Ομιλία του Μανώλη Γλέζου “Γλώσσα και Πολιτική”, κατά την αναγόρευσή του το 2008 σε επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αγαπητέ Πρύτανη, Αγαπητοί Αντιπρυτάνεις, Αγαπητά μέλη της Συγκλήτου και του Διδακτικού προσωπικού του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αγαπητοί σύντροφοι, συναγωνιστές, συμμαχητές των αγώνων για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Ανεξαρτησία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη, Αγαπητοί συμπατριώτες, Αγαπητοί προσκεκλημένοι, Αγαπητοί Πανεπιστημιακοί Δάσκαλοι,
Η τιμητική διάκριση, την οποία μάλιστα σε τελετή μου προσφέρετε, θα ηχήσει ως δύστροπος ενέργεια στα ώτα πολλών ακουόντων και ενασχολουμένων με τη ΜΜΜεδίστικη φιλοθεάμονα αγορά, αλλά, όσο κι αν φανεί παράξενο, έρχεται ως φυσική κατάληξη μιας εργώδους προσπάθειας επτά και άνω δεκαετιών μελέτης της Ελληνικής Γλώσσας και έρευνας του λεκτικού συμβολισμού.
Εξηγούμαι:
Η πρώτη προσέγγιση στη γλώσσα συνέβη, όταν ο γνωστός αρχιτέκτονας Δημ. Βασιλειάδης ήρθε στ' Απεράθου της Νάξου, το 1934, για να συγγράψει τη διδακτορική διατριβή του, η οποία είχε ως θέμα τους «Απεραθίτικους Ανεφανούς» δηλαδή τις καπνοδόχους. Για να μπορεί να συνεννoηθεί με τους συγχωριανούς μου, διότι ο ίδιος αγνοούσε το απεραθίτικο ιδίωμα, ζήτησε από τον καθηγητή Βλάση Σφυρόερα και τη δασκάλα Ανδρομάχη Ναυπλιώτη να τον βοηθήσουν. Οι γονείς μας πρόσφεραν τα παιδιά τους ο καθηγητής Σφυρόερας το γιο του Βασίλη, δηλαδή τον γνωστό ομότιμο καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλη Σφυρόερα και η δασκάλα μάνα μου εμένα, διότι γνωρίζαμε και τα «Αθηναίικα», δηλαδή την κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Ο ρόλος του ξεναγού-μεταφραστή μού γέννησε απορίες, ερωτηματικά και άνοιξε ένα ευρύτατο πεδίο έρευνας και ενασχόλησης. Απότοκος όλων αυτών υπήρξε η πρώτη απόπειρα συγγραφής του Απεραθίτικου Λεξικού, το 1935, η οποία παρά τις διακοπές συνεχίζεται ακόμα. Και ευελπιστώ να το ολοκληρώσω σύντομα, ώστε να φθάσει στο τυπογραφείο.
Στη μακρά διάρκεια αυτών των χρόνων η ενασχόλησή μου με την ελληνική γλώσσα και το λεκτικό συμβολισμό γενικότερα υπήρξε συνεχής και κατά περιόδους εντατική.
Στα μαθητικά ως και τα φοιτητικά μου χρόνια ασχολήθηκα με τη γραφική απόδοση των φθόγγων των λέξεων της ελληνικής γλώσσας και έγινα, για ένα διάστημα, φανατικός οπαδός της φωνητικής γραφής ενάντια στην ιστορική ορθογραφία.
Θυμάμαι μάλιστα έντονα την πρώτη διαμάχη μου πάνω στο θέμα με τον πατρυιό μου, τον δάσκαλο Νικόλαο Δημητροκάλλη, εξαίρετο κάτοχο της ελληνικής γλώσσας. Αντέτεινε στις απόψεις μου το επιχείρημα: «Πώς θα διακρίνουμε: τα τείχη της πόλεως όταν οι τοίχοι των σπιτιών, θα το φέρει η τύχη και θα τύχει να πέσουν;»
Του απάντησα τότε ότι κατά τη συνομιλία, στον προφορικό λόγο μας, από τα συμφραζόμενα και μόνο και όχι από την ιστορική ορθογραφία μπορούμε να συνεννοηθούμε, για το τι εννοούμε όταν λέμε: «οι τοίχοι των σπιτιών, ή τα τείχη των πόλεων και αν θα τύχει να το φέρει η τύχη».
Το άλλο μου επιχείρημα ήταν ότι και στα αρχαία ελληνικά συμβαίνει το ανάλογο: Λέξεις με την ίδια γραφή να έχουν διαφορετικές έννοιες, οι οποίες μόνο από τα συμφραζόμενα διευκρινίζονται. Για παράδειγμα,η λέξη ηγούμαι που έχει τρεις διαφορετικές έννοιες. 1) ηγούμαι: οδηγώ 2) ηγούμαι: νομίζω, φρονώ 3) ηγούμαι: διοικώ. Στην πορεία ανακάλυψα πλήθος παρόμοιες λέξεις, όπως π.χ. κραίνω: 1) ψάλλω, 2) διοικώ, 3) κρίνω.
Χωρίς, δηλαδή, να έχω ανακαλύψει το σημαίνον και το σημαινόμενο του Ferdinand de Saussure είχα ανακαλύψει το λεκτικό περίβλημα και το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων, την ταύτιση αλλά και τη διαφορά τους.
Οι έρευνές μου για την Ελληνική Γλώσσα συνεχίστηκαν κι έφτασαν σε εύρος και βάθος κατά τη διάρκεια των φυλακίσεών μου, όταν με απομόνωναν εντελώς. Τις περιγράφω στο βιβλίο μου «Το φαινόμενο της Αλλοτρίωσης στη Γλώσσα». Γράφω:
«Εκεί, μέσα στο σκοτάδι (το πειθαρχείο των Φυλακών Ακροναυπλίας), ανάπλαθα στο νου μου τις παραστάσεις του έξω κόσμου. Έφερνα μέσα στο σκοτεινό κελί μου το φως του ήλιου, τα χρώματα της θάλασσας, τα σπίτια του χωριού μου, πρισματικές σταγόνες φως να μαρμαίρουν αγάπη κι αλήθεια. Μπορούσα να θυμηθώ ό,τι είχα δει. Αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ χωρίς τις λέξεις. Δε μπορούσα να επεξεργαστώ το υλικό της μνήμης, τις παραστάσεις, χωρίς τη βοήθεια των λέξεων.
»Εκεί, στο σκοτάδι μέσα, ανακάλυψα την αξία του λεκτικού συμβολισμού. Όχι μόνο γιατί επιβεβαίωνα την ύπαρξή μου με τα λόγια, αφού μπορούσα να σκεφτώ μόνο μ' αυτά. Αλλά γιατί έφερνα μέσα μου με τις λέξεις όλο τον έξω κόσμο. Μπορούσα να σκεφτώ για το παρελθόν, για το απόν, για το μέλλον, μόνο με τις λέξεις.
»Εκεί, μέσα στο σκοτάδι του "ανθρώπου", ανακάλυψα κι άλλη μιαν ιδιότητα του λεκτικού συμβολισμού. Ανακάλυψα πως μπορεί να διχαστεί το λεκτικό σύμβολο στο λεκτικό περίβλημά του και στο εννοιολογικό περιεχόμενό του. Πως μπορεί να υπάρξει διάστασή τους, αντιστροφή τους. Ανακάλυψα πως το άσπρο γίνεται μαύρο και το μαύρο άσπρο.
