Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η ζώνη του ευρώ και η διεθνής οικονομική κρίση

του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΑΡΙΟΛΗ*

Monthly Review Τεύχος Νο 53 Μάϊος 2009

Εισαγωγή

Αποτέλεσμα εικόνας για Ε.ΕΟι διεθνείς οικονομικές ολοκληρώσεις συνιστούν μορφές διευθέτησης και τρόπους ύπαρξης της αντίφασης ανάμεσα στην τάση διεθνοποίησης των «οικονομιών της αγοράς» και την εθνική συγκρότησή των, δηλαδή της βασικής, στο διεθνές επίπεδο, αντίφασης του υφιστάμενου συστήματος παραγωγής. Βρίσκονται, επομένως, σε μία κατάσταση δυναμικής ισορροπίας και χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή των αποτελεσμάτων των σε νέα αίτια, στη βάση των οποίων τείνουν να αναπαράγονται σε μία υψηλότερη κλίμακα. Ωστόσο, όταν αδυνατούν, συνεπεία εσωτερικών ή μη εξελίξεων, να επιτύχουν την προαναφερθείσα διευθέτηση, γίνονται ασταθείς και, τελικά, μεταβαίνουν σε κατάσταση παραβίωσης ή αποσύνθεσης, όπως η Κοινή Αγορά Κεντρικής Αμερικής (1960) ή η Λατινική Νομισματική Ένωση (1865–1927), αντιστοίχως.
Η ύφεση στην οποία εισήλθε η παγκόσμια οικονομία, στα τέλη του 2008, και η οποία δεν αποκλείεται να μετατρέπεται, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις και εκτιμήσεις, σε βαθιά κρίση, αποτελεί μία –για να χρησιμοποιήσουμε την κυρίαρχη ορολογία– «διαταραχή» που δημιουργεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της διεθνώς πιο προωθημένης ολοκλήρωσης, ήτοι της Ζώνης του Ευρώ (ΖΕ) και, κατ’ επέκταση, στην «Ευρωπαϊκή Ένωση των 27».

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει αυτήν τη συγκυρία, από τη σκοπιά της ΖΕ, και να υποστηρίξει, λαμβάνοντας υπ’ όψιν, συνοπτικά, τη σύνολη πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ότι το πρωτεύον ζήτημα δεν είναι η οικονομική κρίση αλλά η ίδια η ΖΕ. Η συζήτηση που ακολουθεί δομείται ως εξής: η αμέσως επόμενη ενότητα εστιάζει στη έννοια της «νομισματικής ζώνης» (ή, αλλιώς, «οικονομικής και νομισματικής ένωσης»)· εν συνεχεία εξετάζεται η ευστάθεια της ΖΕ· τέλος, αναλύεται η σχέση κρίσης–ΖΕ και συνοψίζονται τα συμπεράσματα της συζήτησης.

Περί νομισματικών ζωνών

Η «νομισματική ζώνη» συνιστά μία ιδιαίτερα ανεπτυγμένη μορφή διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης, η οποία μετεξελίσσεται σε «πλήρη οικονομική ένωση», όταν χαρακτηρίζεται (και) από την ύπαρξη υπερεθνικής οικονομικής πολιτικής. Οι οικονομίες που συστήνουν μία νομισματική ζώνη παραιτούνται από τη δυνατότητα άσκησης εμπορικής (δασμολογικής και μη) και συναλλαγματικής πολιτικής. Λιγότερο προφανές, αλλά αδιαμφισβήτητο, είναι ότι η συμμετοχή σε μία νομισματική ζώνη, στην οποία δεν υφίστανται περιορισμοί στις κινήσεις των χρηματικών κεφαλαίων, συνεπάγεται και το αδύνατον άσκησης εθνικά αυτόνομης νομισματικής πολιτικής (Mundell 1963). Κατά συνέπεια, τα μέλη μίας νομισματικής ζώνης δεν έχουν μόνον «όφελος» αλλά και «κόστος». Το πρώτο προκύπτει, σε γενικές γραμμές, από την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δημιουργούν οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, και καλείται «όφελος νομισματικής αποτελεσματικότητας». Το δεύτερο προκύπτει από την αξιοσημείωτη συρρίκνωση του πλήθους των μέσων/εργαλείων που είναι διαθέσιμα για την «ταυτόχρονη» εξισορρόπηση του εσωτερικού και του εξωτερικού τομέα κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας, και καλείται «κόστος οικονομικής ευστάθειας» [1] .

Ο ακριβής προσδιορισμός του βαθμού ευστάθειας αυτής της μορφής ολοκλήρωσης συνιστά ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο πρόβλημα, το οποίο μάλλον δεν επιλύεται θεωρητικά. Πρακτικά ελέγχεται στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι οικονομίες–μέλη υπόκεινται στη δράση ασύμμετρων ενδογενών μεταβολών, είτε από την πλευρά της ζήτησης (π.χ. σημειώνεται μερική στροφή των προτιμήσεων των καταναλωτών της ζώνης από τα εμπορεύματα μίας οικονομίας σε αυτά άλλης) ή από αυτήν της προσφοράς (π.χ. σημειώνεται άνοδος της λεγόμενης «συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής» σε μία ή ορισμένες μόνον οικονομίες). Ειδικότερα, και σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία περί ανοικτών οικονομιών (και, συγκεκριμένα, με τη λεγόμενη «θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών»), η εγγενής ευστάθεια μίας νομισματικής ζώνης εξαρτάται θετικά από τις ακόλουθες, κατά βάση, «μεταβλητές» [2] :

1. Την έκταση του συνολικού, δηλαδή του διακλαδικού και του ενδοκλαδικού, εμπορίου στο εσωτερικό της ζώνης.

2. Το «ειδικό βάρος» του διακλαδικού εμπορίου (διότι το ενδοκλαδικό εμπόριο, σε ευθεία αντίθεση με το διακλαδικό, ανάγεται στην ύπαρξη «εσωτερικών οικονομιών κλίμακας» και, έτσι, αντανακλά την ομοιογένεια των επιμέρους εθνικών παραγωγικών δομών (Krugman & Obstfeld 2002: 179-208).

3. Την απουσία των λεγομένων «χρηματικών και τεχνολογικών οικονομιών χωρικής συγκέντρωσης» (διότι οι «εξωτερικές οικονομίες» αυτού του είδους δημιουργούν τάσεις παγίωσης του ήδη διαμορφωμένου, ιστορικά, καταμερισμού–συνδυασμού εργασίας, αποτρέποντας μία εθνική οικονομία ή μία περιφέρεια από την παραγωγή εμπορευμάτων, στα οποία θα μπορούσε να εμφανίσει «συγκριτικό πλεονέκτημα» (Krugman & Obstfeld 2002: 219-226· McCann 2002, κεφ. 2).

