By ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ on 17/04/2015
Παναγιώτης Ήφαιστος https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/
Σχόλια με αφορμή το άρθρο «The power of families. Dynasties. The enduring power of families in business and politics should trouble believers in meritocracy» (Δυναστείες. Η ισχύς των οικογενειών: Η ανθεκτική ισχύς των οικογενειών στις επιχειρήσεις και στην πολιτική πρέπει να ανησυχούν όσους θέλουν αξιοκρατία) του Economist.
Το σύντομο άρθρο του Economistπου παρατίθεται πιο κάτω αφορά ζωτικά την την καθ’ ημάς συζήτηση για την ολιγαρχική δομή των μοντερνιστικών καθεστώτων και την δομική διαφορά τους από την κλασικά νοούμενη δημοκρατία την οποία εν τούτοις ουκ ολίγοι επικαλούνται λαθραία. Σίγουρα, οι αναλύσεις του συναδέλφου Γιώργου Κοντογιώργη είναι πρωτότυπες και μοναδικές στην ανάλυση αυτών των φαινομένων και η τυπολογία που διαμόρφωσε διαχρονικής σημασίας.
Το αγγλικό άρθρο που παρατίθεται πιο κάτω βασικά εξηγεί ότι η ολιγαρχία είναι εύπλαστη και ευέλικτη. Αναπαράγεται διαχρονικά πλην ως συνήθως στις δυτικές αναλύσεις που βρίσκονται καταβυθισμένες στα αδιέξοδα θεωρήματα και ιδεολογήματα της εποχής των δουλοπαροίκων. Θεωρούν την ολιγαρχική δεσποτεία φυσιολογική και δεν προχωρούν σε μια ένταξη του προβληματισμού στα πεδία των συζητήσεων για τις ιδιότητες της εθνοκρατικής ανθρωπολογίας και των εξουσιαστικών ιεραρχήσεων. Όταν το κάνουν είτε περιπίπτουν σε γραμμικές θεσμικές απλουστεύσεις για το πώς συγκροτούνται και συγκρατούνται τα κράτη είτε το πιθανότερο διολισθαίνουν σε θολά ή ηγεμονικά υποβαλλόμενα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα θεωρήματα και ιδεολογήματα.
Σημασία στο παρόν σύντομο σχόλιο έχει να πούμε ότι τα μετά-Μεσαιωνικά ελίτ των φεουδαρχών και γεωκτημόνων της Ευρώπης που στην συνέχεια έγιναν οι ιδιοκτήτες των μέσων μαζικής παραγωγής του καπιταλισμού, οι χρηματοοικονομικοί προύχοντες ιδιοκτήτες των τραπεζών και τα ολιγαρχικά πολιτικά ελίτ που υπηρετούσαν τις εξουσίες, ως αλληλένδετες ομάδες, άλλαζαν μεν το περιεχόμενό τους με «νέα τζάκια» ή με εμπλουτισμό τους από μεσαία στρώματα που ανέρχονται για διάφορους λόγους στην ιεραρχία της κατοχής πλούτου, πλην μορφικά (τα μετά-Μεσαιωνικά ελίτ) παραμένουν τα ίδια.
Τα ολιγαρχικά φαινόμενα επεκτάθηκαν και στα εξαρτημένα κράτη όπως το δικό μας στο οποίο και αναφέρεται ή σε κράτη που προέκυψαν από την κατεδάφιση των αποικιών. Εκεί όμως το ζήτημα ίσως να τίθεται σε διαφορετική βάση: Επειδή οι υποκείμενες ιστορικά διαμορφωμένες εθνικές ανθρωπολογίες είναι διαφορετικής ιστορικής εξέλιξης, σύνθεσης, υπόστασης από άποψη πολιτικών παραδόσεων και φυσιογνωμίας μελλοντικά ενδέχεται θα κινηθούν δυναμικά και ενδεχομένως δημιουργικά όσον αφορά την κρατική συγκρότηση.
Σημασία έχει να πούμε εδώ ότι όταν επικρατούν ολιγαρχικές δομές η δημοκρατία πάσχει τόσο από άποψη κατόχου του κράτους (ανήκει στην κοινωνία ή στα ελίτ που εξουσιάζουν ή καικατεξουσιάζουν;) όσο και από άποψη δημοκρατικού προσανατολισμού (ο πολίτης τείνει να γίνει ολοένα και περισσότερο εντολέας της εξουσίας ή το αντίστροφο;).
Σε αυτή την συζήτηση, πάντως, και χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε ως σημαίνων φαινόμενο το γεγονός ότι τα κράτη, ακόμη και τα ισχυρά, καθώς επίσης και διεθνείς θεσμοί συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, περιέρχονται ολοένα και περισσότερο στον έλεγχο μιας πρωτοφανούς διεθνικής ιδιωτείας κερδοσκόπων, τοκογλύφων και τυχοδιωχτών που κατέχουν απέραντη ισχύ αλλά η ισχύς τους κοινωνικοπολιτικά ελέγχεται ελάχιστα ή καθόλου.
Τα πιο πάνω αφορούν ζωτικά τη σχέση μεταξύ του ιδεολογικού φαινομένου, τις επικλήσεις της δημοκρατίας και τον ολιγαρχικό προσανατολισμό της πολιτικής που σε συνδυασμό με την δύναμη της διεθνικής ιδιωτείας η εξουσία καθίσταται ολοένα και πιο δεσποτική.Αυτό είναι ίσως και τα σημαντικότερα ζητήματα του μέλλοντος. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να αναφερθούν και τα εξής που αφορούν την μετά-Μεσαιωνική διαδρομή μέχρι και σήμερα:
Πρώτον, η μετάβαση από τον Θεοκρατικό Μεσαίωνα στους Νέους Χρόνους ήταν μεν συγκριτικά με την Θεοκρατία πρόοδος πλην οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κλασική εποχή και τον κοσμοσυστημικό προσανατολισμό του κόσμου όπως εξελίχθηκε μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους.
