν τις αποδέχεται ως
έγκυες ή μητέρες, διότι ανεβάζουν το κόστος παραγωγής.
Αυτή η επιστημονική αναπαράσταση:
- ακυρώνει την πρακτική αναπαράσταση, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες,
ιδιαίτερα στις χώρες του κέντρου, αρνούνται να επιστρέψουν στα σπίτια
τους. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες αρνούνται να επιστρέψουν σ’ ένα
χώρο που δεν υπάρχει, αφού ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής έχει
αναλάβει, μέσα από την ανάπτυξη της τάσης εμπορευματοποίησης των πάντων,
σχεδόν το σύνολο των οικογενειακών λειτουργιών (πρώτα εξάλειψη της
οικιακής οικονομίας, στη συνέχεια ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης των
παιδιών και των ιδιωτικών βρεφονηπιακών σταθμών), πράγμα που σημαίνει
ότι οι αποκαλούμενες νοικοκυρές μετατρέπονται σε αργόσχολες και οι οίκοι
σε τόπους φυλάκισής τους.
- δείχνει, επίσης, ότι οι γυναίκες των περιφερειακών κοινωνικών
σχηματισμών και, πιο συγκεκριμένα, οι πολύτεκνες γυναίκες, αποτελούν το
δυναμικό ενός δυνητικού κοινωνικού κινήματος. Αυτό μπορεί να γίνει
κατανοητό, αν επισημάνουμε ότι όπως το εμπόρευμα αποτελεί το αντικείμενο
εργασίας και το αντικείμενο πάλης των σχέσεων μεταξύ κεφαλαιοκρατών και
εργατών (Marx, 1977, Touraine, 1978), έτσι και το παιδί αποτελεί το
αντικείμενο εργασίας και το αντικείμενο πάλης των σχέσεων των φύλων, τα
οποία, κατά την τρέχουσα περίοδο, παίρνουν, μέσω των μαζικών
μεταναστεύσεων, τη μορφή των σχέσεων μεταξύ των πολύτεκνων γυναικών των
περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών και των ανδρών κεφαλαιοκρατών των
χωρών του κέντρου.
Η καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής, δεν αφορά, απλά και
μόνο, τη βιολογική εξάλειψη των ανθρώπινων κοινωνιών, η οποία δε
φαίνεται άμεσα στις μέρες μας, εφόσον πρόκειται για μακροχρόνια τάση.
Αφορά, επίσης, την καταστροφή των κοινωνικών ή ανθρωπίνων σχέσεων, που
παρατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της κεφαλαιοκρατικής περιόδου, αλλά
εκφράστηκε, ιδιαίτερα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στις μεγαλουπόλεις
των χωρών του κέντρου μέσα από την αύξηση της εγκληματικότητας και της
κατανάλωσης αγχολυτικών φαρμάκων. Αυτή η καταστροφή συντελείται με την
αύξηση των μοναχικών ανθρώπων και των μονογονεϊκών οικογενειών, δηλαδή,
με τη συρρίκνωση των κοινωνικών σχέσεων και την εξάλειψη της φιλικής,
οικογενειακής επικοινωνίας. Τα προβλήματα, λοιπόν, που δημιουργούνται με
την καταστροφή της οικογένειας, και άρα και των ανθρωπίνων σχέσεων, δεν
είναι άγνωστα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την πολιτική εκπρόσωπο του
νεοφιλελευθερισμού, Margaret Thatcher, να δώσει το σύνθημα ότι «δεν
υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον άτομα». Δεν εμπόδισε, επίσης, το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να στραφεί «κατά των συντεχνιών», «υπέρ του
ανοίγματος των επαγγελμάτων» και να ευνοήσει την ευέλικτη αγορά
εργασίας, η οποία δημιουργεί απρόσωπες, θα γράφαμε απάνθρωπες, σχέσεις.
Όμως, όπως επισημαίνει ο Luttwak (2003), αυτές οι συντεχνίες δεν
αποτελούνται παρά από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες
εξασφαλίζουν τόσο εργασία στα μέλη τους, και όχι μόνο (στην Ιαπωνία δύο
εκατομμύρια τέτοιου είδους επιχειρήσεις εξασφαλίζουν εργασία σε έξη
εκατομμύρια άτομα), όσο και ανθρώπινες σχέσεις (σ. 264 – 283, 472 -
482).
Αν στην καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής συνυπολογίσουμε
και αυτήν της κοινωνικής πολιτικής, την οποία, με ιδιαίτερο ζήλο,
εντάσσουν οι νεοφιλελεύθεροι στην προοπτική της μείωσης του κόστους
παραγωγής, (Γεώρμας, 2006), και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του
κεφαλαίου, τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι τυχαίο που οι φορείς του
κεφαλαίου ευνοούν την έρευνα για την παραγωγή του ανθρώπου στο
εργαστήριο, (Sandel, 2011, Rifkin 1998). Δηλαδή ενώ, από τη μια, οι
φορείς του κεφαλαίου καταστρέφουν με τη δράση τους τούς
φυσικο-κοινωνικούς τρόπους παραγωγής του ανθρώπου ως βιολογικούς
οργανισμούς, από την άλλη, προσπαθούν να δημιουργήσουν, μέσω της
βιοτεχνολογίας, έναν νέο βιοτεχνολογικό τρόπο παραγωγής.
Το κυνήγι του κέρδους τυφλώνει τόσο πολύ τους φορείς του κεφαλαίου και,
ιδιαίτερα, τους νεοφιλελεύθερους οργανικούς τους διανοούμενους, που δεν
αφήνει να δουν ότι και οι ίδιοι αυτοκαταστρέφονται, μέσα από τη
δημιουργία των συνθηκών που ανακόπτουν την τεκνοποίηση, που
καταστρέφουν, δηλαδή, τον ένα από τους «τρεις συντελεστές παραγωγής»,
την εργασία. Βέβαια, η πληθώρα της φτηνής εργατικής δύναμης στους
περιφερειακούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τούς κάνει να μη βλέπουν ότι ο
κίνδυνος της καταστροφής των ανθρώπινων κοινωνιών είναι υπαρκτός. Με
βάση την ισχύουσα κεφαλαιοκρατική δυναμική, η αναπαραγωγή αυτού του
πλήθους δε θα διαρκέσει παντοτινά. Βέβαια, το στενό κεφαλαιοκρατικό
συμφέρον, αυτό του κέρδους, του κόστους παραγωγής, κάνει τους
πραγματικούς και ιδεολογικούς φορείς του κεφαλαίου, να μη σκέφτονται τα
πληθυσμιακά φαινόμενα και να επικεντρώνονται στην αυτοματοποίηση της
παραγωγής, η οποία οδηγεί στην καταστροφή, διότι δε δημιουργεί νέες
θέσεις εργασίας και άρα ζήτηση εμπορευμάτων. Προς το παρόν, η
αυτοματοποιημένη παραγωγή δεν έχει πρόβλημα, εφόσον υπερκαλύπτεται από
ζήτηση που δημιουργείται από μη αυτοματοποιημένους κλάδους. Εάν, όμως, η
αυτοματοποίηση γενικευτεί, τότε δε θα δημιουργηθεί καθόλου ζήτηση και ο
κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής θα αυτοκαταστραφεί, και ως εκ τούτου η
λειτουργία του και η λογική του δεν είναι παρά ένας παραλογισμός.
Τρίτο παράδειγμα. Η καταστροφή της επιστημονικής πρακτικής.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο ως σκοπό να κάνει την
κοινωνία να λειτουργήσει με βάση τους υποτιθέμενους νόμους της αγοράς
και με ένα κράτος χωρίς κοινωνική πολιτική, δηλαδή με φτωχούς. Θέλει,
κατά ένα γενικό τρόπο, να την «αναμορφώσει», να εξασφαλίσει τις
μακροχρόνιες κεφαλαιοκρατικές λειτουργίες της, ελέγχοντας τις ψυχές των
ανθρώπων, δημιουργώντας τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους με βάση το
δόγμα της, τη δήθεν αυτορρύθμιση των αγορών, και προσπαθεί να το
πετύχει, αναμορφώνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή τον τρόπο που οι
άνθρωποι παράγονται ως ιδεολογικοί προσανατολισμοί. Στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αυτή η «αναμόρφωση» έχει πάρει τη μορφή της
καταστροφής της επιστημονικής πρακτικής και την αντικατάστασή της από τη
λεγόμενη «έρευνα». Στο εξής, δε θα πρέπει να θεωρούμε τους ανθρώπους
ιστορικά υποκείμενα, τα οποία μπορούμε να γνωρίσουμε μέσα από τη μελέτη
μακροπεριόδων. Δηλαδή, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, για να
γνωρίσουμε τους Έλληνες δε θα πρέπει να τους θεωρούμε ως ιστορικά
υποκείμενα και αντικείμενα: ως διαμορφωτές και ως αποτέλεσμα της
μικρασιατικής καταστροφής, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του εμφυλίου
πολέμου, της στρατιωτικής δικτατορίας, της παραχώρησης της Κύπρου στην
Άγκυρα από ελληνικές κυβερνήσεις, της άρνησης των Ελληνοκυπρίων να
υπαχθούν υπό την κυριαρχία της Άγκυρας, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,
της κομματικής διαφθοράς, του πελατειακού συστήματος, της κομματικής
πελατειακής Ανώτατης Εκπαίδευσης, (Μαντόγλου, 2011). Κατά τον ίδιο
τρόπο, για να γνωρίσουμε τους Αφροαμερικανούς δε θα πρέπει να μελετάμε
ούτε το βίαιο ξεριζωμό τους από την Αφρική και την πώλησή τους ως
δούλους (Iliffe, 1997, σ. 185 – 227), στους δουλοκτήτες των Νότιων
Πολιτειών των Η. Π. Α., ούτε το ρατσισμό που αντιμετωπίζουν, μέχρι τις
μέρες μας, από τους λευκούς (Patterson, 1996, σ. 235 – 287). Αντίθετα,
θα πρέπει να τους θεωρούμε ως συνεντευξιαζόμενους, ως ερωτώμενους και ως
πειραματικά υποκείμενα εργαστηρίου ή πεδίου. Θα πρέπει, επίσης, να τους
θεωρούμε όχι ως δρώντα υποκείμενα ούτε ως πολίτες και, προ πάντων, ούτε
ως ανθρώπους, που σκέφτονται, που συμφωνούν και διαφωνούν, που αγαπούν ή
μισούν, που ερωτεύονται και κάνουν παιδιά και όνειρα για τα παιδιά τους.
Θα πρέπει να τους θεωρούμε ως οικονομικά μοντέλα, ως συναρτήσεις
παραγωγής, ως εξισώσεις, ως κόστος παραγωγής, ως ανθρώπινο κεφάλαιο, ως
ευέλικτους εργάτες, ως απασχολίσιμους ή μη απασχολίσιμους, ως δια βίου
μαθαίνοντες και ως φτωχούς ενταγμένους ή ανένταχτους.
Η καταστροφή της επιστήμης λαμβάνει χώρα μέσα από την καθιέρωση
συμμετοχής σε «έρευνες» και δημοσίευσης των αποτελεσμάτων τους στα δήθεν
«διεθνή επιστημονικά περιοδικά», για την ένταξη κάποιου σε «Ανώτατο
Εκπαιδευτικό Ίδρυμα» και την εξέλιξή του σ’ αυτό. Αυτού του είδους οι
«έρευνες» αποτελούν μια αντιεπιστημονική πρακτική, διότι:
- πρώτον, αποσπούν τα γνωστικά τους αντικείμενα από τα ιστορικά τους
πλαίσια, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση προτάσεων και
συμπερασμάτων άσχετων με την πραγματικότητα ή, εκείνο το οποίο είναι το
ίδιο, που είναι έξω από την ιστορική προοπτική,
- δεύτερον, τα γνωστικά τους αντικείμενα διαμορφώνονται από τους
χρηματοδότες τους, οι οποίοι είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και κρατικοί
μηχανισμοί. Η διαμόρφωση των γνωστικών αντικειμένων από τους
χρηματοδότες δημιουργεί μια κατάσταση διαπλοκής των ακαδημαϊκών με τα
ιδιωτικά κεφαλαιοκρατικά και τα κρατικά συμφέροντα, μετατρέποντας τα
«Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» σε όργανα των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων,
των Διεθνή Οργανισμών και του Κράτους, πράγμα που έχει ως συνέπεια η
«έρευνα» να καταστρέφει την αρχή της επιστημονικής ανιδιοτέλειας.
