Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Η μεταπολεμική γερμανική πολιτική οικονομία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς

Γράφτηκε από τον Σχέδιο Β

Tου Neil Ryan.

Προκειμένου να αναλύσει κανείς την ιδιαίτερη δομική οργάνωση της μεταπολεμικής γερμανικής οικονομίας , είναι ουσιώδες να κατανοήσει τις μοναδικές ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν την ανοικοδόμηση της χώρας μετά το 1945 και την πιεστική απαίτηση να επαναεδραιωθεί ο καπιταλισμός στη συνείδηση των εργαζομένων στους οποίους φαινόταν αξεδιάλυτα δεμένος με τις μαζικές δολοφονίες και την ανοιχτή βία του Τρίτου Ράιχ.
Πράγματι, μετά την πτώση του ναζισμού, στις κατειλημμένες από τους Δυτικούς ζώνες της χώρας υπήρχε τεράστια λαϊκή υποστήριξη προς κάποια μορφή σοσιαλιστικού κράτους. Οι στενές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο ναζιστικό κόμμα και η δολοφονική καταστολή των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί καλπάζων αντικαπιταλισμός σε μεγάλα τμήματα των Γερμανών εργαζομένων. Αυτό εκφράστηκε μέσω της επανεμφάνισης του σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κόμματος και της ισχυρής λαϊκής απαίτησης ότι για να προστατευθεί η Γερμανία από το φασισμό στο μέλλον έπρεπε τα μέσα παραγωγής να κοινωνικοποιηθούν (Graf 1992 σ.12) (1)

Παρόλο που αρχικά και οι δυνάμεις κατοχής τήρησαν κάποια αντικαπιταλιστική προσέγγιση για τη γερμανική ανοικοδόμηση, υπό την έννοια του περιορισμού της ικανότητας της Γερμανίας να διεξάγει πόλεμο, οι απαιτήσεις για κοινωνικοποίηση αποτελούσαν άμεση απειλή για την ύπαρξη του καπιταλισμού σε μια περίοδο όπου η ακεραιότητά του ετίθετο εν αμφιβόλω σε παγκόσμια βάση.
Μετά το 1945-46, με την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και στην επεκτεινόμενη Σοβιετική Ένωση, ο αντιναζισμός παραχωρούσε όλο και περισσότερο τη θέση του σε έναν μανιασμένο αντικομμουνισμό μεταξύ των ισχυρών δυτικών κρατών. Η επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης, γεωγραφικά και στρατιωτικά, στην άμεση περίοδο μετά το πέρας του πολέμου, σε συνδυασμό με την επιτυχία των κομμουνιστικών κινημάτων και κομμάτων στην Ελλάδα , την Ιταλία και τη Γαλλία, είχε ως αποτέλεσμα το φόβο για μια υφέρπουσα κομμουνιστική απειλή. Ως αντίδραση, άλλαξε ριζικά η στάση απέναντι στη γερμανική ανοικοδόμηση. Μετά το 1946, οι δυτικές κατοχικές δυνάμεις ακολούθησαν πολιτική απόσχισης σύμφωνα με την οποία οι δυτικές ζώνες κατοχής θα αποτελούσαν μέρος μιας ταχύτατα ανοικοδομούμενης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας καπιταλιστικών οικονομιών και θα αντιπροσώπευαν έναν "προμαχώνα" ενάντια στην κομμουνιστική απειλή. Για να το επιτύχουν, οι ΗΠΑ βοήθησαν αποφασιστικά την οικονομική ανοικοδόμηση της Ευρώπης μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, με το οποίο μέρος του αμερικανικού κεφαλαιακού πλεονάσματος κατευθύνθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες και στις δυτικές ζώνες κατοχής της Γερμανίας για να βελτιώσει τα χρόνια ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών και στη συνέχεια να δέσει τις οικονομίες της Ευρώπης με τον πιστωτή , τις ΗΠΑ , μέσω της αγοράς αμερικανικών προϊόντων και τον "επαναπατρισμό" των δολαρίων. (Holloway 1995a σ.28-30) Tο Σχέδιο Μάρσαλ, λοιπόν, ήταν μια προσπάθεια να εδραιωθεί ξανά η παγκόσμια αγορά πάνω στις πραγματικά χρεοκοπημένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης και να προσφέρει μια επεκτεινόμενη αγορά για το αμερικανικό κεφάλαιο (στο ίδιο).