Δεύτερον, η ιδεολογικά στρατευμένη πορεία της πολιτικής θεωρίας μετά τον 16ο αιώνα οδήγησε σε ένα κατήφορο και σ’ ένα πολιτικοπνευματικό μπέρδεμα άνευ προηγουμένου. Τόσο σε πολλές φιλελεύθερες εκδοχές της όσο και στις μορφικά πανομοιότυπες κομμουνιστικές εκδοχές, οι ιδεολογίες επιδίωκαν και συνέχισαν να επιδιώκουν μια οικονομική ανθρωπολογία κρατική ή πλανητική. Αυτή η οικονομική ανθρωπολογία αφορά τόσο την κρατική συγκρότηση όσο και την διεθνιστική αξίωση για πλανητική ανθρωπολογική και πολιτική εξίσωση.
Οι διεθνιστικές αξιώσεις τον τελευταίο αιώνα, πάντως, δεν ήταν παρά μεταμφιέσεις των αξιώσεων ισχύος των μεγάλων δυνάμεων και εμπεριέχονται σε αμφότερες τις προαναφερθείσες μοντερνιστικές ιδεολογίες. Στην ύστερη κοσμοπολίτικη εκδοχή τους όπως διατυπώνεται από το θεώρημα-ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ανάλογη διεθνιστική μεταμφίεση των τοκογλύφων και κερδοσκόπων.
Αρκεί εδώ να επισημάνουμε ότι ο σύγχρονος διεθνισμός διαφέρει ριζικά από τα κοσμοσυστήματα του παρελθόντος. Δηλαδή της εποχής που αρχίζει μετά το τέλος του συστήματος των Πόλεων της Αρχαιότητας και την είσοδο στην μετακρατοκεντρικήκοσμοσυστημική εποχή που συνεχίστηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα.
Ένα είναι σίγουρο. Ο διεθνισμός όλων των εκδοχών της σύγχρονης εποχής νεφελοβατεί όπως προαναφέραμεπεριπλανάται μέσα σε ανύπαρκτες ουτοπικές και παντελώς ανέφικτες διαβαθμίσεις πλανητικής ανθρωπολογικής εξομοίωσης και πλανητικής πολιτικής εξίσωσης ως και να ήταν γραμμικά εύκολο και αυτονόητο να συνυπάρξουν πολιτικά διαφορετικές κοινωνικές οντότητες.
Εξομοίωση δηλαδή και εξίσωση που σημαίνει ότι έχουμε μια δομή διαφορετικής τάξης από τα μετά-κρατοκεντρικάκοσμοσυστήματα του παρελθόντος όπου ανάλογα και αντίστοιχα με την περίπτωση και την εποχή η αυτοθέσμιση των διακριτών κοινωνικών οντοτήτων δεν προϋπόθετε ανθρωπολογική ισοπέδωση.
Τρίτον, η μεγάλη ειδοποιός διαφορά έγκειται στην εξέλιξη των πραγμάτων μετά τον 18ο αιώνα όταν πλέον κυριαρχεί η ιδεολογική πρόσληψη της «πολιτικής». Με δεδομένη την αποικιοκρατική καταστολή των μεγάλων εθνών της ιστορίας η προσπάθεια δημιουργίας πολιτικής ανθρωπολογίας των κρατών της μετά-Μεσαιωνικής Ευρώπης (όπου συντριπτικά συνέχισε να κυριαρχεί η δουλοπαροικία, βασικά μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση) οδήγησε σε ένα αφύσικο πολιτικό κατήφορο: Συνοπτικά εδώ –αυτό το φαινόμενο αναλύεται σε πολλά άλλα κείμενα και κυρίως στα κεφάλαια 4 και 5 του «Κοσμοθεωρία των Εθνών», εκτενέστατα δε σε πολλά βιβλία του Παναγιώτη Κονδύλη ιδιαίτερα στον Τόμο Β του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού» – ενώ οι μηδενιστικές τάσεις των Νέων Χρόνων είναι εγγενείς με την μετεξέλιξη της νεοτερικότητας [αντί-θεοκρατικό, αντί-Εκκλησιαστικό, αντί-Θρησκευτικό, αντί-πνευματικό τουτέστιν υλιστικό] για λόγους καθεστωτικής αυτοσυντήρησης δεν άφηναν τον μηδενισμό να κυριαρχήσει στο κρατικό σύστημα.
Μολαταύτα οι συνεπείς υλιστές όπως ο LaMettrieκαι ο Μαρκήσιος deSade πειστικά εξήγησαν πως εάν η επιδίωξη είναι η υλιστική ανθρωπολογία τότε ο μηδενισμός είναι η φυσική απόληξη της σκέψης και της πράξης με οτιδήποτε σημαίνει αυτό (ο Μαρκήσιος deSadeτο αποτύπωσε κάτι περισσότερο από παραστατικά).
Τέταρτο και σχετικό, η ταραχώδης μετάβαση από την μοντερνιστική εποχή του ιεραρχημένου αστικού και αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην μεταμοντέρνα εποχή της μαζικοπαραγωγής, της μαζικοκατανάλωσης, της αστικοποίησης και των προεκτάσεών τους πάνω στις κρατικές ανθρωπολογίες, ενίσχυσε τα μηδενιστικά φαινόμενα.
Οι αντιστάσεις κατά του μηδενισμού βέβαια είναι αντίστοιχες και ανάλογες και συνεχίζεται μια πρωτόγνωρη αντιπαράθεση μεταξύ παραδοχών πράξεων και αποφάσεων που στηρίζουν μια περιεκτική πολιτική ανθρωπολογίαπου αυτοθεσμίζεται και αυτοσυγκροτείταιΑριστοτελικά και των αντίθετών τους που ευνοούν μια εκμηδενισμένη ανθρωπολογία την οποία λίγο πολύ κηρύττουν τα επιστημονικά μεταμφιεσμέναεθνομηδενιστικά κινήματα.
