«Για την γνωριμία της ψυχής του ρωμαίικου, καταλήγουμε να αρκεστούμε έτσι στα πρωτογενή του μνημεία, το δημοτικό τραγούδι, τις λιγοστές από το στόμα του αφηγήσεις, την λαϊκή ζωγραφική και κυρίως τα γεγονότα, όπου αυτά θα δείξουνε την στάση του μπρος στην ζωή, τον διάλογό του με τη ροή της ιστορίας.
Το υπόβαθρο σε έναν τέτοιο διάλογο δεν μπορεί βέβαια παρά να καθρεφτίζει την ροή αυτή της ίδιας της ιστορίας του. Εδώ κυρίαρχο στοιχείο είναι η διηνεκής εξουδετέρωση μιας κοινωνικής ενέργειας, το «φτου κι απ΄την αρχή», διαρκής επάνοδος σε μια αισιοδοξία ειρωνική.
Το υπόβαθρο τούτο, με καυτό σίδερο χαραγμένο στη συλλογική μνήμη, την λαϊκή κουλτούρα του ρωμαίικου, δίνει και το μέτρο του τραγικού στην ατομική, όπως και στην εθνική, συλλογική υπόσταση του ελλαδικού ανθρώπου.
Ο δημοτικός χορός, είπαμε, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τα γεγονότα και ο συγκερασμός όλων μες στην λαϊκή ορθοδοξία του με τα πανηγύρια, τις δοξασίες και τις γιορτές της, ανέμελη συζήτηση με τον θάνατο, στάση ζωής περισσότερο και πιο λίγο στοχασμός ή ιδεολογία.
Βέβαια, την ζωή του, όπως αυτή μέσα στη ιστορία του εκτυλίσσεται, ο Έλληνας δεν τη παίρνει ως ψαλμό, πολύ λιγότερο σαν θρήνο. Η συναίσθηση της ολότητας συγχρονικά στην γύρω κοινωνία του, ή διαχρονικά μες στην ροή του χρόνου, δεν παίρνει γι’αυτόν καμιά μυστικιστική έξαρση (υποσημείωση Μοσκώφ: Σύγκρινε την ελληνική ορθόδοξη συνείδηση, πιο ανθρωποκεντρική στην στάση της, με την ρωσική ορθοδοξία, την διαρκή επιθυμία αυτής της τελευταίας για ολοκαύτωμα, το πάθος της, μες στην απελπισία που της προκαλούν τα γήινα, για μιαν ένωσή μας με τα γενικά και τα θεία…).
Την διαπνέει μια ειρωνεία, βασισμένη όχι στην ματαιότητα αλλά στην αποδοχή μιας τελικής φύσης των πραγμάτων, ειρωνεία όπου οι περίοδοι κόπωσης του λαού δεν προσθέτουν παρά μια παροδική χροιά. Την αγάπη του για το έθνος του την καθορίζει άλλωστε το φιλότιμο. Την Ελλάδα δεν την αγαπά για τα παλιά της κλέη – αυτά έχουν μια δευτερεύουσα μόνο επίπτωση στην ψυχολογία του, του προσφέρουν μόνο μια πυκνότερη αίσθηση του χρόνου – την Ελλάδα αγαπά, επειδή βρίσκεται πάντα μπλεγμένη μέσα σε συχνά άδικους κατατρεγμούς, επειδή υποφέρει. Ίσως δίχως την ένταση των παθών της να έδινε μικρότερη σημασία στην προς τον πλησίον αγάπη.
Ο Χριστός μέσα στην ιδεολογία του γίνεται έτσι το έθνος, αυτό που του λαχαίνει στην μοίρα του συνέχεια να θυσιάζεται άδικα, με την δική του ενέργεια ενδυναμώνοντας λαούς άλλους, σπονδή από το πεπρωμένο και τον Θεό του. Οι επικλήσεις του για τον λόγο αυτό απευθύνεται συχνότερα στην Παναγία, Θεοτόκο και μοιροτόκο του, από αυτήν περιμένει στις στιγμές της μεγάλης απελπισίας του να μεσιτεύσει. «Ο ορθόδοξος λαός και αυτός μόνος του εσωτερικεύει τον Χριστό, τον κλείνει και τον κουβαλά μέσα του, τελικά γίνεται ο ίδιος ο Χριστός (εικόνα του Κυρίου του), όχι τόσο για την ορθοδοξία του δόγματός του, αλλά από την ιδιότητά του στην θυσία και στην αυταπάρνηση για τον Άλλον ή για την ολότητα, για την Ζωή την ίδια, που είναι και το βάθος της δικής του υπόστασης»(Ντοστογιέφσκι – Δαιμονισμένοι).
(…)Τούρκος, αλλόδοξος ή διάβολος, είναι έννοιες που συνειρμικά συμφύρονται μέσα στην λαϊκή αίσθηση. Η θρησκεία τον μαθαίνει στην υπομονή μπρος στο αδιέξοδο, όσο μια προχωρημένη ταξική διαφοροποίηση δεν τοου δημιουργεί άλλους, πέρα από τον ξένο δυνάστη, εχθρούς. Η λειτουργία του κλήρου δεν μπορούσε έτσι παρά να ήταν θετική, αποκαθιστούσε την ισορροπία μπρος το χάος του αύριο, έδινε μια κάποια ασφάλεια, ώστε να μπορέσει το άτομο καθημερινά να επιβιώσει.
(…) Η λαϊκή ορθοδοξία είναι έτσι μια ιδεολογία ριζοσπαστική απέναντι στο κράτος και την κοινωνική του ιεράρχηση, ίσως και σε κάθε αίσθηση όχι ανθρώπινης συσσωμάτωσης, αλλά κοινωνίας. δεν είναι κοινοβιακή αλλά ανθρωπιστική»
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.