Έτσι, η αντίληψη ότι χρειαζόταν μια "υπό καταστολή" καπιταλιστική οικονομία στη (Δυτική) Γερμανία προκειμένου να διατηρηθεί η παγκόσμια καπιταλιστική σταθερότητα αντικαταστάθηκε με την ιδέα ότι η πλήρης ενσωμάτωση των δυτικών ζωνών στην επεκτεινόμενη παγκόσμια αγορά ήταν αναγκαία για να εξασφαλιστεί αυτή η σταθερότητα. Συνεπώς, έπρεπε και οι εργαζόμενοι να επανενσωματωθούν στις καπιταλιστικές σχέσεις μέσω της επέκτασης του χρήματος (των αμερικανικών δολαρίων) που θα έδινε ώθηση τις παραγωγικές επενδύσεις και ταυτόχρονα στην κατανάλωση.
Ωστόσο, η ενσωμάτωση των Γερμανών εργαζομένων στις καπιταλιστικές σχέσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Απαιτούσε την εκ νέου εγκαθίδρυση αυτού του καθεστώτος που μεγάλο μέρος των οργανωμένων εργατών θεωρούσε υπεύθυνο άμεσα για τη βίαιη καταπίεσή τους. (2)
Ως μέρος αυτής της ανοικοδόμησης, οι ζώνες κατοχής σχημάτισαν ένα "αναγνωρισμένο" εθνικό κράτος (την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) με αυστηρό σύνταγμα (τον "Βασικό Νόμο" -- Grundgesetz)που καθιέρωνε το δικαίωμα κατοχής και διάθεσης της παραγωγικής ιδιοκτησίας (Άρθρο 14), της ελευθερίας μετακίνησης (Άρθρο 11), της ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος (Άρθρο 12), της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι (Άρθρα 8 & 9) και της ισότητας ενώπιον του νόμου -συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών σχέσεων (Άρθρο 3) (Siebert 2005 σ.33) Επιπροσθέτως, ο Βασικός Νόμος υιοθετούσε αυστηρές διατάξεις σχετικά με τις ενώσεις και τις δράσεις που θεωρούνταν αντισυνταγματικές, περιορίζοντας συνεπώς τη "ριζοσπαστική" έκφραση και οργάνωση. Στη συνέχεια ο Βασικός Νόμος διασφάλιζε το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και μαζί μ' αυτό τις τυπικές "ελευθερίες" που είναι ουσιώδεις για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Παρόλο που ο Βασικός Νόμος διασφάλιζε την επιβολή και προστασία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την αποπολιτικοποίηση των σχέσεων εκμετάλλευσης, η αποδοχή του καπιταλιστικού ζυγού έπρεπε να επιβληθεί στους Γερμανούς εργαζόμενους. Αυτό έγινε κατά κύριο λόγο με την προώθηση της ιδέας της "κοινωνικής οικονομίας της αγοράς". Προερχόμενη από την αποκαλούμενη Σχολή του Φράιμπουργκ (3) που υιοθετήθηκε από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (ΧΔΕ) μετά το 1945, η ιδέα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς παρουσιάστηκε ως ριζική απομάκρυνση από τις εποχές της Βαϊμάρης και του ναζισμού. Οι "επίσημες" αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς ήταν η σταθερότητα των τιμών, η διάλυση των οικονομικών καρτέλ (4) και η κατά το δυνατόν μικρότερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία . (Kaltenthaler 2004 σ.353)Ο ρόλος του κράτους μέσα στην κοινωνική οικονομία της αγοράς περιορίστηκε στη θέσπιση "καθαρών" κανόνων (μιας τάξης πραγμάτων) για να λειτουργεί η αγορά αποτελεσματικά και να επιτυγχάνει την κοινωνική δικαιοσύνη. Όπως παρουσιάστηκε στο δημόσιο μανιφέστο της ΧΔΕ, τις λεγόμενες αρχές του Ντίσελντορφ,

Η "κοινωνική οικονομία της αγοράς" είναι η κοινωνικά δεσμευτική συγκρότηση της εμπορικής οικονομίας, στην οποία οι προσπάθειες ελεύθερων και ικανών ανθρώπων μπαίνουν σε τάξη η οποία αποδίδει το μέγιστο οικονομικό πλεονέκτημα και την κοινωνική δικαιοσύνη για όλους. Αυτή η τάξη δημιουργείται από την ελευθερία και τις υποχρεώσεις, που στην κοινωνική οικονομία της αγοράς εκφράζονται μέσω του αυθεντικού ανταγωνισμού και του ανεξάρτητου ελέγχου (παρατίθεται στο Leaman 1988 σ. 52).