Στην Ελλάδα η σχετικά πρόσφατη συζήτηση για τα βιβλία της ιστορίας είναι συναφής και σχετική. Αξίζει μάλιστα να αναζωπυρωθεί μετά τις εκπληκτικά ανιστόρητες θέσεις που ακούγονται ξανά και που συμβολίζονται από μια εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και από την ομιλία του νυν πρωθυπουργού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν εκφώνησε τον Πανηγυρικό για την 25 Μαρτίου. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να πούμε ότι η εθνομηδενιστική κλίση είναι αριστεροδεξιά και εκτείνεται σε όλο το κομματικό φάσμα. Το μπερδεμένο κομματικό φάσμα μέσα στο οποίο η πνευματική και πολιτική σύγχυση είναι πλέον Γόρδιος Δεσμός.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αντιπαράθεση της Αριστοτελικά προσανατολισμένης πολιτικής με την υλιστικά νοούμενη κρατική ή πλανητική οργάνωση της οποίας οι λογικές απολήξεις είναι ο μηδενισμός και η ωμή αθέσμιστη ισχύς. Η Αριστοτελική συνεπάγεται ένα πολιτειακό βίο όπου αναζητώντας τον κατ’ αλήθειαν συλλογικό τρόπο ζωής λαμβάνει χώρα μια διαρκής σύμμειξη και μέθεξη αισθητών και πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων.
Στην αντίθετη πλευρά είναι η ιδεολογικά νοούμενη μοντερνιστική πολιτική οργάνωση: Μέσα στην δημόσια σφαίρα ο πολίτης εισέρχεται χωρίς πνεύμα. Αν και θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τελευταίο έχει ρίζες στους σοφιστές μια τέτοια γραμμική αναγωγή είναι παρακινδυνευμένη, καθότι οι αρχαίες σοφιστικές εκδοχές είναι πολλές και διαχρονικά ποικιλόμορφες. Ο συνεπής μεταμοντέρνος μηδενισμός πάντως είναι σαφής και ρητός: Ο άνθρωπος είναι μόνο ύλη και η κατ’ αυτόν λεγόμενη ψυχή είναι σαλέματα της ύλης. Όπως εξηγείται σε άλλη δημοσίευση και όπως αναλύεται εκτενώς σε πολλά κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη ιδιαίτερα στον Τόμο Β του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ενώ οι μηδενιστικές τάσεις των Νέων Χρόνων είναι εγγενείς με την μετεξέλιξη της νεοτερικότηταςγια λόγους καθεστωτικής αυτοσυντήρησης ποτέ δεν επέτρεπαν στον μηδενισμό να κυριαρχήσει στο κρατικό σύστημα.
Πρόκειται βασικά για μια θανάσιμη ιστορική σύγκρουση της Αριστοτελικής πρόσληψης της πολιτικής αρχικά με την μοντέρνα και στην συνέχεια με την μεταμοντέρνα αντίληψη που προϋποθέτει ή εξ ανάγκης επιζητά μια συρρικνωμένη ανθρωπολογία.Δεν είναι του παρόντος αλλά θεωρούμε ότι αυτή η σύγκρουση είναι το μεγαλύτερο ζήτημα του μέλλοντος, με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι μετά το 1990 εγείρονται μικρά, μεσαία και γιγαντιαία εθνοκράτη των οποίων οι εθνικές ανθρωπολογίες και οι πολιτικές παραδόσεις μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν υπό καταστολή. Μολαταύτα, οι ιστορικές σχέσεις αυτών των εθνών με τον μοντερνισμό μέσω αποικιοκρατίας δημιουργεί και εκεί μια περίεργη και σίγουρα πιο δυναμική σχέση μεταξύ κρατικών δομών και υποκείμενων εθνικών ανθρωπολογιών.
Ευρύτερα τώρα, πάνω στην πλάστιγγα της διαμάχης μεταξύ μιας ανθρωποκεντρικής Αριστοτελικής πολιτειακής συγκρότησης και των μοντέρνων/μεταμοντέρνων παραδοχών κανείς θα πρέπει να συνεκτιμήσει και το γεγονός ότι στην διαπάλη εισέρχεται και η προαναφερθείσα διεθνική ιδιωτεία η οποία πλέον ελέγχει τον πλούτο, κράτη εν μέρει ή εν όλω και διεθνείς θεσμούς. Κατέχει δηλαδή αθέσμιστη διανεμητική ισχύ με τρόπο πρωτοφανή ιστορικά και με αποτέλεσμα καίρια πλήγματα στην δημοκρατική συγκρότηση των σύγχρονων εθνοκρατών.
Το γεγονός πάντως ότι ένα περιοδικό μεγάλου κύρους στον Δυτικό κόσμο όπως το Economistεπισημαίνει τον αναξιοκρατικό χαρακτήρα των ολιγαρχικών οικογενειακών ομαδοποιήσεων δεν είναι άνευ σημασία. Όσο προχωρούμε στον 20ο αιώνα θα καθίσταται ολοένα και ποιο φανερός ο επίπλαστος και ευάλωτος χαρακτήρας των μοντερνιστικών εποικοδομημάτων της ύστερης εποχής τα οποία γνώρισαν μια πρόσκαιρη σταθερότητα τόσο λόγω των νέο-αποικιακών δομών του σύγχρονου ηγεμονισμού όσο και λόγω των συσπειρώσεων και ομαδοποιήσεων που προκάλεσε ο Ψυχρός Πόλεμος και που σιγά-σιγά αποδυναμώνονται ή διαλύονται.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι εκεί ολόρθο: Ερήμην των μοντερνιστικών κρατικών εποικοδομημάτων σε Ανατολή και Δύση οι υποκείμενες κοινωνίες ποτέ δεν σταμάτησαν όπως πάντα έκαναν να αυτοθεσμίζονται με ιδιαίτερο και ιδιόμορφο τρόπο που βάθαινε την ετερότητα των κρατικών τους ανθρωπολογιών.
