Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Περί ΣΥΡΙΖΑ & κριτηρίων ταξικού προσδιορισμού, περί ΕΕ & ΕΚΤ. Επικίνδυνες συγχύσεις εθνικισμού, κοσμοπολιτισμού και διεθνισμού…

Ιουλίου 17, 2013 από seisaxthiablog

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εν πολλοίς “κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Της πραγματικής (και όχι ιδεοτυπικής) εργατικής τάξης, με τις συγχύσεις και καθυστερημένες απόψεις της αλλά πάντως της εργατικής τάξης”.
“Η κρίση ιδεολογικοπολιτικής εκπροσώπησης οδηγεί σε πρωτοφανή για τη νεώτερη ιστορία της χώρας δρομολόγηση μιας απεμπλοκής συνειδήσεων και ανθρώπων από τη “σιωπηλά πλειοψηφία”, από την κυρίαρχη ιδεολογία και τα καθεστωτικά κόμματα, από την υπακοή, την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και την υποταγή.  Αυτή η ρευστή και μη μορφοποιημένη ριζοσπαστικοποίηση, με όλες τις αντιφάσεις, τη μερικότητα και τους περιορισμούς της, δέσμια ακόμα της λογικής της ανάθεσης, βρίσκει εν μέρει εκπροσώπηση, ή μάλλον – επενδύει επί του παρόντος εκλογικά- στο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχετική εναρμόνιση με την υπόσχεση άμεσης κυβερνητικής λύσης, χωρίς ριζικές ρήξεις με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Οι διαθέσεις αυτές των ανθρώπων, με όλες τις ανασφάλειες, φοβίες και αβεβαιότητές τους, με σαφή τη συνδρομή μιας πρωτοφανούς τρομοκρατικής προπαγάνδας του καθεστώτος υπέρ των στρατηγικών επιλογών του, βρήκαν συγκυριακά εκλογική έκφραση σε ορισμένου τύπου ριζοσπαστισμό του πολυσυλλεκτικού ΣΥΡΙΖΑ, που συνυπάρχει εκλεκτικά με τη μακροχρόνια δογματική αγκύλωση της ηγετικής ομάδας του σε κάποιες “ιερές αγελάδες” (π.χ. Ευρώ και Ε.Ε.). Παρατηρείται λοιπόν μια εκδοχή αναβίωσης του προυντονισμού.
Ο Π. Ζ. Προυντόν, ένας τυπικός εκπρόσωπος του μικροαστικού σοσιαλισμού-αναρχισμού του 19ου αι., έβλεπε την κοινωνία και τις κυρίαρχες σε αυτήν σχέσεις ως ενσαρκώσεις αρχών, ιδεών και κατηγοριών του πνεύματος, η κάθε μια απ’ τις οποίες έχει “καλές”, θετικές και  “κακές”, αρνητικές πλευρές. Η όλη σωτήριος ανάπλαση της κοινωνίας, η “Λύση του κοινωνικού ζητήματος”, φάνταζε ως μεταφυσικό καθήκον απαλλαγής από τις “κακές” και διατήρησης των “καλών” πλευρών [π.χ. απαλλαγή από τον "κακό" νεοφιλελευθερισμό και διατήρηση της "καλής" Ε.Ε. (της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, των ΗΠΑ κ.ο.κ.), από τις "κακές" πλευρές του ευρώ και διατήρησης των "καλών"...]. Έτσι και τώρα,μεσούσης της κρίσης και του κοινωνικού πολέμου, υπάρχει ένα ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης, που αγνοώντας τη διαλεκτική ουσία π.χ. της κυρίαρχης και σχεδιοποιημένης από το χρηματοπιστωτικό δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο σχέσης παραγωγής που λέγεται “ευρώ”, αγνοώντας τη λειτουργία της ως μηχανισμού διεθνικής εκμετάλλευσης στη βάση της αύξουσας ανισομέρειας και της αντίστοιχης ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, φαντασιώνεται μεταφυσικά απαλλαγή απ’ τα “κακά” του ευρώ εντός της ευρωζώνης και νομιμοφρόνως προσδοκά μετουσίωση της χρηματοπιστωτικής φυλακής των λαών που λέγεται Ε.Ε. σε “κοινωνικά δίκαιη Ευρώπη των Λαών”… Κάποιοι προτάσσουν τη σωτηρία του ευρώ και τη διαιώνιση της πρόσδεσής μας σε αυτό έναντι της σωτηρίας του λαού, επιτείνοντας τη σύγχυση μεταξύ γεωγραφικών οριοθετήσεων, πολιτισμικών ταυτοτήτων, κυρίαρχων σχέσεων παράγωγης, και στρατηγικών ολοκλήρωσης-διακρατικής ρύθμισης του καθεστώτος. Και όλα αυτά εκτυλίσσονται τη στιγμή που η κρίση χρέους αγκαλιάζει όλο και πιο πολλές και πιο μεγάλες χώρες της ευρωζώνης, τη στιγμή που εκ των πραγμάτων τίθεται εν αμφιβόλω διεθνώς η ίδια η ύπαρξη του ευρώ και της Ε.Ε., στη δίνη των παγκόσμιων ανακατατάξεων. Στο βαθμό που η ριζοσπαστικοποίηση αυτή θα παραμένει ρευστή και άμορφη, εκ των πραγμάτων θα μορφοποιείται βάσει των κυρίαρχων στρατηγικών,προταγμάτων και διλημμάτων. Υπάρχουν λοιπόν σ’ αυτή τη συγκυρία κάποιες νομοτελείς αυταπάτες, η μη έγκαιρη άρση των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση και σε αντιδραστική στροφή, με ή χωρίς κυβερνητική εμπλοκή αυτών των δυνάμεων που τις πρεσβεύουν, ανεξαρτήτως προθέσεων”.
