Του Λευτέρη Ριζά
[Ομιλία στο Φιλοσοφικό Σχολείο Καλλιθέας, 5/2/2013, του οποίου «ψυχή» είναι ο δάσκαλος Δημήτρης Ντούσας. Σταθερά κάθε Τρίτη γίνεται πάντα μια ομιλία. Το «άρωμα» κρατάει κάτι πάνω από δέκα χρόνια. Λόγω καλοκαιρινών διακοπών και μεταφοράς της «ταξικής» πάλης σε πιο δροσερά τοπία είπα να καλύψω την απουσία με δύο ομιλίες μου. Αυτήν εδώ και την άλλη στην Ελευσίνα, με θέμα την Εθνική Ανεξαρτησία και την Αριστερά.]
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Όσοι παρακολουθούν την αρθρογραφία μου γνωρίζουν ότι από χρόνια βρίσκομαι στα χαρακώματα με εκείνους που αμφισβητούν τη θεωρία του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό και με όσους – συνήθως είναι και οι ίδιοι – αμφισβητούν τη θεωρία «Μητρόπολης-Περιφέρειας», που συστηματικά έχει αναπτύξει ο Αιγύπτιος μαρξιστής Σαμίρ Αμιν, χωρίς βέβαια να είναι και ο μόνος. Η Σχολή του Monthly Review, όπως αποκαλείται η ομάδα των αμερικανών μαρξιστών οικονομολόγων γύρω από το ομώνυμο περιοδικό, δηλ. Λήο Χούμπερμαν, Πωλ Σουήζυ, Πωλ Μπάραν, Χάρρυ Μάγκντοφ, όλοι τους τώρα μακαρίτες, όπως και οι συνεχιστές τους, είναι γνωστό πως έχει σημαντικά συμβάλλει στην ανάπτυξη της προβληματικής πάνω στα δύο αυτά κρίσιμα θεωρητικά – πολιτικά και πρακτικά προβλήματα που απασχολούν την αριστερά – σε παγκόσμιο και ελληνικό επίπεδο.
Στη χώρα μας ο πιο γνωστός πολέμιος αυτών των θεωριών είναι ο Γιάννης Μηλιός και οι συνεργάτες του στο περιοδικό «Θέσεις». Συνέχεια της πολεμικής που έχω ασκήσει στις απόψεις τους και που ομολογώ ότι έχει ενταθεί τον τελευταίο καιρό, όχι χωρίς λόγο όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι και η σημερινή ομιλία. Πρέπει να τονίσω ότι δεν θα είναι επανάληψη των όσων έχω πει και γράψει, αλλά μια προσπάθεια μια νέας προσέγγισης του προβλήματος, πάνω στην ίδια πάντοτε γραμμή.
Σε άρθρο του στο περιοδικό που διευθύνει πάνω από 30 χρόνια, τις ΘΕΣΕΙΣ, με τίτλο «ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ «ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ» [ τεύχος 88/ 2004 και μάλιστα ως editorial] όχι μόνο συνέχισε την όλη αρθρογραφία του ενάντια στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού και της «μητρόπολης-περιφέρειας», αλλά πέρασε σε ανοιχτή αμφισβήτηση των αγώνων του ελληνικού λαού ενάντια στον ιμπεριαλισμό, θεωρώντας πώς έτσι το κίνημα πέρασε στην πλευρά του εθνικισμού. Την επίθεση εκείνη την κάλυψε πίσω από μια άστοχη και ψεύτικη επίθεση στο ΚΚΕ. Προσέξετε με τι μαεστρία χειρίστηκε το θέμα:
«Το φοβικό σύνδρομο που χρωμάτιζε τη δημόσια εικόνα του ΚΚΕ, εξωθώντας ακόμη και τους όποιους εν δυνάμει συμμάχους στην αντίθετη άκρη του πολιτικού φάσματος (1000 κόμματα, δυο πολιτικές), έδωσε τη θέση του σε μια ανοιχτή, κοσμίως διδακτική επίκληση των αισθημάτων μετανοίας, αλλά και «ανεξαρτησίας χαρακτήρος» που κρύβουν βαθιά μέσα τους όλοι οι πιστοί εκλογείς: «διορθωτική» ψήφος, αντίσταση στην «ευρω-υποταγή», ανυπακοή στα κελεύσματα των Βρυξελλών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής για τα μέτρα του ΚΚΕ διεύρυνση της θεματολογίας κρούσης του, ακόμα και με μη «πολιτικά» ζητήματα (μεταλλαγμένα, διοξίνες), ενώ επανήλθε ο «εξοδισμός» ως πολιτική πυξίδα και συμπύκνωση της «άλλης» γραμμής, όπου η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνδυάζεται και με το όραμα της «Σοσιαλιστικής Ευρώπης». Η οποία άλλωστε δεν είναι κάτι το νέο, μιας και έως πρόσφατα αυτή η πολιτική Ατλαντίδα φώτιζε τον ορίζοντα των αγώνων, προτού διεθνείς συνομωσίες τη βυθίσουν ανεπιστρεπτί.» για να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο:
«Τους τελευταίους μήνες πριν το καλοκαίρι ζούμε την αναβάπτιση των «αντιστασιακών» και «αντικαθεστωτικών» παραδόσεων που ελάνθαναν στα καθημερινά ειρηνικά έργα του «λαού», την ευθεία συνέχεια των «ελεύθερων κοινοτήτων» που έγραψαν ιστορία σε μαύρα χρόνια «υποδούλωσης του γένους», μια μοναδική ανάταση που προέκυψε αυθόρμητα, ακριβώς όπως αυθόρμητα ανάβουν οι σπίθες των γνήσιων επαναστάσεων που υιοθετούν τα δίκαια της εξέγερσης. Και αυτό που εξεγέρθηκε είναι μάλλον το αδάμαστο πνεύμα όλων εκείνων που σε κρίσιμες στιγμές αισθάνθηκαν ότι ήρθε η ώρα να υπερασπιστούν αξίες και οράματα που έχουν ως πυρήνα τους την πάλη του «έθνους» για ανεξαρτησία: Μιλάμε για την αποτροπή της εξωτερικής απειλής που συμπυκνώθηκε στην αντίσταση προς το Σχέδιο Ανάν, αυτή την απειλή κατά της «Κυπριακής Δημοκρατίας». Όλα αυτά που αποτέλεσαν μια πρόγευση των σχεδίων «συρρίκνωσης του Ελληνισμού»: ένα ιμπεριαλιστικό εγχείρημα που θα χρησίμευε ως γενική δοκιμή των ΗΠΑ προκειμένου να επιβάλουν την ανίερη «Νέα Τάξη» σε όλους τους «μαχόμενους λαούς», από την Ιράκ έως το Αφγανιστάν, και από το Ιράν έως τη Βόρεια Κορέα.».
Από αυτό το απόσπασμα καταλαβαίνεται πώς κάτω από μια «αντι-ΚΚΕ» ρητορική, στην πραγματικότητα δίνει συγχωροχάρτι στον ιμπεριαλισμό, δικαιολογεί την προώθηση του σχεδίου Ανάν, συκοφαντεί όλους τους μεγάλους αντι-αποικιακούς και εθνικοαπελευθερωτικούς και αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες ως «εθνικιστικούς» - με την αρνητική σημασία του όρου, και πάλι κάτω από τη σημαία ενός τάχατες καθαρού και ατόφιου «ταξικού» αγώνα, δικαιολογεί μέχρι σήμερα που μιλάμε, τις πολιτικές του ιμπεριαλισμού.
Νομίζω ότι όλα αυτά δικαιολογούν τη μόνιμη αντιπαράθεση μου με τις απόψεις του και την πρακτική του. Και την πρόταση μου στο «Ανοιχτό Φιλοσοφικό Σχολείο της Καλλιθέας» για τούτη τη σημερινή εισήγηση, πρόταση που έγινε στο τέλος της προηγούμενης παρουσίας και ομιλίας μου εδώ στις 9 Οκτωβρίου 2012, ημέρα αξέχαστη γιατί ήταν η ημέρα που είχαμε την τιμή να μας επισκεφθεί η επικυρίαρχος μας Frau Merkel.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα της σημερινής ομιλίας μου, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με όσα υποστηρίζει ο Γιάννης Μηλιός. Αλλά με ένα ζήτημα που απασχολεί, ενώνει ή διχάζει τους αγωνιστές και τα κινήματα που θέλουν να πολεμήσουν αυτό το άδικο, το επικίνδυνο για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων – την ανθρωπότητα θα έλεγα – κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, το κεφαλαιοκρατικό.
Μέχρι τώρα έχουν διεξαχθεί – κοστίζοντας αίμα και θυσίες – πολλοί εργατικοί αντικαπιταλιστικοί, αντιαποικιακοί και αντι-ιμπεριαλιστικοί αγώνες, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία. Χωρίς αμφιβολία κανένας τους δεν κατάφερε αυτό που ήταν γραμμένο στη σημαία του και στις προθέσεις των πρωταγωνιστών τους. Δηλαδή να οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας χωρίς ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση ή να αποφύγει τελικά να πέσει στο δίχτυ νέο-αποικιακών και ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων. Αυτή η δυσάρεστη, για μας εξέλιξη, δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Μπορεί στη σύντομη, με τα μέτρα της ιστορίας, διάρκεια της ζωής μας να μην προλάβουμε να δούμε αυτό που ονειρευόμαστε, αυτό για το οποίο εκατομμύρια άνθρωποι αγωνίστηκαν, έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους. Αλλά ο ιστορικός χρόνος, έχει άλλα μέτρα και σταθμά. Αλλιώς λογαριάζει και αποφασίζει η ιστορία. Η μετάβαση από έναν τρόπο παραγωγής σε άλλο, από ένα κοινωνικό σχηματισμό σε άλλο – και μάλιστα σε παγκόσμια διάσταση – δεν συμβαίνει μέσα σε λίγα ή λίγο περισσότερα χρόνια. Ως φαίνεται δεν αρκεί ο βολονταρισμός μερικών χιλιάδων ή ακόμα και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι εργατικές επαναστάσεις που γνώρισε η Ευρώπη – η αλήθεια είναι πως οι τελευταίες συνέβηκαν σχεδόν 100 χρόνια νωρίτερα – ηττήθηκαν πολύ γρήγορα και μάλλον εύκολα. Οι επαναστάσεις που έγιναν υπό την καθοδήγηση εργατικών κομμάτων και με σημαία τους την «ιδεολογία», όπως συνήθως λέγεται, της εργατικής τάξης – δηλαδή το μαρξισμό, και στέφθηκαν με επιτυχία αρχικά, στηρίχτηκαν στις πλατιές αγροτικές μάζες των χωρών τους: Ρωσία, Κίνα κλασσικά παραδείγματα. Με μεγάλη δυσκολία μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στις άλλες ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, αυτές δηλαδή που ανήκαν στο «σοβιετικό» στρατόπεδο, αλλά και την Αλβανία, είχαμε να κάνουμε με σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Ήταν μάλλον το αποτέλεσμα της έκβασης του αντιφασιστικού αγώνα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της διανομής του κόσμου σε σφαίρες επιρροής. Όπου αυτό δεν προβλέφθηκε δεν είχαμε κάποια θετική για το σοσιαλισμό εξέλιξη, πλην ίσως της Αλβανίας, που παρόλο ότι ήταν στην δυτική σφαίρα επιρροής η ηγεσία του Κ.Κ, υπό τον Ενβέρ Χότζια, κατάφερε να καταλάβει την εξουσία χωρίς μάλιστα καμιά περαιτέρω ενόχληση / επέμβαση, καλή ώρα όπως στην Ελλάδα. Αυτό δεν έχει σχέση με την κατάληξη του αλβανικού σοσιαλιστικού πειράματος.