Όσο ωριμάζουν, αφυπνίζονται και αναδύονται πολιτικά ο υποκείμενες ανθρωπολογίες που βρισκόταν μέσα σε μοντερνιστικούς γύψους τόσο περισσότερο τα μέλη τους θα αναζητούν να καταστούν κάτοχοι του κράτους και εντολείς της εξουσίας. Τόσο περισσότερο δηλαδή θα φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια των ολιγαρχικών δομών.
Ένα ζήτημα σίγουρα είναι το κατά πόσο οι πολιτικές μεταλλάξεις που αναπόδραστα επέρχονται θα συντελούνται ειρηνικά ή βίαια. Ένα ζήτημα που αναδεικνύει η συντρέχουσα κρίση, πάντως, είναι το γεγονός πως οι τεχνοκρατικές και ολιγαρχικές ελίτ δεν έχουν πλέον την ικανότητα όπως στο παρελθόν να κατευνάζουν τους πολίτες. Οι τελευταίοι, εκτός του ότι δεν θέλουν να είναι πλέον «μάζα» και «υπήκοοι» παρόμοια με την εποχή του λεγόμενου Διαφωτισμού, οι οικονομικές πολιτικές που υποβάλλει μια τεχνόσφαιραΔαρβινιστικών αντιλήψεων, καταμαρτυρούν πολιτικοοικονομικούς ολιγάρχες ανίκανους να δουν πάνω από ένα μέτρο από το άπληστο σαρκίο τους.
“AS A democracy the United States ought presumably to be able to dispense with dynastic families,” wrote Arthur Schlesinger junior, one of America’s best-known historians, in 1947. Yet almost 70 years on, next year’s presidential election could well become a family affair. A Clinton or a Bush has been on the ticket in seven of the past nine races. Hillary v Jeb may offend against equal opportunity, but not the laws of statistics.
How, people wonder, can this happen in a country that went to war to rid itself of a king’s hereditary authority? That is the wrong question. Around the world, in politics and business, power is still concentrated in the family. Power families and dynasties are here to stay. The question is how to ensure that they are a force for good.
In politics the Clintons and the Bushes hardly count as exceptions. The leaders of Japan, South Korea, the Philippines and Bangladesh are all related to former political chiefs. The “Stans” of Central Asia are family fiefs. The Gandhis are struggling in India, as are the Bhuttos in Pakistan, but the Kenyattas are kings in Kenya, a Fujimori is once again leading the polls in Peru and a Trudeau has a fighting chance in Canada. Meanwhile the lengthy catalogue of China’s “princelings”, the children of Communist Party grandees, starts right at the top with the president, Xi Jinping.
In Europe family power is one reason why politics seems like a closed shop. Fifty-seven of the 650 members of the recently dissolved British Parliament are related to current or former MPs. François Hollande, France’s president, has four children with Ségolène Royal, who ran for the presidency in 2007. Three generations of Le Pens are squabbling over their insurgent party, the Front National (see article). Belgium’s prime minister is the son of a former foreign minister and European commissioner. The names Papandreou and Karamanlis still count for something in Greece.
In business, too, family companies continue to thrive, as our special report in this issue explains. More than 90% of the world’s businesses are family-managed or -controlled, including some of the biggest, such as News Corp and Volkswagen, a carmaker in the throes of a boardroom battle between its two main family owners. The Boston Consulting Group calculates that families own or control 33% of American companies and 40% of French and German ones with revenues of more than $1 billion a year. In the emerging world the preponderance of family control is greater still.
The importance of power families would have surprised the founders of modern economic and political theory. Political dynasties were supposed to fade as ordinary people got the vote. Family businesses were supposed to lose ground as public companies raised money from millions of small investors.
Why family firms remain an important feature of global capitalism
This never happened—partly because many advantages of kinship proved surprisingly enduring. Political dynasties have a powerful mixture of brand names and personal connections. Family companies can be more flexible and far-seeing than public companies. Family owners typically want their firms to last for generations, and they can make long-term investments without worrying about shareholders hunting for immediate profits.
Power families have also prospered from big, and welcome, social and economic shifts. Their prominence reflects the increasing prosperity of Asia, where families traditionally play a large role. The emancipation of women is doubling the talent pool. In an earlier age political chauvinism would have excluded Park Geun-hye, Keiko Fujimori—and Mrs Clinton. Likewise women have successfully taken the reins at Spain’s Santander bank, Australia’s Hancock Prospecting, and even Saudi Arabia’s Olayan Financing Company.
However, family power poses problems. Liberals, such as this newspaper, believe in the importance of protecting private property and allowing entrepreneurs to enjoy the fruits of their talents. But at the same time they believe that people should be judged on their individual merits rather than their family connections or their brand name. The New York Times reckons that the son of a governor is 6,000 times more likely than the average American male baby-boomer to become a governor himself, and the son of a senator is 8,500 times more likely to become a senator. The concentration of power and wealth in a small elite raises questions about legitimacy.
Family power also has its dark side—especially where business and politics are entwined in an exclusive nexus of money and influence (see article). The Clintons are a worrying example: all sorts of people, including foreign governments, have given millions to the Clinton family foundation, perhaps in part because they think it will give them influence over a future president. Lazy incumbents have an incentive to use political connections to protect themselves from competition. This can lead to corruption. A study found that in 2003 firms representing almost 8% of the world’s market capitalisation were run by relatives of their countries’ political leaders. Even without political connections, business families can exercise an unhealthy influence over the wider economy. Pyramid ownership structures enable a small chunk of capital to exert a large degree of control. Another study found that the richest ten families controlled 34% of market capitalisation in Portugal and 29% in both France and Switzerland.
Family values, public goods
The secret to healthy family power is competition. In an open system of free markets, governed by the rule of law and held to account by a free press, nepotism matters less. America’s vastly expensive elections favour political machines: another reason to re-examine campaign finance. Pyramid structures lock up capital markets. America limited them in the 1930s. Britain followed suit in the late 1960s and Israel is doing the same. So should other countries. Inheritance taxes in places such as Britain favour the family company: it should survive on its merits. Family power, like any other sort, needs watching over. If it cannot be contested, it should not be welcome.
http://www.economist.com/news/leaders/21648639-enduring-power-families-business-and-politics-should-trouble-believers
Παναγιώτης Ήφαιστος https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/
Σχόλια με αφορμή το άρθρο «The power of families. Dynasties. The enduring power of families in business and politics should trouble believers in meritocracy» (Δυναστείες. Η ισχύς των οικογενειών: Η ανθεκτική ισχύς των οικογενειών στις επιχειρήσεις και στην πολιτική πρέπει να ανησυχούν όσους θέλουν αξιοκρατία) του Economist.