»Όλοι οι συγκρατούμενοί μου, οι έφηβοι της κατοχής, πιστοί στου χρέους το κάλεσμα, στο προσκλητήριο της σκλαβωμένης πατρίδας, προσήλθαν και κατατάχτηκαν στις αντιστασιακές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ. Πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας. Κι όμως τώρα, με την ταμπέλα του "εγκληματία", του "προδότη", καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν.
»Με τη βοήθεια του λεκτικού συμβολισμού η εθνική αντίσταση βαφτιζόταν και μετατρεπόταν σε "προδοσία" και η συνεργασία με τον κατακτητή σε "υπεράσπιση" των ιδανικών της φυλής» (Εκδόσεις Βέγας, Αθήνα 1977, σελ. 306).
Οι έρευνες και μελέτες μου συνεχίστηκαν. Τόλμησα μάλιστα να δημιουργήσω στο Παρθένι της Λέρου, το 1968-1970, Σχολή Γλωσσολογίας, όπου δίδασκα στους συναγωνιστές πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας τις βασικές αρχές της Γλωσσολογίας. Τα μαθήματα εκείνα έχουν συγγραφεί σε έργα και είναι: 1) Η καταγωγή και γέννηση της γλώσσας. 2) Τα στάδια εξέλιξης της γλώσσας. 3) Η δομή της γλώσσας. 4) Το μέλλον της γλώσσας. 5) Η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας. 6) Η γλώσσα ως δύναμη αυτογνωσίας. 7) Γλώσσα και νόηση. 8) Η γλώσσα ως όργανο επιβολής και καταπίεσης. 9) Γλώσσα και πολιτική. 10) Ο άνθρωπος και το όνομά του. 11) Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα. 12) Ο ρόλος της εργασίας στη δημιουργία της γλώσσας. 13) Ύδωρ-Αύρα-Νερό. 14) Το έτυμο τ' Απεραθιού. 15) Το Απεραθίτικο Λεξικό. 16) Το Κυκλαδίτικο Λεξικό.
Απ' αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας «Το φαινόμενο της Αλλοτρίωσης στη Γλώσσα» (εκδ. Βέγας, Αθήνα 1977), η μελέτη «ο ρόλος της εργασίας στη δημιουργία της γλώσσας», η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λέξη» το 1982, τεύχος 20, και το βιβλίο «Ύδωρ-Αύρα-Νερό» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001).
Μερικές απ' αυτές τις εργασίες έγιναν και αντικείμενο διαλέξεων στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Γερμανία.
Γι' αυτό το λόγο, για όλη αυτή τη μακρά ενασχόλησή μου με την Ελληνική Γλώσσα και το Λεκτικό Συμβολισμό, ομολογώ ότι περίμενα αυτή τη διάκριση. Δεν την επιζήτησα ποτέ, ούτε φανερά, ούτε υπαινικτικά αναφέρθηκα σ' αυτήν. Αλλά σήμερα, ενώπιος ενωπίω, οφείλω να το ομολογήσω, την ανέμενα.
Αντιμετωπίζοντας πάντοτε τα γεγονότα με ευθύτητα, εξετάζω μήπως και αυτή μου η προσμονή οφείλεται σε μια υποσυνείδητη ματαιοδοξία, εξαιτίας δύο γεγονότων τα οποία συνέβησαν στην πορεία αυτής της μακρόχρoνης ενασχόλησής μου περί την γλώσσα.
Το πρώτο συνέβη το 1961, στις φυλακές της Αίγινας, τότε που, αν και φυλακισμένος, είχα εκλεγεί βουλευτής της ΕΔΑ. Πέρα από την πολιτική δουλειά, ως εκπρόσωπος της Ομάδας Συμβίωσης των Πολιτικών Κρατουμένων της Αίγινας και ως μέλος του Γραφείου της Κρυφής Οργάνωσης των Κρατουμένων Αγωνιστών, παράλληλα έπαιρνα μέρος, ως αναλυτής όλων των πολιτικών και θεωρητικών μαθημάτων της ιδεολογίας του ιστορικού υλισμού, αλλά δεν εγκατέλειπα και τις γλωσσολογικές μου έρευνες και συγγραφές. Σηκωνόμουν από τα χαράματα και, με το πρώτο φως της μέρας, άρχιζα τη δουλειά για τη συγγραφή του «Κυκλαδίτικου Λεξικού». Οι σύντροφοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί χαράμιζα δύο ώρες την ημέρα σ' αυτή τη δουλειά. Ένας σύντροφος, που δεν ζει σήμερα, μου είπε χαρακτηριστικά: «Τι σχέση έχουν αυτά με το Μαρξισμό;» Και ένας άλλος, που ζει,έλεγε επίσης: «Αν ο Μανώλης δεν ασχολιόταν με τις πέτρες και τις λέξεις, θα γινόταν ένας κορυφαίος μαρξιστής».
Προσπάθησα να εξηγήσω στους συντρόφους μου την ιδιαίτερη σημασία που έχει για μας τους κοινωνικούς επαναστάτες η εξέχουσα συμβολή της γλώσσας στην ανάπτυξη της νόησης, ο ρόλος της εργασίας στη διαμόρφωση της γλώσσας και ο ρόλος της γλώσσας στη διάδοση των ιδεών και, ιδιαίτερα, στη διάπλαση της ατομικής κοινωνικής αυτογνωσίας και συνείδησης.
Επί ματαίω!
Οι κομματικές διόπτρες είχαν δημιουργήσει κλωβούς εγκλωβισμού της σκέψης. Αυτές οι ίδιες συνέβαλλαν στο να αγνοείται ο ρόλος της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Παραμόρφωναν στην ουσία την πραγματικότητα, με συνέπεια να ανακόπτουν την πορεία αυτής της ίδιας της κοινωνικοποίησης.
Αγνοούσα βέβαια τότε ότι ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, το 1950, είχε ασχοληθεί με τη γλώσσα και είχε πάρει μέρος στη συζήτηση που είχε ως θέμα «αν η γλώσσα ανήκει στη βάση ή στο εποικοδόμημα». Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πράβντα» γράφει για τη γλώσσα:
«Δημιουργήθηκε για να ικανοποιεί τις ανάγκες όχι μιας κάποιας τάξης, αλλά ολάκερης της κοινωνίας, όλων των τάξεων της κοινωνίας».
Διευκρινίζει εντούτοις:
«Οι άνθρωποι όμως, οι ξέχωρες κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, δεν είναι καθόλου αδιάφοροι προς τη γλώσσα. Προσπαθούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για τα δικά τους συμφέροντα, να της επιβάλλουν το ιδιαίτερό τους λεξιλόγιο, την ιδιαίτερή τους ορολογία, τις ιδιαίτερές τους εκφράσεις» (βλ. Μαν. Γλέζος: «Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα» εκδ. Βέγας, Αθήνα 1977, σελ. 108).
Δυστυχώς οι σύντροφοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται, οικουμενικοποιείται και κοινωνικοποιείται όσο πιο πολύ επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Και η επικοινωνία αυτή πραγματώνεται με το λεκτικό συμβολισμό.
Το δεύτερο γεγονός συνέβη πριν από μια δεκαπενταετία περίπου. Ένας αγαπητός μου φίλος, εξαίρετος φιλόλογος, που δεν ζει σήμερα, επεχείρησε να θεμελιώσει μια άποψή του πάνω και σε γλωσσολογικά φαινόμενα. Όταν προσπάθησα να τον αντικρούσω χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα στοιχεία από την ίδια τη γλώσσα, αντί να μου απαντήσει με επιχειρήματα, μου είπε οργισμένος: «Να μην ανακατεύεσαι στα χωράφια μας».
