Του Κώστα Κουτσουρέλη
(Σαν σήμερα γεννήθηκε).
Η ζωή του Παλαμά δεν ήταν εύκολη. Όπως η τέχνη του, παραμένει ώς σήμερα άγνωστη στους πολλούς.
Ήταν έξι χρονών όταν, στις 27 Δεκεμβρίου 1864, έχασε τη μάνα του. Πρόωρη γέννα. Στις 11 Φεβρουαρίου, ενάμιση μήνα αργότερα, πεθαίνει ο πατέρας του. Η οικογένεια σκορπίζει σε θείους και θείες, το μικρό αδελφάκι του μάλιστα ξενιτεύεται στη μακρινή Τεργέστη. Από τη γνωριμία με τον θάνατο, το παιδί που ίσαμε τότε πίστευε πως οι άλλοι πεθαίνουν, εμείς όχι, θα κρατήσει διά βίου το αίσθημα της ενοχής: «έρχονται στιγμές που πιστεύω πως εγώ με την προκλητική μου σκέψη προς τον θάνατο σκότωσα και τους δυο!»
Στην Αθήνα θα φτάσει έφηβος ακόμη για να σπουδάσει νομικά. Γρήγορα τα εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Ξεκινά να δημοσιογραφεί σε διάφορα φύλλα.
Κάνει οικογένεια και για δυο και παραπάνω δεκαετίες τα φέρνει δύσκολα βόλτα. Πολλές φορές η γυναίκα του και τα τρία παιδιά, μαθαίνουμε από την Άννα Σικελιανού που στο βιβλίο της για τον Άγγελο μάς έχει σώσει κάποιες από τις εκμυστηρεύσεις της Μαρίας Παλαμά για τη δική της ζωή με τον Κωστή, είχαν για βραδινό όλο κι όλο «ένα φλιτζάνι καφέ και λίγο ψωμί», και η ίδια «ξεπουλούσε ό,τι χρυσαφικό ή πολύτιμο πράγμα του σπιτιού για το καθημερινό».
Του Βασίλη Λαμπόγλου 13.01.2024
''Η νύχτα προχωρεί.
Είμαι μόνος. Στη νύχτα. Στη σιωπή.
Στην παράκρουση. Στη διέγερση.
Είμαι εγωιστής. Είμαι απαιτητικός.
Θέλω εγώ ο περασμένος να περάσεις κι εσύ μαζί μου.
Θέλω να προσκυνήσω τα γόνατά σου.
Να σου προσκυνήσω τα χέρια σου.
Την όψη σου. Τα πόδια σου.
Να συρθώ. Να ολολύξω.
Να βουβαθώ. Να σ' αισθανθώ.
Κοντά μου. Μα πολύ κοντά σου.
Να σε σφίξω. Να σε προσκυνήσω.
Και να σβήσω.
Είμαι μόνος. Και μ' αφήνεις.
Μα δε σ’ αφήνω εγώ.
Λόγια κοινά πρόστυχα ανεβαίνουν στα χείλη μου .
Πως να σε μαλώσω που κάνεις μία ασήμαντη, τυπική ημέρα έτσι εφροσύνη χαρά?
Πως να σου ομολογήσω το δέος μου, χωρίς να μου κοπεί η φωνή?
Πως να σου πω ,πως σε στερούμαι αφού ποτέ δεν μου είπες όχι?
Ψυχή που τόσο είσαι κοντά και τόσο ολόμακρα είσαι…
Ο θεός να μας λυπηθεί.
Θέλω να ζω ή να καίωμαι ως την έσχατην ώρα μαζί σου. ''
-Το ύστατο σκίρτημα τηs βροτήs φύσηs .
Η τελευταία σταγόνα Πάθουs.
Και μια αδρή ''ρανίδα'' θνητότηταs αντίδωρο περάσματοs στο επέκεινα.
Η τελευταία σταγόνα του Ίμερου που πύρωνε τον Ποιητή.
Το έσχατο έρμα ... αφέθη.
Λίγο μετά η Αθανασία ελλόχευε.
- Στέλλα Διαλέτη(φώτο 2) ,η τελευταία μούσα του ποιητή
- πάντα ο μεγάλοs Ποιητήs εμπνέετο απο τον Ίμερο (Λίλη Πατρικίου, Άρτεμιs Ρέσσου, Μελισσάνθη, Λιλή Ζηρίνη...)-.
71 ετών αυτόs,19 εκείνη.
Γνωρίστηκαν, σε μία αρκετά δύσκολη περίοδο για τον ποιητή. Ήταν ήδη καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά.
Η Στέλλα, του πρόσφερε την τελευταία σταγόνα πάθους στη ζωή του.
Μία σταγόνα, που ο ίδιος είχε μεγάλη ανάγκη.
Οι δυο τους συναντιόντουσαν μονάχα στο «κελί » του Παλαμά, περίπου δύο φορές τη βδομάδα και αντάλλασαν ''κολασμένα'' γράμματα ακόμη πιο συχνά.
Η επαφή τους δεν ήταν όμως ποτέ ομαλή.
Ο Παλαμάς της είχε ζητήσει κάποτε (με επιστολή του), να διακόψουν τις συναντήσεις τους.
«Είμαι γέρος» της έλεγε.
«Εγώ βλέπω τα νιάτα της ψυχής σου» του αποκρινόταν η Διαλέτη.
Η ίδια τον παρηγορούσε, τον θαύμαζε… τον λάτρευε.
Για την ακρίβεια, ο ποιητής υπήρξε ο μοναδικός της έρωτας.
Η Στέλλα πέθανε σε ηλικία μόλις 28 ετών από φυματίωση.
Για τον θάνατο της, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το ποίημα
«Μνημόσυνο»:
"Αξύπνητη κι ’αγύριστη κι ‘αγέραστη κι ‘εγίνη,
για την αγάπη ανάμνηση και ιδέα, μα κι αγιωσύνη για τη λατρεία.
Και σιωπηλή και έλεγες: κάτι λείπει…"
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.