Φιλελευθερισμός και κοινοτισμός μετά το τέλος του τέλους της Ιστορίας
Στην καθαυτό νεωτερικότητα (18ος αιώνας-αρχές 20ου) ο φιλελευθερισμός θεμελιώνεται στην ελευθερία του ατόμου κατ’ αρχήν να έχει ιδιοκτησία και να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και συνδέεται ιστορικώς με τη διπλή και παράλληλη επέκταση του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής αστικής εκδοχής της δημοκρατίας. Σε ένα οντολογικό επίπεδο πολιτικής φιλοσοφίας, ο φιλελευθερισμός δομείται γύρω από τις θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου που εκδέχονται τα μέλη μιας πολιτικής κοινωνίας ως συμβαλλόμενους σε εταιρεία με απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η κατανόηση της κοινωνίας ως συμβολαίου αποσάρθρωσε τις παλαιότερες κοινότητες στις οποίες υπήρχε μια αίσθηση ιερότητας στις κοινωνικές σχέσεις, η οποία απέρρεε και από τη θεώρηση ότι η κοινωνία μπορεί να αντανακλά ευρύτερες κοσμολογικές σχέσεις ή και μία θεία υπερκόσμια τάξη (ή αναλογικώς και τα δύο). Με αυτήν την έννοια ο φιλελευθερισμός υπερβαίνει τον προνεωτερικό κοινοτισμό. Οι θεωρίες κοινωνικών συμβολαίων ομολογουμένως διανοίγουν δυνατότητες προόδου και χειραφέτησης, καθώς για να είναι ένα μέλος της κοινωνίας «συμβαλλόμενος» πρέπει να είναι ελεύθερος (κατάργηση της δουλείας) και να έχει θεσμική τουλάχιστον ισότητα (φεμινισμός, δικαιώματα μειονοτήτων). Η νεωτερική εκδοχή της δημοκρατίας σε αντίθεση με την αρχαία κοινοτική επικεντρώνει στις μειονότητες και στο δικαίωμά τους να αποστασιοποιούνται από την κυρίαρχη κοινότητα και να μην εξοστρακίζονται όπως στην αρχαία δημοκρατία.
Πάντως, στην ιστορική πράξη, ο φιλελευθερισμός αναγκάστηκε να δημιουργήσει ή να συνυπάρξει με νέες πολιτικές κοινότητες, που κατά κανόνα έλαβαν στον 19ο αιώνα τη μορφή εθνικών κοινοτήτων, καθώς μάλιστα ο παλαιότερος «πολιτειακός εθνικισμός» της Γαλλικής Επανάστασης έδωσε τη θέση του στον ρομαντικό εθνικισμό, που αποτέλεσε μια νεωτερική μορφή κοινοτισμού. Με άλλα λόγια, φιλελευθερισμός και κοινοτισμός δεν είναι αλληλοαποκλειόμενοι στην ιστορική πράξη, απλώς δημιουργούνται διαλεκτικές εντάσεις που συγκροτούν ανανεώσεις του είδους των κοινοτήτων (λ.χ. από θρησκευτικές κοινότητες σε εθνικές ή και σε «μεσσιανικές», όπως χαρακτηρίζονται ο αμερικανικός και ο ρωσικός/σοβιετικός εθνικισμός), αλλά ενίοτε και ανανεώσεις του ίδιου του φιλελευθερισμού. Και βεβαίως η θεσμική/νομική μορφή ισότητας συχνά οδήγησε σε ακραίες μορφές πραγματικής/οικονομικής ανισότητας, λόγω της εκτίναξης του καπιταλισμού με συνέπεια η βασική νεωτερική αντίθεση να καταστεί αυτή ανάμεσα στον φιλελευθερισμό (πρόταξη ελευθερίας) και τον σοσιαλισμό (πρόταξη ισότητας). Η αντίθεση αυτή συνέπεσε με κρίσεις του καπιταλισμού που σφράγισαν τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο του 20ου αιώνα.