Δηλαδή, τα γνωστικά αντικείμενα, αλλά και τα αποτελέσματα της «έρευνας»
διαμορφώνονται με βάση ιδιοτελείς πρακτικές. Αναφέρουμε ως παράδειγμα
τις φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες καθορίζουν την έκβαση των «ερευνών»,
αλλά και τη διάδοση των αποτελεσμάτων τους με βάση τις προσδοκίες των
κερδών, που σημαίνει ότι αυτοί που καθορίζουν, σε τελευταία ανάλυση,
είναι οι μέτοχοι και όχι οι «ερευνητές» (Παπακωνσταντίνου, 2000, σ. 86 -
88),
- τρίτον, δε συνδέουν τα γνωστικά αντικείμενα με την ολότητα και γι’
αυτό τα αποτελέσματά τους είναι ανίσχυρα. Αν τα συνδέσουν με αυτήν θα
υποχρεωθούν να τα ανασκευάσουν (Morin, Nair, 1998, Morin, 1981, Morin,
1977).
Ο τρόπος που διαμορφώνονται τα γνωστικά αντικείμενα των πιο πάνω
«ερευνών» έχει ως συνέπεια η γνώση που δημιουργείται να βρίσκεται σε πιο
χαμηλό επίπεδο από αυτήν του πρακτικού ανθρώπου (=από την κοινή γνώμη).
Και επειδή ο τρόπος δημιουργίας της γνώσης δημιουργεί και τους
δημιουργούς της, μπορούμε να διατυπώσουμε την πρόταση ότι οι τελευταίοι
διαμορφώνουν γνωστικές ικανότητες ποιοτικά κατώτερες από αυτές του
πρακτικού ανθρώπου. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό, αν γράψουμε ότι ο
πρακτικός άνθρωπος, κατ’ αντίθεση με τον «ερευνητή», πρώτον, δεν
αποσπάται από την πραγματικότητα και, δεύτερον, λαμβάνει υπόψη του και
το προφορικό παρελθόν: αυτά που άκουσε και έμαθε από τους γονείς του,
τους παππούδες του, τις γιαγιάδες του, τις παρέες των συνομιλίκων και το
σχολείο. Σε αντίθεση με τον πρακτικό άνθρωπο, αλλά και ιδιαίτερα με τον
επιστήμονα, ο «ερευνητής», ο οποίος, στις μέρες μας, τυποποιήθηκε, μέσα
από τη μαζική του παραγωγή, δεν αναπτύσσει τις ικανότητες αναπαράστασης
των μακροιστορικών περιόδων των κοινωνικών σχηματισμών και επομένως δεν
μπορεί να συλλάβει την πορεία τους, αν δηλαδή αναδημιουργούνται ή
καταστρέφονται. Οι προτάσεις αυτές είναι ισχυρές και στην περίπτωση των
φοιτητών. Δηλαδή, κατά την παραγωγή τους ως «ανθρώπινο κεφάλαιο»
(Schultz, 1972), οι ικανότητες που αναπτύσσουν είναι χαμηλότερης
ποιότητας από αυτές του πρακτικού ανθρώπου. Με δεδομένο, ότι οι
αναπαραστάσεις που δημιουργεί και μεταβιβάζει το νεοφιλελεύθερο «Ανώτατο
Εκπαιδευτικό Ίδρυμα» είναι εξωπραγματικές, αφού δεν είναι
ιστορικο-κοινωνικές, αλλά οικονομικο-μαθηματικές και ποσοτικοποιημένες,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι φοιτητές προετοιμάζονται για να
ενταχθούν σ’ έναν κόσμο ανύπαρκτο και ακατανόητο. Οι φοιτητές, με το
τέλος των σπουδών τους και την ένταξη τους στην αγορά εργασίας ως
τεχνοκράτες και ως «εμπειρογνώμονες», δεν επικοινωνούν με τους
ανθρώπους, αφού με βάση τις μαθηματικές τους αναπαραστάσεις είναι
εξωπραγματικοί, και επιβάλλουν τις αποφάσεις τους με τη βία αντί της
συναίνεσης, πράγμα που έχει ως συνέπεια την καταστροφή και όχι τη
δημιουργία. Τα όσα γράφουμε εδώ, είναι δυνατόν να ελεγχθούν με τη μελέτη
και ανάλυση της δράσης των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου και του Υπουργείου Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής,
στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης περίοδου, που άρχισε το1980 περίπου, και
φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Κατ’ αυτή την περίοδο, οι παρεμβάσεις των
νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, για το ξεπέρασμα των κρίσεων ή για την
«εξυγίανση» των οικονομιών, είναι κατά κανόνα εξωπραγματικές, αφού
λαμβάνουν τα αντίθετα μέτρα από τα αναγκαία. Για να αναφέρουμε ένα
παράδειγμα, στην Ευρωζώνη οι οικονομολόγοι, που βρίσκονται στην ίδια
προοπτική με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντί να εφαρμόσουν
αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές, χρησιμοποιώντας, μεταξύ των άλλων,
τα οικονομικά πλεονάσματα της Γερμανίας και των άλλων πλεονασματικών
χωρών, προσπαθούν να κατοχυρώσουν και συνταγματικά την εφαρμογή της
αρχής της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία επιτείνει την ύφεση
(Νεγρεπόντη-Δεληβάνη, 2010, Βεργόπουλος, 2011) ή, πιο συγκεκριμένα,
«οδήγησε σε διαδοχικές χρεοκοπίες την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την
Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και σε οριακές καταστάσεις πληθώρα
άλλων χωρών όπως το Βέλγιο, την Αυστρία, τη Σλοβενία, την Κύπρο και
πολλές από τις υπόλοιπες χώρες που παραμένουν εκτός Ευρώπης», (Σταθάκης,
1 Ιανουαρίου 2012, σ. 13). Κατά ένα γενικό τρόπο, η δράση του συνόλου
των νεοφιλελευθέρων οικονομολόγων είναι καταστροφική, διότι εφαρμόζουν
οικονομικά μοντέλα ή, για να ταυτολογήσουμε, οικονομικές μαθηματικές
αναπαραστάσεις, που αποστήθισαν στα νεοφιλελεύθερα Πανεπιστήμια και δεν
προσπάθησαν ποτέ να τα ελέγξουν εμπειρικά. Δε θέλησαν, ποτέ, να εισάγουν
στα μοντέλα τους τα «καταραμένα γεγονότα» της ιστορικής πραγματικότητας,
και γι’ αυτό οι χώρες που μπόρεσαν να εξέλθουν από την οικονομική κρίση,
το πέτυχαν είτε επειδή δεν αποδέχτηκαν την παρέμβαση του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου είτε επειδή διέκοψαν τις σχέσεις τους με αυτό
(Stiglitz, 2003). Θα γράφαμε ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ικανότητες που
αυτοί οι οικονομολόγοι ανέπτυξαν, μέσα στα νεοφιλελεύθερα «Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», είναι πολύ πιο κάτω από το ύψος των περιστάσεων,
έτσι όμως θα παραμορφώναμε την πραγματικότητα. Για να αναπαραστήσουμε
πιστά την τελευταία, θα πρέπει να διατυπώσουμε την πρόταση ότι αυτό που
ανέπτυξαν είναι οι ικανότητες καταστροφής ή, διαφορετικά, ως
μαθητευόμεναι μάγοι, απελευθέρωσαν τις καταστροφικές δυνάμεις των
χρηματοπιστωτών ή κερδοσκόπων και τώρα αγνοούν πώς να τις ελέγξουν.
Δείξαμε, πιο πάνω, ότι η αντιληπτική ικανότητα των «ερευνητών» είναι
κατώτερης ποιότητας από αυτήν του πρακτικού ανθρώπου. Να υποστηρίξουμε,
εδώ, ότι είναι ιδιαίτερα υπεραπλουστευμένη, αλλά και επικίνδυνη σε σχέση
με αυτήν του επιστήμονα. Μπορούμε να το δούμε αυτό, αν συγκρίνουμε τη
γνώση που παράγεται από τα δύο δρώντα υποκείμενα. Ο μεν «ερευνητής»
περιορίζει την περιγραφή και ανάλυση του γνωστικού του
αντικειμένου-δείγματος, αλλά και την οικοδόμηση «θεωρίας», μέσα στα
πλαίσια ενός άρθρου των είκοσι πέντε σελίδων, (με τα νέα νεοφιλελεύθερα
κριτήρια «απόδοσης» και ένταξης κάποιου στο Πανεπιστήμιο ως
εκπαιδευτικού, υπερτιμάται το άρθρο, το οποίο κατά κανόνα δεν ξεπερνά
τις είκοσι πέντε σελίδες, και υποτιμάται το βιβλίο), και χρησιμοποιώντας
ένα προκατασκευασμένο λογισμικό πρόγραμμα τυφλοσούρτη. Αντίθετα, ο
κοινωνικός επιστήμονας, ο οποίος, εξ ορισμού, ορίζει ως αντικείμενο μια
μεγαλοϊστορική περίοδο, είναι υπόχρεος να κάνει την ανάλυση, περιγραφή
και οικοδόμηση θεωρίας, τουλάχιστο μέσα σε ένα βιβλίο. Αν και η διαφορά
μεταξύ ενός άρθρου και ενός βιβλίου είναι από μόνη της μεγάλη, εντούτοις
να τονίσουμε ότι δε δείχνει με ακρίβεια και την ποιοτική σχέση. Αυτή
φαίνεται, καλύτερα, αν γράψουμε ότι ο μεν «ερευνητής» βρίσκεται
αντιμέτωπος με ένα απλοποιημένο, σταθερό, αλλά και εξωπραγματικό
αντικείμενο, ενώ ο επιστήμονας με ένα πολύπλοκο και μεταβαλλόμενο
αντικείμενο. Οι δύο ποιοτικά διαφορετικές πραγματικότητες, έχουν ως
συνέπεια να οικοδομούν και δύο ποιοτικά διαφορετικές αντιληπτικές
ικανότητες. Ο «ερευνητής» οικοδομεί μια αντιληπτική ικανότητα
υπεραπλουστευμένη, εξωπραγματική και άρα και επικίνδυνη, αφού τα
συμπεράσματά του διαμορφώνουν αποφάσεις για μια άγνωστη πραγματικότητα.
Από την άλλη, ο επιστήμονας οικοδομεί μια αναπαράσταση μιας
συγκεκριμένης πραγματικότητας και ως εκ τούτου έχει αυξημένες
πιθανότητες, οι συμβουλές του να διαμορφώνουν αποφάσεις, οι οποίες
επιλύουν αντί να δημιουργούν προβλήματα. Οι δύο τελευταίες προτάσεις
είναι ισχυρές και στην περίπτωση που συγκρίνουμε ένα «βιβλίο» ενός
«ερευνητή» με ένα βιβλίο ενός επιστήμονα, διότι μεταξύ του άρθρου και
του βιβλίου του πρώτου δεν υπάρχει διαφορά στην ποιότητα, αλλά μόνο στην
ποσότητα.
Η τάση να επικρατήσει ως μοναδικό κριτήριο, για την ένταξη και την
εξέλιξη στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, η συγγραφή «χρηματοδοτημένων
ερευνητικών άρθρων», φαίνεται ν’ αποτελεί μια επιλογή των φορέων και των
οργανικών διανοουμένων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να
διαμορφωθούν ως οι μονοπωλητές της «γνώσης», αποκλείοντας κάθε μορφή
ελευθερίας λόγου και αμφισβήτησης, μέσα από τον αποκλεισμό συγγραφής
επιστημονικών βιβλίων. Φαίνεται, ότι αυτό που σκοπεύουν, σε τελευταία
ανάλυση, είναι να οικοδομήσουν έναν παγκόσμιο κοινωνικό σχηματισμό με
βάση το πρότυπο της μεταμαοϊκής Κίνας, το οποίο έχει ως βασικά
χαρακτηριστικά τον κρατικόν απολυταρχισμό και την «ελεύθερη» αγορά. Πιο
συγκεκριμένα, ο παγκόσμιος κοινωνικός σχηματισμός, θα πρέπει να
συνδυάζει τον απολυταρχισμό των ελάχιστων εθνικών κρατών, τα οποία θα
ελέγχουν τις λαϊκές τάξεις, και την «ελεύθερη» αγορά, η οποία, όμως, δε
θα είναι και τόσο ελεύθερη, αφού θα προστατεύεται από τα πρώτα από κάθε
λαϊκή διεκδίκηση.
