Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε ἀρχικὰ σὲ δύο συνέχειες στὸ θεωρητικὸ περιοδικὸ «Τὸ Κοινὸν τῶν ὡραίων τεχνῶν»: τὸ πρῶτο μέρος στὸ τεῦχος 6 (Σεπτέμβριος 2019) καὶ τὸ δεύτερο στὸ τεῦχος 7 (Δεκέμβριος 2019).
ΜΕΡΟΣ Α΄
Μπλεγμένη στὴ μεγάλη γεωπολιτική δίνη ἀπὸ τὴν Οὐκρανία ὣς τὴ Μέση Ἀνατολή –δὲν τῆς ἔφταναν ὅλα τ’ ἄλλα– ἡ Ἑλλάδα καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἄνευ προηγουμένου τουρκικὴ προκλητικότητα. Τούτη τὴν περίοδο ἡ αἰχμὴ εἶναι τὰ γεωτρύπανα στὴν Κύπρο, ἀλλὰ εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Τουρκία κλιμακώνει δυναμικὰ τὶς διεκδικήσεις της σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῶν δυτικῶν της συνόρων, Θράκη-Αἰγαῖο-Κύπρος. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συμβαίνει κάτι τέτοιο· τώρα ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπὸ παλαιότερες περιπτώσεις, ὅπως π.χ. τὸ 1976 και τὸ 1986-87 μὲ τὸ Χόρα (μετέπειτα Σισμίκ), ἢ τὸ 1996 μὲ τὰ Ἴμια.
Κατ’ ἀρχὰς μιλᾶμε γιὰ μιὰν ἄλλη Τουρκία, μὲ ἄλλο διεθνὲς μέγεθος, τόσο ἀπὸ ἄποψη ἰσχύος ὅσο καὶ ἀπὸ ἄποψη ἐπιδιώξεων. Μπορεῖ ἡ ἐπέκταση πρὸς τὴ Δύση (περνώντας διὰ τῆς Ἑλλάδος) νὰ ἦταν σταθερὸς στόχος τοῦ κεμαλικοῦ κράτους ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια, ὅμως τὸ νεο-οθωμανικὸ ὅραμα τοῦ Ἐρντογὰν ἐντάσσει τὸν στόχο αὐτὸν σὲ μιὰ πολὺ πιὸ φιλόδοξη στρατηγική, ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴ μετατροπή τῆς Τουρκίας σὲ μεγάλη δύναμη, ὄχι ἁπλῶς περιφερειακῆς ἀλλὰ παγκόσμιας ἐμβέλειας. Τὸ λέω αυτὸ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὶς κρίσεις πολλῶν σχολιαστῶν ποὺ θεωροῦν ὅτι οἱ δηλώσεις καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Τούρκου προέδρου εἶναι λεονταρισμοὶ γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωση ἢ ἀκόμα καὶ πράξεις παράφρονα, πού, εἴτε ἔτσι είτε ἀλλιῶς, θὰ ὑποχρεωθεῖ τελικὰ νὰ τὶς μετριάσει, ὑποκύπτοντας, ὑποτίθεται, στοὺς συσχετισμοὺς ὅπως αὐτοὶ τοὺς ἀντιλαμβάνονται. Ὄντας τυφλὰ δυτικοκεντρικοὶ δὲν καταλαβαίνουν πὼς ὁ νεο-οθωμανισμὸς δὲν εἶναι οὔτε πολιτικάντικη ρητορική, οὔτε κάποια ἀνορθολογικὴ νοσταλγία τῶν παλαιῶν ὀθωμανικῶν μεγαλείων. Ἐκφράζει τὴν πραγματικὴ δυναμικὴ μιᾶς σύγχρονης τουρκικῆς ἐλὶτ ποὺ συναισθάνεται τὴν πολυεπίπεδη παρακμὴ τοῦ δυτικοῦ κόσμου, καὶ ἔχοντας πίστη στὶς δικές της δυνάμεις –αὐτὲς ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴ σύνθεση τοῦ τουρκικοῦ-κεμαλικοῦ μὲ τὸ παραδοσιακὸ μουσουλμανικὸ πνεῦμα– θεωρεῖ πὼς ἔχει τὴν ἱστορικὴ εὐκαιρία νὰ διεκδικήσει μιὰ μεγάλη μερίδα στὴν παγκόσμια ἀνακατανομὴ ἰσχύος καὶ πλούτου ποὺ συντελεῖται αὐτὰ τὰ χρόνια.