Στην πραγματικότητα, αυτές οι αρχές δεν ήταν, όπως παρουσιάστηκαν, μια ριζική ιστορική απομάκρυνση από τη Βαϊμάρη και το ναζισμό. Είχαν πολλές ομοιότητες με το σύνταγμα και τις πολιτικές των κεντροδεξιών κομμάτων της Βαϊμάρης. Ωστόσο, η σημασία της παρουσίασης του καπιταλισμού ως κοινωνικής οικονομίας της αγοράς ήταν μεγάλη. Η "εξωστρεφής" σύνδεση της κοινωνικής ελευθερίας/δικαιοσύνης και της καπιταλιστικής αγοράς έδινε κάποια συνεκτική ιδέα που κέρδισε λαϊκή υποστήριξη. Παρουσιάστηκε σαν η "μέση οδός" ή ο "τρίτος δρόμος" ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό και στις ιστορικές συνθήκες ενός φασιστικού παρελθόντος και μιας γειτονικής κομμουνιστικής χώρας (της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που είχε πλέον ιδρυθεί και την υποστήριζε η ΕΣΣΔ), φαινόταν σαν μια ιδέα που απέφευγε τις ακρότητες και των δύο πλευρών.
Παρόλο που το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν συμφώνησε επίσημα με τις αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς μέχρι που αποκήρυξε τις μαρξιστικές αρχές τη δεκαετία του 1950, η ιδέα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς , τουλάχιστον ρητορικά, ενίσχυσε τη νομιμοποίηση της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης στη Δυτική Γερμανία κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (Deubner 1992 σ.43)
Ωστόσο, η κοινωνική οικονομία της αγοράς στην πραγματικότητα ήταν (και είναι) αγορά με όλη τη σημασία της λέξης και με την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλη ύπαρξη του "κοινωνικού" παρά μέσω της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το "κοινωνικό", στην κοινωνική οικονομία της αγοράς, δεν μεταφράζεται , όπως υποστηρίζουν ορισμένοι υπέρμαχοί της, σε ένα κράτος πρόνοιας που αναδιανέμει τον πλούτο, αλλά σε μια ανταγωνιστική τάξη πραγμάτων που θα επέτρεπε το σχηματισμό ιδιωτικών ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι η κοινωνική (ανα)παραγωγή θα επιτρεπόταν μόνο μέσω της εκμετάλλευσης. Επιπροσθέτως, παρόλο που οι εργάτες είχαν το δικαίωμα να ενώνονται και τα συνδικάτα το δικαίωμα να διαπραγματεύονται (τυπικά), ανεξάρτητα από το κράτος, το σύστημα των σχέσεων εργαζομένων-εργοδοτών ήταν "νομικά" άκρως περιοριστικό όσον αφορά τις "δράσεις" που θα μπορούσαν να αναλάβουν οι οργανωμένοι εργάτες τόσο μέσα στη διαπραγματευτική σχέση όσο και στις επιχειρήσεις μέσω των εργατικών συμβουλίων (Markovitz 1982 σ.166). Η κοινωνική οικονομία της αγοράς και η ιδέα του συγκαθορισμού - εργασίας και κεφαλαίου, κοινωνικού και αγοράς- ύψωσε την ιερότητα της αγοράς πάνω από το κοινωνικό. Πράγματι, δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από την έμφασή της στη σταθερότητα των τιμών και στην καθιέρωση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας το 1957 ως προς την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Παραχωρώντας στην κεντρική τράπεζα (Bundesbank) την εξουσία, χωρίς δημοκρατική εντολή, να αποφασίζει τελικά τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, με το νομικό τέχνασμα ότι πρέπει να ελέγχει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί και την πίστωση που παρέχεται στην οικονομία ώστε να περιφρουρεί το νόμισμα, οι εμπνευστές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς εδραίωσαν την υποταγή των Γερμανών εργαζομένων στην εξουσία του χρήματος ως αυτού που επιβάλλει την εργασία (Katzenstein 1987 σ.62). Καθιστώντας τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος κεντρική αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, οι δημιουργοί της καθιέρωσαν τον κανόνα ότι οι κοινωνικές συνθήκες υποτάσσονται στην αγορά και οι βελτιώσεις των κοινωνικών συνθηκών μπορούσαν να εκπορεύονται μόνο από την πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση. Η πίστωση δεν θα λίπαινε τις κοινωνικές σχέσεις, όπως στην εποχή της Βαϊμάρης.