Το σύντομο άρθρο του Economistπου παρατίθεται πιο κάτω αφορά ζωτικά την την καθ’ ημάς συζήτηση για την ολιγαρχική δομή των μοντερνιστικών καθεστώτων και την δομική διαφορά τους από την κλασικά νοούμενη δημοκρατία την οποία εν τούτοις ουκ ολίγοι επικαλούνται λαθραία. Σίγουρα, οι αναλύσεις του συναδέλφου Γιώργου Κοντογιώργη είναι πρωτότυπες και μοναδικές στην ανάλυση αυτών των φαινομένων και η τυπολογία που διαμόρφωσε διαχρονικής σημασίας.
Το αγγλικό άρθρο που παρατίθεται πιο κάτω βασικά εξηγεί ότι η ολιγαρχία είναι εύπλαστη και ευέλικτη. Αναπαράγεται διαχρονικά πλην ως συνήθως στις δυτικές αναλύσεις που βρίσκονται καταβυθισμένες στα αδιέξοδα θεωρήματα και ιδεολογήματα της εποχής των δουλοπαροίκων. Θεωρούν την ολιγαρχική δεσποτεία φυσιολογική και δεν προχωρούν σε μια ένταξη του προβληματισμού στα πεδία των συζητήσεων για τις ιδιότητες της εθνοκρατικής ανθρωπολογίας και των εξουσιαστικών ιεραρχήσεων. Όταν το κάνουν είτε περιπίπτουν σε γραμμικές θεσμικές απλουστεύσεις για το πώς συγκροτούνται και συγκρατούνται τα κράτη είτε το πιθανότερο διολισθαίνουν σε θολά ή ηγεμονικά υποβαλλόμενα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα θεωρήματα και ιδεολογήματα.
Σημασία στο παρόν σύντομο σχόλιο έχει να πούμε ότι τα μετά-Μεσαιωνικά ελίτ των φεουδαρχών και γεωκτημόνων της Ευρώπης που στην συνέχεια έγιναν οι ιδιοκτήτες των μέσων μαζικής παραγωγής του καπιταλισμού, οι χρηματοοικονομικοί προύχοντες ιδιοκτήτες των τραπεζών και τα ολιγαρχικά πολιτικά ελίτ που υπηρετούσαν τις εξουσίες, ως αλληλένδετες ομάδες, άλλαζαν μεν το περιεχόμενό τους με «νέα τζάκια» ή με εμπλουτισμό τους από μεσαία στρώματα που ανέρχονται για διάφορους λόγους στην ιεραρχία της κατοχής πλούτου, πλην μορφικά (τα μετά-Μεσαιωνικά ελίτ) παραμένουν τα ίδια.
Τα ολιγαρχικά φαινόμενα επεκτάθηκαν και στα εξαρτημένα κράτη όπως το δικό μας στο οποίο και αναφέρεται ή σε κράτη που προέκυψαν από την κατεδάφιση των αποικιών. Εκεί όμως το ζήτημα ίσως να τίθεται σε διαφορετική βάση: Επειδή οι υποκείμενες ιστορικά διαμορφωμένες εθνικές ανθρωπολογίες είναι διαφορετικής ιστορικής εξέλιξης, σύνθεσης, υπόστασης από άποψη πολιτικών παραδόσεων και φυσιογνωμίας μελλοντικά ενδέχεται θα κινηθούν δυναμικά και ενδεχομένως δημιουργικά όσον αφορά την κρατική συγκρότηση.
Σημασία έχει να πούμε εδώ ότι όταν επικρατούν ολιγαρχικές δομές η δημοκρατία πάσχει τόσο από άποψη κατόχου του κράτους (ανήκει στην κοινωνία ή στα ελίτ που εξουσιάζουν ή καικατεξουσιάζουν;) όσο και από άποψη δημοκρατικού προσανατολισμού (ο πολίτης τείνει να γίνει ολοένα και περισσότερο εντολέας της εξουσίας ή το αντίστροφο;).
Σε αυτή την συζήτηση, πάντως, και χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε ως σημαίνων φαινόμενο το γεγονός ότι τα κράτη, ακόμη και τα ισχυρά, καθώς επίσης και διεθνείς θεσμοί συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, περιέρχονται ολοένα και περισσότερο στον έλεγχο μιας πρωτοφανούς διεθνικής ιδιωτείας κερδοσκόπων, τοκογλύφων και τυχοδιωχτών που κατέχουν απέραντη ισχύ αλλά η ισχύς τους κοινωνικοπολιτικά ελέγχεται ελάχιστα ή καθόλου.
Τα πιο πάνω αφορούν ζωτικά τη σχέση μεταξύ του ιδεολογικού φαινομένου, τις επικλήσεις της δημοκρατίας και τον ολιγαρχικό προσανατολισμό της πολιτικής που σε συνδυασμό με την δύναμη της διεθνικής ιδιωτείας η εξουσία καθίσταται ολοένα και πιο δεσποτική.Αυτό είναι ίσως και τα σημαντικότερα ζητήματα του μέλλοντος. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να αναφερθούν και τα εξής που αφορούν την μετά-Μεσαιωνική διαδρομή μέχρι και σήμερα:
Πρώτον, η μετάβαση από τον Θεοκρατικό Μεσαίωνα στους Νέους Χρόνους ήταν μεν συγκριτικά με την Θεοκρατία πρόοδος πλην οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κλασική εποχή και τον κοσμοσυστημικό προσανατολισμό του κόσμου όπως εξελίχθηκε μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους.