Ενοχλήθηκα σφόδρα απ' αυτή την τοποθέτηση του αγαπητού κατά τα άλλα φίλου και εκλεκτού φιλολόγου. Διότι η συμπεριφορά του δεν ήταν απάντηση φιλολόγου, αλλά μια απάντηση που φορούσε κι αυτή παρωπίδες, όπως στο προηγούμενο συμβάν. Εξάλλου η επιστήμη δεν είναι ιερατείο. Οι λειτουργοί της οφείλουν όχι μόνο να την κάνουν κτήμα του συνόλου, αλλά και να δέχονται κριτική τεκμηριωμένη από τον όποιο πολίτη. Το επιχείρημα είναι η απάντηση και όχι το «εκάς οι βέβηλοι», που χειροκρότησαν μάλιστα ένιοι παρευρισκόμενοι στη συζήτηση εκείνη.
Σας καθιστώ κοινωνούς των δύο αυτών γεγονότων και αναρωτιέμαι ενδομύχως: Μήπως συντελούν ώστε, σ' αυτή την πανεπιστημιακή διάκριση, την τέταρτη κατά σειρά, να υποκρύπτεται ένα είδος δικαίωσης και μια απάντηση σε όλους εκείνους οι οποίοι είτε θεωρούσαν ότι δεν έχω δικαίωμα να έχω γνώμη σε γλωσσολογικά φαινόμενα, είτε λογάριαζαν πως η ενασχόλησή μου με τη γλωσσολογία είναι χαμένος κόπος για μένα και το κοινωνικοπολιτικό κίνημα.
Ας είναι. Αρκετά σας απασχόλησα με τα προσωπικά μου, αλλά στο πρόσωπό μου είναι αφιερωμένη η βραδιά. Παρ' όλ' αυτά ζητάω τη συγγνώμη σας.
Μου προσφέρατε μια τιμητική πανεπιστημιακή διάκριση, την ίδια ώρα που αγωνιστές και αγωνίστριες, μέσα στη μοναξιά της σιωπής, φεύγουν από τη ζωή χωρίς καμία διάκριση από την πολιτεία. Παράλληλα η ανθρωπότητα όλη, παρά την αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη, βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση - πόλεμοι, καταπιεσμένοι λαοί, τεράστιοι πληθυσμοί σε εξοντωτική ανέχεια, με θανάτους από πείνα, δίψα και ασθένειες.
Την ώρα που είμαι ενδεδυμένος την πανεπιστημιακή τήβεννο, συνάνθρωποί μας, γυμνοί ενδυμάτων και γυμνοί μέσων υπεράσπισης, βρίσκονται έρμαια των φυσικών φαινομένων, αλλά και της ανθρώπινης κτηνωδίας. Ολόκληρη η ανθρωπότητα διέρχεται από μια βαθύτατη κρίση, κρίση εσωτερική -στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους- και κρίση στις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση. Ο κόσμος, τον οποίο εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουμε δημιουργήσει, το σύστημα των σχέσεών μας, έχει στραφεί εναντίον μας και μας καταπιέζει. Η αγωνία, το άγχος, η οδύνη και ο πανικός διακατέχουν το σύνολο της ανθρωπότητας.
Πώς μπορώ να συγχρωτισθώ με την ανήκεστο πληγή της κοινωνίας μας, να κραυγάζω: «δεν είμαι τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νου, τα τ' όμματα» και παράλληλα να δέχομαι την τιμητική διάκρισή σας;
Αρνητής της όποιας μορφής εξουσίας, αρνητής του όποιου κατεστημένου, αρνητής του όποιου τίτλου ξεχωρίζει το άτομο από τους συνανθρώπους του, το μετατρέπει σε εξουσιαστή υπηκόων, αρνητής αξιωμάτων, τίτλων και διακρίσεων, αποδέχομαι τη δική σας επιστημονική διάκριση ξύπνιος κι ολόρθος, μ' ολάνοιχτα τ' αυτιά και τα μάτια ν' ακούω και να βλέπω τις πληγές και τον πόνο και ν' αγωνίζομαι να τα γιατρέψω.
Αποδέχομαι την τιμή που μου κάνετε να με ανακηρύξετε επίτιμο διδάκτορα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διότι δεν την επιζήτησα, διότι δεν είναι αποτέλεσμα συναλλαγής, διότι δεν κατέχω κανένα κυβερνητικό αξίωμα και διότι θα συνεχίσω να ασχολούμαι με την ελληνική γλώσσα και το λεκτικό συμβολισμό, ανεξάρτητα όλων αυτών.
Προκαταβολικά, επαναλαμβάνω αυτό που τονίζω πάντοτε. Οι απόψεις μου τίθενται πάντοτε προς κρίση και αντίκρουση. Στην προσπάθεια να αντικρουστούν, με επιχειρήματα, θα βρεθεί και η αλήθεια. Παθιάζομαι για τις ιδέες μου, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι δεν πρέπει να αμφισβητηθούν.
ΛΙΓΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Για να γίνει κατανοητή η έννοια γλώσσα, είναι καλύτερο να προσδιοριστούν μερικές σταθερές ιδιότητες, παρά να καταφύγουμε σε έναν ορισμό που περιορίζει την έκταση και το βάθος του όρου.
Κατ' αρχάς, για να μη γίνεται σύγχυση με δύο άλλες λέξεις, κατά κάποιο τρόπο συναφείς: Ο λόγος (parole) τον οποίο εκφέρει και μας απευθύνει ένα πρόσωπο που ομιλεί μαζί μας, που έχει ομιλία (language) μαζί μας, στηρίζεται στο λεκτικό συμβολισμό, στη γλώσσα (langue).
Η γλώσσα, συνεπώς, είναι ένα σύστημα επικοινωνίας των ανθρώπων, το οποίο συγκροτείται από φωνητικά-ηχητικά σύμβολα, οργανωμένα όμως με διακριτό τρόπο, ώστε το κάθε σύστημα να αποτελεί τον ειδικό κώδικα κάθε ανθρώπινης ομάδας, τη γλώσσα της.
Το σύστημα του κώδικα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Η γλώσσα κάθε έθνους, λαού, λαότητας ή κάθε φυλογενετικής ομογλωσσίας βρίσκεται σε αδιάκοπη εξέλιξη.
Τα λεκτικά σύμβολα-σήματα, συνίστανται από φωνητικούς ήχους και υποδηλώνουν έννοιες με βάση τους κανόνες του κώδικα κάθε γλώσσας.
Στην ελληνική γλώσσα, η ίδια λέξη, η γλώσσα χρησιμοποιείται και για τον ξεχωριστό κώδικα κάθε φυλογενετικής ομογλωσσίας, αλλά και για τη γλώσσα γενικά των ανθρώπων. Υποχρεώνομαι γι' αυτό να χρησιμοποιώ τον όρο λεκτικό συμβολισμό για το σύνολο.
Ο άνθρωπος, το ανθρώπινο είδος, από τότε που άρχισε να χρησιμοποιεί το λεκτικό συμβολισμό, δηλαδή λέξεις, για να κατονομάζει τα αντικείμενα που έβλεπε γύρω του, καθώς και τις σχέσεις του με τα αντικείμενα, που ερχόταν σε επαφή μαζί τους, όπως και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε, για να αξιοποιήσει αυτά τα αντικείμενα, από τότε ξεχώρισε απ' όλα τα άλλα έμβια όντα και άρχισε να ανθρωποποιείται, να γίνεται άνθρωπος.