Εν μέσω συνθηκών ανοικοδόμησης και ανάκαμψης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μαζί με όλες τις άλλες καπιταλιστικές οικονομίες, πέτυχε σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Όμως οι συνθήκες μέσα στις οποίες η Δυτική Γερμανία ενσωματωνόταν ξανά στην παγκόσμια αγορά μετά το 1945 οδήγησαν σε ρυθμούς μεγέθυνσης που ξεπερνούσαν τους ρυθμούς των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών (Coates 2000 σ.5). Παρόλο που η εσωτερική ανοικοδόμηση της Δυτικής Γερμανίας ήταν πολύ μεγαλύτερη υπόθεση από ό,τι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η αιτία της συγκριτικά μεγαλύτερης οικονομικής της μεγέθυνσης οφειλόταν κυρίως στο σχετικά υποτιμημένο νόμισμά της. (5) Προϊόν του Ψυχρού Πολέμου που είχε ως επιδίωξη τη δημιουργία του "προμαχώνα" κατά του υφέρποντος κομμουνισμού, το γερμανικό μάρκο (όταν εισήχθη αντικαθιστώντας το κατοχικό μάρκο, το 1948) υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 20,6% και ορίστηκε η ισοτιμία του στα 4,2 μάρκα προς 1 δολάριο, όση ήταν δηλαδή το 1933 (Leaman 1988 σ.130). Όταν τέθηκε σε πλήρη ισχύ το σύστημα [ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών] του Μπρέτον Γουντς, το 1958, και καθιερώθηκε η πλήρης μετατρεψιμότητα, το γερμανικό μάρκο διατήρησε την ίδια ισοτιμία (στο ίδιο). Το αποτέλεσμα ήταν να εξασφαλίσουν τα γερμανικά εμπορεύματα υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας στις παγκόσμιες αγορές. Σε συνδυασμό με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, που παρείχε ξένο νόμισμα για την εισαγωγή ζωτικών αγαθών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία σημείωσε μεγάλη εξαγωγική επιτυχία μέσα σ' αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες και αυτή έγινε η βασική συνιστώσα της ανάκαμψης της Δυτικής Γερμανίας και του αποκαλούμενου "οικονομικού θαύματος" αυτής της περιόδου. (6)
Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες όμως, φάνηκε σαν η κοινωνική οικονομία της αγοράς να εκπλήρωνε τις υποσχέσεις της. Η ανοικοδομημένη οικονομία δημιουργούσε απασχόληση και (παρόλο που οι ρυθμοί τους ήταν αργοί) αυξανόμενα επίπεδα μισθών και καταναλωτικών αγαθών.
Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές αυτής του 1960 είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές σ' αυτήν την οικονομία του φαινομενικού θαύματος. Η εξαγωγική επιτυχία της γερμανικής οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα την όλο και πιο γρήγορη αύξηση του νομίσματος και των αποθεμάτων χρυσού (Leaman 1988 σ.133). Αυτή η εξέλιξη απειλούσε την αυστηρή αντιπληθωριστική λογική της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και τη διατήρηση του σταθερού νομίσματος. Δηλαδή τις δύο ιερές πολιτικές πάνω στις οποίες βασιζόταν, όπως ισχυρίζονταν οι ιθύνοντες, το οικονομικό θαύμα. Εν ολίγοις, είχε σημειωθεί υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Είχε συσσωρευτεί περισσότερο κεφάλαιο από όσο μπορούσε να λειτουργήσει κερδοφόρα μέσα στη σφαίρα της παραγωγής. Η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς προσελκυόταν όλο και πιο πολύ "καυτό χρήμα" στη Γερμανίας κερδοσκοπώντας πάνω στην ικανότητα του γερμανικού μάρκου να διατηρήσει την "υποτιμημένη" ισοτιμία του. Τον Μάρτιο του 1961, το μάρκο ανατιμήθηκε κατά 4,7% σε 4 μάρκα προς 1 δολάριο (στο ίδιο). Αυτή η ανατίμηση ήταν σημαντικό γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, όχι γιατί αποτέλεσε την αρχή της σταδιακής αύξησης της αξίας του γερμανικού μάρκου, αλλά γιατί σηματοδότησε το τέλος του μύθου που περιέβαλε την κοινωνική οικονομία της αγοράς. Πράγματι, ήταν η απόδειξη ότι η σταθερότητα των τιμών και ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος δεν απελευθέρωσε τη γερμανική οικονομία από τον πληθωρισμό και τη νομισματική αστάθεια. Αυτά τα αποτελέσματα, όπως έχει αποδειχθεί, προέρχονται από τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, αντιθέσεις που μπορούν προσωρινά να αντισταθμιστούν με την πολιτική και τις ευνοϊκές συνθήκες, αλλά δεν ξεριζώνονται. (7)