Η κοινωνική επιστήμη για να λειτουργεί ως τέτοια, θα πρέπει να έχει ως
στόχο τη γνώση της ολότητας, δηλαδή τη γνώση των δομών και των ιστορικών
συλλογικών δράσεων στα πλαίσια μιας μακροπεριόδου, η οποία συγκροτείται
από τα στοιχεία της ανάδυσης, ανάπτυξης και της αποσύνθεσης. Για να το
πετύχει αυτό, οφείλει να ορίζει ως γνωστικά της αντικείμενα τις επτά
λειτουργίες της ολότητας του κοινωνικού σχηματισμού: την οικονομία, την
πολιτική, την ιδεολογία, την τεχνική (τον υλικό πολιτισμό), το στρατός,
τη βιολογία (τη γνωστή ως αναπαραγωγική λειτουργία), και την
αναδημιουργία (το σύνολο των δραστηριοτήτων κατά τον ελεύθερο χρόνο),
που αντιστοιχούν σε επτά επιστήμες, και να προσπαθεί να τις γνωρίσει
τόσο μέσα από τις σχετικά αυτόνομες λειτουργίες τους, όσο και μέσα από
τις σχέσεις που διαμορφώνουν μεταξύ τους. Όμως, η επιστήμη δεν είναι
απλά η μελέτη της ολότητας. Είναι η προσπάθεια γνωστικής ιδιοποίησής της
μέσα από την επεξεργασία θεωρίας, δηλαδή ενός συστήματος εννοιών που την
ταξινομούν και την εξηγούν. Κατά ένα συνοπτικό τρόπο, επιστήμη είναι η
διαδικασία οικοδόμηση θεωρίας, ή πιο σωστά επιστημονικής αναπαράστασης
(Μελέτη, 2010, σ. 12 – 46, 153 – 221). Να διευκρινίσουμε, ότι η ολότητα
είναι δυσδιάκριτη από τα μέρη που τη συγκροτούν. Η πρώτη εμπεριέχεται
στα δεύτερα και τα δευτέρα στην πρώτη. Για παράδειγμα, στην
κεφαλαιοκρατική οικονομία, η οποία αποτελεί μέρος και που αναφέραμε στην
εισαγωγή, εμπεριέχεται η ολότητα. Για να καταλάβουμε τον κεφαλαιοκρατικό
τρόπο παραγωγής δεν είναι αρκετό να τον προσεγγίσουμε από την πλευρά των
ταξικών σχέσεων που τον συγκροτούν. Θα πρέπει, ταυτόχρονα, να τον
προσεγγίσουμε και από την πλευρά των σχέσεων των φυλών και των γενεών,
αλλά και των σχέσεών του με τη φύση, διαφορετικά δε θα κατανοήσουμε τον
τρόπο αναπαραγωγής του.
Κατ’ αντίθεση με την επιστήμη, η «έρευνα» διασπάει το κοινωνικό
αντικείμενο σε άπειρα μικρά αντικείμενα, τα οποία αφήνει ασύνδετα μεταξύ
τους. Αυτό φαίνεται να υποβαστάζεται από το ρητό σκοπό της πολιτικής
ηγεσίας του νεοφιλελεύθερου κινήματος να κάνει τα «Ανώτατα Εκπαιδευτικά
Ιδρύματα» αποδοτικά, εξωμοιώνοντάς τα με τις κεφαλαιοκρατικές
επιχειρήσεις. Για να το πετύχει αυτό εντάσσει τους ακαδημαϊκούς
δασκάλους, μέσα από τις διάφορες «αξιολογήσεις», στις ιδιοτελείς
προοπτικές της άρχουσας τάξης. Δηλαδή, η «έρευνα» δε γίνεται με το σκοπό
να κάνει γνωστή την πραγματικότητα, αλλά να δημιουργήσει αποτελέσματα ή,
καλύτερα, πληροφορίες προς άμεση χρήση και άμεσο όφελος των πολυεθνικών
επιχειρήσεων και του κεφαλαιοκρατικού κράτους.. Η «έρευνα» δεν έχει ως
στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας και άρα δε λειτουργεί απελευθερωτικά.
Αντίθετα, έχει ως στόχο τη συγκάλυψή της, μέσα από την κονιορτοποίηση
του κοινωνικού αντικειμένου και άρα λειτουργεί υποδουλωτικά.
Τα αποτελέσματα, αυτού του είδους της «έρευνας», δημοσιεύονται, κατά
κανόνα, στην αγγλική γλώσσα, στα αυτοαποκαλούμενα «διεθνούς φήμης
επιστημονικά περιοδικά». Αυτά τα περιοδικά αυτοχαρακτηρίζονται
«επιστημονικά» και επέβαλαν την κυριαρχία τους, κατά την περίοδο της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία
σχέση με την επιστήμη. Αντίθετα, μέσα από αυτά, ακαδημαϊκοί δάσκαλοι
διαδίδουν την ιδεολογία-πληροφορίες των διεθνοποιημένων κυρίαρχων
τάξεων. Θέλοντας, όμως, να την εμφανίσουν ως επιστήμη, ως αλήθεια και ως
ουδέτερη, την οικοδομούν μέσα από βαρύγδουπα στατιστικά προγράμματα και
μαθηματικές αναπαραστάσεις. Προγράμματα και αναπαραστάσεις, που
υποτιμούν τις ποιοτικές προσεγγίσεις και τις αναλύσεις των ιστορικών
περιόδων, και υπερτιμούν τις ποσοτικοποιήσεις και τις μικροαναλύσεις των
μαθηματικοποιημένων, αλλά ανιστορικών και άρα ανύπαρκτων γνωστικών
αντικειμένων.
Ο καθοριστικός ρόλος του τρόπου παραγωγής των ανθρώπων
Εάν βασιζόμασταν στην παρατήρηση ότι οι φορείς του κεφαλαίου, στην
προσπάθειά τους να ιδιοποιηθούν το συνολικό πλούτο της γης, καταστρέφουν
τόσο το οικολογικό περιβάλλον όσο και την πηγή παραγωγής της ζωής, τον
οικογενειακό τρόπο παραγωγής του ανθρώπου ως βιολογικού οργανισμού, τότε
θα περιμέναμε να δούμε τους πολιτικούς και πνευματικούς ταγούς
(ιδιαίτερα τους ακαδημαϊκούς δάσκαλους), των κρατών-εθνών, να
αναδιοργανώνουν τον τρόπο παραγωγής των ανθρώπων ως ιδεολογικών
προσανατολισμών, δηλαδή τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με το σκοπό να
παράγουν ανθρώπους ικανούς να δημιουργούν κοινωνία. Προϋπόθεση γι’ αυτό
είναι η μύηση των φοιτητών στην κοινωνική επιστήμη, στη γνώση του τρόπου
που οι κοινωνικοί σχηματισμοί αναδύονται, εξελίσσονται, δομούνται,
λειτουργούν, μετασχηματίζονται ή καταστρέφονται. Αντί αυτού, όμως,
παρατηρούμε ότι οι πολιτικοί ταγοί, σε συνεργασία με τους πνευματικούς
ταγούς, προσπαθούν να αναδιοργανώσουν τον τρόπο παραγωγής του ανθρώπου
με το σκοπό να παράγουν άτομα, τα οποία να αποτελούν λειτουργικά
στοιχεία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Δηλαδή, τα άτομα θα
πρέπει να μετασχηματισθούν σε «ανθρώπινα κεφάλαια» και γι’ αυτό τα
Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα θα πρέπει να μεταβιβάζουν ως γνώση μόνο
«ό, τι είναι χρήσιμο στο κεφάλαιο. Ό,τι δεν είναι χρήσιμο», όπως π.χ. οι
κλασικές σπουδές, η παλαιοντολογία, αλλά και οι κοινωνικές επιστήμες,
που έχουν σχέση με τις μεγάλες αφηγήσεις, θα πρέπει εκδιωχθούν από αυτά.
Δηλαδή, ο νεοφιλελευθερισμός θα πρέπει να γίνει ο μοναδικός ακαδημαϊκός
λόγος και οι άνθρωποι, θα πρέπει να παράγονται με τον μοναδικό αυτό
λόγο. Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός, αφού δεν
κατάφερε να εισβάλει στον κλειστό χώρο της οικογένειας, το έχει τάξει ως
σκοπό του ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός: να καταστρέψει κάθε πηγή
αμφισβήτησης και κάθε αντίλογο, το αυτόνομο άτομο, τον πολίτη ως δρών
υποκείμενο, δηλαδή την ίδια την πηγή μέσα από την οποία αναβλύζει ζωή
και δημιουργείται κοινωνία.
Η οικοδόμηση του νεοφιλελεύθερου Πανεπιστημίου είναι μια ανελεύθερη
επιλογή και λαμβάνει χώρα μέσα από τη θεσμοθέτηση της «αξιολόγησης» των
καθηγητών και των προγραμμάτων σπουδών. Οι μεν καθηγητές θα πρέπει να
συμμετέχουν, όπως έχουμε γράψει, σε «έρευνες» και να δημοσιεύουν τα
αποτελέσματά τους στα «διεθνούς φήμης περιοδικά», τα δε προγράμματα
σπουδών θα πρέπει να καθορίζονται από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφού
αυτές θα είναι, μαζί με το κράτος, οι συγχρηματοδότες.
Η μεταστροφή του Πανεπιστημίου από τρόπο παραγωγής του ανθρώπου ως
πολίτη σε τρόπο παραγωγής του σε ανθρώπινο κεφάλαιο, σημαίνει ότι οι
φορείς του κεφαλαίου, οι, σε τελευταία ανάλυση, οργανωτές του
κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, δεν αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως αυταξία,
αλλά ως πράγμα ή, καλύτερα, ως εργαλείο αύξησης του κέρδους των
κεφαλαιοκρατών, το οποίο αποτελεί και την αυταξία, μέσω της οποίας
αποκτούν αξία και οι τελευταίοι.
Τα όσα γράφουμε εδώ, μας οδηγούν να παρατηρήσουμε ότι η καθιέρωση και
εξέλιξη των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κατά τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα κατά την περίοδο
που άρχισε με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε το
αποτέλεσμα της ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων και στόχευε στην
κριτική του συστήματος, την αυτογνωσία των ανθρώπων και την καθιέρωση
της ανθρώπινης αυταξίας, δηλαδή την καθιέρωση ενός τρόπου παραγωγής του
ανθρώπου ως αυτόνομου όντος, απεξαρτημένου από οικονομικούς ή
θρησκευτικούς προσδιορισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι έμπαινε στην
προοπτική ακύρωσης της κεφαλαιορατικής οργάνωσης του πολιτισμού.
Ο τρόπος παραγωγής του ανθρώπου ως ιδεολογικού προσανατολισμού
βασίζεται σε μια τριαδική σχέση, που διαμορφώνεται είτε μεταξύ κράτους,
εκπαιδευτικού προσωπικού και μαθητών-φοιτητών είτε μεταξύ κεφαλαιοκράτη,
εκπαιδευτικού προσωπικού και μαθητών-φοιτητών, (Μελέτη, 2010). Το
καθοριστικό στοιχείο σ’ αυτό τον τρόπο παραγωγής είναι το περιεχόμενο
των προγραμμάτων σπουδών, το οποίο διαμορφώνει τις στάσεις και τις
συμπεριφορές των ανθρώπων, και καθορίζεται από τον εκάστοτε συσχετισμό
των κοινωνικών δυνάμεων. Το βαθύτερο νόημα αυτού του περιεχομένου είναι
η ιδιοποίηση του μέλλοντος μέσα από των έλεγχο των ανθρώπων, δηλαδή μέσα
από τη διαμόρφωση των προσανατολισμών των μαθητών και των φοιτητών, κατά
τη διάρκεια των σπουδών τους, που σημαίνει τον καθορισμός της
διαμόρφωσης των μακροϊστορικών τάσεων ενός κοινωνικού σχηματισμού. Και
ως εκ τούτου, στο βαθμό που μια ομάδα ανθρώπων καταφέρνει να διαμορφώσει
τις στάσεις και τις συμπεριφορές των μαθητών και φοιτητών, με βάση τους
δικούς της προσανατολισμούς, καταφέρνει να ελέγξει και την πορεία της
ιστορίας. Η παρατήρηση αυτή, μας οδηγεί να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι
αυτό που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, σ’ ένα κοινωνικό σχηματισμό,
δεν είναι ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά ο έλεγχος των ανθρώπων,
μέσα από τον έλεγχο των στάσεων και των συμπεριφορών τους. Εάν, μια
ομάδα ανθρώπων ελέγχει τα μέσα παραγωγής χωρίς τον έλεγχο των ανθρώπων,
τότε υποχρεώνεται να διατηρηθεί στην εξουσία ασκώντας βία. Η πολιτική
της ζωή, όμως, τότε δεν έχει διάρκεια και καταρρέει υπό το βάρος της
απουσίας ιδεολογικού στηρίγματος, δηλαδή συναίνεσης.
Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα των «κομμουνιστικών» κρατών, το περιεχόμενο
των σπουδών καθοριζόταν από τον κρατικό-«κομμουνιστικό» μονόλογο. Κατά
την περίοδο που άρχισε με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και
τέλειωσε με τη δεκαετία του 1970, στις χώρες του κέντρου και στα πλαίσια
μιας διευρυμένης δημοκρατίας, το περιεχόμενο των σπουδών υπήρξε
δημοκρατικό. Οι μαθητές και οι φοιτητές διαμόρφωναν τους
προσανατολισμούς τους, με βάση την ανάπτυξη των επιστημών της κοινωνικής
ανθρωπολογίας, της εθνολογίας, του νεομαρξισμού, της κοινωνιολογίας, της
ψυχολογίας και επηρεασμένοι από την κριτική σκέψη, που έτεινε να
ξεπεράσει τα δόγματα του οικονομικού φιλελευθερισμού, του κεϋνσιανισμού
και του μαρξισμού-λενινισμού, και να δημιουργήσει κοινωνικά κινήματα
μετασχηματισμού του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού. Κατά τη
δεκαετία του 1980, αυτή η διαδικασία ανακόπηκε ένεκα τόσο της απουσίας
μιας πολιτικής ηγεσίας που να κατανοούσε και να καθοδηγούσε το
μετασχηματισμό, όσο και της εξαπάτησης των μαζών από τα Σοσιαλιστικά
Κόμματα.
Κατά ένα γενικό τρόπο, ο ιστορικός προσανατολισμός ενός κοινωνικού
σχηματισμού καθορίζεται από τον τρόπο διαμόρφωσης των στάσεων και των
συμπεριφορών των μαθητών και φοιτητών. Σ΄αυτή τη διαδικασία, ιδιαίτερο
ρόλο παίζει ο τρόπος οικοδόμησης και λειτουργίας της Ανώτατης
Εκπαίδευσης, η ποιότητα της οποίας καθορίζει και την ποιότητα των
στελεχών, των ηγετών και του ανθρώπου ως πολίτη, που παράγονται στους
κόλπους της. Να διευκρινίσουμε, ότι η ποιότητα τους προσδιορίζεται μέσα
από τον πολιτισμό, πνευματικό και τεχνικό, που παράγουν, πράγμα που
σημαίνει ότι είναι υλοποιημένη και άρα, αν όχι μετρήσιμη, συγκρίσιμη.
Διαφορετική είναι η ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στις χώρες του
κέντρου, όπου υπάρχει σχετική θέσμιση της δημοκρατικής λειτουργίας, από
αυτήν των χωρών της περιφέρειας, όπου κατά κανόνα απουσιάζει αυτή η
θέσμιση. Στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα των Κεντρικών Κοινωνικών
Σχηματισμών παράγονται επιστημονικές (εθνολογία, κοινωνική ανθρωπολογία,
θεωρία δράσης ενεργών μειονοτήτων κλπ), και πρακτικές αναπαραστάσεις για
τις κυρίαρχες τάξεις και ομάδες (νεοφιλελευθερισμός, κεϋνσιανισμός κλπ),
πράγμα που σημαίνει ότι τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού παράγονται
και δρουν ως ανεξάρτητες προσωπικότητες. Αντίθετα, στα εκπαιδευτικά
ιδρύματα των περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών, τα μέλη του
εκπαιδευτικού προσωπικού, φαίνεται να παράγονται ως εξαρτημένες
προσωπικότητες διότι περιορίζονται στο να εισάγουν και να διαδίδουν
αυτές τις αναπαραστάσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, τα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα αντί να λειτουργούν, μέσα από την προσπάθεια
δημιουργίας θεωρίας και άσκησης της επιστημονικής κριτικής, ως
μηχανισμοί οικοδόμησης μιας αυτόνομης κοινωνίας, λειτουργούν ως
μηχανισμοί εκδυτικισμού, (Badie, 1992, 1997, Ferro, 1994), οδηγώντας
στην οικοδόμησης μιας εξαρτημένης κοινωνίας, μέσα από την παραγωγή
εξαρτημένων προσωπικοτήτων, που παίρνουν τη μορφή της δουλοπρέπειας
πολλών κυρίαρχων τάξεων των χωρών της περιφέρειας. Αναφέρουμε ως
παράδειγμα την Ελλάδα, όπου οι φοιτητές περιορίζονται στην αποστήθιση
εισαγόμενης από την Ευρώπη και τις Η. Π. Α. γνώση. Βέβαια, η παρατήρηση
αυτή δε μας βοηθάει να καταλάβουμε την ποιότητα των Ανωτάτων
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Για να το πετύχουμε αυτό, θα πρέπει να δούμε
τον τρόπο λειτουργίας τους και τον τρόπο συγκρότησης του εκπαιδευτικού
προσωπικού. Για τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, να
γράψουμε ότι οι φοιτητές καταφέρνουν να παίρνουν τα πτυχία και τα
μεταπτυχιακά διπλώματά τους χωρίς να παρακολουθούν τα μαθήματά τους, (
από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε μαζικοποιήθηκε το
Πανεπιστήμιο, το 90% των φοιτητών δε συμμετέχει στην παρακολούθηση των
μαθημάτων), και εμφανιζόμενοι μόνο τις ημέρες των εξετάσεων, για να
γράψουν και να αντιγράψουν. Στην πραγματικότητα, ολοκληρώνουν τον
προπτυχιακό και μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών χωρίς να έχουν και πολλή
σχέση με το διάβασμα. Το μεν 10% των φοιτητών, που παρακολουθεί τα
μαθήματά του, «αφομοιώνει», μέσω της αποστήθισης, γνώση, ή, πιο
συγκεκριμένα, ιδεολογίες όπως ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο
κεϋνσιανισμός, ο μαρξισμός-λενινισμός, οι στατιστικές μέθοδοι κλπ, οι
οποίες είναι άσχετες με την ελληνική πραγματικότητα, αφού είναι
εισαγόμενες, (Μελέτη, 2008, σ. 133 – 167), το δε 90%, που δεν
εμφανίζεται στις αίθουσες διδασκαλίας παρά μόνο τις μέρες των εξετάσεων,
δεν αφομοιώνει σχεδόν καμία γνώση. Κατά ένα γενικό τρόπο, το σύνολο των
φοιτητών δεν περνάει μέσα από καμία διαδικασία μύησης στην επιστήμη.
Συνέπεια αυτών των πρακτικών είναι ότι τα ανώτατα στελέχη, (ανώτατα
κρατικά στελέχη, καθηγητικό προσωπικό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης,
πολιτικό προσωπικό.), που παράγονται από την ελληνική «Ανώτατη
Εκπαίδευση», είτε να προσπαθούν να επιβάλουν τις πιο πάνω εισαγόμενες
ιδεολογίες με τη βία είτε να μη διαθέτουν ούτε στελεχικές ούτε ηγετικές
ικανότητες. Όσον αφορά τη συγκρότηση του εκπαιδευτικού προσωπικού να
αναφέρουμε ότι τα μέλη του, τα οποία είναι κατά κανόνα δυτικοτραφή, δε
διορίζονται (= «εκλέγονται» με στημένα εκλεκτορικά, δηλαδή μέσα από ένα
όργιο κομματικών πελατειακών συναλλαγών, που έχει ως συνέπεια την
κομφορμιστικοποίησή τους, δηλαδή την ακύρωση κάθε περίπτωσης
μεταμόρφωσής τους σε επιστήμονες), με βάση τα ακαδημαϊκά τους προσόντα,
αλλά με βάση κομματικά και ιδεολογικά κριτήρια, πράγμα που έχει ως
συνέπεια, τα Τμήματα των Πανεπιστημίων και των Τεχνολογικών
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, να λειτουργούν μάλλον ως κομματικοί και
κυβερνητικοί διοικητικοί μηχανισμοί, παρά ως εκπαιδευτικοί μηχανισμοί.
Πάντως, με το μόνο που δεν έχουν σχέση είναι η παραγωγή επιστημονικής
και τεχνικής γνώσης, αφού περιορίζονται στο να τις εισάγουν
αντιγράφοντάς τες μέσω λογοκλοπής και παράφρασης, (Χαραλάμπους, 2001β,
2008). Να επισημάνουμε, ότι ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της
Ανώτατης Εκπαίδευσης παράγει ανώτατα στελέχη, τα οποία δεν είναι
ανταγωνίσιμα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πράγμα που σημαίνει ότι η
ήττα, αν όχι η καταστροφή, της Ελλάδας είναι γραμμένη στη μη
παρακολούθηση των μαθημάτων από τους φοιτητές και στον τρόπο μάθησης,
στην αποστήθιση του ενός συγγράμματος. Για να αντιστραφεί η κατάσταση θα
πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ο τρόπος παραγωγής των ανωτάτων στελεχών με
βάση τη μύηση στην επιστήμη και την κατάργηση του πελατειακού συστήματος
επιλογής του εκπαιδευτικού προσωπικού (Χαραλάμπους, 2001β, σ.286 – 335,
Μελέτη, 2008, σ.152 – 167).
Τρεις βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται, στην κοινωνιολογία, είναι
αυτές της αναπαραγωγής, της κοινωνικοποίησης και της μάθησης, είναι όμως
κομφορμιστικές και όχι επιστημονικές, διότι αναπαριστούν τις
στρατηγικές των κυρίαρχων τάξεων ή ομάδων να ιδιοποιηθούν, μέσω του
εκπαιδευτικού συστήματος, τα παιδιά και τους νέους ή, εκείνο που είναι
το ίδιο, να καθορίσουν τη διαμόρφωση των στάσεων και των συμπεριφορών
τους απέναντι στη ζωή. Αντίθετα, η έννοια που συμβάλλει στη γνωστική
ιδιοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι αυτή του τρόπου παραγωγής
του ανθρώπου ως ιδεολογικού προσανατολισμού. Σ’ αυτό τον τρόπο
παραγωγής, οι μαθητές και οι φοιτητές αποτελούν το αντικείμενο εργασίας,
(αντικείμενο διαμόρφωσης των στάσεων και των συμπεριφορών τους), και το
αντικείμενο πάλης ή το διακύβευμα. Οι εργαζόμενοι και, πιο συγκεκριμένα,
οι πνευματικά εργαζόμενοι είναι η πολιτική εξουσία, που οργανώνει το
εκπαιδευτικό πεδίο, και το εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο ενεργοποιεί
τα μέσα παραγωγής, μεταβιβάζοντάς τα ως συστήματα ιδεών ή γνώσης.
Πνευματικά εργαζόμενοι είναι, επίσης, οι μαθητές και φοιτητές, οι οποίοι
επεξεργάζονται, αναπλάθοντας την πρώτη ύλη, τις ιδέες και τις
συμπεριφορές, που τους μεταβιβάζουν, πράγμα που σημαίνει ότι συμμετέχουν
στη δημιουργία του πνευματικού πολιτισμού. Δηλαδή, το αντικείμενο
εργασίας και το αντικείμενο πάλης, οι μαθητές και οι φοιτητές,
αποτελούν, ταυτόχρονα, και ιστορικό δρών υποκείμενο. Αυτό που
διαμορφώνεται, στην πραγματικότητα, είναι μια συγκρουσιακή σχέση μεταξύ
του ανθρώπων-παιδιών και της κοινωνίας. Η μεν δεύτερη κοινωνικοποιεί
τους πρώτους θέτοντας κανόνες, οι δε πρώτοι ανθρωποποιούν τη δεύτερη
υπενθυμίζοντας, με βάση τις αναπαραστάσεις τους (Μαντόγλου, 2010), τις
φυσικές τους ανάγκες. Η παρατήρηση αυτή, μας οδηγεί να κατανοήσουμε τις
τάσεις, αλλά και τις δυνατότητες δημιουργίας αυτόνομου φοιτητικού
κινήματος, που ορίζει ως αντιπάλους τους ενηλίκους των κυρίαρχων και των
κυριαρχημένων τάξεων. Εάν στηριχθούμε στην πρόταση ότι μεταξύ του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του τρόπου παραγωγής των ανθρώπων
ως ιδεολογικών προσανατολισμών υπάρχει σχέση διαντίδρασης, τότε θα
μπορέσουμε να δούμε ότι είναι δυνατόν ο κοινωνικός μετασχηματισμός να
αρχίσει από την πλευρά του δεύτερου. Εξάλλου, το Μάιο του 1968 η άρχουσα
τάξη, στη Γαλλία, είδε ως πηγή κινδύνου τα Πανεπιστήμια και όχι τα
εργοστάσια (Touraine, 1972).