4. Την ευκαμψία των τιμών των εμπορευμάτων και των αμοιβών των υπηρεσιών των συντελεστών της παραγωγής.

5. Τη διεθνή κινητικότητα των χρηματικών κεφαλαίων.

6. Τη διεθνή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

7. Τους βαθμούς ελευθερίας (ανεξαρτησίας) των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών.

8. Τη διαμόρφωση ενός υπερεθνικού δημοσιονομικού συστήματος, το οποίο θα λειτουργεί ως αναδιανεμητικός μηχανισμός μεταβιβαστικών πληρωμών και φορολόγησης.
Όσο χαμηλότερα είναι τα επίπεδα στα οποία βρίσκονται οι προαναφερθείσες μεταβλητές, τόσο περισσότερο μειώνεται το «όφελος νομισματικής αποτελεσματικότητας» και αυξάνεται το «κόστος οικονομικής ευστάθειας», και, άρα, τόσο πιο ασταθής τείνει να είναι η ζώνη στο σύνολό της.

Η ζώνη του ευρώ

Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων έχει δείξει ότι η ΖΕ δεν συγκροτεί μία «άριστη νομισματική περιοχή», ούτε σε «απόλυτους» αλλά ούτε και σε σχετικούς όρους, δηλαδή σε σύγκριση με άλλες ήδη οικονομικά ολοκληρωμένες περιοχές, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Ειδικότερα (αλλά συνοπτικά) [3] :

α) Η έκταση του εμπορίου όχι μόνον δεν είναι η ενδεικνυόμενη, αλλά και υπολείπεται σημαντικά της αντιστοιχούσας στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
β) Το ενδοκλαδικό εμπόριο μεταξύ «βόρειων» και «νότιων» (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία) περιοχών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Οι κατά σειρά πρώτες τείνουν να εξειδικεύονται στους τομείς παραγωγής «συνθέτων βιομηχανικών αγαθών και εντάσεως εξειδικευμένης εργασίας» (και να αναπτύσσουν το μεταξύ των ενδοκλαδικό εμπόριο), ενώ οι δεύτερες στους «εντάσεως φυσικών πρώτων υλών και ανειδίκευτης εργασίας» (και, γενικά, «χαμηλής και μέσης τεχνολογίας») τομείς [4] .

γ) Παρατηρούνται αποκλίσεις στις τιμές των εμπορευμάτων (σημαντικές, σε ορισμένες περιπτώσεις) και διαπιστώνεται, γενικά, ότι το σύστημα δεν διέπεται από το «νόμο της μίας τιμής» [5] .

δ) H κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στις διάφορες χώρες είναι ιδιαίτερα χαμηλή, και στο εσωτερικό των αρκετά περιορισμένη. Γενικά, υπολείπεται σημαντικά της αντίστοιχης στις ΗΠΑ (κυρίως) και στον Καναδά.
ε) Το Σύμφωνο Σταθερότητας περιστέλλει σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και, ταυτόχρονα, σε ευθεία αντίθεση με ό,τι ισχύει στις ΗΠΑ και στον Καναδά, ο αναδιανεμητικός ρόλος του κοινοτικού προϋπολογισμού είναι οριακός. Σε αυτήν τη συνάφεια αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι συγκριτικές μελέτες των διαδικασιών προσαρμογής (σε ασύμμετρες μεταβολές) των πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά, από τη μία πλευρά, και ορισμένων, αντιστοίχου μεγέθους, ευρωπαϊκών οικονομιών (πριναπό τη δημιουργία της ΕΕ), από την άλλη πλευρά, έχουν δείξει τα εξής: οι κατά σειρά πρώτες διαδικασίες είναι σχετικά ταχύτερες και διέπονται από, πρώτον, τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού (με εξαίρεση του γαλλόφωνου εργατικού δυναμικού του Κεμπέκ, του οποίου η κινητικότητα είναι έξι φορές χαμηλότερη από αυτήν του αγγλόφωνου εργατικού δυναμικού του Καναδά) και, δεύτερον, την αντίστροφη μεταβολή ομοσπονδιακών μεταβιβάσεων–φορολογικών εσόδων, ενώ οι κατά σειρά δεύτερες διαδικασίες χαρακτηρίζονταν από σημαντικές αυξήσεις τόσο της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας (υποτιμήσεις σε πραγματικούς όρους) όσο και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού [6] . Έτσι, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν, εντός της ΖΕ, ορισμένες, σχετικά μικρές οικονομίες θα κατορθώσουν, σε περιόδους αναταράξεων και κρίσεων, να ακολουθήσουν επιτυχείς διαδικασίες προσαρμογής.
στ) Εάν το ζήτημα τεθεί σε όρους της σχέσης ανάμεσα στο βαθμό ετερογένειας των εθνικών παραγωγικών δομών και στο βαθμό «ευελιξίας» της αγοράς εργασίας (κινητικότητα εργατικού δυναμικού και ευκαμψία μισθών), δηλαδή ότι όσο υψηλότερος είναι ο πρώτος τόσο υψηλότερος απαιτείται να είναι και ο δεύτερος, τότε εκτιμάται ότι υφίσταται ένα υποσύνολο χωρών (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία), το οποίο μάλλον συνιστά μία «άριστη νομισματική περιοχή» (De Grauwe 2001: 127-132). Ωστόσο, ακόμη και στα πλαίσια αυτού του υποσυνόλου υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις, από την άποψη π.χ. του «ανοίγματος» στο ενδοζωνικό εμπόριο (στη Γαλλία και τη Γερμανία οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι συγκριτικά πολύ χαμηλές).

Όλα αυτά μάλλον σημαίνουν ότι η συντονισμένη «απελευθέρωση των αγορών» στον ευρωπαϊκό χώρο (όπως αυτή προσδιορίστηκε, καταρχάς, από τη «Λευκή Βίβλο» και την «Έκθεση Ντελόρ»), καίτοι επηρέασε, προς την απαιτούμενη κατεύθυνση, τις υπ’ αριθμ. 1 έως και 5 μεταβλητές που είναι καθοριστικές για την ευστάθεια μίας νομισματικής ζώνης (βλ. την αμέσως προηγούμενη ενότητα του παρόντος), δεν κατόρθωσε να επαυξήσει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και, κατ’ επέκταση, την ευκαμψία των μισθών. Παράλληλα, οι υπ’ αριθμ. 7 και 8 μεταβλητές είναι, συνεπεία της κυριαρχίας μονεταριστικών–νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, πλήρως αδρανοποιημένες.