Ο μικροαστικός χαρακτήρας ενός κόμματος δεν καθορίζεται άμεσα ούτε από την σύνθεση των μελών και στελεχών του, ούτε και από τη σύνθεση των ψηφοφόρων τουαλλά από τα ταξικά συμφέροντα και τις διαθέσεις που εκφράζουν ιδεολογικά και πολιτικά, σε επίπεδο προγραμματικού λόγου και κυρίως, σε επίπεδο πρακτικής μετασχηματιστικής δραστηριότητας, διαμόρφωσης θελήσεων, και οργανωμένων δυνάμεων – συσχετισμών στο πεδίο της εξουσίας και των προοπτικών της κοινωνίας.Εδώ αρκεί το κεκτημένο του κλασικού μαρξισμού:
“Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της σοσιαλδημοκρατίας συνοψιζόταν γι’ αυτό στο γεγονός ότι τους δημοκρατικούς-ρεπουμπλικανικούς θεσμούς δεν τους ζητούσαν σα μέσα για να καταργήσουν τα δύο αντίθετα άκρα, το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία, αλλά για να χαλαρώσουν την αντίθεσή τους και για να τη μετατρέψουν σε αρμονία [βλ. "αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής" - Δ.Π.]. Όσο διαφορετικά μέτρα κι αν προτείνονται για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού,  με όσο περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικές έννοιες και αν τον στολίσουν, το περιεχόμενο μένει το ίδιο. Το περιεχόμενο αυτό είναι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας με δημοκρατικό τρόπο, αλλά ένας μετασχηματισμός μέσα σε αστικά πλαίσια.
Δεν πρέπει όμως να κάνει κανείς τη στενοκέφαλη σκέψη ότι η μικροαστική τάξη θα ήθελε κατ’ αρχήν να επιβάλει ένα εγωιστικό ταξικό συμφέρον. Αντίθετα πιστεύει ότι οι ειδικοί όροι της απελευθέρωσής της είναι οι γενικοί όροι, που κάτω απ’ αυτούς μόνο είναι δυνατό να σωθεί η σύγχρονη κοινωνία και να αποφευχθεί η πάλη των τάξεων. Το ίδιο, δεν πρέπει κανένας να φαντάζεται ότι οι δημοκρατικοί αντιπρόσωποι είναι όλοι τους μαγαζάτορες ή ότι λαχταρούν να γίνουν μαγαζάτορες. Μπορεί εξαιτίας της μόρφωσής τους ή της ατομικής τους θέσης να απέχουν απ’ αυτούς όσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Εκείνο που τους κάνει εκπρόσωπους των μικροαστών είναι ότι το μυαλό τους δε μπορεί να ξεπεράσει τα όρια που οι ίδιοι οι μικροαστοί δεν ξεπερνάνε στη ζωή και ότι συνεπώς σπρώχνονται θεωρητικά προς τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες λύσεις , όπου το υλικό συμφέρον και η κοινωνική τους θέση σπρώχνει πρακτικά τους μικροαστούς. Αυτή είναι γενικά η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους πολιτικούς και φιλολογικούς εκπροσώπους μιας τάξης προς την τάξη που εκπροσωπούν” (Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»).