Οι μεγάλες, τεράστιες νίκες της επανάστασης πρώτα στη Ρωσία και μετά στην Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ που έγιναν θα λέγαμε «κόντρα» στις προβλέψεις του Μαρξ, στηρίχτηκαν στην επαναστατική δράση των αγροτικών μαζών. Χωρίς αυτές είναι βέβαιο ότι θα είχαν καταπνιγεί γρήγορα. Δεν συνέβησαν δε σε καπιταλιστικά – βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες. Αλλά σε μισο-φεουδαρχικές ή και ημι-αποικιακές χώρες. Ο ρόλος κι η σημασία των αγροτών στις επαναστάσεις έχει μάλλον υποτιμηθεί από την αριστερά[1]. Αλλά δεν θα ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα περισσότερο.
ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Παρόλο, λοιπόν, που σχηματίστηκε ένα μεγάλο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, παρόλο ότι διασπάστηκε ο κόσμος σε τρία στρατόπεδα, ένα «δυτικό» / καπιταλιστικο-ιμπεριαλιστικό και ένα δεύτερο «ανατολικό» σοσιαλιστικό, κι’ ένα τρίτο από χώρες που βγήκαν μέσα από αντι-αποικιακούς-αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, που συγκρότησαν το «Κίνημα των Αδεσμεύτων», γίναμε μάρτυρες της επανασυγκόλλησης του: όχι μόνο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και με τον εκφυλισμό σειράς άλλων σοσιαλισμών που έχει οδηγήσει στην επάνοδο του σοσιαλιστικού στρατοπέδου στον καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας και των κοινωνιών τους στην καπιταλιστικού τύπου οργάνωση και αξίες· ενώ τα πρόσφατα αντιαποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα πολύ γρήγορα κι αυτά υπέκυψαν στο νέο-αποικισμό ή ενσωματώθηκαν κι αυτά στον διεθνή, άνισο, ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας, φέροντας στην εξουσία και στη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας τους νέες προνομιούχες τάξεις
Με μεγάλη ευκολία υποστηρίζεται – από κύκλους της αριστεράς – πως αυτές οι αποτυχίες, οι ήττες, οφείλονται στο ότι οι επαναστάσεις ήταν αντι-αποικιακές και αντι-ιμπεριαλιστικές και όχι «ταξικές», εργατικές. Στην Ελλάδα τελευταία – από πλευράς τώρα πια και του ΚΚΕ, που σε αυτό φαίνεται έχει επηρεαστεί από τις «ταξικές» αναλύσεις του Γ. Μηλιού – έχει ξαναζωντανέψει αυτή η ερμηνεία: ότι δηλαδή η δική μας ήττα οφείλεται στο ότι το ΕΑΜ δεν ήταν ένα εργατικό, ταξικό κίνημα αλλά ένα θολό λαϊκό κίνημα και γι’ αυτό ηττήθηκε.
Έτσι σταδιακά παραμερίζεται και εγκαταλείπεται η ανάγκη για αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα ή δίνει τη θέση του στον αντι-καπιταλιστικό, εργατικό, ταξικό αγώνα[2]. Θεωρείται δηλαδή ότι δεν υπάρχουν «στάδια» στον αγώνα, μορφές ορθότερα, ότι από τον καπιταλισμό θα πάμε κατευθείαν στο σοσιαλισμό, άσχετα από πού διεξάγεται ο αγώνας, ποια χώρα αφορά. Απλοποιούνται έτσι τα πράγματα: εξαφανίζονται οι πολύπλοκες ταξικές, κοινωνικές σχέσεις, που υπάρχουν και απαιτούν πολύ λεπτούς και καλομελετημένους πολιτικούς χειρισμούς για χάρη μιας πολύ απλοποιημένης πολιτικής γραμμής: από τη μια το κεφάλαιο και από την άλλη η εργατική τάξη. Όλοι οι υπόλοιποι – στρώματα, ομάδες, πολιτικές κλπ δεν έχουν παρά να ταχθούν με τη μια ή την άλλη πλευρά. Το πώς αυτοί οι «άλλοι» μπορούν να αντιδράσουν, να διεκδικήσουν, να οργανωθούν, να προβάλλουν και υποστηρίξουν τα δικά τους συμφέροντα: ιδεολογικά-πολιτικά, πρακτικά πολιτικά, δεν τους απασχολεί, και δεν εξετάζεται καθόλου.
Θεωρώ ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν με σοβαρά λάθη στην ανάλυση κι επομένως και στην ερμηνεία του γιατί τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι. Θεωρώ ότι πρώτον δεν έχουμε να κάνουμε με την αποτυχία των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών και αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων επειδή τάχα μου δεν ήταν αντικαπιταλιστικές ή καθαρά ταξικές-εργατικές. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε κάτι τέτοιο αν, δεύτερον, είχαμε νικηφόρες εργατικές επαναστάσεις στα μεγάλα κέντρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού, την Ευρώπη δηλαδή και τις Η.Π.Α. Πράγμα που δεν είχαμε. Ακόμα και σήμερα επαναστατικά κινήματα με αξιώσεις εξουσίας έχουμε σε χώρες που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αναπτυγμένου καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού, όπως οι χώρες της Λ. Αμερικής. Στη συνέχεια θα πούμε περισσότερα – έστω και πολύ συνοπτικά – για τις αιτίες που οι επαναστάσεις αυτές είχαν τελικά μια κατάληξη που δεν μας αρέσει.
Η ΚΡΙΣΗ: Το Κεφάλαιο, το προλεταριάτο, η ηγεμονία.
Να συνδέσουμε τα προηγούμενα με την σημερινή κρίση που έχει αγκαλιάσει με ιδιαίτερη οξύτητα τα τελευταία χρόνια το καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό σύστημα και που εμάς εδώ μας εξοντώνει καθημερινά. Μια κρίση που γεννάει μια σειρά σχετικά ερωτήματα, όπως: που οφείλεται, ποιες είναι οι αιτίες της, η φύση της. Αν είναι μια κρίση του καπιταλισμού ή μια κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος και ποια ή ποιες είναι ενδεχομένως οι μεταξύ τους διαφορές. Κι αν υπάρχουν τέτοιες ποιες είναι οι επιπτώσεις στη χάραξη της στρατηγικής και τακτικής του λαϊκού κι εργατικού κινήματος. Έχουμε να κάνουμε με έναν αντι-ιμπεριαλιστικό ή με έναν καθαρά αντικαπιταλιστικό αγώνα; Και τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα πολιτικά, σε επίπεδο προγραμμάτων, κοινωνικών δυνάμεων και συμμαχιών; Εδώ αυτά τίθενται περισσότερο ως ερωτήματα παρά για να απαντηθούν άμεσα. Έμμεση απάντηση θα δώσουμε «εδώ και τώρα».
Για να μην χαθούμε σε λεπτομέρειες και πολεμικές γύρω από αυτά τα ζητήματα, που και χρόνο δεν έχουμε να αναπτύξουμε, να δώσω σε πολύ αδρές γραμμές μερικές απαραίτητες διασαφηνίσεις, λέγοντας προκαταρτικά πώς η ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όπως τη βρίσκουμε στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ βρίσκεται σε ένα βαθμό αφαίρεσης διαφορετικό από αυτόν που βρίσκεται αυτή που αφορά τον ιμπεριαλισμό. Δηλαδή « ενώ η «υπεραξία» χαρακτηρίζει ολόκληρη την καπιταλιστική εποχή, τελικά ο ιμπεριαλισμός ή το «κέντρο» και η «περιφέρεια» είναι έννοιες που αποκτούν ιδιαίτερο περιεχόμενο κάθε φορά ανάλογα για συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς που αναφέρονται. Έτσι, τελικά, ο ορισμός τους είναι πολιτικό θέμα», έχει πει ο Σαμίρ Αμιν [3]. Το τελευταίο είναι σωστό αρκεί να καταλάβουμε ότι το «πολιτικό» θέμα είναι ενσωματωμένο στην ίδια τη «λογική» της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της παγκόσμιας επέκτασης της.[4]
Με «ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ο Μαρξ αποκάλυψε το μυστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: δηλαδή την παραγωγή της υπεραξίας, μέσα από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, κεφαλαιοκράτη-εργάτη. Η εργασιακή θεωρία της αξίας είναι αυτή που διαχωρίζει αποφασιστικά τον Μαρξ από τους κλασσικούς αστούς οικονομολόγους, τον Άνταμ Σμιθ και Ντέϊβιντ Ρικάρντο, που ενώ κατάλαβαν το ρόλο και την αξία της εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν που οφείλεται το κέρδος του κεφαλαιοκράτη. Δεν είχαν διαχωρίσει την αξία που παράγει η εργασία από την αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Πίστευαν ότι ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει την εργασία και όχι την εργατική δύναμη που το ξόδεμα της, η αξιοποίηση της, παράγει αξίες μεγαλύτερες από αυτή που πληρώνει ο καπιταλιστής. Παράγει δηλαδή την «υπεραξία». Αυτή η αρχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτός ο νόμος του, χαρακτηρίζει όλη την καπιταλιστική περίοδο. Έχει γενική ισχύ.
Ξέρουμε ότι ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε το βασικό έργο του «Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ». Τελείωσε και υπό την επίβλεψη του εκδόθηκε μόνο ο πρώτος τόμος. Ο σύντροφος του και συνδιαμορφωτής της θεωρίας τους Φρειδερίκος Ένγκελς έκανε μια σπουδαία δουλειά συγκεντρώνοντας και τακτοποιώντας το υλικό, τις σημειώσεις, που Μαρξ είχε αφήσει επεξεργαζόμενος τους επόμενους τόμους του «Κεφαλαίου». Υλικό, βέβαια, που δεν του είχε δώσει την τελική του μορφή, δεν το είχε επεξεργαστεί όπως το είχε σχεδιάσει. Ο 2ος και 3οςτόμος του «Κεφαλαίου» εκδόθηκαν από τον Ένγκελς και είναι φανερό ότι παρουσιάζουνε κενά στην ανάπτυξη των θεμάτων τους. Δεν ξέρουμε πως θα κατέληγε ο Μαρξ.
Διαθέτουμε επίσης τους τρεις τόμους με τίτλο «Θεωρίες της υπεραξίας», όπου βρίσκουμε πολύ σπουδαίες παρατηρήσεις και σκέψεις του Μαρξ, όπως ακόμα και τα περίφημα Grundrisse, (ευτυχίσαμε να διαθέτουμε και την ελληνική τους έκδοση από τον ΣΤΟΧΑΣΤΗ), όπως και άλλα έργα και επιστολές στα οποία καταπιάστηκαν κι οι δύο τους με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, την παγκόσμια επέκταση του κλπ. Σε όλα τα έργα τους, προσπαθούν να αναλύσουν και ερμηνεύσουν το πώς λειτουργεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, πως προκαλούνται οι κρίσεις του και ποια είναι η προοπτική του. Όλη αυτή η προσπάθεια γίνεται με βάση την έννοια της υπεραξίας [και την παράπλευρη της: το ποσοστό κέρδους] που ορίζει τη σχέση μεταξύ των δύο βασικών τάξεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη και του προλετάριου. Όταν και όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής υποτάσσονται σε αυτόν, στο βιομηχανικό κεφάλαιο, όλοι οι προηγούμενοι τρόπου παραγωγής και όλες οι προηγούμενες μορφές και είδη κεφαλαίου. Δηλαδή από ένα ορισμένο βαθμό αφαίρεσης, που αφορά αποκλειστικά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, προχωράμε με το πώς αυτός ο τρόπος γίνεται κυρίαρχος – υποτάσσοντας όλους τους προηγούμενους τρόπους στη λογική του – μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό και κατ ‘ επέκταση πια και παγκόσμια.