Μόνον τότε, όταν ονομάτισε με ξεχωριστές λέξεις το καρύδι, το σύκο, το κάστανο, το σταφύλι, την ελιά, το λεμόνι, το πορτοκάλι κ.ο.κ., τότε και μόνο πραγματοποιήθηκε η πρωταρχική επανάσταση στις σχέσεις του ανθρώπου με τα άλλα έμβια όντα, στις σχέσεις του με τη φύση, στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Διότι, όταν για όλα τα καρύδια μιας καρυδιάς δίνεις το ίδιο όνομα και το ίδιο για όλα τα καρύδια που υπήρξαν, που υπάρχουν και θα υπάρξουν πραγματώνεις μια επαναστατική νοητική διαδικασία που μετατρέπει το ειδικό ηχητικό σήμα, σε όνομα,σε λέξη. Διότι για να επιτευχθεί αυτή η διαδικασία σημαίνει ότι διενεργούνται οι ακόλουθες νοητικές διεργασίες 1) Απόσπαση. Αποσπώ το μέρος από το όλο (το καρύδι από την καρυδιά και το γύρω χώρο του). 2) Προσδιορισμός. Προσδιορίζω, αναλύω, καταγράφω, όλες τις ιδιότητές του (τη μορφή, τη σχήμα, το χρώμα κτλ. του καρυδιού). 3) Σύγκριση. Συγκρίνω το συγκεκριμένο αντικείμενο με τα άλλα ομοειδή παρόμοια αντικείμενα (το καρύδι αυτό με τα άλλα καρύδια). 4) Αφαίρεση. Αφαιρώ τα επουσιώδη χαρακτηριστικά (μεγάλο ή μικρό, σκληρό ή αφράτο καρύδι). 5) Ταύτιση. Ταυτίζω, συνδέω τα κοινά χαρακτηριστικά, τις κοινές ιδιότητες των όμοιων αντικειμένων (το ένα καρύδι με το άλλο και τα άλλα). 6) Κατηγοριοποίηση. Κατηγοριοποιώ, κατατάσσω όλα τα κοινά στοιχεία σε μια κοινή κατηγορία (όλα τα καρύδια είναι ίδια). 7) Ονομάτισμα. Ονοματίζω, κατονομάζω αυτή την κατηγορία των αντικειμένων με μια λέξη, υπάγοντας όλα τα ομοειδή αντικείμενα, που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες ιδιότητες, στον ίδιο όρο, που δηλοποιεί μια και την αυτή έννοια. Όλα αυτά τα αντικείμενα, θα λέγονται με την ίδια λέξη: καρύδια. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας είχε ως προϋπόθεση την πολλαπλή χρήση αυτού του αντικειμένου και την παράλληλη νοητική διεργασία.
Ακόμα ένα βήμα ανάπτυξης της νοητικής διαδικασίας αποτελεί η αναγωγή στην οποία θα προβώ ονοματίζοντας: τα καρύδια, τα κάστανα, τα αμύγδαλα, τα φουντούκια ξηρούς καρπούς, όπως και: τα λεμόνια, τα μανταρίνια, τα πορτοκάλια, τα κίτρα, τα νεράντζια, τα γκρέιπ φρουτ εσπεριδοειδή (ξινά). Κι ακόμη άλλο ένα βήμα ονοματίζοντάς τα όλα αυτά οπωρικά (οπώρας), εδώδιμα. Και άλλο ένα βήμα αναγωγής ονοματίζοντας όλα τα σπορογόνα προϊόντα των φυτών καρπούς.
Παρόμοια νοητική διαδικασία, αλλά ακόμα σε πιο υψηλό επίπεδο, πραγματώθηκε για να ονοματιστούν με λέξεις οι αφηρημένες έννοιες οι οποίες ανταποκρίνονται σε ενέργειες, λειτουργίες και σε νοήματα, που δεν γίνονται αντιληπτά από τα αισθητήρια όργανά μας (σοφία, έννοια, ειρήνη, ελευθερία, ανεξαρτησία).
Μ' αυτόν τον τρόπο η κάθε έννοια εκφράζεται με μια λέξη. Συνεπώς η λέξη εμπεριέχει μια έννοια και η έννοια έχει μια λεκτική έκφραση.
Ο Ferdinand de Saussure χαρακτήρισε και προσδιόρισε το σημαίνον με το λεκτικό περίβλημα της λέξης, τη φωνολογική μορφή, την ακουστική εικόνα, το περικάρπιο της λέξης και σημαινόμενο με το εννοιλογικό περιεχόμενο, την εννοιολογική σημασία, που εμπεριέχει κάθε λέξη.
Για την ταύτιση, διάσταση, αντιστροφή σημαίνοντος-σημαινομένου μίλησα προηγούμενα και δεν επανέρχομαι.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η λέξη πολιτική είναι παράγωγος της λέξης πολίτης, η οποία παράγεται επίσης από τη λέξη πόλις.
Η λέξη πόλις σχετίζεται ετυμολογικά με τις λέξεις πίμπλημι (πληρώ, γεμίζω), πλήθος (Δωρ. πλάθος, Βοιωτ. πλείθος), πλήθω (γίνομαι πλήρης), πλέως (πλήρης, συμπληρωμένος) όπου υποτίθεται ότι έχουν την κοινή ρίζα πλα. Συναντάται στον Όμηρο (Ιλιάς Β 811, Δ 308, Ζ 88, 257, Υ 52, Οδύσσεια θ 560, ο 412, φ 252), στον Ησίοδο, στην Ιωνική, στη Δωρική, στην Αττική διάλεκτο, στους τραγικούς ποιητές, στον Ηρόδοτο. Η λέξη πόλις σήμαινε τον ίδιο οικιστικό χώρο, όπου ζούσαν κάτοικοι από κοινού, με τα ίδια ήθη και έθιμα, την ίδια θρησκεία (τους πολιούχους θεούς) την ίδια γλώσσα, τους ίδιους κανόνες ζωής (θέμιστες). Με άλλα λόγια μια οργανωμένη κοινωνία την οποία συναποτελούσαν οι πολίτες της, ο πολισσούχος λεώς (Αισχ.).
Η λέξη πολίτης είναι παράγωγος της λέξης πόλις και είναι το μέλος της πόλης, αυτός που ανήκει στην πόλη. Συναντάται στον Όμηρο (Ιλιάς Ο 558, Χ 429, Οδύσσεια η 131) και σ' όλους τους συγγραφείς της κλασικής εποχής. Οι πολίτες της πόλης ασχολούνται με τα κοινά συσκέπτονται και αποφασίζουν. Με άλλα λόγια πολιτεύονται και ασκούν πολιτική.
Η λέξη πολιτική είναι παράγωγος των λέξεων πόλις, πολίτης. Σημαίνει την άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στα κοινά, την ενεργό ανάμειξη του πολίτη στα της πόλεως, από το δικαίωμα του λόγου, ως το δικαίωμα της απόφασης. Όταν οι πολίτες μιας πόλης συνέρχονται, συζητούν και συναποφασίζουν, όταν δηλαδή ασκούν πολιτική, τότε και μόνον τότε ως αποτέλεσμα έρχεται και ο πολιτισμός.
Η αλληλουχία των λέξεων είναι όντως αποκαλυπτική:
Πόλις - Πολίτης - Πολιτική - Πολιτισμός.
Η πόλις στην οποία οι πολίτες της, πολιτεύονται, δηλαδή ασκούν πολιτική, συμμετέχουν μ' άλλα λόγια στη λήψη των αποφάσεων, τότε και μόνον τότε και γι' αυτό το λόγο δημιουργείται πολιτισμός.