Τέλος, η περαιτέρω εξέλιξη των υπ’ αριθμ. 1 έως και 4 μεταβλητών δενυπάγεται, αντικειμενικά, στο πεδίο ελέγχου των αρχών της οικονομικής πολιτικής, αλλά μάλλον (υπερ-)καθορίζεται από τη διαδικασία της επισώρευσης του κεφαλαίου, αυτήν καθαυτήν [7] . Δεδομένης της ελευθερίας στην κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων, έπεται, έτσι, ότι η ευστάθεια της ΖΕ οφείλει να βασίζεται, αποκλειστικά και μόνον στη μεγιστοποίηση του επιπέδου της υπ’ αριθμ. 6 μεταβλητής, ήτοι στη διαμόρφωση μίας «απελευθερωμένης» και διεθνώς ενοποιημένης αγοράς εργασίας (κατεύθυνση την οποία σαφώς υποδεικνύει, εξάλλου, η «Στρατηγική της Λισσαβόνας») [8] .

Η προηγηθείσα συζήτηση μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναπτύσσει, κατά την πορεία διαμόρφωσής της, ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν σημαντικές πηγές αστάθειας [9] . Σε πρώτη φάση, η αδυναμία άσκησης αυτόνομης εμπορικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους αυστηρούς περιορισμούς κατά την άσκηση της συναλλαγματικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οδηγεί στη ρύθμιση του ευρωπαϊκού καταμερισμού της εργασίας από την αδιαμεσολάβητη δράση του «νόμου του συγκριτικού πλεονεκτήματος», την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αναλαμβάνουν, είτε το επιθυμούν είτε όχι, οι εθνικές εισοδηματικές πολιτικές [10] .

Στη δεύτερη φάση, όπου εισάγεται στο σύστημα η ελευθερία της κίνησης των χρηματικών κεφαλαίων και το ενιαίο νόμισμα, συντελείται μία τροποποίηση του εν λόγω νόμου υπό την έννοια ότι αυτός δρα, πλέον, στη βάση ύπαρξης ενός διεθνώς ενιαίου (ως προς την τάση, τουλάχιστον) επιτοκίου [11] . Αυτές οι εξελίξεις συμβάλλουν, βεβαίως, στην περαιτέρω υποβάθμιση των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών και, έτσι, προάγουν την ανισόμετρη ανάπτυξη του συστήματος στο σύνολό του. Τέλος, κατά την τρίτη φάση (η οποία βρίσκεται στα πρώτα της στάδια και της οποίας η πλήρης υλοποίηση κρίνεται, όπως είδαμε, απαραίτητη από την άποψη της ευστάθειας) διαμορφώνεται (και) ένα διεθνώς ενιαίο (ως προς την τάση, τουλάχιστον) ωρομίσθιο [12] , και αυτό συνεπάγεται, με τη σειρά του, ότι ο καταμερισμός της εργασίας διέπεται, πλέον, από τα απόλυτα πλεονεκτήματα κόστους. Με άλλα λόγια, δηλαδή, λαμβάνει χώρα η μετατροπή του «νόμου του συγκριτικού πλεονεκτήματος» στο αντίθετό του, ήτοι στο «νόμο του απόλυτου πλεονεκτήματος», μετατροπή η οποία, σε συνδυασμό με την ύπαρξη «οικονομιών συγκέντρωσης», οδηγεί στην ανάπτυξη έντονων (και, πιθανότατα, αυτοτροφοδοτούμενων) πολώσεων στην παραγωγή και κατανομή του εισοδήματος μεταξύ χωρών και περιφερειών [13] . Βεβαίως, αυτή η διαδικασία έχει και ορισμένες παράπλευρες, αλλά εξίσου σημαντικές, συνέπειες: α) στενεύει διαρκώς τα περιθώρια άσκησης αντι-κυκλικήςδημοσιονομικής πολιτικής στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες· και β) υπονομεύει, με αποφασιστικό τρόπο, την προοπτική συγκρότησης ενός πράγματι ενεργού υπερεθνικού δημοσιονομικού συστήματος, ακριβώς επειδή οι καθαρές μεταβιβάσεις εισοδήματος απαιτείται να είναι, συστηματικά, μονόδρομες(δηλαδή από τις αναβαθμιζόμενες στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες) [14] .

Η ζώνη του ευρώ και η κρίση

Στα μέσα του 2007 η ΖΕ άρχισε να υπόκειται στη δράση δύο «διαταραχών», δηλαδή δυνάμεων που αναπτύχθηκαν στο περιβάλλον του συστήματος, οι οποίες είναι: α) η χρηματοπιστωτική αναταραχή που ξέσπασε στις ΗΠΑ και προκάλεσε περιορισμό της ρευστότητας, άνοδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, έντονες διακυμάνσεις των βασικότερων συναλλαγματικών ισοτιμιών και αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας· και β) η μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, των βασικών μετάλλων και των τροφίμων, η οποία δημιούργησε έντονες πιέσεις στο –άμεσο και έμμεσο– κόστος παραγωγής, πληθωριστικές προσδοκίες και αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη του επιπέδου των τιμών.

Αυτά είχαν ως συνέπεια, από τη μία πλευρά, τη μείωση του ρυθμού ανόδου της συνολικής ενεργού ζητήσεως, τόσο για κατανάλωση όσο και για επενδύσεις, και, από την άλλη πλευρά, τη χειροτέρευση των συνθηκών της προσφοράς· και, έτσι, το διεθνές σύστημα άρχισε να κινείται, έπειτα από μία περίοδο μάλλον επιταχυνόμενης μεγέθυνσης (2002–2006), προς την καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου (ο παγκόσμιος ρυθμός μεγέθυνσης έπεσε στο 1% το τελευταίο τετράμηνο του 2008 και είναι ο χαμηλότερος μετά το 1982). Οι επακόλουθες μειώσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, στα μέσα του 2008 (από 4,8% τον Ιούλιο σε 0,6% το Δεκέμβριο), ώθησαν τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες σε συντονισμένη αντιστροφή της πολιτικής που ακολούθησαν κατά την περίοδο 2006–2007, αλλά οι ισχυρές μειώσεις των βασικών επιτοκίων δεν αποδείχθηκαν ικανές να τονώσουν την ενεργό ζήτηση και, έτσι, να αποτρέψουν την είσοδο του συστήματος σε φάση ύφεσης, η οποία δεν αποκλείεται να μετατρέπεται, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις και εκτιμήσεις, σε βαθιά κρίση [15] .