Δεύτερον, η ιδεολογικά στρατευμένη πορεία της πολιτικής θεωρίας μετά τον 16ο αιώνα οδήγησε σε ένα κατήφορο και σ’ ένα πολιτικοπνευματικό μπέρδεμα άνευ προηγουμένου. Τόσο σε πολλές φιλελεύθερες εκδοχές της όσο και στις μορφικά πανομοιότυπες κομμουνιστικές εκδοχές, οι ιδεολογίες επιδίωκαν και συνέχισαν να επιδιώκουν μια οικονομική ανθρωπολογία κρατική ή πλανητική. Αυτή η οικονομική ανθρωπολογία αφορά τόσο την κρατική συγκρότηση όσο και την διεθνιστική αξίωση για πλανητική ανθρωπολογική και πολιτική εξίσωση.
Οι διεθνιστικές αξιώσεις τον τελευταίο αιώνα, πάντως, δεν ήταν παρά μεταμφιέσεις των αξιώσεων ισχύος των μεγάλων δυνάμεων και εμπεριέχονται σε αμφότερες τις προαναφερθείσες μοντερνιστικές ιδεολογίες. Στην ύστερη κοσμοπολίτικη εκδοχή τους όπως διατυπώνεται από το θεώρημα-ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ανάλογη διεθνιστική μεταμφίεση των τοκογλύφων και κερδοσκόπων.
Αρκεί εδώ να επισημάνουμε ότι ο σύγχρονος διεθνισμός διαφέρει ριζικά από τα κοσμοσυστήματα του παρελθόντος. Δηλαδή της εποχής που αρχίζει μετά το τέλος του συστήματος των Πόλεων της Αρχαιότητας και την είσοδο στην μετακρατοκεντρικήκοσμοσυστημική εποχή που συνεχίστηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα.
Ένα είναι σίγουρο. Ο διεθνισμός όλων των εκδοχών της σύγχρονης εποχής νεφελοβατεί όπως προαναφέραμεπεριπλανάται μέσα σε ανύπαρκτες ουτοπικές και παντελώς ανέφικτες διαβαθμίσεις πλανητικής ανθρωπολογικής εξομοίωσης και πλανητικής πολιτικής εξίσωσης ως και να ήταν γραμμικά εύκολο και αυτονόητο να συνυπάρξουν πολιτικά διαφορετικές κοινωνικές οντότητες.
Εξομοίωση δηλαδή και εξίσωση που σημαίνει ότι έχουμε μια δομή διαφορετικής τάξης από τα μετά-κρατοκεντρικάκοσμοσυστήματα του παρελθόντος όπου ανάλογα και αντίστοιχα με την περίπτωση και την εποχή η αυτοθέσμιση των διακριτών κοινωνικών οντοτήτων δεν προϋπόθετε ανθρωπολογική ισοπέδωση.
Τρίτον, η μεγάλη ειδοποιός διαφορά έγκειται στην εξέλιξη των πραγμάτων μετά τον 18ο αιώνα όταν πλέον κυριαρχεί η ιδεολογική πρόσληψη της «πολιτικής». Με δεδομένη την αποικιοκρατική καταστολή των μεγάλων εθνών της ιστορίας η προσπάθεια δημιουργίας πολιτικής ανθρωπολογίας των κρατών της μετά-Μεσαιωνικής Ευρώπης (όπου συντριπτικά συνέχισε να κυριαρχεί η δουλοπαροικία, βασικά μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση) οδήγησε σε ένα αφύσικο πολιτικό κατήφορο: Συνοπτικά εδώ –αυτό το φαινόμενο αναλύεται σε πολλά άλλα κείμενα και κυρίως στα κεφάλαια 4 και 5 του «Κοσμοθεωρία των Εθνών», εκτενέστατα δε σε πολλά βιβλία του Παναγιώτη Κονδύλη ιδιαίτερα στον Τόμο Β του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού» – ενώ οι μηδενιστικές τάσεις των Νέων Χρόνων είναι εγγενείς με την μετεξέλιξη της νεοτερικότητας [αντί-θεοκρατικό, αντί-Εκκλησιαστικό, αντί-Θρησκευτικό, αντί-πνευματικό τουτέστιν υλιστικό] για λόγους καθεστωτικής αυτοσυντήρησης δεν άφηναν τον μηδενισμό να κυριαρχήσει στο κρατικό σύστημα.
Μολαταύτα οι συνεπείς υλιστές όπως ο LaMettrieκαι ο Μαρκήσιος deSade πειστικά εξήγησαν πως εάν η επιδίωξη είναι η υλιστική ανθρωπολογία τότε ο μηδενισμός είναι η φυσική απόληξη της σκέψης και της πράξης με οτιδήποτε σημαίνει αυτό (ο Μαρκήσιος deSadeτο αποτύπωσε κάτι περισσότερο από παραστατικά).
Τέταρτο και σχετικό, η ταραχώδης μετάβαση από την μοντερνιστική εποχή του ιεραρχημένου αστικού και αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην μεταμοντέρνα εποχή της μαζικοπαραγωγής, της μαζικοκατανάλωσης, της αστικοποίησης και των προεκτάσεών τους πάνω στις κρατικές ανθρωπολογίες, ενίσχυσε τα μηδενιστικά φαινόμενα.
Οι αντιστάσεις κατά του μηδενισμού βέβαια είναι αντίστοιχες και ανάλογες και συνεχίζεται μια πρωτόγνωρη αντιπαράθεση μεταξύ παραδοχών πράξεων και αποφάσεων που στηρίζουν μια περιεκτική πολιτική ανθρωπολογίαπου αυτοθεσμίζεται και αυτοσυγκροτείταιΑριστοτελικά και των αντίθετών τους που ευνοούν μια εκμηδενισμένη ανθρωπολογία την οποία λίγο πολύ κηρύττουν τα επιστημονικά μεταμφιεσμέναεθνομηδενιστικά κινήματα.