Ισως οι κλασικοί να μην είχαν επεξεργαστεί ενδελεχώς την πολιτική του ενιαίου μετώπου, αλλά σε κάθε περίπτωση, καμία σοβαρή μετωπική πολιτική σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, δεν μπορεί να αγνοεί τις διαθέσεις των εργατικών – λαϊκών μαζών, καθώς και τη θέση και το ρόλο των κομμάτων που κερδίζουν – έστω προσωρινά -την πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει μονοσήμαντα και άνευ όρων συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.  Αυτό ισχύει με το παραπάνω αναφορικά με πρόσωπα και φορείς, από υλικά ανακύκλωσης παλαιοκομματικών αστικών μηχανισμών (βλ. τον κάθε Καμμένο), με μορφώματα καιροσκοπικού χαρακτήρα, στα οποία τον τόνο δίνουν παρεισφρύσαντες φορείς του βαθέως κράτους-παρακράτους (πασοκικού και μη, ΚΥΠ κ.ο.κ.), με αριβίστες νοσηρά αρχομανείς καιροσκόπους, ικανούς (βοηθούντος βαθέως κράτους και παρακράτους) να σπεκουλάρουν στην ιδέα του μετώπου για να την κάψουν, εκφυλίζοντάς την σε αντιαριστερά κατεύθυνση, σε ανερμάτιστες κινήσεις (π.χ. κάθοδος με Παπαθεμελήδες, Αϋφαντήδες, συνεργασία με Μ.Μ.Ε. του Καρατζαφέρη κ.ο.κ. -βλ.την περίπτωση Καζάκη ).
Ένα μαζικό κόμμα, στο βαθμό που δεν έχει επιστημονική διάγνωση-διακρίβωση της εποχής & της συγκυρίας, και αντίστοιχο προγραμματικό λόγο (στρατηγική – τακτική) με σαφή προσδιορισμό κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων και προοπτικών που πρεσβεύει, εάν λειτουργεί σε ένα νεφελώδες πνεύμα π.χ. προυντονικών ιδεολογημάτων-αυταπατών, και επιδιώκει εκλογικίστικα ανάληψη κυβερνητικής διαχείρισης δια της αναθέσεως, χωρίς να συνιστά συνειδητή οργανωτική κ.ο.κ. συγκρότηση των αποκάτω, της εργατικής τάξης, αυτό νομοτελώς: 1) στο βαθμό που λειτουργεί ως υποκείμενο, εκ των πραγμάτων (πέρα κι έξω απ’ τις προθέσεις κάποιων) μετατρέπεται σε συνιστώσα του κυρίαρχου υποκειμένου, του καθεστώτος, ενώ 2) λόγω της απροσδιοριστίας του, συνιστά πρωτίστως αντικείμενο-ενεργούμενο της ταξικής πάλης, μηχανισμό χειραγώγησης, άμβλυνσης της αγωνιστικότητας και τελικά εκτόνωσης-ακύρωσης των όποιων εξεγερτικών-επαναστατικών διαθέσεων και προοπτικών. Φυσικά “Το που τελικά θα πάει και ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι επίδικο της ταξικής πάλης”, αλλά και των εντός και πέριξ του διεργασιών από την άποψη της διαμόρφωσης της ταξικής κοινωνικο-πολιτικής και οργανωτικής φυσιογνωμίας του. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος Κασσάνδρα για να προβλέψει το σε τι φάσμα δυνατοτήτων μπορεί να κινηθεί ένα μόρφωμα με χαρακτηριστικά κυβερνητικού σχήματος αρχηγικού (με αρχηγική ομάδα) τύπου, και τα προαναφερθέντα ιδεολογικά, προγραμματικά κ.ο.κ. χαρακτηριστικά.