Για να το πούμε με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ «Αυτό που έχω να ερευνήσω σε τούτο το έργο, είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και ανταλλαγής που αντιστοιχούν σε αυτόν. Ο κλασικός τόπος αυτού του τρόπου παραγωγής είναι ως τώρα η Αγγλία. Αυτός είναι ο λόγος που η Αγγλία χρησιμεύει σαν κύριο παράδειγμα για τη θεωρητική ανάπτυξη που κάνω» για να συμπληρώσει λίγο παρακάτω πώς «Η βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντος της» [5]
Όταν ο Μαρξ περιέγραφε την εικόνα του μελλοντικού καπιταλισμού παραθέτοντας το παράδειγμα του βρετανικού, δεν εννοούσε πως όλες οι άλλες χώρες θα αντέγραφαν την πορεία ανάπτυξης της Αγγλίας, αλλά ότι η παγκόσμια αγορά θα ήταν προέκταση των βασικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που κυριαρχούσαν στις πιο ανεπτυγμένες τότε καπιταλιστικές χώρες. Ο ανταγωνισμός και η συσσώρευση θα χαρακτήριζαν την παγκόσμια οικονομία, όπως χαρακτήριζαν και την Αγγλία. Η Αγγλική εικόνα ήταν αυτή του laissez-faire, ενισχυμένου από την αποικιακή εκμετάλλευση και τη μονοπωλιακή θέση στο διεθνές εμπόριο και τη χρηματοδότηση. Ξέρουμε όλοι μας πώς οι αποικίες μπορεί να έγιναν καπιταλιστικές, αλλά αντίθετα με την Αγγλία και τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όχι μόνο δεν ενισχύθηκαν από την αποικιακή εκμετάλλευση, αλλά λεηλατήθηκε ο πλούτος τους και πολλές καταστράφηκαν ανεπανόρθωτα από τον τρόπο ένταξης τους στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και τον διεθνή, άνισο κι ιεραρχημένο καταμερισμό εργασίας.
Το πόσο είναι απασχολημένος ο Μαρξ με την ανάλυση ακριβώς του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής φαίνεται αμέσως παρακάτω όταν γράφει ότι μας βασανίζει σε όλη «την υπόλοιπη ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη, όχι μόνο η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής μα και η ανεπάρκεια της ανάπτυξης της. Πλάι στα σύγχρονα δεινά μας πιέζει μια ολόκληρη σειρά από κληρονομημένα δεινά, που πηγάζουν από το γεγονός ότι εξακολουθούν να φυτοζωούν απαρχαιωμένοι, ξεπερασμένοι τρόποι παραγωγής με την ακολουθία τους από αναχρονιστικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Δεν υποφέρουμε μονάχα από τους ζωντανούς, μα κι από τους πεθαμένους» [όπου παραπάνω].
Η συνύπαρξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με άλλους απαρχαιωμένους τρόπους και αναχρονιστικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις παραπέμπει στους κοινωνικούς σχηματισμούς. Εδώ, όμως, έχουμε ένα διαφορετικό βαθμό αφαίρεσης προσεγγίζοντας τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα. Ένας κοινωνικός σχηματισμός μπορεί δηλαδή να περιέχει πολλούς τρόπους παραγωγής, ένας από τους οποίους να είναι ο κυρίαρχος και να σφραγίζει έτσι τον χαρακτήρα του. Από αυτή την άποψη δεν έδειξε ακριβώς η «βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα… στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντος της». Ο κόσμος μπορεί να έγινε ομοιόμορφος αλλά δεν ομογενοποιήθηκε – όπως φαίνεται ότι επιθυμούσε ή πίστευε ο Μαρξ ότι τελικά θα συνέβαινε – κι έτσι τα πράγματα θα γίνονταν πιο απλά. Από τη μια οι κεφαλαιοκράτες από την άλλη οι προλετάριοι.
Εδώ βιάζομαι να διορθώσω: δεν πίστευε σε μια τέτοια καθαρή κοινωνική διχοτόμηση. Ήδη στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» μιλούσανε, οι Μαρξ-Ένγκελς, για τα νέα μεσοστρώματα που αναδείκνυε η επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αλλά παρόλα αυτά στη σκέψη τους κυριαρχούσε η αντίληψη/ πεποίθηση ότι κάποια στιγμή ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής θα αποστερούσε από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής τους πάντες – ότι πλειοψηφία θα γινότανε η μη τάξη [αυτό που ο Νέγκρι αποκαλεί «πλήθος» - κι έτσι η ανάγκη της κομμουνιστικής επανάστασης θα πρόβαλε με φυσική αναγκαιότητα. [«Γερμανική Ιδεολογία»]
Στα αξιοπερίεργα θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τους διέφυγε το έργο του Αλέξις ντε Τοκβίλ «Η Δημοκρατία στην Αμερική» ενώ είχε ήδη εκδοθεί. Ο Μαρξ δεν το αξιοποίησε σε κανένα έργο του. Ο Τοκβίλ σ’ αυτό το έργο του ανατέμνει την Αμερικανική κοινωνία – μια κοινωνία θα λέγαμε καθαρά κεφαλαιοκρατική μια και δεν την βάραιναν προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής και αναχρονιστικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Ακόμα και η δουλοκτησία του Νότου ήταν υποταγμένη στα συμφέροντα του καπιταλιστικού Βορρά και γενικά της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία δουλοκτησία, αυτήν που έχει αναλύσει έξοχα ο Ντε Σαιντ Κρουά. [6]. Μάλλον εκεί, στην Αμερική, βρισκότανε η εικόνα του μέλλοντος ακόμα και των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών και όχι στην Αγγλία.
Όπως και νάχει, όμως, ο ίδιος ο Μαρξ με το έργο του μας υποχρεώνει να μη μείνουμε καρφωμένοι μόνο στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής αλλά να δούμε πώς αυτός λειτουργεί – καθορίζει κι επηρεάζεται – από τους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς μέσα στους οποίους αναπτύσσεται και παλεύει να αναδειχθεί κυρίαρχος και να τους υποτάξει στα δικά του συμφέροντα και «λογική», τόσο στο εθνικό όσο και στο παγκόσμιο επίπεδο. .
Κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δηλαδή κεφαλαιοκράτες και προλετάριοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεν, αλλά μέσα σε κοινωνικούς σχηματισμούς, δηλαδή δίπλα με άλλες τάξεις, κοινωνικά στρώματα και ομάδες. Σε κοινωνικούς σχηματισμούς δηλαδή, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συνυπάρχει και συγκρούεται, και με άλλους τρόπους παραγωγής, συνήθως βέβαια έχοντας τους υποτάξει.
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σύγκρουση διαθλάται ή ακόμα και παραμορφώνεται, τροποποιείται, γίνεται πιο περίπλοκη, ακριβώς γιατί αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες όπου ανταγωνίζονται παράλληλα διαφορετικά συμφέροντα και προοπτικές. Που άλλοτε πλησιάζουν ή συγκλίνουν με τη μια ή την άλλη πλευρά της βασικής κοινωνικής αντίθεσης κι άλλοτε αποκλίνουν. Γιατί δεν παραιτούνται, ολωσδιόλου, από τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα και προοπτικές
Στα πολιτικά έργα των Μαρξ και Ένγκελς αυτό γίνεται ολοκάθαρα φανερό. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει προσεκτικά τους «Ταξικούς Αγώνες στην Γαλλία», τη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» - δηλαδή την ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, ή ακόμα «Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλλία και Γερμανία» και τον «Πόλεμο των Χωρικών» του Φρ. Ένγκελς για να διαπιστώσει πόσο πολύ τους απασχολεί όχι μόνο το αγροτικό ζήτημα αλλά και οι κοινωνικές συμμαχίες με τους αγρότες και τις άλλες τάξεις: τους μικροαστούς ιδιαίτερα ως πιθανούς συμμάχους. Η «Προσφώνηση της Κ.Ε. στην Ένωση των Κομμουνιστών» το Μάρτη του 1850, από τους Μαρξ και Ένγκελς – ένα έργο μάλλον λίγο γνωστό, άρα παραμελημένο και αναξιοποίητο – ασχολείται ακριβώς με αυτό το τεράστιο μέχρι τις ημέρες μας πρόβλημα: δηλαδή με το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένα «εργατικό κόμμα, όσο το δυνατό πιο ομόφωνο [κάτι που προκαλεί ανατριχίλα σήμερα σε όσους ονειρεύονται κόμματα πολυτασικά και πολυφωνικά], όσο το δυνατό πιο αυτοτελές» σε σχέση με τους μικροαστούς κλπ προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Αλλά και όλο σχεδόν το έργο τους είναι γεμάτο από τέτοιες σκέψεις, προβληματισμούς και υποδείξεις για προβλήματα της εποχής τους. Δηλαδή για το ποιες θα είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που θα είναι αναγκασμένο να κάνει το επαναστατικό προλεταριάτο – και πώς θα τις κάνει - ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική ανατροπή του καπιταλισμού.
Για τη Γερμανία , πχ ο Ενγκελς ευχότανε μια επανάληψη του «Πόλεμου των χωρικών», έτσι ώστε το εργατικό κίνημα να εξασφάλιζε ένα μεγάλο κοινωνικό σύμμαχο, τους αγρότες [7]. Όπως τελικά το εξασφάλισε σε επόμενες επαναστάσεις, όπως προανέφερα, τη Ρωσική, την Κινέζικη, τη Βιετναμική. Για να έρθουμε στο σήμερα, το ζήτημα των συμμαχιών παραμένει στην πρώτη γραμμή. Βέβαια οι συμμαχίες δεν μπορεί να είναι ακριβώς οι ίδιες ούτε με εκείνης της εποχής – η κοινωνική σύνθεση έχει αλλάξει – ούτε και μεταξύ των χωρών. Θα χρειαστεί λοιπόν μια πολύ συγκεκριμένη μελέτη – έρευνα για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ώστε να προσδιορίσουμε τις δυνητικές συμμαχίες και να δούμε πώς θα τις προωθήσουμε.