Καθώς η μεταπολεμική άνθηση έφτανε στο τέλος της στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αμφισβητούνταν όλο και περισσότερο η ισχύς ορισμένων πλευρών της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Σε ένα κλίμα όπου κέρδη και ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης μειώνονταν και αυξανόταν η σύγκρουση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, η θεσμοποιημένη πολιτική του "σφιχτού χρήματος" στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία φαινόταν να επιδεινώνει την οικονομική κατάπτωση της Γερμανίας. Οι Γερμανοί ιθύνοντες αντέδρασαν με την αναστροφή σε μια πολιτική νομισματικής επέκτασης. Το 1967, με την οικονομία να βρίσκεται επίσημα σε ύφεση, ο Μεγάλος Συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών ψήφισε αυτόν που έγινε γνωστός ως "Νόμος για τη Σταθερότητα", που έδωσε μεγάλη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ακολουθεί μια πολιτική κεϊνσιανού τύπου για τη διέγερση της ζήτησης, μέσω της αύξησης των ομοσπονδιακών δαπανών και μέσω της φορολογικής πολιτικής (Katzenstein 1987). Επιπροσθέτως, έγινε μια προσπάθεια "αναβάθμισης" της οικονομίας μέσω μιας διπλής διαδικασίας: αύξησης των επενδύσεων στο εσωτερικό και επίβλεψης της αναδιάρθρωσης των βασικών εξαγωγικών βιομηχανιών και μιας συντεταγμένης μείωσης των λιγότερο ανταγωνιστικών βιομηχανιών. Για να περιορίσει τη δύναμη των εργαζομένων κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, η κυβέρνηση προώθησε μια μορφή επιλεκτικού κορπορατισμού που συμπεριέλαβε τα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις των βασικών εξαγωγικών τομέων - ενώ τα θύματα της αναδιάρθρωσης συγκρατήθηκαν μέσω των κοινωνικών ταμείων (Esser & Fach 1986 σ.206). Σ' αυτή την ιστορική συγκυρία υπήρξε κάτι σαν το συχνά επικαλούμενο γερμανικό μοντέλο συναινετικού καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν ένα επιλεκτικό μοντέλο που επιδίωκε να περιορίσει τη δύναμη των εργαζομένων τη στιγμή που σημειωνόταν τεράστια μείωση των θέσεων εργασίας, μέσω της "εξαγοράς" εργατών στους βασικούς τομείς και μιας μαζικής επέκτασης του κράτους πρόνοιας.
Παρ' όλα αυτά, οι προσπάθειες του συνασπισμού ΧΔΕ/ΣΔΚ να δημιουργήσει ένα νέο κύμα συσσώρευσης μέσω μιας κεϊνσιανικής επέκτασης του χρήματος και μιας "επιθετικής" αναδιαρθρωτικής πολιτικής απέτυχαν. Σε συνθήκες παγκόσμιας υπερσυσσώρευσης, η επέκταση της προσφοράς χρήματος δεν συνοδεύτηκε από μια αποτελεσματική αύξηση της εκμετάλλευσης. Παρόλο που οι αυξημένες δαπάνες αρχικά επέφεραν οικονομική άνθηση, η οικονομία έπεσε ξανά στην ύφεση το 1970. Σε ένα κλίμα μείωσης κερδών , το κεφάλαιο άρχισε να αντικαθιστά όλο και περισσότερο τη ζωντανή εργασία με μηχανικό εξοπλισμό σε μια προσπάθεια να αυξήσει την παραγωγικότητα, να αποκαταστήσει την κερδοφορία, να μετατραπεί σε χρήμα και να αναζητήσει υψηλότερες αποδόσεις με την κερδοσκοπική δραστηριότητα. Η πραγματική αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων μειώθηκε κατά 0,9% το 1966, κατά 9% το 1967, κατά 0,1% το 1972, αυξήθηκε 2% το 1973, αλλά στη συνέχεια μειώθηκε κατά 8,1% το 1974 και κατά 9,6% το 1975 (Leaman 1988. σ.204).