Εάν η ΖΕ ήταν ή είχε μετατραπεί, μετά τη σύστασή της, σε μία «άριστη νομισματική περιοχή» (η δεύτερη πιθανότητα είχε υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές που πρόκριναν μία «δυναμική ή ex post» εκδοχή της θεωρίας των «άριστων νομισματικών περιοχών»), τότε οι χώρες-μέλη θα ήταν σε θέση (και θα όφειλαν) να επιδιώξουν τη διαχείριση της παρούσας κρίσης μέσω μίας ενιαίας δέσμης μέτρων, ακριβώς επειδή αυτή εκδηλώνεται με «συμμετρική μορφή». Το εάν η διαχείριση θα αποδεικνυόταν τελικά επιτυχής, είναι άλλο, βεβαίως, ζήτημα, το οποίο αποτελεί πεπλεγμένη συνάρτηση σειράς παραγόντων, ορισμένοι εκ των οποίων, μάλιστα, βρίσκονται πέραν του πεδίου ελέγχου των αρχών της ΖΕ (όπως π.χ. η εξέλιξη της ζήτησης από τον υπόλοιπο κόσμο για τα εμπορεύματα που παράγει η ζώνη). Τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν, όμως, ότι οι χώρες-μέλη ούτε βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση (ακόμη και όσον αφορά σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη) ούτε φαίνεται να θεωρούν ότι είναι δυνατή η διαχείριση της κρίσης μέσω μίας ενιαίας δέσμης μέτρων. Πλέον, όλοι είναι αναγκασμένοι να μιλούν, άμεσα ή έμμεσα, για την ύπαρξη «αδύναμων κρίκων» στο εσωτερικό της ΖΕ, η εξισορρόπηση των οποίων απαιτεί ειδικούς χειρισμούς. Και η έκταση και ένταση του ζητήματος είναι ακόμη μεγαλύτερη στα πλαίσια της «ΕΕ των 27», όπου ομάδα χωρών εμφανίζει θεαματικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ ορισμένες (Βουλγαρία, Λετονία, Ουγγαρία, Ρουμανία) βρίσκονται ήδη στην «πόρτα» του ΔΝΤ [16] .

Κατά συνέπεια, εάν η ύφεση συνεχισθεί, δεν θα αργήσει η στιγμή όπου οι επιμέρους εθνικές οικονομίες θα μετρήσουν με ικανοποιητική προσέγγιση, και αναδρομικά, το «κόστος οικονομικής ευστάθειας» (βλ. την πρώτη ενότητα του παρόντος) που συνεπάγεται η συμμετοχή των στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτό, σε αντίθεση με ό,τι υποστηριζόταν στα πλαίσια των κυρίαρχων αναλύσεων, θα συμβεί σε συνθήκες ξεσπάσματος μίας «σύμμετρης κρίσης», η οποία πλήττει, ανισότροπα όμως, τις χώρες-μέλη, ακριβώς επειδή οι τελευταίες ούτε ήταν ούτε έγιναν ισόμετρα ανεπτυγμένες [17] .

Σύμφωνα με τη μετακεϋνσιανή θεωρία, οι οικονομικές διακυμάνσεις προκύπτουν από πολύπλοκες και –βασικά– αυτοτροφοδοτούμενες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην κατανομή του εισοδήματος, την ενεργό ζήτηση, την επισώρευση κεφαλαίου και την τεχνολογική μεταβολή· ενώ, οι περίοδοι υφέσεων και κρίσεων συνίστανται, καταρχάς, σε καταστάσεις υπερβάλλουσας παραγωγής (δηλαδή επισώρευσης αποθεμάτων, όπου οι εκούσιες ή, αλλιώς, ex ante αποταμιεύσεις υπερβαίνουν τις εκούσιες επενδύσεις), υποαπασχόλησης του επενδεδυμένου κεφαλαίου (ή, αλλιώς, της δυναμικότητας παραγωγής), ανεργίας και επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτές οι καταστάσεις δύνανται να διορθωθούν μόνον με την αύξηση της ενεργού ζητήσεως (από τον ιδιωτικό, τον κρατικό ή/και τον εξωτερικό τομέα) και διακρίνονται, κατά βάση, στις τρεις ακόλουθες κατηγορίες, ανάλογα με τις επιπτώσεις που έχει μία αύξηση των μισθών ανά μονάδα συνολικού εισοδήματος του συστήματος (δηλαδή του μεριδίου των μισθών) [18] : α) υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όπου το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση βαθμού απασχόλησης της δυναμικότητας παραγωγής και η μείωση του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης του συστήματος· β) υποκατανάλωσης, όπου το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση του βαθμού απασχόλησης της δυναμικότητας, του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης· και γ) κεϋνσιανή, όπου το τελικό αποτέλεσμα είναι η μείωση του βαθμού απασχόλησης της δυναμικότητας, του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης. Έτσι, για παράδειγμα, όταν το σύστημα βρίσκεται σε «κατάσταση υποκατανάλωσης», μία ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών (μία μείωση μεριδίου των μισθών) δεν θα επιλύσει το πρόβλημα, αλλά θα το επιδεινώσει, από κάθε άποψη.

Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, στην πράξη, ο ακριβής προσδιορισμός της ιδιαίτερης κατάστασης, στην οποία όντως βρίσκεται το κάθε επιμέρους εθνικό σύστημα (ή, ακόμη, η παγκόσμια οικονομία), καθώς και του εύρους της απαιτούμενης μεταβολής (ή μεταβολών), για την υπέρβαση των κρισιακών φαινομένων, αποτελεί μία μάλλον αμφιλεγόμενη υπόθεση, διότι, όπως δύναται να αποδειχθεί αναλυτικά, οι επιπτώσεις των διαφόρων μέτρων πολιτικής προσδιορίζονται, σε τελική ανάλυση, συστημικά, δηλαδή μέσω διαδικασιών που εξελίσσονται «πίσω από την πλάτη» των διάφορων υποκειμένων και, έτσι, είναι a priori άγνωστες. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, θεωρούμε ότι δεν είναι καθόλου αμφιλεγόμενες οι επιπτώσεις που θα έχει η –έως τώρα– κυρίαρχη απόπειρα, δηλαδή αυτή της διευθέτησης των τρεχόντων ζητημάτων μέσω της μείωσης των επιτοκίων (γενικά, της νομισματικής πολιτικής) [19] και, εν συνεχεία, αναπομπής των στις «αόρατες χείρες» των αγορών [20] . Επομένως, οι επιμέρους εθνικές αρχές πολιτικής θα όφειλαν να εμμείνουν στο πρόβλημα, ήτοι σε μία συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που η κάθε μία αντιμετωπίζει, και, στη συνέχεια, να αναζητήσουν πρότυπα διεξόδου από την κρίση τους και διεθνούς συνεργασίας.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η ανάλυση έδειξε ότι η ΖΕ όχι μόνον δεν αποτελεί μία «άριστη νομισματική περιοχή», αλλά και ότι έχει αναπτύξει ορισμένα κρίσιμα δομικά χαρακτηριστικά, τα οποία ενδέχεται να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά κατά μήκος της καθοδικής φάσης του οικονομικού «κύκλου». Δύναται, συνεπώς, να υποστηριχθεί ότι οι κλυδωνισμοί που σημειώνονται στη ΖΕ κατά την τρέχουσα περίοδο ανάγονται περισσότερο στην ίδια τη ΖΕ, παρά στην παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία διαδραματίζει το ρόλο της αφορμής. Ειδικότερα, αναλόγως του βάθους και της διάρκειας της κρίσης, και σε συνδυασμό τόσο με την αντιστροφή του προσήμου της οικονομικής πολιτικής που φαίνεται να σημειώνεται στις ΗΠΑ όσο και με την πρακτική ορισμένων άλλων χωρών, όπως η Κίνα (η οποία εξήγγειλε, τον Νοέμβριο του 2008, διετές πρόγραμμα επενδύσεων στις υποδομές, της τάξης του 15% του ΑΕΠ της), δεν αποκλείεται να αναπτυχθεί σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες η αντίληψη ότι η περαιτέρω ευθυγράμμιση με τα αιτήματα της ΖΕ συνιστά μία τακτική χωρίς στρατηγικό στόχο.

Παρατηρείται, τέλος, ότι η προσεκτικά υπολογισμένη σιγή, η οποία συνόδευσε σειρά αποφασιστικών κοινωνικοοικονομικών μεταβολών, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μακροσκελείς ετυμηγορίες: τώρα, η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική καταδικάζεται, από πολλούς, για αυτουργία. Καίτοι επιγραμματικά, η προηγηθείσα ανάλυση έδειξε, επίσης, ότι αυτή η «απόφαση» δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Οι υφέσεις και οι κρίσεις απορρέουν από την ίδια τη λειτουργία των «οικονομιών της αγοράς», ενώ το μόνο που είναι σε θέση να κάνουν οι διάφορες, εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές συνίσταται σε προσπάθειες εξασθένισης και ανακατανομής των σχετικών επιπτώσεων, σε αυστηρή αντιστοιχία με τους στόχους που η κάθε μία από αυτές τις πολιτικές υπηρετεί.

* Ο Θεόδωρος Μαριόλης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου και Managing Editor του περιοδικού Bulletin of Political Economy. Προγενέστερες μορφές του παρόντος άρθρου, το οποίο γράφτηκε τον Μάρτιο του 2009, παρουσιάστηκαν σε συναντήσεις της «Ομάδας Μελέτης Σραφφαϊανών Οικονομικών» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ευχαριστίες οφείλει ο γράφων στην Ελευθερία Ροδουσάκη, στον Νίκο Ροδουσάκη και τον Γιώργο Σώκλη για συζητήσεις και σχόλια καθώς και στον Λευτέρη Τσουλφίδη (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) για συζητήσεις πάνω στην τρέχουσα οικονομική κρίση. Αυτονοήτως, η ευθύνη για τις απόψεις που διατυπώνονται και τα όποια λάθη και αβλεψίες ανήκουν στον γράφοντα.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Μαριόλης, Θ. 1999α, «Ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας», στο Θ. Μαριόλης & Γ. Σταμάτης 2000, Η εντός ΟΝΕ εποχή. Παγκοσμιοποίηση, ΟΝΕ, δραχμή, Χρηματιστήριο, εκδ. Στάχυ, Αθήνα, σελ. 24-40.

Μαριόλης, Θ. 1999β, «Ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση», στο Θ. Μαριόλης & Γ. Σταμάτης 1999, ΟΝΕ και νεοφιλελεύθερη πολιτική, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 233-253.

Μαριόλης, Θ. 2006, Εισαγωγή στη θεωρία των ενδογενών οικονομικών διακυμάνσεων. Γραμμικοί και μη γραμμικοί οικονομικοί ταλαντωτές, εκδ. Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.

Σαχινίδης, Φ. Δ. & Γ.Α. Χαρδούβελης 1998, Ευρώ: ένα νόμισμα για την Ευρώπη, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα.

Τράπεζα της Ελλάδος 2006, Έκθεση του διοικητή για το έτος 2005, Αθήνα.

Τράπεζα της Ελλάδος 2007, Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2006, Αθήνα.

Τράπεζα της Ελλάδος 2009, Νομισματική πολιτική 2008–2009, Αθήνα.

Arthur, B.W. 1989, «Competing Technologies, Increasing Returns, and Lock-in by Historical Events», The Economic Journal, τόμ. 99, τεύχ. 394, σελ. 116-131.
Bhaduri, A. & S. Marglin 1990, «Unemployment and the Real Wage Rate: the Economic Basis for Contesting Political Ideologies», Cambridge Journal of Economics, τόμ. 14, σελ. 375-393.

Blanchard, O. 2006, Μακροοικονομική, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη.

Brewer, A. 1985, «Trade with Fixed Real Wages and Mobile Capital», Journal of International Economics, τόμ. 18, τεύχ. 1/2, σελ. 177-186.

De Grauwe, P. 2001, Τα οικονομικά της νομισματικής ένωσης, εκδ. Παπαζήση,Αθήνα.
Ellis, L. & K. Smith 2007, «The Global Upward Trend in the Profit Share», Bank for International Settlements, Working Paper No 231, Βασιλεία.

Korpinen, P. 1987, «A Monetary Model of Long Cycles», στο T. Vasko (επιμ.),The Long-Wave Debate, Springer-Verlag, Βερολίνο, σελ. 333-341.

Krugman, P. & M. Obstfeld 2002, Διεθνής οικονομική. Θεωρία και πολιτική, τόμ. 1, εκδ. Κριτική, Αθήνα.

Krugman, P. & M. Obstfeld 2003, Διεθνής οικονομική. Θεωρία και πολιτική, τόμ. 2, εκδ. Κριτική, Αθήνα.

Kurz, H.D. 1990, «Technical Change, Growth and Distribution: a Steady-state Approach to “Unsteady” Growth», στο H.D. Kurz (επιμ.), Capital, Distribution and Effective Demand. Studies in the «Classical» Approach to Economic Theory, Polity Press, Καίημπριτζ, σελ. 211-239.