Όταν δηλαδή επικαλούνται τον «ταξικό» αγώνα καθόλου δεν εννοούν ότι από τη μια θα παραταχθούν οι καθαρές αστικές κοινωνικές δυνάμεις: βιομήχανοι, τραπεζίτες, ιδιοκτήτες ορυχείων, εφοπλιστές και από την άλλη οι προλετάριοι. Εννοούν ότι η εργατική τάξη πρέπει να έχει συνείδηση των δικών της ιδιαίτερων συμφερόντων, να έχει ένα δικό της πολιτικό κόμμα και – εδώ προσοχή – να κατορθώσει να υψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους. Ότι γι’ αυτό είναι «υποχρεωμένη απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες» [8]
Αυτήν την προβληματική θα την ξανασυναντήσουμε αργότερα στον Λένιν που στο «Ο Μαρξισμός και το περιοδικό “Νάσια Ζαριά”» (1911), ειρωνεύεται τους συντάκτες του περιοδικού ως εξής: «Το να λέει κανείς: στο παρελθόν υπήρχε ηγεμονία, ενώ στο μέλλον πρέπει να υπάρχει “ταξικό κόμμα”, σημαίνει ότι δείχνει καθαρά τη σύνδεση του λικβινταρισμού με την απάρνηση της ηγεμονίας και την απόσπαση αυτού του ρεύματος από το μαρξισμό» [9] .
Στο «Ο ρεφορμισμός στη Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία», γραμμένο και δημοσιευμένο το 1911, επανέρχεται: «[...] ευνόητο ότι η περίφημη διατύπωση ενός από τους νεαρούς ηγέτες του δικού μας ρεφορμισμού, του κ. Λεβίτσκι, του “Νάσα Ζαριά” [...] ότι η ρωσική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να είναι “όχιηγεμόνας, αλλά ταξικό κόμμα”, είναι διατύπωση του πιο συνεπούς ρεφορμισμού. Κάτι περισσότερο. Είναι διατύπωση ολοκληρωτικής απάρνησης.
Το να λέει κανείς “όχι ηγεμονία, αλλά ταξικό κόμμα” σημαίνει ότι περνάει με το μέρος της αστικής τάξης, με το μέρος του φιλελεύθερου, που λέει στο σκλάβο της εποχής μας, τον μισθωτό εργάτη, αγωνίσου για τη βελτίωση της θέσης σου, σαν σκλάβου, να θεωρείς όμως, βλαβερή ουτοπία την ιδέα της εξαφάνισης της σκλαβιάς! [...] Το να προπαγανδίζει κανείς στους εργάτες ότι τους χρειάζεται “όχι ηγεμονία, αλλά ταξικό κόμμα”, σημαίνει να παραδίνει την υπόθεση του προλεταριάτου στους φιλελεύθερους, σημαίνει να προπαγανδίζει την αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής εργατικής πολιτικής με τη φιλελεύθερη εργατική πολιτική. Η απάρνηση, όμως, της ιδέας της ηγεμονίας είναι η πιο χοντροκομμένη μορφή ρεφορμισμού...» [10] . Στο ίδιο θέμα επανέρχεται στα «Προβλήματα αρχών της εκλογικής καμπάνιας» [11] .
Ο ίδιος, αργότερα, επανέρχεται στο ίδιο ζήτημα και λέει ότι η επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από κάτι που φαινομενικά είναι άσχετο με την ταξική αντιπαράθεση, όπως συνέβη στη Γαλλία με τη γνωστή υπόθεση Ντρέϋφους, όπου ως γνωστό η κοινωνία στην κυριολεξία διχάστηκε, τα πνεύματα οξύνθηκαν και πραγματικά έφτασε στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Για να κλείσουμε αυτό το μέρος, στο πασίγνωστο – ακουστικά – «Τι να κάνουμε», εξηγεί ότι η ταξική συνείδηση μπαίνει στο προλεταριάτο απ’ έξω. Με αυτό δεν εννοεί μόνο αυτό που οι διανοούμενοι ή ψευτο-διανοούμενοι έχουν καταλάβει ή θέλουν να διαδώσουν. Δηλαδή ότι αυτοί είναι ικανοί να παράξουν τη θεωρία που μετά μπαίνει στην εργατική τάξη. Εννοεί – και το λέει όσο πιο καθαρά γίνεται – ότι οι εργάτες δεν αποκτούν ταξική συνείδηση μόνο από την αντιπαλότητα τους με τα αφεντικά, αλλά παρακολουθώντας και αναλύοντας τις σχέσεις όλων των τάξεων μεταξύ τους και με το κράτος. Δηλαδή «έξω» από τη δική τους σχέση με τον κεφαλαιοκράτη.
Αναπτύσσει επίσης το πώς συγκεκριμένα μπορεί και πρέπει η εργατική τάξη – μέσω του δικού της πολιτικού κόμματος – να αναδείξει δικά της στελέχη, ηγέτες και διανοούμενους, να στείλει δικά της «αποσπάσματα» σε όλες τις τάξεις, στρώματα και μερίδες με τις οποίες υπάρχει πιθανότητα – και δυνατότητα – να συγκροτηθεί ένα μπλοκ κοινωνικής συμμαχίας ∙ επιμένει στο ότι πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων αυτών κλπ κλπ.
Αυτά τα αναφέρω γιατί σήμερα πολλοί νομίζουν ότι επαναλαμβάνοντας μονότονα τα περί «ταξικής πάλης», αντικαπιταλιστικού αγώνα κλπ κλπ ως δια μαγείας, ως άλλη Κίρκη, μπορούν να μεταμορφώσουν – να αλλάξουν – την κατάσταση ή ότι έτσι ξαφνικά η εργατική τάξη μπορεί να γίνει ικανή να ηγηθεί του αγώνα του «λαού» ή να οδηγήσει τον δικό της στον τελικό θρίαμβο. Ο Λένιν, πάλι, προειδοποιούσε γι αυτό: : «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς, πως οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα λόγω των συνθηκών της κοινωνικό-οικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο «βολικά» για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την επιτέλεση της – τότε η κοινωνία σαπίζει, κι αυτό το σάπισμα παρατείνεται κάποτε ολόκληρες δεκαετίες.» [Βλ. Άπαντα Λένιν, τόμος 9 σελ.354, «Η τελευταία λέξη της «Ισκρικής» τακτικής..», Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ.1956].
Αντι-αποικιακά και αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα
Θυμόμαστε ότι στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» γίνεται εκτενής αναφορά στους διάφορους σοσιαλισμούς που αναπτύσσονται μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία – πέραν του εργατικού ή επιστημονικού. Αναφέρονται πρώτος ο «αντιδραστικός σοσιαλισμός» που περιλαμβάνει τον φεουδαρχικό σοσιαλισμό, το μικροαστικό σοσιαλισμό, τον γερμανικό ή «αληθινό» σοσιαλισμό. Δεύτερος ο συντηρητικός ή αστικός σοσιαλισμός. Τρίτος ο ουτοπικός σοσιαλισμός και βέβαια ο κομμουνισμός. Αυτά τα είδη σοσιαλισμών δεν έχουν πάψει να υπάρχουν. Μπορεί κάποιοι να έχουν αδυνατίσει, να μην τους συναντάμε πια – όπως ο «φεουδαρχικός» ή να έχουν αλλάξει (μεταμορφωθεί) ή ακόμα, είναι βέβαιο, να έχουν πολλαπλασιαστεί. Αλλά υπάρχουν. Αυτοί οι σοσιαλισμοί – έκφραση διαφορετικών γενικά κοινωνικών συμφερόντων, ομάδων, κύκλων ακόμα και ιδεολογικών αναπαραστάσεων κλπ – τροφοδοτούν και αντίστοιχους «αντι-ιμπεριαλισμούς». Αντι-αποικιακά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα κλπ. Υπάρχουν δηλαδή και ο αστικός και ο μικροαστικός και ο εργατικός αντι-ιμπεριαλισμός κλπ. Όπως δεν πρέπει μαζί με το νερό να πετάμε και το μωρό από το μπάνιο, δεν πρέπει πετάμε τον αντι-ιμπεριαλισμό προκειμένου να εξασφαλίσουμε το ταξικό / εργατικό πρόσημο του αγώνα
Ενάντια στην αποικιακή ή νέο-αποικιακή εκμετάλλευση και δεσμά, δυστυχώς για μερικούς που προτιμάνε την εύκολη και ευθύγραμμη σκέψη, δεν στρέφονται μονάχα οι φτωχές λαϊκές τάξεις: οι αγρότες, οι εργάτες κλπ. Αλλά και κοινωνικές ομάδες που τις δημιουργεί και αναπτύσσει το ίδιο το αποικιοκρατικό σύστημα, η ίδια η ιμπεριαλιστική διείσδυση. Γιατί σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αναπτύσσεται σε αυτές τις «καθυστερημένες» χώρες ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Υποταγμένος και εξαρτημένος από τον κυρίαρχο. Αλλά αναπτύσσεται και μαζί του και ντόπιοι κεφαλαιοκράτες. Που δεν αποτελούν όλοι τους στηρίγματα, λεκέδες των ξένων αποικιοκρατών και ιμπεριαλιστών. Που τμήματα τους είναι δυνατόν να διεκδικήσουν μια αναδιανομή των κερδών, νέα συμφωνία με τους επικυρίαρχους, για δικό τους όφελος και για να εξασφαλίσουν την κοινωνική θέση τους απέναντι στο αναπτυσσόμενο λαϊκό αντι-αποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα που μπορεί να θέσει στόχους πέρα από την αποτίναξη του αποικιακών/ ιμπεριαλιστικών δεσμών. Δηλαδή στόχους βαθιών, ριζοσπαστικών κοινωνικών μετασχηματισμών: με άλλα λόγια διεκδίκησης σοσιαλιστικών αλλαγών. Το αίτημα για ένα νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας που δεν διεκδικεί την καταστροφή του κάθετα ιεραρχημένου, άνισου καταμερισμού εργασίας αλλά τη βελτίωση της θέσης ακριβώς μέσα σε αυτό τον καταμερισμό εργασίας – την αναρρίχηση μέσα στην κλίμακα του – ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού [ μιας χώρας ] είναι ένα αίτημα αντι-ιμπεριαλιστικό περιορισμένο όμως στα όρια των συμφερόντων των τάξεων αυτών. Συνήθως των μεσαίων τάξεων, που επειδή ακριβώς δεν έχουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να στηρίξουν τη δική τους ανάπτυξη αναγκάζονται να σηκώσουν τη σημαία του κρατικού ελέγχου/ των κρατικοποιήσεων, παρουσιάζοντας το όραμα τους ως σοσιαλισμό. Σε πολλές «καθυστερημένες» χώρες ευνοήθηκε η ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό, προνομιακό χώρο κοινωνικής ανόδου για παιδιά προερχόμενα από τις λαϊκές τάξεις, τη μικροαστική και μεσοαστική τάξη. Που εξασφάλιζαν έτσι όχι μόνο την «τάξη και ασφάλεια» της κοινωνίας, αλλά μπορούσαν να θέσουν τον κοινωνικό πλούτο στη διάθεση της ανάπτυξης του καπιταλισμού των χωρών τους και ιδιαίτερα της τάξης τους.