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προβλέψει τὴν κατάληξη τοῦ ὑπερφιλόδοξου αὐτοῦ ἐγχειρήματος, εἶναι ὅμως βέβαιο πὼς ὁ Ἐρντογὰν δὲν ἀστειεύεται. Παίζει τὸ παιχνίδι μὲ συνέπεια καὶ ἀποφασιστικότητα, κάνοντας μάλιστα κρίσιμες τομὲς καὶ τροποποιήσεις στὴν τακτικὴ καὶ τὶς συμμαχίες του, καὶ ἀναλαμβάνοντας σοβαρὰ ρίσκα ὅποτε τὸ κρίνει. Καὶ βέβαια, θὰ τὸ πάει μέχρι τέλους. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἀποσυρθεῖ εἰρηνικά, ὑπακούοντας φερ’ εἰπεῖν στοὺς κανόνες τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Καὶ ἂν τελικὰ χάσει δὲν θὰ χάσει ἀναίμακτα, οὔτε χωρὶς κόστος γιὰ τοὺς ἀντιπάλους του. Θὰ πάρει πολλοὺς μαζί του.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἄλλη ἀπ’ αὐτὴ τοῦ 80 καὶ τοῦ 90, πρὸς τὴν ἀνάποδη –ἐννοεῖται– κατεύθυνση: μὲ διαλυμένη τὴν κοινωνία καὶ καταρρακωμένη κάθε ἔννοια κυριαρχίας. Ἀσφαλῶς τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἦταν ἐξαρτημένο καὶ διεφθαρμένο ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του, ὅπως καὶ ἡ ἄρχουσα τάξη του – καθρέπτης καὶ προέκταση τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου. Ὑπάρχει ὅμως διαβάθμιση. Ἄλλο ἡ ἐν γένει ἐξάρτηση ἢ ἡ παρακμὴ τῶν τελευταίων πρὸ μνημονίου δεκαετιῶν, καὶ ἄλλο ἡ κατάσταση τοῦ χρεοκοπημένου προτεκτοράτου ποὺ βιώνουμε σήμερα. Εἶναι ἀπὸ τὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ διαφορὰ ποσότητας συνιστᾶ ἄλλη ποιότητα. Ἂν στὸ παρελθὸν ὑπῆρχε μιὰ κρούστα εὐμάρειας καὶ ἰσχύος ποὺ κάλυπτε τὴν πνευματικὴ σαπίλα, τώρα ἡ χώρα μας βρίσκεται στὴν κατάσταση κατάρρευσης καὶ ἀνοικτῆς ἀποικιοποίησης ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, ἀπολύτως ἀδύναμη νὰ χαράξει κάποιου εἶδους εθνικὴ πολιτικὴ ἐπὶ τῆ βάσει δικῶν της συμφερόντων καὶ ἐπιδιώξεων.
Γι’ αὐτὸ καὶ σύσσωμο τὸ πολιτικὸ σύστημα καὶ ὅλες οἱ πτέρυγες τῆς ἐγχώριας ἐλὶτ εὐθυγραμμίζονται στὴ δῆθεν ρεαλιστικὴ τακτικὴ “κατευνασμοῦ τοῦ θηρίου”, ποντάροντας ὅλα τους τὰ χαρτιὰ στὴ βοήθεια τῶν δυτικῶν “συμμάχων”. Θέλουν νὰ πιστεύουν πὼς ὁ ἄξονας Ἑλλάδα-Κύπρος-Ἰσραὴλ θέτει κατὰ κάποιο τρόπο τὴ χώρα μας ὑπὸ τὴν ὑψηλὴ προστασία τῶν ΗΠΑ καὶ τῆς ΕΕ. Καὶ ἀγνοοῦν προφανῶς ἢ παραβλέπουν τὸ πικρὸ μάθημα τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς· ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἑλλάδα καὶ τὰ ἑλληνικὰ “δίκαια” εἶναι τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τῆς Δύσεως θὰ θυσιάσουν γιὰ νὰ ξανακερδίσουν τὸν πολυπόθητο “ἐπιτήδειο οὐδέτερο” ὅταν ἡ σκόνη καθίσει καὶ ἔρθει ἡ ὥρα τῆς μοιρασιᾶς. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι τί δυνατότητες ἄμυνας ἔχει ἡ ἑλληνικὴ πλευρὰ ἀπέναντι στὴν τουρκικὴ ἀπειλή.