MacCan, P. 2002, Αστική και περιφερειακή οικονομική, εκδ. Κριτική, Αθήνα.

Mainwaring, L. 1976, «The Correction of the Neo-Ricardian Trade Losses»,Economia Internazionale/International Economics, τόμ. 29, σελ. 92-99.

Mariolis, T. 2000, «The Division of Labour in EMU: Absolute versus Comparative Advantage», European Research Studies, τόμ.3, τεύχ. 1/2, σελ. 79-90.

Mariolis, T. 2004, «Pure Joint Production and International Trade: a Note»,Cambridge Journal of Economics, τόμ. 28, τεύχ. 3, σελ. 449-456.

Mariolis, T. 2005, «A Neo-Ricardian Critique of the Traditional Static Theory of Trade, Customs, Unions and Common Markets», στο V.B. Jugale (επιμ.), World Trade Organisation and Indian Economic Reforms, τόμ. 1, Serials Publications,Δελχί, σελ. 127-152.

Mariolis, T. 2006, «Distribution and Growth in a Multi-Sector Open Economy with Excess Capacity, Economia Internazionale/International Economics,τόμ.59, σελ. 51-61.
Mariolis, T. 2008a, «Pure Joint Production, Income Distribution, Employment and the Exchange Rate, Metroeconomica, τόμ. 59, τεύχ. 4, σελ. 656-665.

Mariolis, T. 2008b, «Heterogeneous Capital Goods and the Harrod-Balassa-Samuelson Effect», Metroeconomica, τόμ.59, τεύχ. 2, σελ. 238-248.

Metcalfe, J.S. & I. Steedman 1981, «Some Long-Run Theory of Employment, Income Distribution and the Exchange Rate», The Manchester School, τόμ. 49,τεύχ. 1, σελ. 1-20.
Mongeli, F.P. 2002, «“New” Views on the Optimum Currency Area Theory: What is EMU Telling Us?», Working Papers Series, Working Paper No 138, European Central Bank, Φρανκφούρτη.

Mundell, R.A. 1963, «Capital Mobility and Stabilization Policy under Fixed and Flexible Exchange Rates», Canadian Journal of Economics, τόμ. 29, τεύχ. 4,σελ. 475-485.
Parrinello, S. 2006, «National Competitiveness and Absolute Advantage in a Global Economy», Working Paper No 95, Πανεπιστήμιο La Sapienza, Ρώμη.

Patterson, B. & S. Amati 1998, «Adjustment to Asymmetric Shocks», Economic Affairs Series, Working Paper ECON 104, 09–98, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,Λουξεμβούργο.
Puga, D. 2002, «European Regional Policies in the Light of Recent Location Theories», Journal of Economic Geography, τόμ. 2, σελ. 373-406.

Steedman, I. (επιμ.) 1979, Fundamental Issues in Trade Theory, Macmillan,Λονδίνο.

Steedman, I. 1993, Διεθνές εμπόριο, εκδ. Κριτική, Αθήνα.

Thirlwall, A.P. 2001, Μεγέθυνση και ανάπτυξη, τόμ. 1, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Williamson, J. 1995, «The Evolution of Global Market since 1830. Background Evidence and Hypotheses», Explorations in Economic History, τόμ. 32, τεύχ. 2,σελ. 141-196.
You J.I. & A.K. Dutt 1996, «Government Debt, Income Distribution and Growth», Cambridge Journal of Economics, τόμ. 20, σελ. 335-351.

Υποσημειώσεις

[1] Δεν ενδιαφέρει, εδώ, ο έλεγχος του βαθμού πρακτικής αποτελεσματικότητας της εμπορικής και της συναλλαγματικής πολιτικής, αλλά μόνον η απώλειά των, σε συνδυασμό με το γνωστό θεώρημα («δίλημμα πολιτικής»), ότι η επίτευξη δύο ανεξάρτητων στόχων (εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση) προϋποθέτει τη χρήση δύο τουλάχιστον μέσων. Ας σημειωθεί, ωστόσο, το εξής: υπερβαίνοντας τη γνωστή διαμάχη κεϋνσιανών–μονεταριστών, γύρω από την αποτελεσματικότητα του μέσου της συναλλαγματικής πολιτικής, η σραφφαϊανή θεωρία αποδεικνύει ότι, στη γενική περίπτωση, μία υποτίμηση έχει a priori άγνωστες επιπτώσεις (στο προϊόν, στην απασχόληση, στο ισοζύγιο και το βαθμό απασχόλησης της δυναμικότητας παραγωγής), διότι μεταβάλλει τις ημεδαπές σχετικές τιμές και, έτσι, επηρεάζει, με απρόβλεπτο τρόπο, τους διανυσματικούς πολλαπλασιαστές τoυ συστήματος (Metcalfe & Steedman 1981· Mariolis 2006, 2008a). Για την εμπορική πολιτική, αντιστοίχως, βλ. Mainwaring 1976· και Steedman 1993, κεφ. 6, 7 και 10).
[2] Ως γνωστόν, η εν λόγω θεωρία αναπτύχθηκε, κατά τη δεκαετία του 1960, από τους R.A. Mundell, R. Mc Kinnon και P. Kenen. Για εύστοχες εκθέσεις της όλης, παλαιότερης και νεότερης, συζήτησης, βλ. De Grauwe 2001, κεφ. 1-4· και Mongelli 2002.

[3] Για μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική μελέτη, η οποία δεν βρίσκεται, όμως, πάντοτε σε συμφωνία με ό,τι αναφέρεται εδώ, βλ. Patterson & Amati 1998.

[4] Για μία συνοπτική, αλλά παραδειγματική, ανάλυση των διαχρονικών μεταβολών της διάρθρωσης του εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, βλ. Τράπεζα της Ελλάδος 2006, σελ. 112-119, 316-321, 325-330.

[5] Γενικεύοντας το γνωστό θεώρημα των Harrod-Balassa-Samuelson, oι ενδοζωνικές αποκλίσεις των γενικών επιπέδων τιμών δύνανται να αναχθούν, σε ορισμένο βαθμό, τουλάχιστον: πρώτον, στις διεθνείς διαφορές των παραγωγικοτήτων στους τομείς παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων και μη προϊόντων· και, δεύτερον, στην κατανομή του εισοδήματος: για αυτήν τη γενίκευση, βλ. Mariolis 2008b.

[6] Βλ. π.χ. Σαχινίδης & Χαρδούβελης 1998, σελ. 48-50· De Grauwe 2001, σελ. 132-137· Krugman & Obstfeld 2003, σελ. 456-458.