Όταν μέσα στον παγκόσμιο άνισο, καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας θέλεις να αναπτυχθείς ακόμα και καπιταλιστικά, αναγκάζεσαι να συγκρουστείς με τα κέντρα και τις λογικές των κυρίαρχων καπιταλιστικών / ιμπεριαλιστικών κέντρων και δυνάμεων και με τους τοπικούς συνεργάτες και στηρίγματα τους. Τότε ο σοσιαλισμός σαν ιδεολογική έκφραση των συμφερόντων και προοπτικών αυτών των τάξεων και ομάδων μπορεί όχι μόνο να γίνεται πολύ δημοφιλής αλλά εξασφαλίζει και την απαραίτητη υποστήριξη των πλατειών λαϊκών δυνάμεων. Να το πούμε σχηματικά: ο μικροαστικός σοσιαλισμός παίρνει τη μορφή του μικροαστικού αντι-ιμπεριαλισμού, έχοντας το τεράστιο πλεονέκτημα ότι αποκτά ένα εθνικό ακροατήριο και συνεπώς την ενεργητική υποστήριξη των πλατειών αγροτικών, εργατικών, μικροαστικών και πνευματικών δυνάμεων της χώρας. Αυτή τη συμμαχία δεν μπορεί να την εγκαταλείψει η εργατική τάξη. Το αντίθετο, είναι υποχρεωμένη να την επιδιώξει. Εκείνο που πρέπει να εξασφαλίσει είναι ηγεμονία μέσα σε αυτό το μπλοκ αγώνα για την εξουσία. Και δεν το εξασφαλίζει αρνούμενη τις συμμαχίες – με το κλειστεί στον εαυτό της ως άλλος σκαντζόχοιρος – αλλά με το να γίνεται καθημερινά πιο ικανή να την εξασφαλίσει. Μέχρι τώρα δεν το έχει καταφέρει, δείχνοντας πόσο δύσκολο έργο είναι.
Αυτό μας λέει ότι πρέπει να δουλέψουμε σκληρά, επίμονα, με φαντασία και πολύ ανοιχτό μυαλό, για κάτι τέτοιο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Η ύπαρξη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου – η επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης και η εντυπωσιακή ανάπτυξη της ΕΣΣΔ, η Κινέζικη Επανάσταση που ακλούθησε κλπ – έδειξαν ότι υπήρχε δυνατότητα στις αποικιοκρατούμενες χώρες, να ξεφύγουν από τα στενά αποικιοκρατικά-ιμπεριαλιστικά δεσμά, να επιτύχουν μια δική τους «αυτοδύναμη» ανάπτυξη που θα ωφελούσε και τις κυρίαρχες μεσαίες τάξεις και τις πλατειές λαϊκές μάζες.
Όπως έγραφε ο Πωλ Μπάραν - μέχρι τον πρόωρο θάνατο του συνεκδότης κι αυτός του Monthly Review – «πολλές αποικιοκρατούμενες και εξαρτημένες χώρες μπορεί να περιμένουν από το νέο αφεντικό τους να είναι λιγότερο άπληστο, πιο γενναιόδωρο και με ευρύτερες προοπτικές. Παρόλο που είναι πολύ αμφίβολο αν αυτή η μεταβολή επιφέρει καμιά σημαντική διαφορά στα βασικά ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των καθυστερημένων περιοχών, δεν αποκλείεται μια κάποια βελτίωση της τύχης τους» [12]
Αυτό συνέβηκε και με την ανάδειξη των ΗΠΑ σε υπ. αριθμό 1 αφεντικό στον Δυτικό Κόσμο, με την ταυτόχρονη υποχώρηση παλαιών αποικιοκρατικών ιμπεριαλισμών, όπως ο Αγγλικός και Γαλλικός, – ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – όταν εξαπλώθηκε ένα κύμα αισιοδοξίας ότι θα υπήρχε ανάπτυξη και βέβαια με την ανάδειξη της ΕΣΣΔ σε δεύτερη μεγάλη δύναμη, επικεφαλής και στήριγμα σειράς αντι-αποικιακών και αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων. Ξέρουμε ότι καμιά πραγματική διέξοδος δεν υπήρξε από την επιλογή ένταξης σε ένα από τα δύο στρατόπεδα για τους λαούς. Μόνο που το δεύτερο στρατόπεδο δεν υπάρχει πια. Ξέρουμε επίσης ότι και μητέρα Ρωσία δεν υπήρξε πρότυπο αφιλοκερδούς συντρόφου – παρά τη βοήθεια που έδωσε σε μια σειρά χώρες. Ότι κι αυτή φρόντισε ιδιαίτερα για τα μεγάλα κρατικά της συμφέροντα, κάτι που την έφερε, πολύ γρήγορα, σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη σοσιαλιστική δύναμη: την Κίνα. Η αποτυχία του δεύτερου πόλου – η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της, η άγρια καπιταλιστικοποίηση της Κίνας, γενικά βοήθησαν στην ιδεολογικοπολιτική σταθεροποίηση του καπιταλιστικού / ιμπεριαλιστικού υποδείγματος. Ο σοσιαλισμός ως εναλλακτική πρόταση δυσφημίστηκε, η διάδοση και επιρροή του μαρξισμού σχεδόν κατέρρευσε, δίνοντας τη θέση του σε άλλες ιδεολογίες για τη διεξαγωγή της αντίστασης των λαών της περιφέρειας, όπως ο ισλαμισμός και, να προσθέσουμε, σε μια απίστευτη σύγχυση, που την επέτεινε η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού.
Αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός και
αντικαπιταλιστικός αγώνας
Θα κάνουμε τώρα «ένα βήμα πίσω», έστω λοξά, για να φωτίσουμε άλλη μια πλευρά του ζητήματος που μας απασχολεί. Θα επιστρέψουμε στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου». Το 24ο Κεφάλαιο του τόμου είναι αφιερωμένο στη «Λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση». Το 6ο μέρος του ασχολείται με τη «Γένεση του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη». Εκεί λοιπόν διαβάζουμε ότι «Οι διάφορες μέθοδες της πρωταρχικής συσσώρευσης κατανέμονται λοιπόν σε λίγο-πολύ διαδοχική σειρά, ιδίως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Στα τέλη του 17ου αιώνα στην Αγγλία συνοψίζονται συστηματικά στο αποικιακό σύστημα, στο σύστημα δημοσίων χρεών, στο σύγχρονο φορολογικό σύστημα και στο προστατευτικό σύστημα. Οι μέθοδες αυτές στηρίζονται εν μέρει στην πιο ωμή βία, όπως είναι λ.χ. το αποικιακό σύστημα. Όλες όμως χρησιμοποιούν την κρατική βία, στη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας, για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο το προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό. Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη» [13] Αυτές τις μέθοδες άνετα τις αναγνωρίζουμε να εφαρμόζονται και σήμερα, όχι βέβαια για να παραμερίσουμε τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, αλλά για να διευκολύνουμε κι επιταχύνουμε την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου των μεγάλων, γενικών μονοπωλίων και την ισχυροποίηση κρατικών και χρηματοπιστωτικών κέντρων.
Συνεχίζει ο Μαρξ «Το αποικιακό σύστημα ανάπτυξε σαν φυτό θερμοκηπίου το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα. Οι «Gesellschaften – Monopolia» [εταιρίες-μονοπώλια] (Λούθηρος) ήταν ισχυροί μοχλοί συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Οι αποικίες εξασφάλιζαν αγορές κατανάλωσης στη μανιφακτούρα , που αναπτυσσόταν γρήγορα, ενώ η μονοπωλιακή κατοχή αυτών των αγορών εξασφάλιζε μια εντατική συσσώρευση. Ο θησαυρός που ληστευόταν έξω από την Ευρώπη άμεσα με λεηλασίες, υποδουλώσεις και φόνους έρεε στη μητρόπολη και μετατρεπόταν εδώ σε κεφάλαιο»
Σήμερα η υπεροχή στη βιομηχανία συνεπάγεται την υπεροχή στο εμπόριο. Αντίθετα, στην καθαυτό περίοδο της μανιφακτούρας η υπεροχή στο εμπόριο είναι εκείνο που εξασφαλίζει τη βιομηχανική κυριαρχία. Από δω προέρχεται ο πρωταρχικός ρόλος που έπαιζε τότε το αποικιακό σύστημα. Ήταν «ο ξένος θεός», που θρονιάστηκε στο βωμό δίπλα στα παλιά είδωλα της Ευρώπης και που ένα ωραίο πρωί με μια σπρωξιά τ’ ανάτρεψε όλα. Το αποικιακό σύστημα ανακήρυξε το κυνήγι του κέρδους ύστατο και μοναδικό σκοπό της ανθρωπότητας….. Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νάναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. [σ.778].
Επιμένω να παραθέτω – ίσως κουράζοντας σας - αποσπάσματα, θα παραθέσω ακόμα λίγα, από τον Μαρξ γιατί είναι πολύ κρίσιμα και χρήσιμα προκειμένου να γίνει κατανοητή η σχέση καπιταλισμού με αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό και άρα η στενότατη σχέση του αγώνα ενάντια στο καπιταλισμό με τον αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Η παράθεση βοηθάει επίσης να καταλάβουμε ότι αυτά που – με αληθινή απορία – πολλοί προοδευτικοί διανοούμενοι, πολιτικοί ηγέτες και κόμματα λένε αγανακτισμένοι περί δημόσιου χρέους κλπ βρίσκονται εγγεγραμμένα στο DNA του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν είναι δηλαδή πράγματα πρωτόγνωρα.
«Αποικιακό σύστημα, δημόσια χρέη, φορολογικό βάρος, προστατευτισμός, πόλεμοι κλπ. αυτοί οι βλαστοί της καθαυτό μανυφακτουρικής περιόδου αυξάνουν γιγάντια την περίοδο της παιδικής ηλικίας της μεγάλης βιομηχανίας. Η γέννησης της γιορτάστηκε με το μεγάλο Ηρώδειο παιδομάζωμα» [σελ. 782]. Ποιες οι επιπτώσεις αυτής της ανάπτυξης στους Ευρωπαϊκούς λαούς; Χωρίς ενδοιασμό ο Μαρξ γράφει :
«Με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής στη διάρκεια της μανυφακτουρικής περιόδου η κοινή γνώμη της Ευρώπης έχασε και το τελευταίο υπόλειμμα του αισθήματος της ντροπής και της συνείδησης. Τα έθνη κομπάζανε με κυνισμό για κάθε ατιμία, που ήταν μέσο συσσώρευσης κεφαλαίου…..Το δουλεμπόριο αποτελεί για το Λίβερπουλ τη δική του μέθοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης» [σ. 783-784].
Εδώ βλέπουμε ότι ο Μαρξ δεν επιμένει μόνο στο ρόλο του αποικιακού συστήματος και του δημόσιου χρέους στην ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, του βιομηχανικού κεφαλαίου, αλλά προχωράει σε μια τρομακτική διαπίστωση: τη μετάλλαξη της κοινής γνώμης στην Ευρώπη. Πάνω σε αυτή την απώλεια αισθήματος της ντροπής και της συνείδησης, αναπτύσσεται ο ρατσισμός, που μπολιάζει σιγά-σιγά τα μυαλά ακόμα και των λαϊκών τάξεων. Θα ήθελα εδώ να συστήσω ένα θαυμάσιο βιβλίο, κυκλοφορεί και ελληνικά, για την παραγωγή και εξάπλωση αυτής της ιδεολογίας στην Ευρώπη. Είναι του Michael Adas «Ανδρών μέτρον μηχανή- επιστήμη, τεχνολογία και ιδεολογίες δυτικής κυριαρχίας» [εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, ΑΘΗΝΑ 2003]. Πολλά από τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολόγησαν τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό τους πολιτικοί και επιστήμονες εκείνης της εποχής, πέρασαν σχεδόν ατόφια και στα εργατικά-σοσιαλιστικά κόμματα και χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την συστράτευση τους στο πλευρό των δικών τους ιμπεριαλισμών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και από τότε αναπαράγονται αναπροσαρμοζόμενα, μέχρι σήμερα. Δες τε τι λένε για τους Έλληνες, σήμερα, στην Ευρώπη ακόμα και οι σοσιαλιστές ή και επικριτές τους – έχω υπόψη μου τις αγορεύσεις βουλευτών της Die Linke στη Γερμανική Βουλή. Για το τι έλεγαν οι σοσιαλιστές παραμονές Α’ Παγκόσμιου Πολέμου μας πληροφορεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη γνωστή «Μπροσούρα του Γιούνιους» [εκδ. ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ , ΑΘΗΝΑ 2011].