Σύμφωνα με μια μαρξιστική εκδοχή, ένας κοινωνικός σχηματισμός
αποτελείται από τρεις διαστάσεις : την οικονομική, πολιτική και
ιδεολογική. Η μεν πρώτη αναπαρίσταται με την έννοια του τρόπου
παραγωγής, οι δε δύο άλλες με τις έννοιες των πολιτικών και των
ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (Fossaert, 1977, 1978, 1980, 1981,
1983). Στην αναπαράσταση αυτή, από τη μια ο τρόπος παραγωγής αποτελεί
τον πυρήνα ή το ρόλο της ανεξάρτητης μεταβλητής, και από την άλλη οι
πολιτικοί και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί αποτελούν τα περιφερειακά του
στοιχεία, παίζοντας το ρόλο της αναπαραγωγής του μέσω της βίας και της
συναίνεσης. (Μουζέλης, 1992). Η εικόνα αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή
διότι πρώτον, όπως ήδη αναφέραμε, ένας κοινωνικός σχηματισμός δεν
αποτελείται από τρεις διαστάσεις-λειτουργίες, αλλά από επτά και,
δεύτερον, χρησιμοποιεί ανομοιογενείς όρους για να τις αναπαραστήσει. Για
την οικονομία χρησιμοποιεί την έννοια του τρόπου παραγωγής και για την
πολιτική και την ιδεολογία την έννοια των μηχανισμών (στο ίδιο). Η χρήση
αυτή έχει ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των σχέσεων των κοινωνικών
λειτουργιών και μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από την αναπαράσταση των
τελευταίων με την έννοια του τρόπου παραγωγής. Ο τρόπος παραγωγής μας
ανάγει στην έννοια μιας μορφής οργανωμένης παραγωγής, δηλαδή μιας μορφής
οργανωμένης δράσης. Όμως, μορφή οργανωμένης παραγωγής δεν αποτελεί μόνο
η παραγωγή των υλικών αγαθών για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών των
ανθρώπων. Αποτελεί, επίσης, και η παραγωγή : των ανθρώπων ως βιολογικών
οργανισμών και ως ιδεολογικών σχηματισμών, της ευταξίας ή της σύγκρουσης
στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, του κρίσιμου χώρου (π. χ. τα
εθνικά σύνορα) μέσα στον οποίο ζουν οι οργανωμένοι σε κοινωνίες
άνθρωποι, του πνευματικού και υλικού πολιτισμού και της αναδημιουργίας.
Εάν όμως ένας ιστορικά προσδιορισμένος κοινωνικός σχηματισμός αποτελεί
σύστημα τρόπων οικονομικής, ιδεολογικής, βιολογικής κ. λ .π. παραγωγής,
τότε μπορούμε να δούμε ότι η παραγωγή των ανθρώπων ως βιολογικών
οργανισμών και ιδεολογικών μηχανισμών ή οποιαδήποτε άλλη παραγωγή δεν
είναι μικρότερης σημασίας από την παραγωγή των υλικών αγαθών για την
ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών, και ως εκ τούτου ο τελευταίος δεν
αποτελεί ούτε τον πυρήνα ούτε τη μήτρα του κοινωνικού σχηματισμού. Το
σύνολο των λειτουργιών αποτελούνται από ένα σύστημα μορφών ή τρόπων
παραγωγής-πυρήνων, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση προνομιακή, αλλά
σχέση συγκρουσιακή ή/και συνεργασίας μεταξύ των φορέων τους, και αυτό
που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο συσχετισμός δυνάμεων,
πράγμα που σημαίνει ότι στην ιστορία εντοπίζουμε άλλοτε να καθορίζει ο
ένας τρόπος παραγωγής και άλλοτε ο άλλος.
Η έννοια του τρόπου παραγωγής μας ανάγει στους τρόπους που οι άνθρωποι
οργανώνονται σε κοινωνία για να παράγουν με το σκοπό να αναπαράγουν τόσο
την τελευταία, όσο και τους εαυτούς τους. Όμως, η κοινωνία και οι
άνθρωποι δεν αναπαράγονται μόνο. Ταυτόχρονα, αλλάζουν ή
μετασχηματίζονται μέσα από τις συγκρουσιακές τους σχέσεις. Ταυτόχρονα
αναπαράγουν, αλλά και παράγουν, δηλαδή αναδημιουργούν κοινωνία
(Touraine, 1973).
Η ελάχιστη κοινωνία και η έξοδος από την καταστροφική πορεία
Η κεφαλαιοκρατική εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη
περίοδος, που ξεκινάει με την ανάδυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής και φτάνει μέχρι το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να
χαρακτηριστεί ως «φιλελεύθερη», και μας δείχνει ότι οι κυρίαρχοι δεν
έκαναν παρά να ιδιοποιούνται καταστρέφοντας και χωρίς να δημιουργούν.
Επιδόθηκαν στην καταστροφή, πρώτα, του οικογενειακού τρόπου παραγωγής,
μέσα από τις περιφράξεις και την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου,
και στη συνέχεια του περιβάλλοντος, με τη ρύπανσή του, και των ίδιων των
μισθωτών, μέσα από την εκμετάλλευσή τους, αδιακρίτως ηλικίας και φυσικής
κατάστασης, αδιαφορώντας, δηλαδή, αν ήταν ανήλικοι ή έγκυες γυναίκες. Η
καταστροφή των μισθωτών, οφειλόταν στις σκληρές συνθήκες και τις
ατέλειωτες ώρες εργασίας και είχαν ως συνέπεια τη δυσανάπτυξη του
ανθρώπινου οργανισμού, (Bertaux, 1977, Marx, 1977, Engels, 1974, 1975).
Η λειτουργία και η δράση των φορέων του κεφαλαίου, κατά τη «φιλελεύθερη»
περίοδο, όπου οι μισθωτοί υφίσταντο εκμετάλλευση, μέχρι καταστροφής, μας
κάνει να χρησιμοποιήσουμε, αντί τον όρο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής, αυτόν του κεφαλαιοκρατικού τρόπου καταστροφής. Αν, κατ’ αυτή
την περίοδο, οι κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες δεν καταστράφηκαν, αυτό δεν
οφειλόταν σε κάποιες δημιουργικές λειτουργίες του καπιταλισμού, αλλά
στους αγώνες των εργαζομένων, αλλά και φιλανθρώπων αστών, να απαγορευθεί
η εργασία των ανηλίκων, να προστατευθεί η εγκυμοσύνη, να περιοριστεί ο
χρόνος εργασίας και να καλυτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας. Οφειλόταν,
επίσης, στο ότι τρεφόντουσαν, με εργασία, αλλά και με φτηνά προϊόντα,
από τις αγροτικές κοινωνίες, χωρίς τις οποίες, απ’ ό, τι φαίνεται, μέχρι
τις μέρες μας, δεν μπορούν να αναπαραχθούν (Λούξεμπουργκ, 1973, 1975,
Wallerstein, 2010, σ. 78 – 82).
Κατά τη δεύτερη περίοδο, αυτήν του κράτους πρόνοιας, η οποία άρχισε με
το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τέλειωσε με τη δεκαετία του
1970, τόσο οι αγώνες των εργαζομένων, όσο και η δράση φιλάνθρωπων αστών,
αλλά και θεωρητικών, όπως ο Keynes, συνέβαλαν, μέσα από την επιβολή ενός
συστήματος αρχών και κανόνων, (η προοδευτική φορολογία και τα διάφορα
κοινωνικά και οικογενειακά επιδόματα, που προστάτευαν την εργασία και τη
μητρότητα), στην οικοδόμηση μιας ελάχιστης κοινωνίας, με την έννοια
ελάχιστης εννοώντας ότι χωρίς αυτές τις αρχές και αυτούς τους κανόνες η
κοινωνία αρχίζει αμέσως να αποσυντίθεται και να καταστρέφεται. Αυτό,
άρχισε να γίνεται αντιληπτό με τη διαδικασία εγκαθίδρυσης της
νεοφιλελεύθερης κοινωνίας, κατά την τρίτη περίοδο της κεφαλαιοκρατικής
εποχής, δηλαδή την αντικατάσταση της πολιτικής της πλήρους απασχόλησης
από την ευέλικτη αγορά εργασίας και τη μείωση των δαπανών της κοινωνικής
πρόνοιας, αποσκοπώντας στη μείωση του εργατικού κόστους παραγωγής και
την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, στο παγκόσμιο πεδίο,
(Castel, 1995, Χάρβεϊ, 2007). Η μεν ευέλικτη αγορά εργασίας αποσυνθέτει
και αυτή την οικογένεια, του κάτω του 2, 10% ανά ζευγάρι, αφού
υποχρεώνει τόσο τον άνδρα όσο και τη γυναίκα να εργάζονται για να
εξασφαλίσουν ένα εισόδημα, που προηγούμενα εξασφάλιζε μόνο ο ένας, η δε
μείωση των επιδομάτων προστασίας της μητρότητας τείνει να αποκλείει κάθε
μορφή αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, αφού χτυπάει άμεσα και αυτές
τις ελάχιστες οικογένειες του ενός γονέα, τις μονογονεϊκές οικογένειες.
Το μέγεθος και η έκταση των καταστροφικών συνεπειών που συνόδευαν την
διεύρυνση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μπορεί να μην
προσδιορίστηκαν με ακρίβεια, έγιναν όμως κατανοητές, ήδη από τα μέσα του
19ου αιώνα, και όχι λίγοι άνθρωποι, τόσο σε πρακτικό, όσο και σε
θεωρητικό πεδίο, προσπάθησαν να τις αποφύγουν, οικοδομώντας, όπως έλεγαν
οι ίδιοι, μια «κοινωνία ανθρώπινη ή κοινωνική», σε αντιπαράθεση με τον
απάνθρωπο και αντικοινωνικό καπιταλισμό, (Χαραλάμπους, 2001α, σ.67 -
77). Οι προσπάθειές τους απέτυχαν και γι’ αυτό στις μέρες μας
επανατίθεται το ερώτημα: με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ξεπεραστεί ο
κεφαλαιοκρατικός τρόπος δράσης και να οικοδομηθεί μια άλλη οργανωμένη
μορφή δράσης;
Με την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, το 1989, ο
νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε ως ο μοναδικός δρόμος «αναμόρφωσης» της
κοινωνίας. Θα έλυνε, μεταξύ των άλλων, όπως ισχυρίστηκε αλαζονικά, το
πρόβλημα της φτώχειας, αλλά και των πολιτικών καθεστώτων,
εκδημοκρατίζοντας τις κοινωνίες, σε παγκόσμια κλίμακα. Μετά από
περισσότερα από τριάντα χρόνια δράσης του νεοφιλελευθερισμού, μπορούμε
να υποστηρίξουμε ότι πράγματι το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αύξηση
του κέρδους και η καταστροφή, ακόμη και αυτής της ίδιας της πηγής της
ζωής, του οικογενειακού τρόπου βιολογικής παραγωγής, και γι’ αυτό το
ερώτημα της οικοδόμησης μιας κοινωνίας, που να δρα δημιουργικά,
παραμένει.
Βέβαια, ήδη, κεϊνσιανοί πρότειναν την κρατική παρέμβαση και τον
περιορισμό της ασύδοτης δράσης του κεφαλαίου ή, διαφορετικά, την επιβολή
κρατικών ρυθμιστικών κανόνων. Σύμφωνα με το Λιπιέτς (11 Δεκεμβρίου
2011), «χρειαζόμαστε κάτι σαν Νέα Σοσιαλδημοκρατία, κάποιες επιλογές
τύπου Ρούσβελτ, οι οποίες συνεπάγονται περισσότερο κράτος, περισσότερα
συνδικάτα και διαπραγματεύσεις, αλλά δε θα μπορούσε να είναι μια λύση
τύπου Χένρι Φορντ. Γιατί ο Φορντ έλεγε “δώσε λεφτά στους εργάτες για να
αγοράσουν αυτοκίνητα”. Αν το κάνεις αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο, αν για
παράδειγμα δώσεις λεφτά για να πάρουν αυτοκίνητα οι Κινέζοι εργάτες,
τότε σε λίγα χρόνια θα οδηγηθείς σε δραματικό αδιέξοδο, με κατακόρυφη
αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου», (σ. 18).