Όταν όμως οι πολίτες μιας πόλης, «ουδ' αλλήλων αλέγουσι» και δεν ασκούν οι ίδιοι πολιτική, αλλά αναθέτουν το δικαίωμά τους αυτό σε άλλους, τους εξ επαγγέλματος “πολιτικούς”, τότε το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης πολιτική αλλάζει, σημαίνει πλέον κάτι άλλο. Αντιγράφω από σύγχρονο λεξικό η λέξη πολιτική σημαίνει: “η τέχνη, η επιστήμη της διακυβέρνησης κράτους // o τρόπος διεξαγωγής των κρατικών υποθέσεων, το πρόγραμμα που εφαρμόζει μία κυβέρνηση σε κρατική λειτουργία // η ενεργός ανάμειξη στην πολιτική ζωή μιας χώρας”. Και ποιος θα τα κάνει όλ' αυτά; Όχι πλέον ο πολίτης, αλλά ο πολιτικός.
Ως συνέπεια της μη συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, δημιουργήθηκε ο πολιτικός, ο επαγγελματίας της πολιτικής. Δηλαδή, όπως αναφέρεται και στο λεξικό, ο πολιτικός, από δω και πέρα και όχι ο πολίτης.
Οι κυρίαρχοι σε κάθε πόλη πολίτες, ο πολισσούχος λεώς έχασε την εξουσία την οποία είχε και ασκούσε, τη μεταβίβασε. Του την πήραν οι πολιτικοί, οι οποίοι αυτοί και μόνον αυτοί ασκούν πολιτική. Και για να τηρηθούν και τα προσχήματα. Όλα τα Συντάγματα σε Ανατολή και Δύση -ιδεολογικά και γεωγραφικά- στο πρωταρχικό θεμελιακό τους άρθρο, αναγράφουν: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, (αλλά) και ασκούνται εν ονόματί του, ως το σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουσι». Οι εξουσίες “βέβαια” πηγάζουν από το λαό, αλλά ασκούνται εν ονόματί του. Από ποιους; Από τους πολιτικούς. Τους πολιτικούς βέβαια τους εκλέγει ο λαός, οι πολίτες. Τι είναι όμως στην ουσία η εκλογή; Η εκλογή είναι η παραχώρηση των δικαιωμάτων του πολίτη στον εκλεκτό του. Το δικαίωμα να βουλεύεται, να νομοθετεί, να διοικεί παραχωρείται από τον εκλογέα στον εκλεκτό του, τον πολιτικό. Η εκχώρηση αυτών των δικαιωμάτων θεωρείται μάλιστα, ως ύψιστο πολιτικό δικαίωμα, διακριτικό των Δημοκρατιών.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πολίτης, για να παραχωρήσει τα δικαιώματά του στον πολιτικό, πρέπει να πειστεί. Πώς θα πειστεί όμως; Με επιχειρήματα;
Εδώ έρχεται η γλώσσα να παίξει το ρόλο της πειθούς. Μια ειδική γλωσσική ορολογία δημιουργείται, πλάθεται, αναπτύσσεται, βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη από την πλευρά του πολιτικού για να πεισθεί ο πολίτης να του παραχωρήσει τα δικαιώματά του (να τον ψηφίσει).
1. Το πολιτικό σύνθημα
Πρώτη επιδίωξη του υποψηφίου πολιτικού είναι να εξεύρει, να σχηματίσει τα κατάλληλα συνθήματα, ανάμεσα στα οποία πρέπει να κυριαρχεί, να πρυτανεύει, το πιο βασικό σ' όλη την προεκλογική εκστρατεία του. Ένα σύνθημα, που να σπάει κόκκαλα, να υπερέχει όλων των άλλων.
Η λέξη σύνθημα (από το συντίθημι) αποτελούσε και αποτελεί και σήμερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα εκ των προτέρων ηχητικό σήμα - παράγγελμα. Βοηθούσε κατά την κοινή εκφώνησή του στην έναρξη και στο συντονισμό της εργασιακής ομάδας για την παραγωγή έργου. Τα λεκτικά αυτά σήματα - συνθήματα ήσαν διατακτικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Επιβίωση του πανάρχαιου αυτού τρόπου σε ό,τι αφορά τον ρόλο του συνθήματος, διαπιστώνουμε και σήμερα ακόμα στην κωπηλασία, στο τράβηγμα της τράτας, στην ανύψωση και την έλξη αντικειμένων με χειρωνακτικό τρόπο.
Το πολιτικό σύνθημα, όμως, έχει χάσει το λειτουργικό χαρακτήρα του και διατηρεί μόνο τον διατακτικό. Χωρίζεται επίσης από το έργο, παύει να είναι συνυφασμένο μαζί του. Υποκαθιστά επίσης την ενέργεια, τη δράση. Και τέλος προηγείται του έργου.
Μ' αυτόν τον τρόπο, από τα πράγματα, το πολιτικό σύνθημα επιδιώκει να παρασύρει τον πολίτη να προτιμήσει τον πολιτικό. Στην ουσία με το πολιτικό σύνθημα, στην ευρύτητά του, ξεγελιόμαστε όλοι. Η ενέργεια, η δράση, η πράξη, το έργο έχουν αντικατασταθεί με λέξεις. Οι λέξεις από μόνες τους δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Όσο και να λέμε (ευχόμαστε): «να ζήσεις χίλια χρόνια», κανένας δεν έχει ζήσει χίλια χρόνια.
Το πολιτικό σύνθημα δε λύνει το πρόβλημα. Άσχετα με το αν προβάλλει αιτήματα πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Δεν αρκεί η εκφώνηση και μόνο του πολιτικού συνθήματος για να λυθεί ένα πρόβλημα.
Εξ άλλου η επανάπαυσή μας στην εκφώνηση πολιτικού συνθήματος, ο εγκλωβισμός στη σημαίνουσα όψη του και η ολοκληρωτική υποταγή στον διατακτικό χαρακτήρα του, αγκυλώνει τη λειτουργία της σκέψης, την εμποδίζει στην έρευνα και στην ουσία αναστέλλει κάθε δραστηριότητα.
Στην πραγματικότητα, ο εκλογικός αγώνας είναι ένας αγώνας πολιτικών συνθημάτων, ένας αγώνας λέξεων. Η μια λέξη συγκρούεται με μια άλλη λέξη. Η σύγκρουση των πολιτικών συστημάτων, η πάλη των κοινωνικών τάξεων, η πάλη των ιδεών έχει αντικατασταθεί από την πάλη των λέξεων.
2. Η γλώσσα των πολιτικών
Η γλώσσα των πολιτικών, ο πολιτικός λόγος, ο λόγος των πολιτικών χρησιμοποιεί πολλές μορφές προκειμένου να πείσει τον εκλογέα-πολίτη.
α) Η τριτοπρόσωπη έκφραση
Μια μορφή του πολιτικού λόγου είναι η τριτοπρόσωπη έκφραση. Όταν μιλάει ο πολιτικός χρησιμοποιεί το γ' πρόσωπο του ενικού. Η πρωταρχική χρήση του τρίτου προσώπου του ενικού προέρχεται από την όποια κυρίαρχη τάξη και αποσκοπούσε να υποχρεώσει τους υπηκόους των βασιλιάδων, των αρχόντων, να τους λογαριάζουν όπως ακριβώς τους θεούς. Όπως ο επουράνιος άρχοντας του κόσμου ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων, το ίδιο ο επίγειος άρχοντας ως αντιπρόσωπος του επί της γης, ορίζει, αποφασίζει, διατάσσει, ενεργεί, πράττει. Μ' αυτόν τον τρόπο σπάει η αμεσότητα, η οποία δημιουργείται από την παρουσία ομιλητή-ακροατή. Ο άρχοντας είναι υπεργήινος, ωσάν να μη παρίσταται, ως να είναι ένα τρίτο πρόσωπο.