Θα κάνουμε τώρα ένα τελευταίο σταθμό στο «Κεφάλαιο», στον 1ο τόμο και συγκεκριμένα στο 25ο Κεφάλαιο του, που αφορά τη «Σύγχρονη θεωρία της αποικιοποίησης». Σε αυτό πιο αναλυτικά – αλλά συμπυκνωμένα – δείχνει πώς η εκμετάλλευση των αποικιών από τις μητροπόλεις συνέβαλε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, εξασφαλίζοντας τη ροή του λεηλατημένου πλούτου προς αυτή. Η αποικιακή πολιτική, βρίσκεται στα θεμέλια της γέννησης του βιομηχανικού καπιταλισμού. Και μόλις αυτός κυριαρχήσει έχουμε μπροστά μας τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες παραχωρούν τη θέση τους στις αποικιοκρατικές – ιμπεριαλιστικές.
Υπάρχει μια πάρα πολύ χρήσιμη – καθότι διαφωτιστική – συλλογή λόγων, άρθρων, αποφάσεων πολιτικών, δημοσιογράφων, επιμελητηρίων κλπ για την ανάγκη της αποικιακής-ιμπεριαλιστικής επέκτασης των μεγάλων δυτικών δυνάμεων της εποχής τους, από τον Wolfgang J. Mommsen [τρισέγγονος του μεγάλου ιστορικού Theodor Mommsen ] με τίτλο «ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ – οι πνευματικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες του».[εκδ. ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ 2007], όπου με πληθώρα ντοκουμέντων αποδείχνει το οικονομικό υπόβαθρο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των βιομηχανικών κρατών και την εξέλιξη των αποικιακών κτήσεων των βιομηχανικών κρατών. Τα ντοκουμέντα αυτά ξεκινάνε από πριν τη συγγραφή του Κεφαλαίου από τον Μάρξ και φτάνουν μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτά λοιπόν διαβάζουμε πώς οι άρχουσες τάξεις και τα πολιτικά και πνευματικά στηρίγματα τους, υπερασπίζονται το δικαίωμα των χωρών τους για αποικιοκρατικές-ιμπεριαλιστικές επεκτάσεις, στο όνομα των συμφερόντων της χώρας τους, του λαού τους και της φυλής τους. Όλα αυτά ως κάλυψη των δικών τους ταξικών συμφερόντων, στα οποία βέβαια συμπεριλαμβάνεται η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Μην ξεχνάμε ότι ο Μαρξ το είχε ήδη παρατηρήσει αυτό στο «Κεφάλαιο».
Δεν θα σας κουράσω με παράθεση σχετικών αποσπασμάτων από αυτή τη συλλογή. Μόνο μία, χαρακτηριστική: τι έγραφε ο J. Lawson Walton – βρετανός βουλευτής των Φιλελευθέρων, υπ. Παιδείας, ενάντιος στον πόλεμο των Μπόερς, μέλος της κυβέρνησης Campell / Bannerman – το 1899, στο «Ο ιμπεριαλισμός ως εθνικό καθήκον» : «Ορίζω τον ιμπεριαλισμό ως μια αρχή ή ως ένα κανόνα της τέχνης του κυβερνάν, ο οποίος διαγράφει τα καθήκοντα μιας κυβέρνησης απέναντι στην αυτοκρατορία της. Ο κανόνας – για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του αναλυτή – συντίθεται από ένα συναίσθημα, μια πεποίθηση, έναν ορισμό, μια πίστη…..Ο ιμπεριαλιστής γεμίζει από βαθειά υπερηφάνεια για την αυτοκρατορία, για τη μεγαλειώδη κληρονομιά που αποκτήθηκε χάρις στο θάρρος και τα έργα των προγόνων του και κληροδοτήθηκε σ’ αυτόν υπό τον όρο της ανάληψης καθαγιασμένων ευθυνών…..Ο ιμπεριαλισμός είναι η διαμαρτυρία απέναντι στην συμπεριφορά του εξαντλημένου Άτλαντα…Ο ιμπεριαλισμός έχει συνείδηση των μεγάλων κοινωνικών αναγκών των εκατομμυρίων δικών μας ανθρώπων που στριμώχνονται στη χώρα μας… Γιατί είμαστε ιμπεριαλιστές; …Είμαστε κληρονόμοι μιας αυτοκρατορίας και έχουμε την πρόθεση να εκπληρώσουμε το καθήκον μας απέναντι στους λαούς που ανήκουν σ’ αυτήν…» [14] Νομίζω ότι αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό απόσπασμα. Τα ίδια – με άλλες λέξεις και διάταξη – επαναλαμβάνουν βρετανοί, γάλλοι, γερμανοί, ισπανοί και πορτογάλοι, αμερικανοί κλπ.
Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μόνο ανάπτυξη, εξέλιξη, της οικονομικής «λογικής» του καπιταλισμού – από το laissez faire στο μονοπώλιο – είναι και μια ενσωματωμένη στον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής πολιτική υπεράσπισης αυτού του τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας, του τρόπου ζωής της και φυσικά όρος αναπαραγωγής και διαιώνισης τους.
Η θεωρία του Ν. Μπουχάριν και ύστερα του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, δεν είναι συνεπώς μια αυθαίρετη θεωρητική κατασκευή. Στηρίζεται εδραία πάνω σε πρακτικό – πνευματικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό υλικό.
Όταν λοιπόν ο Λένιν, στον «Ιμπεριαλισμό» του γράφει ότι «Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και χρηματιστικής κατάπνιξης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα «προχωρημένες» χώρες. Και το μοίρασμα αυτής της «λείας» γίνεται ανάμεσα σε 2-3 ληστές με παγκόσμια δύναμη, οπλισμένους από την κορυφή ως τα νύχια (Αμερική, Αγγλία, Ιαπωνία), που τραβούν όλη τη γη στον πόλεμο τους για το μοίρασμα της λείας τους», δεν λέει κάτι που του κατέβηκε έτσι στο κεφάλι. Περιγράφει, αναλύει και ερμηνεύει την πραγματικότητα. Αυτή που έχουν παραδεχτεί ήδη οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του ιμπεριαλισμού. Συνδέει δε άμεσα αυτά που έχει γράψει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», με την πραγματικότητα όπως εξελίχθηκε μετά το «Κεφάλαιο». Κι όταν στη συνέχεια υπογραμμίζει ότι «Μια που οι πολιτικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση σε όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα του εθνικού ζυγού σε συνδυασμό με το ζυγό που επιβάλλει η χρηματιστική ολιγαρχία και με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού» είναι σα να μιλάει για τώρα. Όταν συνεχίζει γράφοντας «παρουσιάζεται λοιπόν η μικροαστικο-δημοκρατική αντιπολίτευση στις αρχές του ΧΧ αιώνα σχεδόν σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες» και θα υπογραμμίσει τη «δημιουργία του «κράτους-εισοδηματία», του «κράτους-τοκογλύφου» , που η αστική του τάξη ζει όλο και περισσότερο από την εξαγωγή κεφαλαίου και από το «κόψιμο κουπονιών» και θα μας καταστήσει προσεκτικούς λέγοντας «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση για σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού», είναι σα να τα έγραψε χτες για το σήμερα.
Κι όμως, υπάρχουν σημερινοί πολιτικοί και «διανοούμενοι», στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, που αμφισβητούν ακριβώς αυτό: την επικαιρότητα του ιμπεριαλισμού: Ο Γιάννης Δραγασάκης παρουσιάζοντας εγκωμιαστικά το βιβλίο των Γ. Μηλιού και Δ. Σωτηρόπουλου «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση», αποφαίνεται ότι « Τώρα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει και αυτές οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού «μαζί με τη θετική συνεισφορά τους, είχαν και αρνητικές παρενέργειες: απέδωσαν τον ιμπεριαλισμό στα «αδιέξοδα» του καπιταλισμού και όχι σε εγγενείς τάσεις του, τροφοδότησαν έτσι τάσεις καταστροφολογικές και, στη βάση αυτή, ανήγγειλαν πρόωρα το άμεσο τέλος του καπιταλισμού. Οι συγγραφείς λοιπόν θέλουν κατά κάποιον τρόπο να πιάσουν το νήμα της σχετικής συζήτησης από την αρχή.» [15] Ο Δραγασάκης, όπως και οι Μηλιός-Σωτηρόπουλος, αποδίδουν στον Λένιν – και όσους έχουν ασχοληθεί με τον ιμπεριαλισμό – πράγματα που δεν έχουν πει ποτέ τους.
Όλη αυτή η περιδιάβαση – ίσως κουραστική – προχωράει στο κλείσιμο της. Σκοπό της είχε να δείξει:
1 – Ότι η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου εργασίας, αστού και προλετάριου, είναι μεν βασική του τρόπου παραγωγής, αλλά δεν είναι και μοναδική, όταν παίρνουμε υπόψη μας ότι έχουμε να κάνουμε με κοινωνικούς σχηματισμούς, που περιλαμβάνουν και προ-καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, ιδεολογίες και πολιτικές σχέσεις και φυσικά νέα στρώματα δημιούργημα της εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και της οργάνωσης της: διόγκωση κρατικής γραφειοκρατίας που αναπτύσσει και δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα, κλπ.
2 – Ότι από αυτό προκύπτει ότι καθίστανται απαραίτητες οι κοινωνικές συμμαχίες, για τις οποίες πρέπει να ενδιαφέρεται η εργατική τάξη, να τις συνάπτει, ενώ παράλληλα πρέπει να έχει τη δική της ιδεολογικο-πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια, προκειμένου να τις οδηγήσει προς τη δική της κατεύθυνση κι όχι να την κατευθύνουν οι σύμμαχοι
3 - Οι σχέσεις μεταξύ της εργατικής τάξης και των άλλων τάξεων, στρωμάτων και ομάδων περιπλέκονται περισσότερο επειδή δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ή ακόμα και με έναν κοινωνικό σχηματισμό καπιταλιστικού τύπου, αλλά επειδή έχουμε να κάνουμε με ένα παγκόσμιο πια σύστημα: τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό. Που ακριβώς επειδή είναι κάθετα ιεραρχημένος, επειδή υπάρχει καταπίεση έθνους από έθνος: από την εποχή της αποικιοκρατίας, που παίρνει νέες διαστάσεις την εποχή του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού, εντείνει την καταπίεση κι εκμετάλλευση των εθνών από μια χούφτα αναπτυγμένα και πολύ αναπτυγμένα έθνη, πράγμα που διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης παγκόσμια.
4- Ότι το ζητούμενο είναι η ηγεμονία της εργατικής τάξης – ως απαραίτητη προϋπόθεση για ένα συνεπή και μέχρι τέλους αντικαπιταλιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα – και όχι η συνθηματολογική επανάληψη της «ταξικής πάλης».