Έχουμε ήδη επισημάνει, ότι η κεϊνσιανή πρόταση συνέβαλε, κατά τη
μεταπολεμική περίοδο, στη διαμόρφωση μιας ελάχιστης κοινωνίας στις χώρες
του κέντρου, μέσα από την επιβολή, ιδιαίτερα μέσω του ταξικού
συσχετισμού δυνάμεων, ενός συνόλου αρχών και κανόνων, που κατοχύρωναν το
δικαίωμα στη ζωή των χωρίς ιδιοκτησία ανθρώπων και οι οποίες είχαν ως
συνέπεια την αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Να τονίσουμε,
όμως, ότι αυτές οι αρχές και οι κανόνες δεν ακύρωσαν τις πηγές
καταστροφής, αυτές του κυνηγιού του κέρδους, της πτώσης του εργατικού
κόστους παραγωγής, του ανταγωνισμό των κεφαλαίων, που δημιουργεί τη
συσσώρευση του κεφαλαίου και τη φτώχεια. Απλώς, ανακούφισαν την
τελευταία. Δεν ακύρωσαν την καταστροφική δράση του καπιταλισμού, την
μετέτρεψαν από άμεση σε βραδυφλεγή, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει
αποδεχτή η κεϊνσιανή πρόταση, αφού θα μπορούσε και η ελάχιστη αλλαγή του
συσχετισμού δυνάμεων να επαναλάβει την ιστορία των ημερών μας: την άρση
των περιορισμών και την απελευθέρωση κάθε καταστροφικής δύναμης του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή της νεοφιλελεύθερης πρακτικής.
Εκτός, κι αν επιλέγαμε να ζήσουμε στην κόψη του ξυραφιού. Βέβαια, η
ελαφρότητα και η τρέλα αποτελούν χαρακτηριστικά του ανθρώπου, (Morin,
1981), και γι’ αυτό δεν αποκλείουμε την κεϊνσιανή λύση, όπως δεν
αποκλείουμε και τη σταλινική. Όμως, ο άνθρωπος έχει και άλλα
χαρακτηριστικά, αυτά του έρωτα και της σοφίας, (στο ίδιο), που
δημιουργούν ζωή, και γι’ αυτό παρατηρούμε να διαμορφώνεται, σταθερά, μια
πρόταση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η οποία ακυρώνει τόσο τον
καταστροφικό κεφαλαιοκρατικό τρόπο δράσης, αυτόν των αγορών, όσο και τον
κρατικοκαπιταλιστικό, αυτόν της Σοβιετικής Ένωσης (Ψυρούκης, 2001). Η
πρόταση αυτή εμφανίστηκε από το 19ο αιώνα, και εκφράστηκε μέσα από την
κατανομή της γης στους αγρότες, (δηλαδή την επέκταση του οικογενειακού
τρόπου παραγωγής), και από την ίδρυση συνεταιρισμών – αγροτικών,
βιοτεχνικών και καταναλωτικών – κατά τη δεκαετία του 1840. Στις μέρες
μας, η δημιουργία συνεταιρισμών ή, πιο γενικά, κοινωνικής οικονομίας,
επεκτάθηκε και σε τομείς που αφορά τα φύλα, πράγμα που σημαίνει ότι
τείνει να καλύψει όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής, (Χαραλάμπους,
2001β, σ. 363 – 373, Μελέτη, 2010).
Η κατανομή της γης στους αγρότες και η «κοινωνική οικονομία», που
δημιουργήθηκε ως τρόπος ανάπτυξης, αλλά και ως μέσο αντίστασης στον
κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, υπήρξαν οι λαϊκοί τρόποι παραγωγής,
μέσα από τους οποίους θα μπορούσε τόσο κατά το 19ο αιώνα, όσο και στις
μέρες μας, να μετασχηματισθεί η κεφαλαιοκρατική κοινωνία σε
σοσιαλιστική. Αυτή η πρόταση, θεμελιώνεται στην παρατήρηση ότι η
μετάβαση από έναν κοινωνικό μετασχηματισμό σ’ έναν άλλο δε γίνεται, κατά
κανόνα, μέσα από επαναστατικές πράξεις βίας, αλλά μέσα από μακροχρόνιους
μετασχηματισμούς των τρόπων παραγωγής (Godelier, 1987). Οι επαναστατικές
πράξεις βίας παρεμβαίνουν στη διαδρομή των μετασχηματισμών και στο βαθμό
που κοινωνικές δυνάμεις παρεμβάλλουν εμπόδια σ’ αυτούς, (Fossaert,
1981). Τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα δεν κατανόησαν τα φαινόμενα του
κοινωνικού μετασχηματισμού και προσπάθησαν, βασιζόμενοι και στην
αλαζονική αναπαράσταση ότι κατέχουν-γνωρίζουν τους νόμους κίνησης της
ιστορίας και άρα αποτελούν και την πρωτοπορία, να οικοδομήσουν το
σοσιαλισμό μέσα από τη συλλογική διαχείριση των μέσων παραγωγής, δηλαδή
όχι μόνο μέσα από την κατάργηση-καταστροφή της κεφαλαιο-κρατικής
ιδιοκτησίας, αλλά και της αγροτικής μικροϊδιοκτησίας. Η
κατάργηση-καταστροφή, όμως, της αγροτικής μικροϊδιοκτησίας ακυρώνει την
ατομική αυτονομία και ελευθερία, πάνω στις οποίες οικοδομείται η
συλλογική συνεταιριστική αυτονομία και ελευθερία. Συνέπεια αυτού είναι η
κατάργηση κάθε μορφής αντίστασης στη διαμόρφωση της ταξικής κοινωνίας, η
οποία στη Σοβιετική Ένωση πήρε τη μορφή του κρατικού καπιταλισμού (Aron
1962, Καστοριάδης, 1985, Bettelheim, 1982, Ψυρούκης, 2001). Στην
πραγματικότητα, στη Σοβιετική Ένωση, η αγροτική οικονομία, μετά την
κατανομή της γης στους αγρότες, είχε ενταχθεί στην ανάπτυξη του κρατικού
καπιταλισμού, πράγμα που είχε ως συνέπεια την καταστροφή του
οικογενειακού τρόπου παραγωγής (Bettelheim, 1977). Συνέβη, δηλαδή, ό,τι
και στις χώρες του καπιταλισμού της αγοράς, με τη διαφορά ότι σ’αυτές η
καταστροφή έγινε μέσα σ’ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, που σημαίνει
πιο ήπια. Δηλαδή, ενώ στην περίπτωση του καπιταλισμού της αγοράς, η
«πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» δεν ήταν και τόσο πρωταρχική, αφού
κράτησε περίπου δύο αιώνες, στον κρατικό καπιταλισμό της Σοβιετικής
Ένωσης έγινε κατά τρόπο συμπικνωμένο, μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια
(Bettelheim, 1977). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που καταστράφηκε ήταν
ένας λαϊκός τρόπος παραγωγής, ο οποίος έμπαινε στην προοπτική του
σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Έμπαινε, επίσης, στην προοπτική της
αναπαραγωγής της φύσης, ένεκα της μη ρήξη των ανθρώπων-αγροτών με τη
φύση, αφού μπορούσε να αναπαράγει το θρεπτικό κύκλο του εδάφους μέσα από
το φυσικό του κόπρισμα, και κατ΄αντίθεση με την κεφαλαιοκρατική
συγκεντροποίηση ζώων, αλλά και ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις με τους
υπονόμους τους, που ρυπαίνουν και δηλητηριάζουν το γήινο περιβάλλον
(Φόστερ, 2005, σ. 321 – 349).
Συνηθίσαμε να επικεντρώνουμε τη συζήτηση για το σοσιαλιστικό
μετασχηματισμό, στον έλεγχο των μέσων παραγωγής και στην ίση κατανομή
του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή να μη ξεπερνάμε το πεδίο της οικονομίας.
Όμως, η κυρίαρχη τάξη δεν κατοχυρώνει την εξουσία της και τον πλούτο
της, μόνο μέσα από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Τα κατοχυρώνει με τον
ταυτόχρονο έλεγχο των τρόπων παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών
οργανισμών και ως ιδεολογικών προσανατολισμών, δηλαδή με τον έλεγχο τόσο
των γυναικών θεωρούμενων ως μέσων βιολογικής παραγωγής, όσο και των νέων
ως ιδεολογικών προσανατολισμών. Εξάλλου, καμιά ομάδα δε θα μπορούσε να
αναπαράγει την εξουσία της χωρίς τον έλεγχο της βιολογικής και
ιδεολογικής παραγωγής. Χωρίς αυτό τον έλεγχο θα είχε μια ιστορία χωρίς
μέλλον και ως εκ τούτου και ο κοινωνικός μετασχηματισμός δε θα πρέπει να
έχει ως προνομιακό σημείο το πεδίο των τάξεων. Θα πρέπει να
τοποθετείται, ταυτόχρονα, και από την πλευρά των φύλων και των γενεών.
Συμπέρασμα
Τα τρία παραδείγματα, στα οποία επικεντρωθήκαμε, φαίνεται να μην έχουν
κάποια σχέση μεταξύ τους. Και πράγματι, τι σχέσεις μπορούν να έχουν το
περιβάλλον, τα φύλα και οι γενεές με την οικονομία; Και όμως, αν κάνουμε
ανάλυση του περιεχομένου τόσο της έννοιας των συντελεστών παραγωγής, όσο
και αυτής του τρόπου παραγωγής, θα δούμε ότι συγκροτούν ενότητα, διότι
το οικονομικό πεδίο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις σχέσεις των φύλων,
αφού του προμηθεύουν τους ανθρώπους ως βιολογικούς οργανισμούς, την
εργατική δύναμη, και τις σχέσεις των γενεών, (έτσι όπως συγκροτούνται
μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα), που του προμηθεύουν τους ανθρώπους ως
ιδεολογικούς προσανατολισμούς, δηλαδή ως διευθυντικό προσωπικό και ως
ειδικευμένο εργατικό δυναμικό ή, αλλιώς, ως «ανθρώπινο κεφάλαιο». Όσον
αφορά το περιβάλλον, να σημειώσουμε ότι ήδη ο Μαρξ έγραψε ότι ένας
τρόπος παραγωγής συγκροτείται από μια διπλή σχέση, μια σχέση μεταξύ των
ανθρώπων και μια σχέση μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης.
Βέβαια, το οικονομικό πεδίο δεν ενσωματώνει μόνο τις σχέσεις των φύλων,
των γενεών και της φύσης, ενσωματώνει, στην πραγματικότητα και τις επτά
διαστάσεις-λειτουργίες του κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή την ολότητα,
πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε το πρώτο χωρίς
να προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε μια θεωρία για την τελευταία. Αν, οι
ακαδημαϊκοί δεν προσπαθούν να οικοδομήσουν μια θεωρία για την ολότητα,
και άρα να αποκαλύψουν την αλήθεια, είναι διότι φυσικοποίησαν την
«αλήθεια» των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων: φυσικοποίησαν τόσο την
«αλήθεια» της κονιορτοποίησης του κοινωνικού αντικειμένου ή, για να
ταυτολογήσουμε, της υπερεξειδίκευσης, όσο και αυτήν της αύξησης του
κέρδους, της παραγωγικότητας της εργασίας, του εθνικού εισοδήματος, της
ανάπτυξης μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους και της
τριτοκοσμικοποίησης των χωρών του κέντρου, (Forrester, 1997), αυτή την
«αλήθεια» που καταστρέφει τη φύση και τον άνθρωπο, με μόνο σκοπό τον
χωρίς μέλλον πλουτισμό μιας μειοψηφίας, που δεν ξεπερνά το 15 με 20% του
παγκόσμιου πληθυσμού.