Συνεπώς η μετάθεση του υποκειμένου-πολιτικού, δια του λόγου του σε τρίτο πρόσωπο επιδιώκει να υποτάξει τους συνομιλητές, στην ουσία ακροατές του. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ το εγώ και το πρώτο πρόσωπο (μόνον όταν παρασυρθεί είτε από τον οίστρο της εγωπάθειας, είτε από τον στροβιλισμό που δημιουργούν σήμερα τα
τηλεοπτικά παράθυρα). Αλλά χρησιμοποιούν εκφράσεις, όπως: «Αναφέρεται ότι... », «Λέγεται ότι... », « Υποστηρίζεται ότι... »
Μ' αυτόν τον τρόπο α) μετατίθεται η ευθύνη σε άλλον β) αποπροσωποποείται το θέμα και αντικειμενικοποιείται γ) κρύπτεται ο ομιλητής πίσω από άλλον.
β) Η αναφορά σε αξίες
Μια άλλη προσφιλής μορφή του πολιτικού λόγου, είναι οι πολιτικοί να ομιλούν όχι ως υποκείμενα, αλλά ως αυτοδιορισμένοι εκπρόσωποι του λαού και των υπέρτατων ανθρωπιστικών αξιών, όπως της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας. Ομιλούν εξ ονόματος του ελληνικού λαού, εξ ονόματος των συμφερόντων του αλλά και εν ονόματι της δημοκρατίας κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η δήλωση του υφυπουργού εξωτερικών, σχετικά με το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. «Η κυβέρνηση -το τονίζω κατηγορηματικά- παρακολουθεί τη νέα πραγματικότητα και θα ενεργήσει με ένα και μόνο γνώμονα, όπως άλλωστε έχει έμπρακτα δείξει μέχρι σήμερα, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού» (Οικονομικός Ταχυδρόμος - 21 Μαρτίου 1991).
Η αυθαίρετη αυτή ταύτιση του πολιτικού με τις ανθρωπιστικές αξίες και με το λαό και τα συμφέροντά του αποσκοπεί στο να υποχρεώσει τον πολίτη να θεωρεί ότι ο πολιτικός και ο εκλογέας του δεν είναι ένα και το αυτό. Ο πολιτικός είναι αυτός που θα βουλεύεται, θα νομοθετεί, θα αποφασίζει και θα διοικεί και ο εκλογέας-πολίτης θα είναι ο διοικούμενος, ο υπήκοος. Το μόνο δικαίωμα που έχει είναι να επιλέγει ανάμεσα στους πολιτικούς τον εκλεκτό του. Το δικαίωμα της εκλογής του εξουσιαστή του. Ο φυλακισμένος δεν έχει δικαίωμα ούτε τη φυλακή του να επιλέξει. Ο πολίτης όμως έχει το δικαίωμα -στα σημερινά πολιτικά συστήματα και σε τακτά μάλιστα διαστήματα, στα εύρυθμα απ' αυτά- να εκλέγει αυτόν που θέλει να τον διοικήσει.
Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται μια ειδική μορφή του λόγου, η πολιτική γλώσσα, η οποία στηρίζεται στην αντίληψη ότι η λέξη μπορεί να υποκαταστήσει το έργο.
γ) Η μαγεία των λέξεων
Ο πολιτικός λόγος εδράζεται στη μαγεία των λέξεων. Από την πρωταρχή ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρούσε, πως όπως το ακόντιό του είναι αυτό που σκοτώνει το θήραμά του, το ίδιο και το φωνητικό σήμα είναι αυτό που φέρνει αποτέλεσμα. Η ίδια αντίληψη ενυπάρχει και σήμερα ακόμη στις αρές και στις ευχές.
Οι λέξεις είναι εκείνες που έχουν τη δύναμη, τη μαγική ιδιότητα να φέρνουν αποτέλεσμα. Αν λοιπόν χρησιμοποιηθούν οι κατάλληλες λέξεις, που θα εξαγγείλει ο εκφορέας τους θα μαγευτούν οι ακροατές, θα προσελκυσθούν, θα «πεισθούν» σε τελευταία ανάλυση, θα υπακούσουν, στα κελεύσματά του και θα τον ψηφίσουν.
Ο πολιτικός, λοιπόν, επιδιώκει με τις κατάλληλες λέξεις:
- Να κολακέψει τις επιθυμίες και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των εκλογέων του. Υπόσχεται αφειδώς τα πάντα: «Θα σας κάνω τα γεφύρια», «Μα δεν έχουμε ποτάμια», «Θα σας κάμω και ποτάμια».
- Να αποδείξει ότι ο αντίπαλός του είναι ουτιδανός και μηδαμινός. Με τη μετάδοση και επανάληψη λέξεων της συκοφαντικής πολιτικής ορολογίας, τον χαρακτηρίζει ψεύτη, κλέφτη, αγύρτη, απατεώνα, καταχραστή, για να τον εξουθενώσει.
- Να δείξει τη δική του υπεροχή, να αναδείξει τη δική του προσωπικότητα εντυπωσιάζοντας το κοινό του μ' έναν υπέροχο πολιτικό λόγο, με λέξεις άγνωστες ως επί το πλείστον. Είναι γνωστή η περίπτωση της προσφώνησης τον προπερασμένο αιώνα, ενός πολιτικού, (του Κώστα Τσιριμώκου), προς τους κατοίκους του χωριού Δίβρη: «Άνδρες Δίβριοι, τραγοσκελείς και φθειροπώγωνες.. .»
δ) Η λεκτική κενολογία
Ο λόγος των πολιτικών, η γλώσσα της πολιτικής την οποία χρησιμοποιούν στην ουσία είναι ένας κενός λόγος. Το λεκτικό σύμβολο στερείται εννοιολογικου περιεχομένου. Η απόσπαση του ρόλου του λεκτικού συμβολισμού από το λειτουργικό χαρακτήρα του και η μετατροπή του σε τελετουργία, όπως είναι ο πολιτικός λόγος συνεπάγεται την πολιτική κενολογία.
«Στη σφαίρα της πολιτικής (γράφει ο Άρθουρ Καίστλερ), οι λέξεις γίνονται τόσο πιο ισχυρές, όσο περισσότερο έχουν χάσει την έννοιά τους».
Κι ο ελληνικός λαός χαρακτηρίζει μ' αυτές τις εκφράσεις την κενολογία του πολιτικού λόγου: «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», «παχειά λόγια», «ο λόγος το λέει», «που λέει ο λόγος».
Οι δυο τελευταίες ρήσεις, καταδεικνύουν πασιφανώς, πόσο απέχει από την πραγματικότητα η λέξη, όταν στερείται εννοιολογικού περιεχομένου, ακόμα και στην καθημερινή συζήτηση: «Εψόφησα από το κρύο και την παγωνιά», «Ε, όχι και ψόφησες», «ο λόγος το λέει».