Στην Ελλάδα η σχετικά πρόσφατη συζήτηση για τα βιβλία της ιστορίας είναι συναφής και σχετική. Αξίζει μάλιστα να αναζωπυρωθεί μετά τις εκπληκτικά ανιστόρητες θέσεις που ακούγονται ξανά και που συμβολίζονται από μια εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και από την ομιλία του νυν πρωθυπουργού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν εκφώνησε τον Πανηγυρικό για την 25 Μαρτίου. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να πούμε ότι η εθνομηδενιστική κλίση είναι αριστεροδεξιά και εκτείνεται σε όλο το κομματικό φάσμα. Το μπερδεμένο κομματικό φάσμα μέσα στο οποίο η πνευματική και πολιτική σύγχυση είναι πλέον Γόρδιος Δεσμός.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αντιπαράθεση της Αριστοτελικά προσανατολισμένης πολιτικής με την υλιστικά νοούμενη κρατική ή πλανητική οργάνωση της οποίας οι λογικές απολήξεις είναι ο μηδενισμός και η ωμή αθέσμιστη ισχύς. Η Αριστοτελική συνεπάγεται ένα πολιτειακό βίο όπου αναζητώντας τον κατ’ αλήθειαν συλλογικό τρόπο ζωής λαμβάνει χώρα μια διαρκής σύμμειξη και μέθεξη αισθητών και πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων.
Στην αντίθετη πλευρά είναι η ιδεολογικά νοούμενη μοντερνιστική πολιτική οργάνωση: Μέσα στην δημόσια σφαίρα ο πολίτης εισέρχεται χωρίς πνεύμα. Αν και θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τελευταίο έχει ρίζες στους σοφιστές μια τέτοια γραμμική αναγωγή είναι παρακινδυνευμένη, καθότι οι αρχαίες σοφιστικές εκδοχές είναι πολλές και διαχρονικά ποικιλόμορφες. Ο συνεπής μεταμοντέρνος μηδενισμός πάντως είναι σαφής και ρητός: Ο άνθρωπος είναι μόνο ύλη και η κατ’ αυτόν λεγόμενη ψυχή είναι σαλέματα της ύλης. Όπως εξηγείται σε άλλη δημοσίευση και όπως αναλύεται εκτενώς σε πολλά κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη ιδιαίτερα στον Τόμο Β του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ενώ οι μηδενιστικές τάσεις των Νέων Χρόνων είναι εγγενείς με την μετεξέλιξη της νεοτερικότηταςγια λόγους καθεστωτικής αυτοσυντήρησης ποτέ δεν επέτρεπαν στον μηδενισμό να κυριαρχήσει στο κρατικό σύστημα.
Πρόκειται βασικά για μια θανάσιμη ιστορική σύγκρουση της Αριστοτελικής πρόσληψης της πολιτικής αρχικά με την μοντέρνα και στην συνέχεια με την μεταμοντέρνα αντίληψη που προϋποθέτει ή εξ ανάγκης επιζητά μια συρρικνωμένη ανθρωπολογία.Δεν είναι του παρόντος αλλά θεωρούμε ότι αυτή η σύγκρουση είναι το μεγαλύτερο ζήτημα του μέλλοντος, με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι μετά το 1990 εγείρονται μικρά, μεσαία και γιγαντιαία εθνοκράτη των οποίων οι εθνικές ανθρωπολογίες και οι πολιτικές παραδόσεις μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν υπό καταστολή. Μολαταύτα, οι ιστορικές σχέσεις αυτών των εθνών με τον μοντερνισμό μέσω αποικιοκρατίας δημιουργεί και εκεί μια περίεργη και σίγουρα πιο δυναμική σχέση μεταξύ κρατικών δομών και υποκείμενων εθνικών ανθρωπολογιών.
Ευρύτερα τώρα, πάνω στην πλάστιγγα της διαμάχης μεταξύ μιας ανθρωποκεντρικής Αριστοτελικής πολιτειακής συγκρότησης και των μοντέρνων/μεταμοντέρνων παραδοχών κανείς θα πρέπει να συνεκτιμήσει και το γεγονός ότι στην διαπάλη εισέρχεται και η προαναφερθείσα διεθνική ιδιωτεία η οποία πλέον ελέγχει τον πλούτο, κράτη εν μέρει ή εν όλω και διεθνείς θεσμούς. Κατέχει δηλαδή αθέσμιστη διανεμητική ισχύ με τρόπο πρωτοφανή ιστορικά και με αποτέλεσμα καίρια πλήγματα στην δημοκρατική συγκρότηση των σύγχρονων εθνοκρατών.
Το γεγονός πάντως ότι ένα περιοδικό μεγάλου κύρους στον Δυτικό κόσμο όπως το Economistεπισημαίνει τον αναξιοκρατικό χαρακτήρα των ολιγαρχικών οικογενειακών ομαδοποιήσεων δεν είναι άνευ σημασία. Όσο προχωρούμε στον 20ο αιώνα θα καθίσταται ολοένα και ποιο φανερός ο επίπλαστος και ευάλωτος χαρακτήρας των μοντερνιστικών εποικοδομημάτων της ύστερης εποχής τα οποία γνώρισαν μια πρόσκαιρη σταθερότητα τόσο λόγω των νέο-αποικιακών δομών του σύγχρονου ηγεμονισμού όσο και λόγω των συσπειρώσεων και ομαδοποιήσεων που προκάλεσε ο Ψυχρός Πόλεμος και που σιγά-σιγά αποδυναμώνονται ή διαλύονται.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι εκεί ολόρθο: Ερήμην των μοντερνιστικών κρατικών εποικοδομημάτων σε Ανατολή και Δύση οι υποκείμενες κοινωνίες ποτέ δεν σταμάτησαν όπως πάντα έκαναν να αυτοθεσμίζονται με ιδιαίτερο και ιδιόμορφο τρόπο που βάθαινε την ετερότητα των κρατικών τους ανθρωπολογιών.
Όσο ωριμάζουν, αφυπνίζονται και αναδύονται πολιτικά ο υποκείμενες ανθρωπολογίες που βρισκόταν μέσα σε μοντερνιστικούς γύψους τόσο περισσότερο τα μέλη τους θα αναζητούν να καταστούν κάτοχοι του κράτους και εντολείς της εξουσίας. Τόσο περισσότερο δηλαδή θα φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια των ολιγαρχικών δομών.