Μέσα σε συνθήκες αύξησης της ανεργίας και ταξικών συγκρούσεων, οι αυξήσεις των κρατικών δαπανών, που αποσκοπούσαν να διεγείρουν τη ζήτηση και να αποκαταστήσουν την οικονομική μεγέθυνση, διοχετεύονταν όλο και περισσότερο στην αναχαίτιση των κοινωνικών "συνεπειών" της αιμορραγίας θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο στασιμοπληθωρισμός. Το 1975, με την οικονομία σε ύφεση πάλι, η ανεργία έφτασε στο υψηλότερο σημείο της μέσα σε δύο δεκαετίες (1,4 εκατ.) και ο πληθωρισμός στο 6%(Esser & Fach 1983 σ.115). Η αντίδραση ήταν ο αντιπληθωρισμός καθώς η κυβέρνηση επέστρεψε στην πολιτική του "σφιχτού χρήματος" σε μια προσπάθεια να επιβάλει ξανά τη δύναμη του χρήματος στις κοινωνικές σχέσεις. Όμως αυτό δεν σήμαινε πλήρη οπισθοχώρηση από το "Νόμο για τη Σταθερότητα". Αντιθέτως, το κράτος συνέχισε την "ενεργό" αναδιαρθρωτική πολιτική του με τη διαφορά ότι η στρατηγική είχε καταφανώς μετατοπιστεί από την επιβολή μέσω μιας συντεταγμένης αναβάθμισης της οικονομίας στην προσπάθεια να διαχειριστεί μια "συντεταγμένη" διαδικασία παρακμής (Katzenstein 1987 σ.158-160).
Παρόλο που η οικονομική μεγέθυνση αποκαταστάθηκε μετά το 1975, ελάχιστη σχέση είχε με την επιστροφή στην πολιτική του "σφιχτού χρήματος". Η μεγέθυνση αποκαταστάθηκε μάλλον ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης νέων και πιο εντατικών μεθόδων παραγωγής και μείωσης του εργατικού δυναμικού. Όμως το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του μη μισθολογικού εργατικού κόστους και η έκρηξη του κρατικού χρέους. Από 167 δισ. το 1973, το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 435,5 δισ. μάρκα το 1980 (Leaman 1988σ.231), και οι συνεισφορές στα κοινωνικά ταμεία αυξήθηκαν από 28,9% στο 32,4% την ίδια περίοδο(Streeck &
Trampusch 2005 σ.177). Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία σημείωσε συγκριτικά πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες (και τις ΗΠΑ) σ' αυτή την περίοδο, και απέφυγε τις μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών που έλαβαν χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κατάφερε με μεγάλο κόστος για το κράτος και το κεφάλαιο. Η αναδιάρθρωση του πυρήνα της και των πιο κερδοφόρων βιομηχανιών αναμφίβολα βοήθησε στη σχετική "επιτυχία" της, αλλά η επέκταση του κράτους πρόνοιας προκειμένου να αναχαιτίσει την δύναμη των εργαζομένων εν μέσω της αναδιάρθρωσης άλλαξε το χαρακτήρα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Αντί το κράτος πρόνοιας να είναι κάτι που υποτίθεται ότι πληρώνεται από την επιτυχή εκμετάλλευση, έγινε ζωτικό εργαλείο για τη διατήρηση της δύναμης της εργασίας μέσα στις κρίσεις της σχέσης εκμετάλλευσης. Ένα πρόβλημα που διαδοχικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν, σε χειρότερες οικονομικές συνθήκες, μέσω των ποικίλων νεοφιλελεύθερων στρατηγικών και της παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα.