Στον πολιτικό λόγο η λεκτική κενολογία παίρνει τις ακόλουθες μορφές:
- Η ρητορική λογοδιάρροια. Ο πολιτικός για να παραπλανήσει, προσελκύσει τους εκλογείς, οφείλει να τους σαγηνέψει μ' ένα χειμαρρώδη λόγο. Τα λεκτικά φληναφλήματα, οι λεκτικοί πομφόλυγες, τα αερολογήματα πλεονάζουν και πλημμυρίζουν τον πολιτικό λόγο. Ένα ασταμάτητο φαφλατιό, μια φλύαρη περιττολογία. «Αέρας κοπανιστός», αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που δίνει ο λαός σ' αυτό τον πολιτικό λόγο.
Στη ρητορική λογοδιάρροια διογκώνεται το σημαίνον, το σημαινόμενο είναι κενό εννοιολογικού περιεχομένου και γι' αυτό τα μορφολογικά στοιχεία των λέξεων συνιστούν τον ουσιαστικό παράγοντα στη μορφοποίηση του πολιτικού λόγου. Τα συνηχητικά και ομοηχητικά λεκτικά σύμβολα, όχι διανθίζουν, αλλά συγκροτούν τον πολιτικό λόγο.
- Η λογοκοπία. Αδελφή της ρητορικής λογοδιάρροιας είναι και η λογοκοπία = λόγια χωρίς περιεχόμενο, επιδεικτική φλυαρία. Ο πολιτικός πρέπει να είναι και λογάς, λογοκόπος για να σταδιοδρομήσει.
«Λόγια, λόγια, λόγια! Βαρεθήκαμε να τ' ακούμε! Έργα θέλουμε». Απαντάει ο λαός και προσθέτει την παροιμία: «ο καθένας με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια».
Στη λογοκοπία συμπεριλαμβάνεται και η επαναστατική φρασεολογία. Αντί για δράση υπάρχουν μόνο επαναστατικά λόγια. Όταν, χωρίς να υπολογίζονται οι αντικειμενικές συνθήκες, χρησιμοποιούνται επαναστατικά λόγια υπάρχει ο κίνδυνος και να αποτύχει ή και να εκφυλιστεί και το περιεχόμενο και η πορεία μιας επανάστασης.
ε) Η λεκτική δημαγωγία
Η λέξη δημαγωγία, σύνθετη από το δήμος + αγωγός («άγω» οδηγώ) υπάρχει από την αρχαιότητα με την ίδια ακριβώς έννοια. Οι δημαγωγοί προσπαθούν να παραπλανήσουν τους πολίτες, χάρη στη δυνατότητα που τους προσφέρει ο λεκτικός συμβολισμός. Δημαγωγούν χωρίς όρια και επιχειρούν να αποσπάσουν την εύνοια των πολιτών με τη δημαγωγία. Πέρα από τους αθέμιτους τρόπους, τις κολακείες, τις ψεύτικες υποσχέσεις, αναθέτουν τον κύριο λόγο, στη λεκτική δημαγωγία για να παραπλανήσουν το ακροατήριό τους.
Οι δημαγωγοί και δημεγέρτες χρησιμοποιούν τη λεκτική δημαγωγία με στόχο να συνεγείρουν συγκινησιακά τους πολίτες. Γι' αυτό απευθύνονται στο θυμικό τους και αποσκοπούν, χάρις στις καταπληκτικές ιδιότητες, που τους παρέχει ο λεκτικός συμβολισμός να τους διεγείρουν ώστε να τους προσηλυτίσουν και να τους παρασύρουν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει καμμιά σχέση η λέξη δημαγωγία με τη λέξη δημηγορία, η οποία προέρχεται από τη λέξη δημηγόρος = δήμος + ηγόρος (ηγορή). Σημαίνει την πολιτική αγόρευση, την απαλλαγμένη από όλα τα άνθη της ρητορικής κενολογίας και της λεκτικής δημαγωγίας. Σημαίνει τον πολιτικό λόγο το στηριγμένο μόνο σε επιχειρήματα.
Αλλά ακόμα και τη δημηγορία δεν εννοούσε ν' ανεχθεί ο Κ. Καβάφης και γράφει: «Κι' αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες».
3. Ο πολιτικός λόγος είναι μονόλογος
Ο πολιτικός λόγος στην ουσία είναι μονόλογος. Τον εκφωνεί ο πολιτικός μπροστά σ' ένα πλήθος ακροατών σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, όπου δεν υπάρχει αντίλογος, αντίκρουση, διάλογος. Το ακροατήριο, με πολιτικά συνθήματα, τα οποία έχει κατασκευάσει, από πριν ο ίδιος ο πολιτικός ή το επιτελείο του (το οποίο διευθύνει ο ίδιος), συνηγορεί, συνοδεύει, επικυρώνει τον πολιτικό λόγο του πολιτικού.
Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις δυό είναι τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την επιτυχία: ο χώρος και το πλήθος.
α) Ο χώρος ο οποίος πρέπει να γεμίσει οπωσδήποτε, από ακροατές χωρίς να έχει κενά. Πρέπει οπωσδήποτε την άλλη μέρα να γραφεί στα έντυπα: «Μπροστά σε μια κατάμεστη ή αδιαχώρητη αίθουσα μίλησε ο ... », «Σε μια πλήθουσα πλατεία μίλησε ο ... ». Γι' αυτό το λόγο υποχρεώνονται να έλθουν με λεωφορεία τα κομματικά μέλη από άλλες περιοχές.
β) Το πλήθος προετοιμασμένο από ειδικούς κλακαδόρους και χειροκροτητές, σκορπισμένους σε κατάλληλα σημεία, παρασύρεται και παραληρεί, ζητωκραυγάζει, επευφημεί, χειροκροτεί, επαναλαμβάνει τα συνθήματα τα οποία του σερβίρουν. Αλλά ... αλλά, δεν συνδιαλέγεται. Ο πολίτης δεν έχει λόγο, μόνο πρέπει να ακούει και να αποδέχεται ασυζητητί. Δεν συζητά με τον εκφωνητή. Στο μονόλογο δεν υπάρχει αντίλογος. Ο διάλογος έχει καταργηθεί. Ο μονόλογος θριαμβεύει. Ο πολιτικός λόγος είναι μονόλογος.
4. Τα λεκτικά στερεότυπα
Ο πολιτικός λόγος για να είναι πειστικός χρησιμοποιεί, κατά κανόνα, λεκτικά στερεότυπα (λεκτικά ταμπού) τα οποία έχουν δοκιμαστεί από το παρελθόν και θεωρούνται ότι εξασφαλίζουν επιτυχία.
Τέτοια λεκτικά στερεότυπα είναι π.χ. «Η σωτηρία του λαού», «Το εθνικό συμφέρον», «Το δίκιο των εργαζομένων», «Η παγκόσμια ειρήνη», «Η κοινωνική δικαιοσύνη», «ο κομμουνιστικός κίνδυνος», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Τα λεκτικά στερεότυπα, είναι στην ουσία αφηρημένες έννοιες, που έχουν υποκαταστήσει το υποκείμενο, τον πολιτικό. Τα λεκτικά στερεότυπα χρησιμοποιούνται ως θεότητες τις οποίες πρέπει να σέβονται και να προσκυνούν οι ακροατές -πολίτες.
Τα λεκτικά στερεότυπα περιέχουν μόνο ουσιαστικά. Λείπουν τα ρήματα. Κι όταν υπάρχουν είναι διατακτικού χαρακτήρα. Μόνο στην προστακτική. Δε λειτουργεί η οργανική μονάδα του λόγου, γιατί δεν χρειάζονται τα επιχειρήματα τα οποία θα τεκμηριώσουν τον πολιτικό λόγο. Ο πολιτικός λόγος δεν θέλει επιχειρήματα. Θέλει μόνο λεκτικά στερεότυπα.