Ένα ζήτημα σίγουρα είναι το κατά πόσο οι πολιτικές μεταλλάξεις που αναπόδραστα επέρχονται θα συντελούνται ειρηνικά ή βίαια. Ένα ζήτημα που αναδεικνύει η συντρέχουσα κρίση, πάντως, είναι το γεγονός πως οι τεχνοκρατικές και ολιγαρχικές ελίτ δεν έχουν πλέον την ικανότητα όπως στο παρελθόν να κατευνάζουν τους πολίτες. Οι τελευταίοι, εκτός του ότι δεν θέλουν να είναι πλέον «μάζα» και «υπήκοοι» παρόμοια με την εποχή του λεγόμενου Διαφωτισμού, οι οικονομικές πολιτικές που υποβάλλει μια τεχνόσφαιραΔαρβινιστικών αντιλήψεων, καταμαρτυρούν πολιτικοοικονομικούς ολιγάρχες ανίκανους να δουν πάνω από ένα μέτρο από το άπληστο σαρκίο τους.
“AS A democracy the United States ought presumably to be able to dispense with dynastic families,” wrote Arthur Schlesinger junior, one of America’s best-known historians, in 1947. Yet almost 70 years on, next year’s presidential election could well become a family affair. A Clinton or a Bush has been on the ticket in seven of the past nine races. Hillary v Jeb may offend against equal opportunity, but not the laws of statistics.
How, people wonder, can this happen in a country that went to war to rid itself of a king’s hereditary authority? That is the wrong question. Around the world, in politics and business, power is still concentrated in the family. Power families and dynasties are here to stay. The question is how to ensure that they are a force for good.
In politics the Clintons and the Bushes hardly count as exceptions. The leaders of Japan, South Korea, the Philippines and Bangladesh are all related to former political chiefs. The “Stans” of Central Asia are family fiefs. The Gandhis are struggling in India, as are the Bhuttos in Pakistan, but the Kenyattas are kings in Kenya, a Fujimori is once again leading the polls in Peru and a Trudeau has a fighting chance in Canada. Meanwhile the lengthy catalogue of China’s “princelings”, the children of Communist Party grandees, starts right at the top with the president, Xi Jinping.
In Europe family power is one reason why politics seems like a closed shop. Fifty-seven of the 650 members of the recently dissolved British Parliament are related to current or former MPs. François Hollande, France’s president, has four children with Ségolène Royal, who ran for the presidency in 2007. Three generations of Le Pens are squabbling over their insurgent party, the Front National (see article). Belgium’s prime minister is the son of a former foreign minister and European commissioner. The names Papandreou and Karamanlis still count for something in Greece.
In business, too, family companies continue to thrive, as our special report in this issue explains. More than 90% of the world’s businesses are family-managed or -controlled, including some of the biggest, such as News Corp and Volkswagen, a carmaker in the throes of a boardroom battle between its two main family owners. The Boston Consulting Group calculates that families own or control 33% of American companies and 40% of French and German ones with revenues of more than $1 billion a year. In the emerging world the preponderance of family control is greater still.
The importance of power families would have surprised the founders of modern economic and political theory. Political dynasties were supposed to fade as ordinary people got the vote. Family businesses were supposed to lose ground as public companies raised money from millions of small investors.
Why family firms remain an important feature of global capitalism
This never happened—partly because many advantages of kinship proved surprisingly enduring. Political dynasties have a powerful mixture of brand names and personal connections. Family companies can be more flexible and far-seeing than public companies. Family owners typically want their firms to last for generations, and they can make long-term investments without worrying about shareholders hunting for immediate profits.
Power families have also prospered from big, and welcome, social and economic shifts. Their prominence reflects the increasing prosperity of Asia, where families traditionally play a large role. The emancipation of women is doubling the talent pool. In an earlier age political chauvinism would have excluded Park Geun-hye, Keiko Fujimori—and Mrs Clinton. Likewise women have successfully taken the reins at Spain’s Santander bank, Australia’s Hancock Prospecting, and even Saudi Arabia’s Olayan Financing Company.
However, family power poses problems. Liberals, such as this newspaper, believe in the importance of protecting private property and allowing entrepreneurs to enjoy the fruits of their talents. But at the same time they believe that people should be judged on their individual merits rather than their family connections or their brand name. The New York Times reckons that the son of a governor is 6,000 times more likely than the average American male baby-boomer to become a governor himself, and the son of a senator is 8,500 times more likely to become a senator. The concentration of power and wealth in a small elite raises questions about legitimacy.
Family power also has its dark side—especially where business and politics are entwined in an exclusive nexus of money and influence (see article). The Clintons are a worrying example: all sorts of people, including foreign governments, have given millions to the Clinton family foundation, perhaps in part because they think it will give them influence over a future president. Lazy incumbents have an incentive to use political connections to protect themselves from competition. This can lead to corruption. A study found that in 2003 firms representing almost 8% of the world’s market capitalisation were run by relatives of their countries’ political leaders. Even without political connections, business families can exercise an unhealthy influence over the wider economy. Pyramid ownership structures enable a small chunk of capital to exert a large degree of control. Another study found that the richest ten families controlled 34% of market capitalisation in Portugal and 29% in both France and Switzerland.
Family values, public goods
The secret to healthy family power is competition. In an open system of free markets, governed by the rule of law and held to account by a free press, nepotism matters less. America’s vastly expensive elections favour political machines: another reason to re-examine campaign finance. Pyramid structures lock up capital markets. America limited them in the 1930s. Britain followed suit in the late 1960s and Israel is doing the same. So should other countries. Inheritance taxes in places such as Britain favour the family company: it should survive on its merits. Family power, like any other sort, needs watching over. If it cannot be contested, it should not be welcome.
http://www.economist.com/news/leaders/21648639-enduring-power-families-business-and-politics-should-trouble-believers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.