Αποψεις του τυπου “θεωρώ την πολιτική της εξόδου σαν δεξιά θέση, Παρασιωπάται ότι είναι αστική πολιτική, ότι υποκρύπτει εθνικιστικές πλευρές, υποτίμηση του ταξικού σε όφελος του εθνικού, ότι στρέφεται ευθέως κατά του παγκόσμιου χαρακτήρα του προλεταριακού κινήματος”,  ακούγονται χρόνια τώρα από τους  εξ απορρήτων του “προέδρου” (Γιώργο Σταθάκη, Σπύρο Λαπατσιώρα κ.ά.), πράγματι με όρους επιβολής “μιας ιδιότυπης ιδεολογικής τρομοκρατίας σε βάρος της αντίθετης άποψης”. Έχουμε ακούσει και άλλα ωραία  από “υπεύθυνα χείλη”, όπως: “Ένας νέος Ρούσβελτ μας χρειάζεται και ένα New Deal”, “Οι ΗΠΑ δίνουν το παράδειγμα, ο Ομπάμα ασκεί αριστερή πολιτική”, “Το ΔΝΤ έχει προοδευτική πολιτική”, “Αρκεί να απαλλαγούμε από τους ακραίους νεοφιλελεύθερους τύπου Σόιμπλε και θα βρεθεί λύση” κ.ο.κ. Εδώ ο συνδυασμός απουσίας θεωρίας και μεθοδολογίας με τα χειρότερα κληροδοτήματα της εκφυλιστικής και εκφυλιζόμενης ευρωκομμουνιστικής παράδοσης, συγκροτεί άκρως επικίνδυνο μείγμα σύγχυσης, αποπροσανατολισμού, αδιεξόδου και ηττοπάθειας

Χωρίς σαφή επιστημονικό προσδιορισμό της νυν ιδιοτυπίας των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής (των νομισματικών συμπεριλαμβανομένων), του νυν σταδίου της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και των τύπων ολοκληρώσεων που αυτές συνεπιφέρουν με τα θεσμικά και εξωθεσμικά όργανα διακρατικομονοπωλιακής ρύθμισης-επιβολής, η περί ευρώ και Ε.Ε. συζήτηση είναι αποπροσανατολιστική φλυαρία.
Μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να διακριβωθεί (σε εθνικό, τοπικό, διεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο) εκείνο το πλαίσιο ταξικά προσδιορισμένου σύγχρονου επαναστατικού-αντιιμπεριαλιστικού πατριωτισμού-διεθνισμού που μπορεί να δώσει προοπτική στο κίνημα. Αυτό προϋποθέτει επιστημονική διακρίβωση της νυν συγκεκριμένης ιστορικής θέσης και του ρόλου τόσο του έθνους και του εθνικού ζητήματος, όσο και των τάσεων ενότητας και πάλης κοινωνικών τάξεων, εθνών, λαών, εθνοτήτων, πολιτισμικών παραδόσεων κ.ο.κ. σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.
Αυτό απαιτεί αποδέσμευση από τη σύγχυση μεταξύ βασικών εννοιών και ιδεολογημάτων. Είναι απαράδεκτο να συγχέεται ο αστικός κοσμοπολιτισμός (η επιθετική ιδεολογία της χρηματιστικής ολιγαρχίας του κεφαλαίου, που επιδιώκει την απρόσκοπτη διεθνή καταστροφική-ληστρική δράση του, ξεπερνώντας εθνικά κ.ο.κ. όρια και φραγμούς, και μέσω της υπερεκμετάλλευσης σε διεθνές επίπεδο δια της ανισομέρειας και των πολλών ταχυτήτων) με το αντίθεο του: με τον προλεταριακό διεθνισμό (την ιδεολογία της εργατικής τάξης, που προτάσσει τον αγώνα για την ανατροπή του κεφαλαίου και την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας, ως ενότητας πολλαπλών εθνών, φυλών, περιοχών, πολιτισμικών παραδόσεων κ.ο.κ.). Δυστυχώς, σε αυτή τη σύγχυση έχει σημαντική συνεισφορά η ευρωκομμουνιστική παράδοση, το “μεταμοντέρνο” και φιλοσοφίζοντες μιντιακά προβεβλημένοι διάττοντες αστέρες τύπου Σλαβόι Ζίζεκ…
Ο εθνικισμός, είναι μια αστική και μικροαστική ιδεολογία, πολιτική και ψυχολογία επί του εθνικού ζητήματος, που εδράζεται στα πρωτεία του εθνικού παράγοντα της κοινωνικής ανάπτυξης έναντι του κοινωνικού-ταξικού. Ιστορικά συνδέεται με το γίγνεσθαι και την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, με τη συγκρότηση εθνικών κρατών (και με τον αγώνα για αυτή τη συγκρότηση), αλλά και με την αύξουσα μη συμβατότητα συμφερόντων των αστικών τάξεων διαφόρων χωρών. Οικονομική βάση του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού, είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, γεγονός που επιτρέπει και τη θαυμάσια συνύπαρξη και αλληλοαναπαραγωγή αυτών των ιδεολογιών με διαφορετικές εμφάσεις από διαφορετικές μερίδες της αστικής (και μικροαστικής) τάξης, των πολιτικών της εκπροσώπων και των “ιδεολόγων”. Στο μεν εθνικισμό, προτάσσεται η εσωστρέφεια και η αυτοαναφορικότητα που εδράζεται στη “συλλογική ιδιοτέλεια” της κυριαρχίας του συγκεκριμένου εθνικού κεφαλαίου, στο δε κοσμοπολιτισμό, η εξωστρέφεια, η διεθνική-πολυεθνική διάσταση της δομής, της λειτουργίας και της ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.