Φοβᾶμαι ὅτι στὸ δεδομένο πλαίσιο τῆς γεωπολιτικῆς σκακιέρας τὰ περιθώρια εἶναι σχεδὸν μηδενικά. Τὸ τραγικὸ στὴ φύση του δίλημμα τὸ εἶχε περιγράψει μὲ συγκλονιστικὴ ἀκρίβεια ἐδῶ καὶ δύο δεκαετίες ὁ Π. Κονδύλης λέγοντας πὼς «εἰρήνη σημαίνει γιὰ τὴν Ἑλλάδα δορυφοροποίηση» καὶ «πόλεμος σημαίνει συντριβή» (βλ. ἐπίμετρο στὸ “Θεωρία τοῦ Πολέμου”, Θεμέλιο, 1997). Παρ’ ὅλη ὅμως τὴ διαγνωστικὴ διαύγειά του, γνώμη μου εἶναι πὼς ἡ διέξοδος πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπ’ αὐτὴ στὴν ὁποία τὴν ἀναζητοῦσε ὁ Κονδύλης. Ὄχι δηλαδὴ μὲ ὅρους ἰσχύος, ἀλλὰ μὲ ὅρους πνευματικούς. Μὴ παραβλέποντας τὴ γεωπολιτικὴ –πῶς θὰ μπορούσαμε ἄλλωστε– θὰ πρέπει νὰ ἐπιζητήσουμε πρωτίστως ἐκεῖνο τὸ εἶδος δυνάμεως ποὺ τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ (Β΄ Κορ. 12.9), καὶ ποὺ ἔχει ἐπιτρέψει στὸν ἐκχριστιανισμένο Ἑλληνισμὸ νὰ ἐπιζεῖ ἐπὶ χιλιετίες παρὰ τὶς στρατηγικές του ἦττες. … Ἀλλὰ θὰ συνεχίσουμε ἐπ’ αυτοῦ, σὺν Θεῶ, στὸ ἑπόμενο τεῦχος.
ΜΕΡΟΣ B΄
Στοὺς τρεῖς μῆνες ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴ δημοσίευση τοῦ Α΄ μέρους ἡ τουρκικὴ ἐπιθετικότητα ξεδιπλώνεται μὲ ἐπιταχυνόμενους ρυθμοὺς σὲ ὅλα τὰ μέτωπα. Ἡ εἰσβολὴ στὴ Συρία δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολίας γιὰ τὴ σοβαρότητα τῆς ἀπειλῆς, ἐνῶ ὁ τρόπος ποὺ ἡ τουρκικὴ ἐπιχείρηση ἀντιμετωπίστηκε ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς «παίκτες» (ΗΠΑ καὶ Ρωσία) διαλύει ὅποιες ἐλπίδες μπορεῖ νὰ εἶχε κανεὶς γιὰ «ἄνωθεν» προστασία τῆς χώρας μας, εἶτε ἐκ δυσμῶν εἶτε ἐξ ἀνατολῶν. Ἀποκτᾶ λοιπὸν δραματικὴ ἐπικαιρότητα ἡ πρὸ εἰκοσαετίας προφητικὴ διάγνωση τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη πὼς ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἄσχημα στριμωγμένη μεταξὺ μιᾶς εἰρήνης ποὺ τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ ἑνὸς πολέμου πού, ἂν γινόταν, θὰ τὴν ὁδηγοῦσε σὲ συντριβή (βλ. Ἐπίμετρο στὸ βιβλίο Θεωρία τοῦ Πολέμου, Θεμέλιο, 1997). Ἀπέναντι στὸν κίνδυνο τὸ ἑλλαδικὸ πολιτικὸ σύστημα δείχνει παραλυμένο· ἀπρόθυμο καὶ κατ’ οὐσίαν ἀνίκανο γιὰ ὁποιαδήποτε ἀνασχετικὴ κίνηση. Γεγονὸς ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴ γνώμη μου νὰ κάνει μόνο μὲ τὸν ἐνδοτισμὸ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἀλλὰ μὲ βαθύτερα καὶ πιὸ ριζικὰ ἐθνικὰ ἀδιέξοδα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διέξοδος ἀπ’ αὐτὸ δίλημμα, τὸ «ἀντικειμενικὰ τρομακτικὸ καὶ ψυχολογικὰ ἀφόρητο» (φράση τοῦ Κονδύλη, ὅ.π.), θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ κατ’ ἀρχὴν μὲ ὅρους πνευματικούς, μὲ ὅρους ποὺ θίγουν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ἀδιέξοδα.