Συμπέρασμα

Η μεταπολεμική γερμανική οικονομία δεν μπορεί να ιδωθεί μέσα από τους φακούς μιας μεμονωμένης εθνικής οικονομίας ή μιας οικονομίας στην οποία το κεφάλαιο είχε μικρότερη κοινωνική δύναμη από ό,τι σήμερα. Η γερμανική οικονομία ανοικοδομήθηκε μέσα και μέσω της παγκόσμιας αγοράς. Δεν ήταν ούτε μια οικονομία που το κεφάλαιο τιθασεύτηκε προς όφελος της εθνικής ευημερίας ούτε μια οικονομία στην οποία το κεφάλαιο, η παραγωγή και η κατανάλωση περιορίστηκαν μέσα στα σύνορα. Ήταν περισσότερο μια οικονομία που υπέταξε σκληρά το εργατικό της δυναμικό τους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς, με την εμφάνιση των διάφορων διεθνών κρίσεων μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, επιδίωξε να πετύχει την ανταγωνιστικότητα μέσω μιας "ενεργού" αναδιάρθρωσης των βασικών κλάδων της και επέκταση του κράτους πρόνοιας ώστε να αναχαιτίσει τη δύναμη των εργαζομένων κατά τη διαδικασία αυτής της αναδιάρθρωσης. Αυτές οι προσπάθειες όμως απέτυχαν να απελευθερώσουν τη γερμανική οικονομία από τις συνθήκες μέσα στις οποίες υπήρχε και διαιωνιζόταν - την παγκόσμια υπερσυσσώρευση.


Σημειώσεις

[1] Στις αρχές του 1947, παραδείγματος χάριν, πραγματοποιήθηκε σειρά απεργιών και στις τρεις κατεχόμενες από τους Δυτικούς ζώνες με αιτήματα , μεταξύ άλλων, την κοινωνικοποίηση των ανθρακωρυχείων και των μεγαλύτερων βιομηχανιών της Γερμανίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι τρεις στρατιωτικές κυβερνήσεις να απαγορεύσουν όλες τις απεργίες, τις διαμαρτυρίες και τις διαδηλώσεις και να επιβληθούν μεγάλοι περιορισμοί στο σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό Τύπο (Leaman 1988 p. 37)
[2] Η γρήγορη ανοικοδόμηση του καπιταλισμού στις δυτικές ζώνες κατοχής επιτεύχθηκε εν μέρει με την αποκατάσταση των περισσότερων οικονομικών ελίτ του Τρίτου Ράιχ. Σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι των "μεγάλων επιχειρήσεων" που είχαν καταγραφεί από την αμερικανική επιτροπή Kilgore ως εγκληματίες πολέμου επέστρεψαν στις παλιές τους θέσεις το 1948-9. (Graf 1992 σ.15).
[3] Η σχολή του Φράιμπουργκ ήταν μια ομάδα οικονομολόγων που θήτευσαν στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του Τρίτου Ράιχ. Εξέχοντα μέλη της ήταν ο Λούντβιχ Έρχαρτ , υπουργός Οικονομικών από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1963 και καγκελάριος από το 1963 έως το 1966 και ο Άλφρεντ Μίλερ-Άρμακ, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών και αυτός που επινόησε τον όρο "κοινωνική οικονομία της αγοράς". (στο ίδιο)
[4] Η παρουσία των καρτέλ στη γερμανική οικονομία αναγνωρίστηκε από τη σχολή του Φράιμπουργκ και τη ΧΔΕ ως μία από τις θεμελιώδεις αιτίες της εμφάνισης του ναζισμού και ως ουσιαστική συνιστώσα της ναζιστικής οικονομίας. Παρόλο που έγιναν κάποιες κινήσεις αποκαρτελοποίησης μετά το 1945, η ζημιά στη γερμανική ανταγωνιστικότητα από το "σπάσιμο" της γερμανικής βιομηχανίας θεωρήθηκε πολύ μεγάλο ρίσκο.
[5] Επιπροσθέτως, το γερμανικό κεφάλαιο μπορούσε να βασίζεται σε μια σταθερή εισροή φθηνών και παθητικών εργατών όπως οι πρώην αιχμάλωτοι πολέμου που επαναπατρίζονταν και συχνά ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης εξαθλίωσης.
[6] Με αποτέλεσμα κάποιες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας να γίνουν παγκοσμίως ισχυρές, ιδίως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι βιομηχανίες ηλεκτρονικών και χημικών.
[7] Όχι, δηλαδή, χωρίς ανασύνθεση των σχέσεων ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και την πλεονασματική εργασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.