Η διαμάχη φιλελευθερισμού και κοινοτισμού επανατίθεται με νέο τρόπο στη λεγόμενη ύστερη νεωτερικότητα, δηλαδή σε μια περίοδο που σχηματικά αρχίζει περίπου στη δεκαετία του 1970. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος όδευε προς τη λήξη του, οι Η.Π.Α. αντάλλαξαν το να είναι η πρώτη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, -το οποίο εκχώρησαν σε ασιατικές χώρες και εντέλει στην Κίνα-, με το να λειτουργούν ως το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο με το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αποσυνδεδεμένο από τον χρυσό. Η εξέλιξη αυτή που συνέπεσε με την παράδοξη συμμαχία Η.Π.Α. και Κίνας οδήγησε στη «Χιμαιρική» (China & America = Chimerica), ήτοι στη χίμαιρα μιας παγκοσμιοποίησης, η οποία βασίστηκε στη χρηματιστικοποίηση και στη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής εκτός Δύσης. Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ακούστηκαν φωνές για το «τέλος της Ιστορίας», το οποίο βασικά ταυτίστηκε με τον εξαιρετισμό των Η.Π.Α. ως προς τη δυνατότητά τους να συνδυάζουν ένα φάσμα ήπιας και σκληρής ισχύος.
Ως «ήπια ισχύ» εννοούμε τους θεσμούς οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής φύσεως (λ.χ. Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εξέχοντες θρησκευτικούς θεσμούς ή ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση και εν μέρει τον Ο.Η.Ε. και οπωσδήποτε το Χόλιγουντ, τη μουσική βιομηχανία κ.ο.κ.), ενώ ως σκληρή ισχύ εννοούμε στρατιωτικούς συνασπισμούς (λ.χ. το ΝΑΤΟ ή «συμμαχίες προθύμων»), που αμφότερες προωθούν ως ένα ενιαίο φάσμα την παγκοσμιοποίηση, κατά κανόνα με τον συνδυασμό οικονομικών κυρώσεων («βελούδινος ολοκληρωτισμός») και στρατιωτικών «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» (σκληρός ολοκληρωτισμός). Ενώ ανέκαθεν η φιλελεύθερη δημοκρατία λειτουργούσε ως εύσχημη βιτρίνα του καπιταλισμού, το νέο στοιχείο στην ύστερη νεωτερικότητα είναι η εργαλειοποίηση του φιλελευθερισμού και του δικαιωματισμού για νέας κοπής «σταυροφορίες» αξιών στον μη δυτικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο ως «νεοφιλελευθερισμός» ονομάστηκε μια νέα μονομερής έμφαση στον οικονομικό φιλελευθερισμό που δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό (λ.χ. είναι οριακά δυνατό να έχει κανείς δικτατορίες και ταυτοχρόνως ελεύθερη αγορά). Και η οποία έμφαση στον οικονομικό φιλελευθερισμό βασικά στηρίχτηκε σε ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη με προτεραιότητα το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, καθώς και σε στρατιωτικούς συνασπισμούς που μπορούσαν να παίζουν χωρίς αντίπαλο στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, χρησιμοποιώντας τη σκληρή ισχύ «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» ως συνέχεια της ήπιας ισχύος των οικονομικών κυρώσεων, των εμπάργκο και της εργαλειοποίησης διεθνικών εξεχόντων πολιτικών και θρησκευτικών θεσμών με αξιώσεις παγκοσμιότητας.
Από την άλλη, οδυνηρή είναι και η μετάλλαξη του κοινοτισμού. Ως αντίβαρο στην επελαύνουσα παγκοσμιοποίηση συχνά τέθηκαν παραδοσιακές κοινότητες, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν παρά να επινοήσουν και να κατασκευάσουν ξανά τον εαυτό τους σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Δημιουργούνται έτσι στην ύστερη νεωτερικότητα συνδυασμοί, οι οποίοι από πλευράς ιδεολογικής καθαρότητας φαίνονται παράδοξοι, χωρίς ωστόσο να εκπλήσσουν όποιον στοχάζεται την Ιστορία διαλεκτικά αντί για γραμμικά. Από τη μια ο (νέο-)φιλελευθερισμός έχει ανάγκη από ισχυρότατα κράτη για να επικρατήσει, κράτη με στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα που θα εξαρθρώνει τις αντιστάσεις των αντιπάλων, αλλά ενίοτε και με θεσμούς πρόνοιας, για να μαζεύει τα ναυάγια των οικονομικών ανισοτήτων. (Παρόμοιες αντιφάσεις υπήρχαν και στην καθαυτό νεωτερικότητα, λ.χ. οι αξίες της Γαλλικής Δημοκρατίας διαδόθηκαν από έναν «αυτοκράτορα», ενώ ο υποτίθεται διεθνικός και μετα-καπιταλιστικός κομμουνισμός χρησιμοποιήθηκε βασικά ως μέσο ταχείας εκβιομηχάνισης αγροτικών και μετα-αποικιακών κοινωνιών, συχνά εθνικιστικών, για γρηγορότερη αυταρχική πρόσβαση στο καπιταλιστικό στάδιο ανάπτυξης). Από την άλλη, ο νεο-κοινοτισμός είτε δημιουργεί υβρίδια νεωτερικότητας και παράδοσης (λ.χ. «Ισλαμική Δημοκρατία» στο Ιράν). Είτε συνυπάρχει με την πολυπολιτισμικότητα των (νεο-)φιλελεύθερων κοινωνιών και τη χρησιμοποιεί εργαλειακά.
