Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Υπήρξε αυτός που πρόσφερε την Ορθόδοξη πίστη στην Ιαπωνία με μια τόλμη ιδιαίτερη: με σεβασμό στην ιαπωνική ταυτότητα και με απόρριψη του αποικιοκρατικού μοντέλου. Οι συνθέσεις που επιχείρησε αφορούν πολλά επίπεδα (πολιτισμό, διαθρησκειακό διάλογο, εθνικισμό, πατριωτισμό, αυτοσυνειδησία της νεαρής εκκλησίας κλπ). Ενδεικτικά παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ένας Ιάπωνας δίχως σχιστά μάτια. Νικόλαος Κασάτκιν, ο ευαγγελιστής των Ιαπώνων», εκδ. Αρμός, Αθήνα 2018, σσ. 60-63:
«Ο άγιος Νικόλαος έδρασε την εποχή Μέιτζι (1868-1912), εποχή ραγδαίου εκδυτικισμού της Ιαπωνίας, κι όμως εποχή κατά την οποία η μεταστροφή στον Χριστιανισμό (παρ’ όλο που είχαν περάσει 13 γενιές από την πρώτη επαφή μαζί του) θεωρούνταν ακόμη ακραία πράξη, και ειδικά όταν επρόκειτο για Χριστιανισμό εισαγόμενο από την Ρωσία. Στην ιαπωνική συνείδηση η μεγάλη γειτονική χώρα εμφανιζόταν ως η πιο απειλητική ίσως δυτική δύναμη, σε μια διελκυστίνδα αγάπης και μίσους, ανταγωνισμού για την πολιτισμική ανωτερότητα αλλά και την ορμή προς εκσυγχρονισμό. “Οι Ιάπωνες και οι Ρώσοι”, έχει λεχθεί προσφυώς, “μπορεί να είναι ή φίλοι ή εχθροί• δεν μπορεί να είναι ξένοι”. Ο Κασάτκιν, ωστόσο κατόρθωσε να οικοδομήσει μια υπολογίσιμη εκκλησία με πάνω από 30.000 πιστούς. Οι αριθμοί έχουν τη σημασία τους, αλλά σημαντικότερο υπήρξε κάτι άλλο: ο προσανατολισμός που έδωσε ο Νικόλαος. Ένας προσανατολισμός προς τη συγκρότηση μιας εκκλησίας αληθινά Ορθόδοξης και πραγματικά ιαπωνικής, κι όχι ενός παραρτήματος της ρωσικής εκκλησίας και κουλτούρας. Αλλά το σκηνικό δεν ήταν διπολικό• ήταν συνθετότερο. Η Ρωμαιοκαθολική παρουσία στην Ιαπωνία ξεκίνησε το 1549 και γνώρισε τρομερούς διωγμούς μέχρι τα μέσα, περίπου του 19ου αι., οπότε και άρχισε η έντονη δράση των αγγλο-αμερικανικών ιεραποστολών, η οποία και έδωσε το κυρίαρχο χριστιανικό χρώμα. Στη συνέχεια, ο 20ός αι. έφερε τη ραγδαία ανάπτυξη «γηγενών εκκλησιών», δηλαδή χριστιανικών κοινοτήτων με έξαψη για την ιαπωνική ταυτότητα και σε αντιδιαστολή προς τις δυτικές ομολογίες, οι οποίες και κατηγορούνται ότι εξουθένωσαν ή προσπέρασαν την ιαπωνικότητα (είναι ένα φαινόμενο που αφορά όλο τον Τρίτο Κόσμο και τις προσπάθειες χειραφέτησής του από τη δυτική ηγεμονία, με ισχνές απαρχές στον 18ο αι.). Υπολογίζεται ότι περί τα 180 ιεραποστολικά σώματα ποικίλων ομολογιών εγκαταστάθηκαν στην Ιαπωνία από το 1852 ως το 1992, και 13 «γηγενείς εκκλησίες» σχηματίστηκαν από το 1901 ως το 1977.
Μέσα στην πραγματικότητα αυτή, οι ερευνητές δυσκολεύονται να ταξιθετήσουν το ιεραποστολικό έργο του Νικολάου σε μία μόνο κατηγορία (στις ξένες ιεραποστολές ή στις γηγενείς κινήσεις). Μερικά παραδείγματα: Αντίθετα προς τις ετερόδοξες ιεραποστολές, που επεδίωκαν ατομικές μεταστροφές, ο Νικόλαος επεδίωκε μεταστροφές οικογενειών, πράγμα που προσιδίαζε στην παραδοσιακή ιαπωνική θρησκευτικότητα. Επίσης αντίθετα προς τις ετερόδοξες ιεραποστολές, στην Ορθόδοξη ιαπωνική εκκλησία τον ευαγγελισμό δεν τον ασκούσαν αλλοδαποί (δηλαδή Ρώσοι) ιεραπόστολοι, αλλά Ιάπωνες κατηχητές, οι οποίοι ήταν αληθινοί ευαγγελιστές, κι όχι παιδοφύλακες. Έτσι το εισαγόμενο ευαγγέλιο πολιτογραφούνταν στην ιδιοπροσωπία και τη μαρτυρία της τοπικής εκκλησίας. Παρόμοια, ο Νικόλαος καλλιέργησε την πρόσληψη σινο-ιαπωνικής ορολογίας, υιοθέτησε την αφαίρεση των υποδημάτων κατά την είσοδο στο ναό (όπως επέτασσε η ιαπωνική κουλτούρα για την είσοδο σε σπίτια, σιντοϊστικά ιερά και βουδιστικούς ναούς), χρησιμοποίησε ρύζι στην τέλεση μνημοσύνων, ενέκρινε τη χριστιανική χρήση των μέχρι τότε σιντοϊστικών και βουδιστικών οικιακών ιερών, δεχόταν την άσκηση των πολεμικών τεχνών ως γυμναστική και την απονομή τιμής στον κρατικό Σιντοϊσμό ως σύμβολο της πολιτείας. Χαρακτηριστική ήταν η αντίθεση του Νικολάου προς τον Ρώσο επίσκοπο (και αργότερα διάδοχό του) Σέργιο, ο οποίος υπηρετούσε τον εκρωσισμό της ιαπωνικής εκκλησίας. Ο Σέργιος υποστήριζε ότι στον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως στο Τόκυο έπρεπε να ζωγραφιστούν άγιοι της μητέρας εκκλησίας (Βλαδίμηρος, Όλγα, Βόρις, Γκλεμπ), αλλά ο αρχιεπίσκοπος τον ανέκοψε, υπογραμμίζοντας ότι με αυτή την τακτική δεν θα υπήρχε σκοτεινότερο μέλλον για την ιαπωνική εκκλησία, η οποία, αντιθέτως, χρειαζόταν να εμπνέεται από τους αγίους της αδιαίρετης Εκκλησίας, κι όχι ειδικά από τους Ρώσους. Με όλα αυτά, λοιπόν, η εν Ιαπωνία Ορθόδοξη εκκλησία εμφανιζόταν πολύ ιθαγενής για να συναριθμηθεί με τις επήλυδες ιεραποστολές, και ταυτόχρονα (ως παραμένουσα συνειδητά μέλος της παγκόσμιας Ορθόδοξης οικογένειας) πολύ ξένη για να συγκαταλεγεί στις γηγενείς κινήσεις».
Θ.Ν.Π. / 3-2-2023
ΥΓ: Το εξώφυλλο του βιβλίου μου, έργο της φίλης Βάσω Γώγου
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.