[7] Εάν θέσουμε στην άκρη τις εκκλήσεις, δηλαδή τις διάφορες εκθέσεις για την αναγκαιότητα των «διαρθρωτικών μεταβολών», πώς και σε ποιο βαθμό δύναται η οικονομική πολιτική να αναδράσει πράγματι επί, π.χ., της δυναμικής που θέτουν σε κίνηση οι «εσωτερικές και εξωτερικές οικονομίες κλίμακας»;

[8] Εάν υπήρχαν περιορισμοί στην κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων, η αυτόματη προσαρμογή μίας επιμέρους οικονομίας δεν θα είχε ως προαπαιτούμενο τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού.

[9] Η συνοπτική προσέγγιση που ακολουθεί βασίζεται στα Μαριόλης 1999α και Mariolis 2001, 2005. Ο ενδιαφερόμενος για ορισμένες επιπρόσθετες φορμαλιστικές αποδείξεις αναγνώστης παραπέμπεται στις αξιοσημείωτες αναλύσεις των Brewer 1985 και Parrinello 2006.

[10] Eν αντιθέσει με ό,τι υποστηρίζει η κυρίαρχη θεωρία (ακόμη και στη «ριζοσπαστική», à la Krugman, εκδοχή της), η σραφφαϊανή θεωρία αποδεικνύει ότι το ελεύθερο, και βασιζόμενο στα «συγκριτικά πλεονεκτήματα», διεθνές εμπόριο δύναται να οδηγήσει σε ζημία, δηλαδή σε συρρίκνωση των καταναλωτικών δυνατοτήτων σε μία ή, ακόμη, και σε όλες τις συμμετέχουσες οικονομίες, και ότι αυτό είναι τόσο πιο πιθανό, όσο μικρότερος είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης του συστήματος: βλ. Steedman 1979, essays 4, 9, 11και 12· και Mariolis 2004, σελ. 451.

[11] Έτσι, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτό που διαβάζουμε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο, με τίτλο «Ο κόσμος είναι ενιαίος: αγορά, ανταγωνισμός και κράτος στο νέο περιβάλλον», το οποίο δημοσιεύθηκε στο Οικονομικό Δελτίο της Alpha Bank (τεύχ. 104, Ιανουάριος 2008, σελ. 19-20): «[Με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα αποδέχεται ότι] τα μέτρα πολιτικής που έχει στη διάθεσή της για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συνοψίζονται στα ακόλουθα: α) στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την επίτευξη υψηλών ρυθμών αυξήσεως της παραγωγικότητας· β) στην προσαρμογή της πολιτικής μισθών και εισοδημάτων με στόχο την αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας». Μάλλον δεν θα ήταν άστοχο να σημειωθούν, επίσης, τα εξής: το 2006 και το 2007 το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε αντίστοιχα στο 11% και στο 14% του ΑΕΠ (στις περιόδους 1983–85 και 1995–98, όπου η δραχμή υποτιμήθηκε αντίστοιχα κατά περίπου 15% και 14%, αυτό το ποσοστό ήταν αντίστοιχα της τάξης του 5–10% και του 3–4%). Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχώρησε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (έναντι 28 εμπορικών εταίρων της χώρας), με βάση τις τιμές καταναλωτή, αυξήθηκε σωρευτικά μεταξύ του 2000 και του 2007 κατά 15%, ενώ το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, εκφρασμένο σε κοινό νόμισμα, αυξήθηκε σωρευτικά κατά 20% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 41% στη μεταποίηση: βλ. σχετικά Τράπεζα της Ελλάδος 2008, σελ. 135. Τέλος, κάτω από το λεγόμενο «όριο της φτώχειας» βρίσκονται περίπου το 20% των ελληνικών νοικοκυριών, το 13% των εργαζομένων, το 25% των συνταξιούχων, το 33% των ανέργων και το 41% των μονογονεϊκών οικογενειών με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο παιδί: βλ. σχετικά Τράπεζα της Ελλάδος 2008, σελ. 49.

[12] Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι τα εμπειρικά δεδομένα της περιόδου με την πλέον υψηλή διεθνή κινητικότητα της εργασίας (1870–1914), στα πλαίσια του παγκόσμιου συστήματος, υποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικής τάσης σύγκλισης των πραγματικών μισθών ανάμεσα στις χώρες προέλευσης και προορισμού του εργατικού δυναμικού: βλ. σχετικά Williamson 1995, σελ. 153-157, 178-180.

[13] Για μία αναλυτική διερεύνηση της γεωγραφικής συγκέντρωσης και της ανισόμετρης ανάπτυξης στην ΕΕ, βλ. Puga 2002. Για τους μηχανισμούς αυτοτροφοδότησης (θετικής ανάδρασης), βλ. Arthur 1989· και Thirlwall 2001, σελ. 328-334, 344-350.

[14] Είχαμε την ευκαιρία, πριν από αρκετά χρόνια, να υποστηρίξουμε ότι το αριστερίζον αίτημα περί «δημοσιονομικού φεντεραλισμού» παραγνωρίζει το γεγονός ότι η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιτείνει την ανισόμετρη ανάπτυξη και, άρα, θα αποδειχθεί ουτοπικό: βλ. Μαριόλης 1999β, σελ. 247-248. Η πρόσφατη, χωρίς περιστροφές, απόρριψη (Φεβρουάριος 2009), από την πλευρά –κυρίως– της Γερμανίας, της πρότασης έκδοσης ενιαίου ευρωπαϊκού ομολόγου, καθώς και οι αυστηρές συστάσεις, σε φάση διεθνούς ύφεσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάρτιος 2009) προς τις χώρες που εμφανίζουν «υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη», δύνανται να ιδωθούν ως μία επαλήθευση. Αξιοσημείωτες είναι, επίσης, οι επισημάνσεις της «Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική 2008–2009» της Τραπέζης της Ελλάδος (Φεβρουάριος 2009), σελ. 40: «Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, η Ελλάδα λόγω των ιδιαίτερων δημοσιονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, θα πρέπει να ακολουθήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, αντίθετα από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ»· και σελ. 32: «Μολονότι άλλες χώρες αναμένεται να παρουσιάσουν μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα από την Ελλάδα για την περίοδο 2008-2010, η διαφορά των αποδόσεων των ομολόγων τους από εκείνες των γερμανικών ομολόγων είναι πολύ μικρότερη από ό,τι για τα ελληνικά ομόλογα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι εν λόγω χώρες έχουν εισέλθει σε ύφεση και τα ελλείμματά τους έχουν κυρίως κυκλικό χαρακτήρα, ενώ το δημόσιο χρέος τους είναι πολύ χαμηλότερο από το ελληνικό. Αντίθετα, τα προβλήματα της Ελλάδος που απασχολούν τις αγορές (το δημοσιονομικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οι προοπτικές αντιμετώπισης των υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος) έχουν κυρίωςδιαρθρωτικό χαρακτήρα» (πρόσθετη η έμφαση).