5 – Η εργατική τάξη των αποικιών, μισο-αποικιών, των κυριαρχούμενων εθνών, των χωρών που ανήκουν στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού / ιμπεριαλιστικού συστήματος πρέπει να αγωνιστεί για την εθνική τους χειραφέτηση, την απαλλαγή τους από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, διαμορφώνοντας γι αυτό πλατειές κοινωνικές-πολιτικές και ιδεολογικές συμμαχίες, για να φτάσουν στο σημείο να θέσουν ζήτημα κατάργησης της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας. Πρέπει δηλαδή να συνδυάσει τον αντικαπιταλιστικό με τον αντι-αποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα. Αυτό το «καθήκον» θέτει για λύση πολλά προβλήματα στην εργατική τάξη, μια τάξη που όπως και νάχει είναι πιο αδύνατη ιδεολογικά και πολιτικά από την αστική τάξη της κάθε χώρας και συνολικά από την παγκόσμια αστική τάξη.
6- Η εργατική τάξη των χωρών της μητρόπολης – του ιμπεριαλιστικού χώρου – από την άλλη δεν μπορεί να διεξάγει έναν καθαρά αντι-καπιταλιστικό αγώνα αν δεν το συνδυάσει με τον αντι-ιμπεριαλιστικό. Με την άρνηση της δηλαδή να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται και καταπιέζει άλλους λαούς και έθνη. Με το να παραιτηθεί δηλαδή από διάφορα προνόμια που της εξασφαλίζει ο ιμπεριαλισμός με τη λεηλασία, τη μεταφορά πλούτου δηλαδή στη μητρόπολη, των χωρών της περιφέρειας ή τέλος των χωρών – ακόμα και αναπτυγμένων καπιταλιστικά – που πέφτουν στην εξάρτηση των πιο αναπτυγμένων και ισχυρών. Ένα τέτοιο αίτημα είναι προφανές ότι δημιουργεί προβλήματα συμμαχιών μέσα στην ίδια τη μητροπολιτική/ ιμπεριαλιστική χώρα.
Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που ως αντικαπιταλιστικός αγώνας θεωρήθηκε η αντίσταση στην εφαρμογή νέων τεχνικών καταμερισμών εργασίας, νέων μεθόδων παραγωγής – όπως π.χ. συνέβη όταν εισήχθηκε στην Ευρωπαϊκή βιομηχανία ο τεϋλορισμός – που προκάλεσε απεργιακές κινητοποιήσεις, την κρίσιμη στιγμή αυτή η ίδια εργατική τάξη συντάχθηκε ή τουλάχιστον δεν αντέδρασε δυναμικά στην συμμετοχή της στον παγκόσμιο πόλεμο.
Η μέχρι σήμερα πείρα έχει δείξει ότι ένας αντι- αποικιακός αγώνας, ένας αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας, αν δεν οδηγηθεί και σε αντι-καπιταλιστικό, τότε έχουμε μια νέου τύπου ταξική κοινωνία. Ουσιαστικά η χώρα θα ενταχθεί στην ιμπεριαλιστική κλίμακα, ίσως βέβαια σε καλύτερη θέση. Αλλά έτσι δεν θα καταργηθεί η βασική αντίθεση. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε να κάνουμε με ένα παγκόσμιο ρεφορμισμό, που θα βελτιώσει τη θέση και τη ζωή πρώτα και κύρια τάξεων και στρωμάτων που εκμεταλλεύονται την τοπική και παγκόσμια εργατική τάξη και τους αγρότες.
Από την άλλη έχει γίνει πια φανερό ότι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας στις ιμπεριαλιστικές χώρες – ή και σε αυτές που ανήκουν στη ζώνη του ιμπεριαλισμού – αν δεν είναι ταυτόχρονα και αντι-ιμπεριαλιστικός δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Θα έλεγα μάλιστα ότι το στόμωμα του αντικαπιταλιστικού αγώνα στις αναπτυγμένες χώρες - η κυριαρχία του οπορτουνισμού στις γραμμές του εργατικού κινήματος, η διεύρυνση και ο ρόλος της εργατικής αριστοκρατίας κλπ – συνδέονται ακριβώς με τον ιμπεριαλισμό. Άλλωστε ο Λένιν γι αυτό έγραψε τον ιμπεριαλισμό του. Για να εξηγήσει την αποτυχία του εργατικού επαναστατικού κινήματος, την εξάπλωση του οπορτουνισμού, τη συνεργασία των σοσιαλιστικών κομμάτων – χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από την εργατική βάση τους – με τις δικές τους αστικές / ιμπεριαλιστικές τάξεις.
Το ερώτημα που προκύπτει – και σε αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και να κλείσουμε – είναι τούτο: Γιατί τόση επιμονή στον «αντικαπιταλιστικό» αγώνα με ταυτόχρονη αποσύνδεση του από τον «αντι-ιμπεριαλιστικό», γιατί τόση έχθρα – γιατί περί αυτού πρόκειται και όχι απλά για αμφισβήτηση – στη θεωρία του ιμπεριαλισμού;
Για να απαντήσουμε πρέπει να σκεφτούμε ποια κοινωνικά συμφέροντα εκφράζονται και ταυτόχρονα συγκαλύπτονται από την επιμονή στον αντι-καπιταλιστικό αγώνα με την ταυτόχρονη υποβάθμιση μέχρι εξαφάνισης του αντι-ιμπεριαλιστικού. Ποιοι δεν θέλουν να δουν, να εξετάσουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στις «εθνικές» ηγετικές ομάδες ή ακόμα και ανάμεσα σε μια σε μια διεθνική ελιτ και τις εθνικές ελιτ ή ακόμα και στο «έθνος-κράτος». Πρόσφατα ο Σαμίρ Αμιν ανέδειξε αυτή την προβληματική σε διεθνές ακροατήριο – βλέπετε η «ανάδελφη» ελληνική γλώσσα εμποδίζει τη ελληνική σκέψη να διεκδικεί αυτό που της ανήκει – μιλώντας για «γενικευμένα μονοπώλια», που «στην περιοχή της Ευρώπης δεν είναι «ευρωπαϊκά», αλλά κατεξοχήν «εθνικά» ..».
Η εμμονή στον «αντικαπιταλιστικό» αγώνα ουσιαστικά συγκαλύπτει την σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Προϋποθέτει ή σιωπηλά αναγνωρίζει ότι ζούμε ή ότι μπορεί να υπάρξει μια κατάσταση υπερ-ιμπεριαλισμού. Αυτό δηλαδή που πίστευε ο Κάουτσκι ότι μπορεί να εξελιχθεί ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και για το οποίο άσκησε σφοδρή κριτική στον «Ιμπεριαλισμό» του ο Λένιν. Για το ζήτημα αυτό, βέβαια, είχε πρώτος αναφερθεί ο Χιλφέρτινγκ στο «Χρηματιστικό Κεφάλαιο».
«Οικονομικά – είχε γράψει – ένα οικουμενικό καρτέλ το οποίο να καθοδηγεί όλη την παραγωγή και να εξαλείφει έτσι τις κρίσεις, θα ήταν δυνατό ∙ ένα τέτοιο καρτέλ θα ήταν νοητό οικονομικά, αν και κοινωνικά και πολιτικά μια τέτοια κατάσταση εμφανίζεται μη πραγματοποιήσιμη, διότι ο ανταγωνισμός των συμφερόντων, εάν εντείνονταν στα τελευταία δυνατά όρια, αναγκαία θα επέφερε την κατάρρευση του».
Το απόσπασμα αυτό το παραθέτει ο Νικολάϊ Μπουχάριν στο «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία» - με πρόλογο μάλιστα του Λένιν, προσθέτοντας ότι στην «πραγματικότητα, ωστόσο, οι κοινωνικο-πολιτικές αιτίες ούτε καν θα επέτρεπαν το σχηματισμό ενός τέτοιου πανσυγκεντρωτικού τράστ». [σελ. 144] Την ίδια εκτίμηση εκφράζει και ο Λένιν τόσο στον δικό του «Ιμπεριαλισμό», όσο και στα «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» [σελ 311]
Ενάντια σε αυτή τη διαπίστωση-θέση μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής μαρξιστικής αριστεράς αποδέχονται τη προοπτική ενός πανευρωπαϊκού συγκεντρωτικού τράστ, που θα εκφράζεται μέσα από πανευρωπαϊκά θεσμικά όργανα – όπως είναι η ΕΕ με το κοινοβούλιο, την Τράπεζα της κλπ. – που σε τελευταία ανάλυση θα μπορέσουν να ενώσουν τους λαούς της, προσβλέποντας σε «μια άλλη Ευρώπη» που όπως ισχυρίζονται είναι εφικτή. Αυτή δεν είναι η κεντρική θέση όλων των ευρω-κομμουνιστικών κόμματων και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σήμερα; Αυτά δεν υποστηρίζει π.χ. με εμμονή ο Γ. Μηλιός; Δεν γίνεται φανατικός υπερασπιστής της ΕΕ, δεν τρέμει μήπως διαλυθεί – κάτι που θα σημάνει και πόλεμο μεταξύ των εργαζομένων των κρατών; [16] Το ίδιο υπερασπιστής της ΕΕ, δεν παρουσιάζεται και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Αλέξης Τσίπρας; Η κριτική του προς τη Μέρκελ και την Γερμανία είναι από την πλευρά υπεράσπισης της ΕΕ.
«Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταρρέει από το χρέος και απειλεί να παρασύρει το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών….» έγραψε πρόσφατα σε άρθρο του στην «Le Monde Diplomatique», κι επανάλαβε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (3/2/13) «Έτσι όπως πάμε, η Γερμανία θα καταστρέψει την Ευρώπη». Πιο καθαρά το είπε στην ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings «Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα μου, δε θέλει τίποτα από αυτά. Ήμασταν πάντα, και πάντα θα παραμείνουμε, ένα ευρωπαϊκό κόμμα. Το ότι πιστεύουμε ότι η Ευρώπη έχει χάσει το δρόμο της, και ότι επιβάλλει απάνθρωπες πολιτικές στους ίδιους τους λαούς της, δε μπορεί να θεωρηθεί αντι-ευρωπαϊκό.»
Η ύπαρξη του καπιταλισμού είναι κοινά αποδεκτή. Όπως και η ταξική πάλη. Το έχουν δηλαδή πει πρώτοι αστοί διανοούμενοι. Και για τον ιμπεριαλισμό έχουν επίσης μιλήσει πρώτοι. Δεν είναι κάτι άγνωστο γι αυτούς, κάτι που πρώτοι ανακάλυψαν οι μαρξιστές. Εκτός, βέβαια από την εργασιακή θεωρία της αξίας. Μια περίοδο ήταν πολύ συνηθισμένη η συζήτηση για τις σχέσεις Βορρά-Νότου. Για την ανάγκη ενός νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Το «κακό» ήταν ότι από όλες αυτές τις συζητήσεις και σχετικές έρευνες πρόκυπτε ότι ο «Βορράς» εκμεταλλεύεται το «Νότο», ότι εμποδίζει την ανάπτυξη του ή την «στρεβλώνει»: δηλαδή οι χώρες του αναπτύσσονται έτσι ώστε να υπηρετούν τα οικονομικά συμφέροντα των χωρών του «Βορρά». Θυμόμαστε μάλιστα τα σχετικά έργα και τη συζήτηση ανάμεσα στους Σαμίρ Αμιν, Σαρλ Μπετελέμ, Αργύρη Εμμανμουήλ, Αντρέ Γκύντερ Φράνκ, Καρντόζο και άλλους.