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ Ἑλλάδα ὀφείλει νὰ ἐγκαταλείψει τὴ στρατηγικὴ τοῦ παθητικοῦ ἀμυντισμοῦ· τὴν μονοσήμαντη δηλαδὴ ὑπεράσπιση τοῦ status quo (σύνορα, διεθνεῖς συνθῆκες κλπ). Γιὰ μιὰ περίοδο μετὰ τὸ 90 – τότε δηλαδὴ ποὺ ἄρχισε ἡ κατάρρευση τοῦ μεταπολεμικοῦ συστήματος διεθνῶν σχέσεων – ἡ ἁπλὴ ὑπεράσπιση τοῦ status quo μπορεῖ νὰ ἦταν καλή, ἐνδεχομένως καὶ ὑποχρεωτικὴ τακτικὴ γιὰ νὰ κερδίσει ἡ Ἑλλάδα χρόνο. Ὅμως καὶ τότε, καὶ πολὺ περισσότερο σήμερα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὸ πλαίσιο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση οὔτε τῆς Τουρκίας, οὔτε τῶν ἄλλων ἐνδοβαλκανικῶν διενέξεων. Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ριζικῶν γεωπολιτικῶν ἀνακατατάξεων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ ἀναθεωρητισμὸς τῆς τουρκικῆς ἡγεσίας (ἡ συστηματικὴ δηλαδὴ ἐκ μέρους της ἀμφισβήτηση τῶν μεταπολεμικῶν ρυθμίσεων ποὺ ὁρίζουν τὰ ἐδαφικὰ ὅρια τοῦ τουρκικοῦ κράτους) δὲν ὀφείλεται σὲ κάποια παραξενιά της, ἀλλά, ἀντιθέτως, στὴν ἔγκαιρη καὶ ἀκριβὴ ἐκ μέρους της διάγνωση τοῦ βασικοῦ χαρακτήρα τῆς ἐποχῆς στὴν ὁποία ἔχουμε εἰσέλθει (θα τὸ δοῦμε αὐτὸ λίγο πιὸ κάτω). Γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ ἡ ὑπεράσπιση τοῦ status quo, δεδομένων μάλιστα τῶν εὐρωπαϊστικῶν ψευδαισθήσεων τῆς ἑλληνικῆς ἡγεσίας, κατέληξε ὄχι στὸ νὰ κερδίσουμε, ἀλλὰ νὰ χάσουμε χρόνο. Τώρα ἡ Τουρκία εἶναι πλέον πολὺ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πολὺ πιὸ ἔτοιμη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις: στρατηγική, ὀργανωτικὴ συγκρότηση, διπλωματία, ἐξοπλισμοὺς – τὰ πάντα. Ὄχι ὅτι δὲν ἔχει καὶ ἡ Τουρκία ἀδυναμίες, καὶ μάλιστα πολύ σοβαρές, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ Ελλάδα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὶς ἐκμεταλλευτεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο. Αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε καὶ ποὺ ὀφείλει νὰ κάνει ἡ Ἑλλάδα – ἢ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ ὁ Ἑλληνισμὸς – εἶναι νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀλλάξει συνολικὰ τὸ γήπεδο τῆς ἀναμέτρησης. Νὰ μεταθέσει ὅλες τὶς διαβαλκανικὲς διαφορές, περιλαμβανομένων καὶ τῶν ἑλληνοτουρκικῶν, σὲ ἕνα εὐρύτερο περιφερειακὸ ἐπίπεδο (αὐτὸ ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ἄξονα Βαλκάνια – Αἰγαῖο – Μικρὰ Ἀσία) μὲ δύο κεντρικὰ ζητούμενα: (α) συνεννόηση-συνεργασία, (β) ἀπὸ κοινοῦ οὐδετερότητα τῶν κρατῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἀπέναντι στὸν ἀνταγωνισμὸ ΗΠΑ-Ρωσίας. Εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἡ Ἑλλάδα διεθνὴ ὑπόσταση, ἀναπληρώντας τὸ ἔλλειμα ἰσχύος σὲ ἄλλο ἐπίπεδο.