Στη μαρξιστική αριστερά, από τη μια, έχει υπερτιμηθεί η αναπαράσταση,
σύμφωνα με την οποία ο βασικός μοχλός της κοινωνικής αλλαγής
διαμορφώνεται μέσα από τις συγκρουσιακές σχέσεις κεφάλαιο/εργασία, που
έχουν ως αντικείμενο πάλης τα μέσα παραγωγής και, από την άλλη,
υποτιμήθηκαν οι σχέσεις των φύλων και των γενεών, οι οποίες έχουν ως
αντικείμενο πάλης, οι μεν πρώτες τα παιδιά ως βιολογικούς οργανισμούς,
οι δε δεύτερες τα παιδιά (μαθητές και φοιτητές) ως ιδεολογικούς
προσανατολισμούς. Εάν, στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι η άρχουσα τάξη
δεν ελέγχει μόνο τα μέσα παραγωγής, τη νεκρή εργασία, αλλά και τους
ανθρώπους, που παράγονται από τις σχέσεις των φύλων, στο πεδίο του
οικογενειακού τρόπου παραγωγής, και τις σχέσεις των γενεών, στο πεδίο
των εκπαιδευτικών μηχανισμών, τότε θα δούμε ότι εντοπίζουμε ακόμη δύο
μοχλούς κοινωνικής αλλαγής, αυτούς που παράγονται από τις συγκρουσιακές
σχέσεις των φύλων και των γενεών, τις γυναίκες και τους νέους. Με την
εισβολή των γυναικών και των νέων στην πολιτική σκηνή, κατά τη δεκαετία
του 1960 και του 1970, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε, ακόμη, ότι η
κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, όπου είναι συγκεντροποιημένη η εργατική τάξη
είναι το καθοριστικό ιστορικό πεδίο του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Αντίθετα, θα διατυπώναμε την πρόταση ότι τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά
Ιδρύματα, ως τόπος συγκέντρωσης των νέων, ανδρών και γυναικών,
αποτελούν, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που οι οργανώσεις των εργατών
εξαρθρώθηκαν από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, προνομιακό πεδίο
επαναδημιουργίας της πρότασης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Εξάλλου, η μαρξιστική πρόταση ότι η εργατική τάξη αποτελεί την
πρωτοπορία της αλλαγής είναι άκυρη:
- τόσο κατά το 19ο αιώνα, αφού στη σοσιαλιστική προοπτική έμπαινε
ταυτόχρονα και η αγροτική τάξη με τη δημιουργία των αγροτικών
συνεταιρισμών,
- όσο και κατά τον εικοστό αιώνα, οπότε μαζικοποιήθηκαν οι κοινωνικές
κατηγορίες της νηπιαγωγού, της δασκάλας, της καθηγήτριας της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της νοσοκόμας, οι οποίες διαμορφώνονται
ως ομάδες μέσα από τα αντικείμενα πάλης των μέσων παραγωγής των ανθρώπων
ως βιολογικών οργανισμών και ως ιδεολογικών προσανατολισμών (τα σώματα
των γυναικών και τα παιδιά και οι μαθητές), και οι οποίες όχι μόνο δεν
αποδέχτηκαν την εργατική τάξη ως πρωτοπόρο στους απελευθερωτικούς
αγώνες, αλλά επιπλέον, με την ανάπτυξη των φεμινιστικών κινημάτων, κατά
τη δεκαετία του 1970, την όρισαν ως ανδροκράτη καταπιεστή.
Να υποστηρίξουμε ότι κατά ένα γενικό τρόπο, ο μαρξισμός δεν είναι
ισχυρός διότι:
- πρώτον, οικοδομήθηκε με βάση την πρόταση ότι η κοινωνία
διαιρείται σε τάξεις και ότι ένας κοινωνικός σχηματισμός συντίθεται από
τρία στοιχεία, το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό από τα οποία
το πρώτο παίζει ρόλο καθοριστικό. Όμως, πρώτον, η κοινωνία δε
συγκροτείται μόνο από τις επιγενόμενες ταξικές κοινωνικές σχέσεις.
Συγκροτείται, ταυτόχρονα, και από τις πρωταρχικές βιοκοινωνικές σχέσεις
των φύλων και των γενεών. Και, δεύτερον, ένας κοινωνικός σχηματισμός δε
συγκροτείται μόνο από τις λειτουργίες της οικονομίας, της πολιτικής και
της ιδεολογίας, αλλά και από τις λειτουργίες του στρατού, της τεχνικής
(=παραγωγή του υλικού πολιτισμού), της βιολογίας και της αναδημιουργίας.
Εξάλλου, μεταξύ των σχέσεων παραγωγής των υλικών αγαθών, των σχέσεων
παραγωγής των βιολογικών οργανισμών, των σχέσεων παραγωγής των
ιδεολογικών οργανισμών κλπ, δε διαμορφώνεται μια σταθερή σχέση
καθορισμού από τις πρώτες. Υπάρχει σχέση διαντίδρασης, η οποία
καθορίζεται από το συσχετισμό δυνάμεων. Ο τελευταίος, όμως, είναι
μεταβαλλόμενος στην ιστορία και άρα μεταβαλλόμενο είναι και το στοιχείο
που καθορίζει τον κοινωνικό σχηματισμό. Οι προτάσεις αυτές μας κάνουν
να δούμε ότι ο μαρξισμός οικοδομήθηκε όχι ως γενική, αλλά ως τοπική
θεωρία και ως απόλυτη αλήθεια. Εάν, όμως, τη συσχετίσουμε με την
ολότητα, δηλαδή με τις σχέσεις των φύλων και των γενεών, αλλά και με τα
έθνη-κράτη, θα υποχρεωθούμε να τον ανασκευάσουμε σχετικοποιώντάς τον
(Χαραλάμπους, 1997, 2001, Μελέτη, 2010). Θα δούμε ότι ο κεφαλαιοκρατικός
κοινωνικός σχηματισμός, δεν έχει μόνο μια μήτρα-πυρήνα, αυτήν των
τάξεων, αλλά τρεις, αυτές των τάξεων, των φύλων και των γενεών, οι
οποίες συγκροτούνται στη βάση τριών αντικειμένων πάλης, αυτών των μέσων
οικονομικής, βιολογικής και ιδεολογικής παραγωγής, και εμπεριέχουν το
δυναμικό τριών κοινωνικών κινημάτων, τα οποία δεν έχουν μόνο
αντιτιθέμενους προσανατολισμούς, αλλά και έναν κοινό: τον
αντικεφαλαιοκρατικό. Να τονίσουμε, επίσης, ότι μεταξύ των ομάδων, που
εμπεριέχουν το δυναμικό του κινήματος, δεν υπάρχει καμία σχέση
πρωτοπορίας, υπάρχει σχέση αντιπαλότητας και συνεργασίας. Η σχέση της
εργατικής πρωτοπορίας είναι μια ανδροκρατική αναπαράσταση, αφού οι
εργάτες είναι φύλου αρσενικού, η οποία αναπαράγεται από τους «μαρξιστές»
και τα «Κομμουνιστικά Κόμματα», που είναι επίσης φύλου αρσενικού, διότι
πολύ συνήθισαν στην ιδέα να είναι: τόσο «οι κάτοχοι των νόμων της
ιστορίας», και άρα και η «πρωτοπορία της εργατικής πρωτοπορίας» (της
εργατικής τάξης), όσο και διοικητές στρατοπέδων συγκέντρωσης σε
συστήματα σταλινικού τύπου, δηλαδή να είναι οι αποκλειστικοί κάτοχοι της
εξουσίας και του λόγου για να μπορούν να διαστρέφουν, χωρίς προσκόμματα,
την ιστορική πραγματικότητα, και έτσι να αναπαράγονται αενάως ως
εξουσία. Όμως, το σύστημά τους κατέρρευσε υπό το βάρος της βλακείας του
απόλυτου, της απουσίας κάθε μορφής ευελιξίας, αυτής που παρατηρούμε και
στις μέρες μας στη Μέρκελ και στο Σαρκοζί οι οποίοι επιμένουν, χωρίς
παρέκκλιση, στην «εξυγίανση της οικονομίας», που παράγει ανεργία κα
μεταφορά πλούτου από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους στους
κερδοσκόπους πιστωτές,
- δεύτερον, ρητορικά οικοδομήθηκε ως σοσιαλιστική ιδεολογία των
εργατών, στην πραγματικότητα, όμως συγκροτήθηκε ως μια μορφή
καπιταλισμού, ως κρατικός καπιταλισμός. Με βάση αυτή την παρατήρηση,
μπορούμε να διατυπώσουμε και την πρόταση ότι τα αυτοαποκαλούμενα
μαρξιστικά Κόμματα δεν ορίζονται ως αριστερά αλλά ως δεξιά και ως τέτοια
αποτελούν στοιχεία ενός εκλιπόντος συστήματος, τα οποία θα πρέπει να
ανατραπούν μαζί με το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Το ότι, μέχρι τις
μέρες μας, τα πιο πάνω Κόμματα χαρακτηρίζονται ως αριστερά, οφείλεται
στο ότι στους ακαδημαϊκούς κύκλους δεν κυριάρχησε η άσκηση της
επιστήμης, αλλά οι πολιτικές ιδεολογίες. Στο ακαδημαϊκό πεδίο, τους
κανόνες του παιχνιδιού δεν τους διαμόρφωσε κάποια αυτόνομη ακαδημαϊκή
κοινότητα, αλλά η πολιτική κοινότητα, που σημαίνει ότι οι επιστήμες δεν
εργαλειοποιήθηκαν, απλά, από τις εξουσίες, δεξιές και «αριστερές», όπως
νομίζουν πολλοί, (Λαβάλ, 5 Φεβρουαρίου 2012, σ. 30 – 31), αλλά
μεταμορφώθηκαν από όργανα ανακάλυψης της αλήθειας σε τσαρλατανισμό.
Μεταμορφώθηκαν σε όργανα χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, αύξησης των
κερδών των κερδοσκόπων-τοκογλύφων, ενδυνάμωσης της εξουσίας των ισχυρών
και ενσωμάτωσης των νέων στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα.
Κατά το Schumpeter (2006), ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τη
δημιουργική καταστροφή. Σύμφωνα με αυτήν, ο βιομηχανικός καπιταλισμός
συνεχώς επαναστατικοποιεί τις οικονομικές δομές, καταστρέφοντας τις
παλιές και δημιουργώντας νέες, και ως εκ τούτου οι περιοδικές κρίσεις
δεν τον οδηγούν σε κατάρρευση , αλλά τον ανανεώνουν ασταμάτητα. Αυτή η
πρόταση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της οικονομιστικής αναπαράστασης,
της απόσπασης της οικονομίας από το κοινωνικό της πλαίσιο και το
οικολογικό της περιβάλλον, από τη μια, και της υπερτίμησης της παραγωγής
των υλικών αγαθών και υποτίμησης της παραγωγής καυσαερίων, από την
κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, από την άλλη. Αν απελευθερωθούμε από την
οικονομιστική αναπαράσταση , θα δούμε ότι αυτό που κάνει ο καπιταλισμός
είναι να επαναστατικοποιεί τα μέσα παραγωγής, τα οποία
επαναστατικοποιούν την καταστροφή της φύσης και του οικογενειακού τρόπου
παραγωγής, που παράγει τον άνθρωπο ως βιολογικό οργανισμό, χωρίς
ταυτόχρονα να τον αντικαθιστά με κάποιον άλλο. Δηλαδή, δε διαφωνούμε ότι
ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, στην ιστορική του διαδρομή,
συνοδεύεται από τεχνολογικές καινοτομίες, οι οποίες είναι πιο αποδοτικές
από τις προηγούμενες. Να γράψουμε, όμως, ότι, ταυτόχρονα είναι και πιο
αποδοτικές στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Εξάλλου, να τονίσουμε ότι
ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, παράγει ευημερία για το 15 με 20%
περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού και επιδεινώνει τις συνθήκες ζωής του
υπόλοιπου 80 με 85%.