Η συζήτηση αυτή έφερε σε πολύ δύσκολη θέση ένα μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής αριστεράς, που «ξαφνικά ανακάλυψε» ότι η βελτίωση της θέσης των εργατικών τάξεων στην Ευρώπη, οφείλονταν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας της κι ότι δεν οφείλει τίποτα ή σχεδόν τίποτα στην άνιση ανταλλαγή, την εκμετάλλευση των χωρών του Νότου και γενικά της περιφέρειας. Θα έλεγα μάλιστα πώς η συζήτηση συντηρήθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση όσο το αίτημα για μια νέα διεθνή οικονομική τάξη ενδιέφερε ανερχόμενα στρώματα στις χώρες της ημι-περιφέρειας ή του Ευρωπαϊκού Νότου, που έδιναν ιδιαίτερο βάρος στην άνιση ανάπτυξη και εκμετάλλευση του Νότου από τον Βορρά. Αυτή η πλευρά της πραγματικότητας εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους: σφυρηλατούσε ένα κοινό μέτωπο τους με την εργατική τάξη, τους αγρότες, τους μικροπαραγωγούς, τους διανοούμενους, μια και δεν μιλούσε για «ταξική» πάλη. Όταν μια σειρά τέτοια στρώματα και τάξεις βρέθηκαν στην εξουσία φρόντισαν να προσαρμόσουν τη «θεωρία» τους στη νέα κοινωνικο-πολιτική τους κατάσταση. Δεν μπορούσαν τώρα να μιλάνε για τον άνισο διεθνή και ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας, για εξάρτηση, υποτέλεια και εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Αυτά τους ήταν εμπόδιο. Με άνεση διάφοροι διανοούμενοι των νέων ιδίως μεσοστρωμάτων – αυτών που αναδείχτηκαν ακριβώς χάρη στην ενσωμάτωση τους στους μηχανισμούς της νέας εξάρτησης – γίνηκαν κήρυκες της ευρωπαϊκής ιδέας. Οι πιο διορατικοί φρόντισαν απλούστατα αυτή την προσαρμογή να την περιτυλίξουν σε μπόλικη αντι-καπιταλιστική / ταξική σάλτσα, ώστε να περάσει όσο το δυνατό πιο ανώδυνα στις ανήσυχες και διεκδικητικές μάζες.
Όταν οι παλιοί και νέοι κυρίαρχοι εξασφαλίζουν τα προς το ζην από τις λειτουργίες του ιμπεριαλισμού – όταν ουσιαστικά συνεταιρίζονται μαζί του – αυτόν πρέπει να καλύψουν και να δικαιολογήσουν. Δεν τους ενοχλεί η ταξική πάλη – είδαμε νωρίτερα ότι αυτό αποτελεί φιλελεύθερη πολιτική όσο δεν απαιτεί ηγεμονία – που άλλωστε ακόμα βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο. Αν κι εκεί τα πράγματα αλλάξουν επικίνδυνα τότε θα έχουμε να κάνουμε με νέου τύπου αγώνες: για τα ατομικά δικαιώματα, τον αυτοκαθορισμό, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, την πολυπολιτισμικότητα, κλπ. Γι αυτό βλέπετε πώς οι ευρωκομμουνιστικές / ευρωσοσιαλιστικές δυνάμεις, ή όπως προσφυώς χαρακτηρίστηκαν ως «ευρωλιγούρηδες», την αδιάλλακτη «ταξικότητα» τους, την σκληρή αντικαπιταλιστική ρητορεία τους, πάντοτε την συνέδεσαν και συνόδευσαν με αυτή την απερίγραπτη σαλάτα του «αντι-εθνικισμού», του «αντι-ρατσισμού», της «πολυπολιτισμικότητας», του «αριστερού ευρωπαϊσμού», αλλά ποτέ με αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα και αιτήματα. Ήταν ακριβώς οι ίδιοι που υπέγραφαν υπέρ του σχεδίου ΑΝΑΝ, που υποστήριζαν τα βιβλία της κυρίας Ρεπούση και Δραγώνα, που ενώ χύνουν δάκρυα για τους λαούς που υποφέρουν παθαίνουν γλωσσοδέτη όταν πρόκειται για την Κύπρο, τη Θράκη, το Αιγαίο κλπ.
Η σχέση αντικαπιταλιστικού και αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα τόσο στο μητροπολιτικό χώρο όσο και σε αυτόν της περιφέρειας είναι μεν στενή, στενότατη, προκύπτει από την ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παγκόσμια, αλλά χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα στην καθημερινή πολιτική εφαρμογή του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1- βλ. Barrington Moore «Κοινωνικές ρίζες της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας- αγρότες, γαιοκτήμονες, εργάτες, αστοί και διανοούμενοι στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου», εκδ. ΚΑΛΒΟΣ, Αθήνα 1984.
2- Βλέπε αποφάσεις, προκηρύξεις κλπ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΝΑΡ, κλπ.
3 – βλ. Σαμίρ Αμίν συνέντευξη στη ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τ. 10, Σεπτέμβρης 1981.
4 – βλ. Paul Sweezy «ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ – ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ; » [MR τ. 38 (103), Φλεβάρης 2008]
5 - Κ. Μαρξ: «Πρόλογος στην πρώτη έκδοση», βλ «Κεφάλαιο», έκδοση ΚΕ-ΚΚΕ, τ.1ος σελ. 12+15
6- G.E.M. De Ste. CROIX «Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο», εκδ. ΡΑΠΠΑ, Αθήνα 1997
7 – Φρ. Ένγκελς «Η τάξη που αποκλειστικά και εφόρου ζωής εξαρτάται από το μισθό της εργασίας είναι μακριά ακόμα από του να αποτελεί την πλειοψηφία μέσα στο γερμανικό λαό. Χρειάζεται επομένως και συμμάχους. Και αυτοί μπορούν να βρεθούν μονάχα μέσα στους μικροαστούς, μέσα στο κουρελοπρολεταριάτο των πόλεων, μέσα στους μικροχωρικούς και τους μεροκαματιάρηδες εργάτες γης……Το αγροτικό προλεταριάτο, οι μεροκαματιάρηδες εργάτες γης – αυτή είναι η τάξη από την οποία στρατολογούνται οι μεγάλες μάζες των στρατών των ηγεμόνων…Αυτή είναι όμως η τάξη που βρίσκεται πιο κοντά στους βιομηχανικούς εργάτες των πόλεων…Το άμεσο, το πιο επείγον καθήκον του γερμανικού εργατικού κινήματος είναι να ξαναζωντανέψει αυτή την τάξη και να την τραβήξει στο κίνημα. Από τη ημέρα που η μάζα των μεροκαματιάρηδων εργατών γης θα μάθει να καταλαβαίνει τα δικά της συμφέροντα, από αυτήν τη ημέρα δε θα μπορεί πια να σταθεί στη Γερμανία μια αντιδραστική, φεουδαρχική, γραφειοκρατική ή αστική κυβέρνηση» [«Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», Διαλεκτά Έργα, τα 1ος , σελ. 778+780]
8- Βλ. Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία (μτφρ: Κ. Φιλίνη), τόμ. 1, εκδ. Gutenberg, σελ. 95.
9 – Βλ. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 17, εκδ ΚΕ-ΚΚΕ από την 4η ρωσική έκδοση, σελ. 40
10- Στο ίδιο, σελ 211-212
11- Στο ίδιο, σελ. 401
12- Πώλ Μπάραν: «Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης», εκδ. ΚΑΛΒΟΣ , ΑΘΗΝΑ 1977, σελ. 9-10
13 – Μαρξ «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος σελ. 775-776
14 – Wolfgang Mommsen οπ.αν. σελ 104-105
15- Γ. Δραγασάκης ΑΥΓΗ-ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ 25/12/2011
16 - βλ. «Για το μαζικό ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς!» ΑΥΓΗ : 21/09/2012
ΠΗΓΗ:http://blogvirona.blogspot.gr/
1) η θέση όλων των "αντι-αντι-ιμπεριαλιστών", εν ολίγοις αυτών που αρνούνται τον προσδιορισμό "αντι-ιμπεριαλίσμός" δεν μπορεί παρά να έχει με την σειρά της και ταξικές κοινωνικές αναφορές. Δηλαδή, έχει και αυτή μια ταξική ρίζα και δεν είναι μόνον έκφραση αντιλήψεων. Αν έχουμε ξεκάθαρα (πλέον) την "αριστερή" σοσιαλδημοκρατία στο ταξικὀ πλευρό της μεγαλοαστικής τάξης και έχουμε (όπως υποθέτω) και τον "υπερδιεθνιστικό" αριστερισμό κ.λπ και αυτόν στην ουρά της μεγαλοαστικής (κομπραδόρικης ή μισοκομπραδόρικης) τάξης, είμαστε κατά κάποιο τρόπο (όσοι "εἰμαστε") παρικλυκωμένοι από ταξικούς αντιπάλους μἐσα στο ίδιο μας το "σπίτι". Πως είναι δυνατόν να υπάρχει πλέον αυτή η σύμβαση της "αριστεράς";
Σε ποιόν κάνει καλό, ποιόν ωφελεί; (πολιτικά)
2) Υπάρχει και η άποψη κκε που βρίσκεται σε μια παράδοξα παραπλήσια θέση με τις απὀψεις Μηλιού κ.λπ.
Απο την άλλη, η τελευταία μικροαποχώρηση από το κκε, και εννοώ τον "εργατικό αγώνα" κ.λπ, αν και στηρίζεται στην κριτική των απόψεων του κκε έχει άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με την πολιτική ουράς απἐναντι στον συριζα, αλλά και την ανάπτυξη ενός εθνο-μεταρρυθμισμού που έχει ριζοσπαστικά και αντι-ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά αλλά από την άλλη, εμένα τουλάχιστον -και χωρίς να σκεφτώ καν τις πολιτικο-κομματικές τους κολλεγιές (με αριστερή τάση συριζα ανταρσυα κ.λπ- κάτι δεν με πείθει σε όλο αυτό το πράγμα
3) υπάρχει ένα θέμα με την σύνδεση-αποσύνδεση του αντικαπιταλιστικού και αντι-ιμπεριαλιστικού αυτοκαθορισμού ενός κινήματος. Δεν μπορεί να υπάρχει πλήρης αποσύνδεση αλλά και η πλήρης σύνδεση είναι προβληματική αν σκεφτεί κανείς όλα τα προηγούμενα και την μεγάλη ανάπτυξη μιας γενικής "αντικαπιταλιστολογίας" που έχει (πάλι κατεμέ) την πρόθεση να μειώσει την ανἀγκη αντι-ιμπεριαλιστικής αιχμής. Δεν ξέρω αν αρκεί πλέον ο Λένιν (με κάθε ταπεινότητα ελπίζω να το λέω) για να κατανοήσουμε την φύση της σχέσης μονοπωλιακού καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, εφόσον νομίζω ότι υπάρχει ισχυρή αποσύνδεση των δύο αυτών δομικών καθορισμών του παγκόσμιου συστήματος, χωρίς αυτό από την άλλη να σημαίνει "πλήρης" ή ακόμα ακόμα "ισχυρή" αποσύνδεση.