Φαίνεται ἐκτὸς πραγματικότητας, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἔχοντας ὡς φόντο τὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὰ μεγάλα οἰκονομικοκοινωνικὰ ἀδιέξοδα, ἡ ἐποχή μας δὲν χαρακτηρίζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἀνακατανομὴ ἰσχύος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση σὲ παγκόσμα κλίμακα ἑνὸς πανανθρώπινου αἰτήματος ἐλευθερίας μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα-ἀπαίτηση μιᾶς ὑποτυπώδους δικαιοσύνης ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὶς δυνατότητες τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ γιὰ εὐημερία. Οἱ τάσεις αὐτὲς διαπερνοῦν τὰ μεγάλα ἀνά τὸν κόσμο πολιτικὰ κινήματα τῆς τελευταίας δεκαετίας, ἀλλὰ καί τὶς μεγάλες μεταναστευτικὲς ροές. Αὐτὲς εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ κινητήριος δύναμη τῶν ἐξελίξεων καὶ ὄχι οἱ σχεδιασμοὶ τῶν κέντρων ἐξουσίας. Ἀκόμα και ὅταν τὰ κέντρα ἐξουσίας πετυχαίνουν τελικὰ νὰ καθορίσουν τὴν ἔκβαση τῶν γεγονότων – πράγμα ποὺ συμβαίνει συνήθως, ἀλλὰ ὄχι πάντα – αὐτὸ τὸ καταφέρνουν χειραγωγώντας τὶς καταστάσεις· δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ τὶς δημιουργοῦν. Ἡ διπλὴ αὐτὴ πραγματικότητα – ἀπὸ τὴ μιὰ τὰ παίγνια ἰσχύος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀνάγκες καὶ τὰ αἰτήματα τῶν ἀνθρώπων – ὁρίζει τὸ πλαίσιο ὅσων συμβαίνουν στὴν περιοχή μας.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔχει σημασία νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἄξονας Βαλκάνια – Αἰγαῖο – Μικρὰ Ἀσία, ὑπῆρξε ἤδη ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα πεδίο ἰσχυρῆς διεκδίκησης καὶ σφοδροῦ ἀνταγωνισμοῦ ὅλων τῶν δυνάμεων ποὺ ἐρίζουν γιὰ τὴν παγκόσμια κυριαρχία, οἰκονομική, πολιτικὴ ἢ στρατιωτική. Καὶ αὐτὸ καθόρισε ἀρνητικὰ τὸν χαρακτήρα καὶ τὸ δυναμικὸ τῶν συγχρόνων κρατῶν τῆς περιοχῆς, ὑπονομεύοντας ἐκ γενετῆς τὰ αἰτήματα τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας ποὺ εἴχαν ὁδηγήσει στὴ σύστασή τους. Διότι ἀπὸ γεωπολιτικὴ καὶ μόνο ἄποψη – ἀκόμα δηλαδὴ καὶ ἂν παραβλέψει κανεὶς τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ ποὺ προδιαγράφουν ὡς κοινὴ τὴ μοίρα τῶν πληθυσμῶν σὲ Βαλκάνια καὶ Μικρὰ Ἀσία – εἶναι σαφὲς πὼς τὰ ἐπιμέρους ἐθνικὰ κράτη, ἀποκομμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, δὲν μποροῦν, νὰ ἔχουν πλήρη κυριαρχία· δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν ὑποτυπωδῶς ἀνεξάρτητα μέσα στὸν διεθνὴ ἀνταγωνισμό. Δὲν διαθέτουν ἐπαρκὲς μέγεθος (σὲ ἔκταση, πληθυσμὸ καὶ οἰκονομικοὺς πόρους), κυρίως ὅμως τοὺς ὑπερβαίνει τὸ ζήτημα τοῦ ἐλέγχου τῶν δικτύων ποὺ τὰ διασχίζουν. Διεκδίκησαν λοιπὸν μιὰ θέση προνομιακοῦ κατὰ τὸ δυνατόν «πελάτη» μιᾶς μεγάλης δύναμης, διαφορετικῆς τὸ καθένα, ὑποκαθιστώντας τὸν ἀρχικὸ ριζοσπαστικὸ πατριωτισμὸ ποὺ τὰ συνέστησε μὲ ἕνα νόθο εἶδος συλλογικῆς ἰδιοτέλειας. Πούλησαν τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία καὶ τὴν πραγματικὴ ἀνεξαρτησία γιὰ μιὰ μερίδα ἐλάχιστης καὶ ὑποτελοῦς ἰσχύος.
Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐγγενὴς ἀντίφαση ὅλων τῶν Βαλκανικῶν κρατῶν, περιλαμβανομένης καὶ τῆς Τουρκίας. Μόνο ποὺ ἡ Τουρκία ἔχει μιὰ βασικὴ διαφορά. Σὰν κληρονόμος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κατάφερε νὰ σταθεροποιηθεῖ στὰ σημερινά της ὅρια, εἶναι τὸ μόνο κράτος τῆς περιοχῆς ποὺ ἔχει τὸ δυναμικὸ ἐκεῖνο ὥστε νὰ φαντάζεται ὅτι θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως νὰ «κατέχει» τὴν περιοχή, ἔχοντας τὸν ἀποκλειστικὸ ἔλεγχο ἑνὸς μεγάλου τμήματός της, καὶ ἐλέγχοντας μὲ διάφορους ἔμμεσους τρόπους τὴν ὑπόλοιπη. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τοῦ τουρκικοῦ ἀναθεωρητισμοῦ σὲ ὅ,τι ἀφορὰ τὰ δυτικά τῆς Τουρκίας (Αἰγαῖο, Βαλκάνια), καὶ ὄχι οἱ δῆθεν «ἰδεοληψίες» τοῦ Ἐρντογὰν, οὔτε ἡ δῆθεν «φυλετικὴ βαρβαρότητα» τῶν Τούρκων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ἀντίφαση ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς βίωναν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα κράτη τῆς περιοχῆς τείνει τώρα νὰ πολωθεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ βάθους τῆς κρίσης καὶ τῆς ὀξύτητας τοῦ ἀνταγωνισμοῦ τῶν ἰσχυρῶν. Γιὰ τὴν ὥρα φαίνεται πὼς τὰ περισσότερα κράτη ἀποδέχονται τὴ λογικὴ τῆς περαιτέρω δορυφοριοποίησης τους, κυρίως στὶς ΗΠΑ, προσπαθώντας νὰ ἰκανοποιήσουν ὅσα μποροῦν ἀπὸ τὰ ἐθνικά τους αἰτήματα στὴ λογικὴ τῆς «πελατείας». Αὐτὸ ὅμως τελικὰ τὰ ὑποχρεώνει σὲ ἄκρα ὑποτέλεια καὶ σὲ ἐξ ἴσου ἀκραῖες ἐπιλογὲς μὲ διαλυτικὲς συνέπειες γιὰ τὰ ἴδια καὶ τὶς κοινωνίες: ἀπὸ τὰ οἰκονομικὰ καὶ τὸ μεταναστευτικὸ ἔως τὸ ἐνδεχόμενο ἄμεσης ἐμπλοκῆς σὲ πολεμικὲς περιπέτειες. Καὶ αὐτὸ το τελευταῖο, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἀκραῖο ἀπ’ ὅλα, προκαλεῖται ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν ΗΠΑ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν περιοχὴ σὰν προκεχωρημένο φυλάκιο στὴν περικύκλωση τῆς Ρωσίας. Αὐτὸ εἶναι ἕνα νέο δεδομένο ποὺ θέτει τὰ κράτη τῆς περιοχῆς στὸ δίλημμα «ὑποτέλεια ἢ ἐπιβίωση», καὶ ξαναφέρνει στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο τὸ ζήτημα τῆς ἀνεξαρτησίας ἀπὸ τὸν κυρίαρχο.
Προκύπτει ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἐναλλακτικῆς στρατηγικῆς ποὺ θὰ ποντάρει στὴ δυναμικὴ τῆς περιοχῆς καὶ στὶς ἀνάγκες τῶν λαῶν, καθὼς καὶ στὶς ἀντιφάσεις τῶν κέντρων ἰσχύος. Πλήρης ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία μὲ τὴν κυριολεξία τοῦ ὅρου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, μποροῦν ὅμως τὰ βαλκανικὰ κράτη νὰ διεκδικήσουν τὴν οὐδετερότητά τους ἀπὸ τὸν ἀμερικανορωσικὸ ἀνταγωνισμὸ καὶ ἀπὸ κάθε ἐνδεχόμενο πολεμικῆς ἐμπλοκῆς. Και μποροῦν ἐπίσης νὰ ἀναζητήσουν τρόπους συνεργασίας γιὰ τὴν κοινὴ ἐκμετάλλευση τῶν πόρων τῆς περιοχῆς μὲ διαβαλκανικὴ συνεννόηση, θέτοντας σὲ δεύτερη μοίρα τὴ συμμετοχὴ τῶν διεθνῶν πατρώνων. Δὲν εἶναι ἁπλό, δὲν εἶναι εὔκολο καὶ θὰ ἔχει κόστος. Εἶναι ὅμως ἡ μόνη πραγματικὴ δυνατότητα εἰρηνικῆς διεξόδου.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, μία κατασκευή (“Θρόνοι”, 1992) της Νίνας Παππά.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.