[15] Σύμφωνα με τις τελευταίες (12/3/2009) προβλέψεις του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2009 η παγκόσμια οικονομία θα εμφανίσει, για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1930, αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ακαθάριστου προϊόντος, της τάξης του -0,8% (-3,3% στη ΖΕ, -1,9% στις ΗΠΑ, -4% στην Ιαπωνία, -2,7% στη Βρετανία, -3% στη Ρωσία και -1,4% στη Λατινική Αμερική), ενώ το διεθνές εμπόριο θα μειωθεί κατά 11,5%. Για το 2010 προβλέπεται ένας ασθενής ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας (2,1%), ενώ θα εξακολουθούν να συρρικνώνονται οι οικονομίες της ΖΕ (-0,2%), της Βρετανίας (-0,1%) και της Ρωσίας (-1%), με ανάλογες συνέπειες για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ποσοστά ανεργίας. (Για τη ΖΕ εκτιμάται ότι το έλλειμμα και το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθουν, αντίστοιχα, από 1,7% και 7,3%, στο 4,2% και στο 9,3% το 2009, και στο 4,8% και 10,2% το 2010.)

Παρόμοια μοτίβα μεταστροφών του οικονομικού «κύκλου» έχουν παρατηρηθεί στις δεκαετίες 1820–1830, 1870–1880, 1920–1930 και 1970–1980: για ένα υπόδειγμα που επιχειρεί να τα απεικονίσει, βλ. Korpinen 1987, το οποίο σχολιάζεται στο Μαριόλης 2006, σελ. 183-188.

[16] Είχαμε την ευκαιρία, πριν από αρκετά χρόνια, να υποστηρίξουμε ότι, συνεπεία των βαθμιαίων, αλλά σταθερών, μετατροπών που επιφέρει η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» στις νομοτέλειες που διέπουν τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, οι λιγότερο προηγμένες οικονομίες «είτε θα μετατρέπονται σε σχετικά παρηκμασμένες περιφέρειες των υπερεθνικών ενώσεων, στις οποίες υπάγονται ... ή θα προστρέχουν, αργά ή γρήγορα, στο δανεισμό από την Παγκόσμια Τράπεζα, κάτω από τους όρους και την επίβλεψη του ΔΝΤ, το οποίο και θα επιβάλει έναν νέο γύρο παράδοσης του εσωτερικού και του εξωτερικού τομέα των εν λόγω οικονομικών στις “υγιείς δυνάμεις” της παγκόσμιας αγοράς»: Μαριόλης 1999α, σελ. 38-39.

[17] Ορισμένοι, προκειμένου να υπενθυμίσουν τα οφέλη (υποθετικά, στην προκείμενη περίπτωση) της ελληνικής οικονομίας από τη συμμετοχή της στη ΖΕ, προβάλλουν, κάπως έντονα, τις υποτιμήσεις των νομισμάτων της Ισλανδίας (12%), της Ουγγαρίας (9%), της Πολωνίας (18%), της Ρουμανίας (7%) και της Σουηδίας (11%) το τελευταίο τρίμηνο του 2008. Οι υποτιμήσεις δεν είναι, όμως, ζήτημα εθνικής ταπείνωσης αλλά εξισορροπητικές μεταβολές, τις οποίες είτε πραγματοποιεί η διεθνής αγορά (της οποίας την ορθολογικότητα οι προαναφερθέντες δεν φαίνεται να αμφισβητούν) ή κρίνουν ότι πρέπει να πραγματοποιήσουν οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια ενός –κατά το δυνατόν– συνεκτικού προγράμματος σταθεροποίησης και ανάπτυξης.

[18] Εναλλακτικά, δύναται κανείς να αναφερθεί στις επιπτώσεις μίας μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, των φορολογικών συντελεστών, των ελλειμμάτων ή των χρεών, ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου, του κρατικού και του εξωτερικού τομέα (καθώς επίσης και των επιτοκίων επί αυτών των χρεών). Για τις αποδείξεις, στα πλαίσια μονοτομεακών υποδειγμάτων, βλ. Bhaduri & Marglin 1990· Kurz 1990· και You & Dutt 1996. Για πολυτομεακές αναλύσεις, βλ. Mariolis 2006· και Μαριόλης 2006, σελ. 208-214.

[19] Πρόσφατη μελέτη της Goldman Sachs εκτιμά ότι ceteris paribus η ανάκαμψη των ΗΠΑ προαπαιτεί την πτώση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων σε ένα αρνητικό επίπεδο της τάξης του -6% (Business Week, 19/1/2009). Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, σε περιόδους ύφεσης υπάρχει τάση εγκλωβισμού του συστήματος στη λεγόμενη «παγίδα ρευστότητας» (ή, ακόμη, και στην «παγίδα επενδύσεων»), και αυτό συνεπάγεται ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι από μόνη της σε θέση να προκαλέσει τόνωση της ενεργού ζητήσεως – τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκλωβισμού είναι αυτό της Ιαπωνίας, κατά τη δεκαετία του 1990, όπου η ύφεση ξεπεράστηκε, τελικά, με τη συνδρομή της δημοσιονομικής επέκτασης: βλ. σχετικά, Blanchard 2006, σελ. 524-532.

[20] Η εν λόγω απόπειρα ενέχει και τον ακόλουθο –άρρητο– συλλογισμό: η αναμενόμενη, στην αμέσως επόμενη περίοδο, ισχυρή αύξηση της ανεργίας θα συμπιέσει το μερίδιο των μισθών (συνεπεία μείωσης της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών) και, άρα, θα αυξήσει τα κέρδη και, κατ’ επέκταση, τον όγκο των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, δεν απαιτείται η αύξηση των κρατικών δαπανών, διότι η τόνωση της ενεργού ζητήσεως θα συντελεσθεί μέσω της αύξησης των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Όπως ήδη σημειώσαμε, όμως, εάν το σύστημα βρίσκεται σε «κατάσταση υποκατανάλωσης» (πράγμα που δεν αποκλείεται καθόλου, εάν ληφθεί υπόψη ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται, σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, τάση σταθερής μείωσης του μεριδίου των μισθών –βλ. π.χ. Ellis & Smith 2007– τότε το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η μείωση της ενεργού ζητήσεως.

ΠΗΓΗ:http://istrilatis.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.