Καθώς οι εθνικές κοινότητες της καθαυτό νεωτερικότητας υποβαθμίζονται, βλέπουμε να σχηματίζονται μεγάλες πολυεθνικές και πολυφυλετικές κοινωνίες. Αν στη νεωτερικότητα ο εθνικισμός αντικατέστησε τη θρησκεία ως μέσο συναρμογής, για να αναπτυχθεί η φιλελεύθερη δημοκρατία και να κατισχύσουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τότε στην ύστερη νεωτερικότητα ο εθνικισμός αντικαθίσταται συχνά από μία νέα μορφή «πολιτειακού εθνικισμού», ο οποίος ταυτίζεται με τον δικαιωματισμό ή και με έναν «μεσσιανικό δικαιωματισμό». Εννοούμε ότι τα άτομα αντί να ενώνονται από τη θρησκεία ή το έθνος, ενώνονται από την κουλτούρα των δικαιωμάτων ως έναν κοινό τρόπο ζωής ισότιμης μετοχής σε πολιτισμικά, αξιακά και υλικά αγαθά. Ταυτοχρόνως, όμως αυτή η αποσάρθρωση που προκαλείται από τον μεσσιανικό δικαιωματισμό εν ταυτώ καθιστά δυνατή και τη συνύπαρξη διαφορετικών κοινοτήτων (πολυπολιτισμικότητα) εντός μεγάλων χωρών. Αν συνδετικός κρίκος αυτών των χωρών ήταν η θρησκεία ή το έθνος, οι διαφορετικές κοινότητες δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν. Επειδή, όμως, ο συνεκτικός ιστός είναι η κουλτούρα των δικαιωμάτων, δίνεται η δυνατότητα συνύπαρξης σε πολλές διαφορετικές κοινότητες. Πολλές από αυτές εκμεταλλεύονται αυτό το συλλογικό «δικαίωμα» και στεγανοποιούνται, χωρίς να συνδιαλέγονται με άλλες κοινότητες, χωρίς να «μεταφράζουν» τις δικές τους αξίες σε ένα κοινό όραμα για όλη τη δημοκρατική κοινωνία. Ο κοινοτισμός εκτρέπεται έτσι σε έναν ασφυκτικό «κομουνιταρισμό» και σε έναν φονταμενταλισμό νέας κοπής, που αποτελεί την άλλη σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Ενώ ακόμη και η ενδοκοινοτική καταπίεση λ.χ. γυναικών ή κοινωνικών μειονοτήτων μπορεί να λαμβάνει υστερόβουλα την αίγλη πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας.
Χρειάζεται βεβαίως να διευκρινίσουμε ότι η παγκοσμιοποίηση της ύστερης νεωτερικότητας που εξέθρεψε τόσο τον νεοφιλελευθερισμό όσο και τον νεοκοινοτισμό εδράζεται στη συνεργασία Η.Π.Α. και Κίνας (Χιμαιρική) από τη δεκαετία του 1970. Μια ενδεχόμενη αποκοπή του δομικού χαρακτήρα αυτής της συνεργασίας για τον παγκόσμιο καπιταλισμό θα μπορούσε να φέρει μία δυναμική απο-παγκοσμιοποίησης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο φιλελευθερισμός δεν θα ήταν πλέον μια παγκόσμια δυναμική, υποβοηθούμενη από την ήπια και σκληρή ισχύ, αλλά οιονεί ταυτοτικό χαρακτηριστικό ενός από τα συγκρουόμενα μπλοκ, ενώ μη δυτικοί συνασπισμοί θα έφτιαχναν εναλλακτικές οικουμένες. Μένει να δούμε αν αυτό θα αποτελέσει μια οργουελιανή δυστοπία όπου αντίπαλες αυτοκρατορίες θα καθρεφτίζουν η μία τον ολοκληρωτισμό της άλλης και αν η «χιμαιρική» παγκοσμιοποίηση που γνωρίσαμε στην ύστερη νεωτερικότητα θα επιβιώσει ή θα αναδιαταχτεί μέσα από νέους ψυχρούς ή θερμούς πολέμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.