Τα λεκτικά στερεότυπα, τα λεκτικά ταμπού δημιουργούν ακόμη, τον ιστό της αράχνης που δένει τα μέλη με δεσμά υποταγή ς στις αποφάσεις του αρχηγού.
Κατ' αρχήν το κόμμα, η λέξη κόμμα είναι το πιο σημαντικό λεκτικό στερεότυπο, για την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία του πολιτικού σχηματισμού. Όταν «το κόμμα αποφάσισε», «το κόμμα αποφασίζει», «το κόμμα λέει», «το κόμμα είπε», «το κόμμα τονίζει», «το κόμμα θέλει», «ένα είναι το κόμμα» οι πάντες πρέπει αδιαμαρτύρητα να πειθαρχήσουν και να εκτελέσουν τις αποφάσεις του κόμματος.
Τελικά τόσο πολύ κυριαρχεί η λέξη το κόμμα, ώστε παρασιωπούνται, συνέχεια, καθημερινά, όλη την ώρα, σε κάθε πρόταση και αναφορά λόγου, αφανίζονται και χάνονται τα βασικά συστατικά στοιχεία του κόμματος. Για ποιο δηλαδή κόμμα πρόκειται, τι είδους κόμμα είναι και ποιοι οι σκοποί του.
Ένα άλλο φοβερό λεκτικό στερεότυπο είναι οι λέξεις καθοδηγητής καθοδήγηση. Δηλαδή η λέξη καθοδηγητής και μόνο ετυμολογικά: οδηγώ τους κάτω από μένα, καθοδηγώ, δημιουργεί τάξεις μέσα στο κόμμα, όπου η ιεραρχία επιβάλλει οι ανώτερες τάξεις, να καθοδηγούν τις κατώτερες.
Το ίδιο και η λέξη αρχηγός, ο οδηγός όλων των άλλων, αυτός στον οποίο οι πάντες πρέπει να υποτάσσονται και να λατρεύουν. Η προσωπολατρεία δεν αποτελεί παρέκκλιση, είναι η φυσική συνέχεια της ύπαρξης του αρχηγού.
5. Η λεκτική απροσδιοριστία
Ο πολιτικός λόγος, χρησιμοποιεί κατά κανόνα λέξεις με ασαφές, με απροσδιόριστο εννοιολογικό περιεχόμενο, για να δημιουργήσει συγχύσεις, απαραίτητες στον αποπροσανατολισμό των πολιτών.
Τέτοια είναι η σύγχυση που δημιουργείται ώστε να παρασύρονται ακόμα και αγωνιστές των κοινωνικοπολιτικών σχηματισμών και τα κόμματά τους στη χρησιμοποίηση άλλων αντι' άλλων λέξεων, στον αγώνα που διεξάγουν εναντίον Π.χ. της παγκοσμιοκρατίας.
Αγωνίζονται, λοιπόν, όπως λένε οι φίλοι αυτοί εναντίον της παγκοσμιοποίησης και αγωνίζομαι από τη μεριά μου να τους πείσω, πως κανένας δεν επιτρέπεται να αγωνίζεται εναντίον της παγκοσμιοποίησης των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, της επιστήμης, της πληροφόρησης, των ιδεών, των αγαθών. Τότε εναντίον ποιάς παγκοσμιοποίησης είναι οι συναγωνιστές μου; Ασφαλώς και εναντίον της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, της διοίκησης. Εναντίον δηλαδή της συσσώρευσης του κεφαλαίου, της διοίκησης, του στρατού στα χέρια λίγων. Συνεπώς εναντίον του παγκόσμιου κράτους. Παγκοσμιοκρατία το ονομάζω και αν κάποιος άλλος προτείνει καλύτερη ορολογία, αποδεκτή. Το παγκόσμιο κράτος, θέλουμε δεν το θέλουμε, έχει σχηματισθεί και έχει και διακριτές τις τρεις εξουσίες της. Οι G8 είναι η νομοθετική και αποφασιστική εξουσία. Η κυβερνητική εξουσία είναι ο Μπους σήμερα και έχει και ένα βούρδουλα στα χέρια του το ΝΑΤΟ για όποιον ατακτεί. Όσο για τη δικαστική εξουσία έχουν πετύχει απ' όλα τα υπάκουα, στο Παγκόσμιο Κράτος, κράτη να σχηματίσουν ειδικούς νόμους, καθ' υπέρβαση της εθνικής νομοθεσίας τους και τα δικαστήριά τους να καταδικάζουν τους παραβάτες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο πολιτικός λόγος, η γλώσσα των πολιτικών έχει μετατραπεί και από γλώσσα επικοινωνίας και διαλόγου γίνεται γλώσσα εξουσίας και επιβολής, γλώσσα προπαγάνδας.
Η γλώσσα των πολιτικών αντί να οξύνει τη σκέψη, να αναπτύσσει την οξυδέρκεια, θολώνει το μυαλό, σκοτώνει τη σκέψη. Ενώ επιχειρεί να δείξει ότι εξισώνει τους διοικούντες με τους διοικουμένους, τους εξουσιαστές με τους εξουσιαζόμενους, τους άρχοντες με τους υπηκόους, τους πολιτικούς με τους πολίτες, στην πραγματικότητα υπενθυμίζει συνεχώς σε όλους την κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στους “πάνω” και τους “κάτω”.
Ο πολιτικός λόγος, η γλώσσα των πολιτικών επιδιώκει στην ουσία:
- Να παραπλανήσει, να παρασύρει και να προσηλυτίσει τους πολίτες.
- Να δημιουργήσει την εντύπωση του αναλλοίωτου τοπίου του κατεστημένου.
Έτσι έχουν τα πράγματα, τίποτα δεν θα αλλάξει. Το μόνο δικαίωμα των πολιτών είναι το δικαίωμα της επιλογής των αντιπροσώπων, που θα βουλεύονται, θα νομοθετούν, θα διοικούν αντί γι' αυτούς.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στο θεατρικό έργου του: «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» αναδείχνει, στο διάλογο των Πρέσβεων, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, τους στόχους του πολιτικού λόγου:
- ΑΓΓΛΟΣ: Κι' αν επιμένουν να το έχουν;
- ΓΑΛΛΟΣ: Διότι ως φαίνεται θα το έχουν!
- ΡΩΣΣΟΣ: Εκεί που φτάσαμε θα το έχουν!
- ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Πώς θα δεχτούμε να το έχουν;
- ΑΓΓΛΟΣ: Βλέπετε τρόπο να μην το έχουν;
- ΓΑΛΛΟΣ: Εάν το έχουν, χωρίς να το έχουν!
- ΡΩΣΣΟΣ: Τι εννοείτει έχουν δεν έχουν;
- ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Εάν νομίζουν ότι το έχουν και εις την ουσία δεν το έχουν.
- ΑΓΓΛΟΣ: Εάν πιστέψουν ότι το έχουν, είν' εύκολο να μην το έχουν.
- ΓΑΛΛΟΣ: Αυτοί θα χαίρουν που το έχουν, εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν.
Αυτά συνέβαιναν το 19ο αιώνα. Είμαστε στις αρχές του 21ου κι εξακολουθούν να συμβαίνουν τα ίδια. Ως πότε;
Στ' Απεράθου της Νάξου, στο χωριό μου, υπάρχει, μέσα σε μια παροιμία η απάντηση.
«Αλίμονο στον άνθρωπο, άμα μάθει το βούδι τη δύναμή του».
Και το μεν βόδι δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τη δύναμή του. Ο άνθρωπος όμως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.