Οι φορείς του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, από τη στιγμή της
εμφάνισής τους, λειτουργούν με βάση τη λογική της ιδιοποίησης και
καταστρέφουν χωρίς να δημιουργούν. Τα αποτελέσματα της δράσης τους,
δηλαδή της μετάβασης προς την καταστροφή άρχισαν να φαίνονται,
ιδιαίτερα, κατά τη δεκαετία του 1960, οπότε οι εκπομπές του διοξειδίου
του άνθρακα και του μεθανίου ξεπέρασαν τις δυνατότητες αφομοίωσής του
από το περιβάλλον, και η γονιμοποίηση έπεσε κάτω από το 2,10% στις χώρες
του κέντρου. Αν και δεν είναι λίγοι αυτοί που τονίζουν ότι οδεύουμε προς
την καταστροφή, εντούτοις οι φορείς του κεφαλαίου και οι οργανικοί τους
διανοούμενοι, τυφλωμένοι από την πολιτική εξουσία και το κέρδος,
λαμβάνουν μέτρα που την επιταχύνουν και: πανηγυρίζουν για τις νέες
ανακαλύψεις γαιανθράκων και φυσικού αερίου, εφαρμόζουν πολιτικές μείωσης
της γονιμότητας στις χώρες της περιφέρειας, καταστρέφουν την κοινωνική
πολιτική, αλλά και εφαρμόζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και τον
ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό, που επιτείνουν την ύφεση και που
οδηγούν τους νέους να μη θέλουν να κάνουν παιδιά. Επιδεικνύουν, δηλαδή,
ένα σύνολο αντικοινωνικών συμπεριφορών. Και για να είναι σίγουροι για τα
μακροχρόνια αποτελέσματα, ότι δηλαδή στο μέλλον δε θα ακυρωθούν τα μέτρα
που κατοχυρώνουν τα κακώς νοούμενα συμφέροντά τους, προσπαθούν:
- πρώτον, να καταστρέψουν το Πανεπιστήμιο, που δημιουργεί πολίτες, και
να στήσουν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα οποία να δημιουργούν
ανδράποδα, ανθρώπους που να μην έχουν λόγο, να έχουν όμως ως πρότυπα
απάνθρωπους τεχνοκράτες και αλήτες golden boys, και,
- δεύτερον, να αντικαταστήσουν τους εθνικούς με τους επαγγελματικούς ή
μισθοφορικούς στρατούς. Με αυτό επιδιώκουν να εξορκίσουν κάθε κίνδυνο,
προσπαθούν να καταργήσουν μια μορφή εθνικής αλληλεγγύης (μια άλλη είναι
αυτή του κοινωνικού κράτους),αποκλείοντας τη συμμετοχή του λαού από ένα
θεσμό, μέσα από τον οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί ως συλλογικό
υποκείμενο ή, πιο συγκεκριμένα, να μπει εμπόδιο στους ιμπεριαλιστικούς
πολέμους ή, στην περίπτωση περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών, στην
παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η μετάβαση προς την καταστροφή προετοιμάζεται, στις μέρες μας, με
επιμέλεια από το νεοφιλελεύθερο κίνημα και, πιο συγκεκριμένα, από τις
Πολυεθνικές Επιχειρήσεις και τους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς οργανικούς
διανοουμένους τους. Παρατηρούμε, ταυτόχρονα, ότι σε όλο τον κόσμο
διαμορφώνονται αντιστάσεις από φοιτητές, αγρότες, εργάτες και γυναίκες,
οι οποίες, όμως, αν δε συγκροτηθούν σε αντικίνημα, που να μπαίνει στην
προοπτική του οικογενειακού και συνεταιριστικού (αυτού της κοινωνικής
οικονομίας) τρόπου παραγωγής, (Μελέτη, 2010, σ. 66 – 68), και που είναι
συμβατοί με τον άνθρωπο και τη φύση, (πράγμα που σημαίνει ρήξη με τον
κεφαλαιοκρατικό τεχνολογικό πολιτισμό που είναι καταστροφικός και
επιστροφής στη φύση μέσω μιας νέας τεχνολογίας), τότε θα γίνουμε
μάρτυρες μιας πορεία προς την καταστροφή, η οποία είναι μονόδρομος.
Βέβαια, η μετάβαση προς την καταστροφή της φύσης και του οικογενειακού
τρόπου παραγωγής δεν άρχισε με την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, τα
τελευταία χρόνια. Άρχισε με την ανάδυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής και συνεχίστηκε από όλες τις μορφές που πήρε στην ιστορική του
διαδρομή, δηλαδή τόσο από τον καπιταλισμό των ελεύθερων αγορών, του 19ου
αιώνα, όσο και από τον κεϊνσιανό και κρατικό καπιταλισμό, του 20ου
αιώνα, και συγκαλήφθηκε από τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό των
μεγαλουπόλεων και την ψευδαίσθηση της ευημερίας της κατανάλωσης. Αυτό
είχε ως συνέπεια τη νομιμοποίηση και φυσικοποίηση του τελευταίου αντί
της αμφισβήτησής του, και ως εκ τούτου η διαμόρφωση ενός αντικινήματος
δεν είναι ένα γεγονός απλής ορθολογικής συλλογικής απόφασης. Θα γράφαμε,
ότι τέτοιου είδους μεταστροφές λαμβάνουν χώρα μόνο μετά από μεγάλου
μεγέθους καταστροφές. Όμως, θα μπορούσαν να λάβουν χώρα και μέσα από τη
διαμόρφωση ηγετών καθοδηγητών του μεγέθους του μυθικού προσώπου του
Μωυσή (Moscovici, 1981), δηλαδή ηγετών που να μπορούν να σταθούν στο
ύψος των περιστάσεων και να πείθουν ότι η καταστροφή δεν είναι
αναπόφευκτη.
Βιβλιογραφία
Aron R., Dix-huit leçons sur la société industrielle, Paris :
Gallimart, 1962.
Badie B., L’ État importé, Paris: Fayard, 1992.
Badie B., Les deux États, Paris: Fayard/Essais, 1997.
Bertaux D., Destins personnels et structures de classes, Paris: PUF,
1977.
Βεργόπουλος Κ., Μετά το τέλος, Αθήνα: Λιβάνη, 2011.
Bettelheim Ch., Les luttes de classes en URSS, Deuxième Période, 1923 -
1930, Paris : Seuil/Maspero, 1977.
Bettelheim Ch., Les luttes de classes en URSS, Troisième Période, 1930
- 1941, Les dominés, Paris: Seuil/Maspero, 1982.
Castel R., Les métamorphoses de la question sociale, Paris : Librairie
Arthème Fayard, 1995.
Γεώρμας Κ., Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006.
Γκρέιντερ Ου., Ο μανιακός καπιταλισμός, Αθήνα: Καστανιώτη, 1999.
Engels F., Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Μέρος Α, Αθήνα:
Μπάιρον, 1974/1985.
Engels F., Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Μέρος Β, Αθήνα:
Μπάιρον, 1975.
Ewald F., Ιστορία του κράτους πρόνοιας, Αθήνα : Gutenberg, 2000.
Ferro M., Histoire des colonisations, Paris: Seuil, 1994.
Forrester V., Η οικονομική φρίκη, Αθήνα: Λιβάνη, 1997.
Fossaert R., La société, Tome 2, Les structures économiques, Paris :
Seuil, 1977.
Fossaert R. La société, Tome 3, Les appareils, Paris : Seuil, 1978.
Fossaert R., La société, Tome 4, Les classes, Paris : Seuil, 1980.
Fossaert R., La société, Tome 5, Les États, Paris: Seuil, 1981.
Fossaert R., La société, Tome 6, Les structures idéologiques, Paris :
Seuil, 1983.
Φόστερ Τ. Μ., Οικολογία και καπιταλισμός, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005.
Godelier M., Η θεωρία της μετάβασης στο Μαρξ, Αθήνα: Gutenberg, 1987.
Iliffe J., Les Africains. Histoire d’ un continent, Paris : Aubier,
1997.
Ζαχιώτη Γ, Ενεργειακή συμφωνία EXXON – ROSNEFT, στην: Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία (Εφημερίδα), Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 32.
Ζηργάνου Ν., Ξαφνικός έρωτας για την αρκτική, στην: Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία (Εφημερίδα), Αθήνα : 25 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 36.
Καστοριάδης Κ., Η γραφειοκρατική κοινωνία, Τόμος 1,2, Αθήνα :
Ύψιλον/Βιβλία, 1985.
Kennedy P., Προετοιμασία για τον 21ο αιώνα, Αθήνα: Λιβάνη, 1994.
Klein N., Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής,
Αθήνα: Λιβάνη, 2010.
Κρούγκμαν Π., Η μεγάλη κάμψη, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000.
Λαβάλ Κ., Πιέρ Μπουρντιέ. Από τη γνώση στη δράση, στην, Η εποχή
(Εφημερίδα), Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 2012, σ. 30 – 31.
Λιπιέτς Α., Χρειαζόμαστε ένα πράσινο ντιλ, στην: Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία (Εφημερίδα), Αθήνα, 11 Δεκεμβρίου 2011, σ. 18.
Λούξεμπουργκ Ρ., Ι. Η συσσώρευση του κεφαλαίου, Αθήνα: Διεθνής
Βιβλιοθήκη, 1973.
Λούξεμπουργκ Ρ. ΙΙ. Η συσσώρευση του κεφαλαίου, Αθήνα: Διεθνής
Βιβλιοθήκη, 1975.
Luttwak E., Αχαλίνωτος καπιταλισμός, Αθήνα: Λιβάνη, 2003.
Marx K., Le capital, Livres I, II, III, Paris: Éditions Sociales, 1977.
Μαντόγλου Α., Κοινωνική μνήμη και κοινωνική λήθη, Αθήνα: Πεδίο, 2010.
Μαντόγλου Α., Η εξέγερση του πολυτεχνείου, Αθήνα: Πεδίο, 2011.
Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Αθήνα:
Παπαζήσης, 2010.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου, Αθήνα: Γόρδιος, 2008.
Michalet Ch. – A., Le capitalisme mondial, Paris: PUF 1976.
Morin E., La méthode 1. La nature de la nature, Paris : Seuil, 1977.
Morin E., La méthode. 4. Les idées, Paris: Seuil, 1991.
Morin E., Nair S., Μια πολιτική πολιτισμού, Αθήνα: Λιβάνη, 1998.
Moscovici S., L’ âge des foules, Paris: Fayard, 1981.
Μουζέλης Ν., Μεταμαρξιστικές προοπτικές, Αθήνα : Θεμέλιο, 1992.
Νεγρεπόντη-Δελιβάνη Μ., Η φονική κρίση και η ελληνική τραγωδία, Αθήνα:
Λιβάνη – Ίδρυμα Δημήτρη και Μαρίας Δελιβάνη, 2010.
Παπακωνσταντίνου Π., Επιστροφή στο μέλλον, Αθήνα: Λιβάνη, 2010.
Patterson T. J., Φτώχεια, γκέτο και φυλετικό ζήτημα, στο, Merrien
Fr.-X. (υπό τη διεύθυνσή του), Αντιμέτωποι με τη φτώχεια, Αθήνα:
Κατάρτι, 1996.
Poulantzas N., Pouvoir politique et classes sociales, Volumes I, II,
Paris: Petite Collection Maspero, 1972.
Rifkin J., Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας, Αθήνα: Λιβάνη, 1998.
Sandel M., Ενάντια στην τελειότητα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2011.
Σταθάκης Γ., Η νέα φάση της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, στην, Η
Αυγή (Εφημερίδα), Αθήνα, 1 Ιανουαρίου 2012.
Schultz Th., Η οικονομική αξία της εκπαιδεύσεως, Αθήνα: Παπαζήσης,
1972.
Schumpeter J., Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, Αθήνα :
Παπαζήσης, 2006.
Stiglitz J., Η μεγάλη αυταπάτη, Αθήνα: Λιβάνη, 2003.
Stiglitz J., Ο θρίαμβος της απληστίας, Αθήνα: Παπαδόπουλος, 2011.
Touraine A., Le communisme utopique, Paris, Le Seuil, 1972.
Touraine A., Production de la société, Paris : Le Seuil, 1973.
Touraine A., La voix et le regard, Paris: Seuil, 1978.
Χαραλάμπους Κ., Ο συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής και η μετάβαση στο
σοσιαλισμό, Αθήνα: Οδυσσέας, 1997.
Χαραλάμπους Κ., Η κοινωνική οικονομία, στο, Κούγιας Ι., (Επιμέλεια),
Παγκοσμιοποίηση και κοινωνική οικονομία, Μεσολόγγι: Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου,
2001α, σ. 67-77.
Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, Αθήνα: Οδυσσέας,
2001β.
Χάρβεϊ Ντ., Νεοφιλελευθερισμός, Αθήνα: Καστανιώτη, 2007.
Ψυρούκης Ν., Καπιταλισμός. Από τη γενική κρίση στη σήψη, Λευκωσία:
Αιγαίον-Κουκίδα, 2001.
Wallerstein I., Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Αθήνα: Θύραθεν, 2009.
Wallerstein I., Ευρωπαϊκός οικουμενισμός, Αθήνα: Θύραθεν, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.