Το αντίθετο του αστικού διπόλου εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, είναι -όπως προανέφερα- ο προλεταριακός διεθνισμός.
Απαιτείται λοιπόν συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση. Έχουμε λοιπόν τουλάχιστον 3 ιστορικές μορφές εθνικισμού (άρα και κοσμοπολιτισμού):
  1. Σχετικά προοδευτικός εθνικισμός, κατά την περίοδο του αγώνα κατά της φεουδαρχίας και του φεουδαρχικού κατακερματισμού, στο γίγνεσθαι της εσωτερικής κεφαλαιοκρατικής αγοράς και των εθνικών κρατών, με την αντίστοιχη ιδεολογία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Συνδυασμός εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού λειτουργεί και κατά τους επεκτατικούς πολέμους των αρχών του 19ου αι. στην Ευρώπη (ναπολεόντειοι πόλεμοι ως απόηχος της γαλλικής αστικής επανάστασης).
  2. Εδραίωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, η οποία προωθούσε τα συμφέροντά της ως “εθνικά συμφέροντα”. Τότε χρησιμοποιεί τον εθνικισμό ως όπλο υποδούλωσης λαών, άμβλυνσης της ταξικής συνείδησης της ανερχόμενης εργατικής τάξης, αποπροσανατολισμού από τον πολιτικό αγώνα, υπονόμευσης της διεθνιστικής ενότητας του επαναστατικού κινήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, είναι αυτό της ιμπεριαλιστικής-αποικιοκρατικης Μ. Βρετανίας και της μετέπειτα Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
  3. Από την εποχή του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακού καπιταλισμού) ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός της μονοπωλιακής αστικής τάξης αποκτούν απροκάλυπτα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, ως συστατικά στοιχεία της ιδεολογίας και της πολιτικής της εθνικής-διεθνικής αποικιοκρατικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Το γεγονός αυτό υπαγορεύει την ανάγκη συγκεκριμένης ιστορικής διάκρισης της θέσης και του ρόλου των καταπιεσμένων εθνώνόπου εθνικές και πατριωτικές διαθέσεις αποκτούν κοινωνικό – ταξικό περιεχόμενο με δημοκρατικό & προοδευτικό χαρακτήρα και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, συνδεόμενα με την ιδεολογία της όποιας εθνικής αστικής τάξης των εξαρτημένων χωρών. Σε αυτή τη βάση ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι προέτασσαν το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση ως συστατικό στοιχείο του διεθνιστικού-επαναστατικού, αντιιμπεριαλιστικού-αντιαποικιοκρατικού και ταξικού αγώνα.
  4. Τα πράγματα περιπλέκονται περαιτέρω στο σύγχρονο στάδιο του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού και της διακρατικομονοπωλιακής επιβολής-ρύθμισης της κεφαλαιοκρατικής υπαγωγής της ανθρωπότητας στους διεθνικούς-πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους . Εδώ μεταξύ άλλων: α) Κλιμακώνεται η ανακατανομή του κόσμου μεταξύ των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και η υπαγωγή όλων των σφαιρών της ζωής της κοινωνίας στους τελευταίους. β) επιτείνεται η ανισομέρεια της ανάπτυξης και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ανακύπτουν ανακατατάξεις στους περιφερειακούς και παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, ενώ αποδομούνται-ανασυγκροτούνται παλαιοί και συγκροτούνται νέοι πόλοι για την αναδιανομή της γης (εδαφών, υπεδάφους, θαλασσών, αέρος, διαστήματος), των φυσικών και κοινωνικών πόρων και της ισχύος μεταξύ των ισχυρότερων ως προς το κεφάλαιο Δυνάμεων.

Ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός, λειτουργούν σήμερα ως ιδεολογική πηγή και έρεισμα εθνικών ανταγωνισμών, ως πρόταγμα τάσεων κυριαρχίας ορισμένων εθνών επί άλλων, πολυεθνικών μορφωμάτων επί αντιπάλων πολυεθνικών μορφωμάτων, αλλά και επί εθνών εντός και εκτός τους κ.ο.κ. Ταξικός προορισμός αμφότερων είναι η διασφάλιση της ιδεολογικής και πολιτικής επιδίωξης της αστικής τάξης για την υπονόμευση των δυνάμεων που αγωνίζονται κατά του κεφαλαίου και όλων των επαναστατικών δυνάμεων, βάσει εθνικών ή πολυεθνικών γνωρισμάτων κατά περίπτωση (εθνικής ενότητας, συναίνεσης, “εθνικής ιδέας”, “Ευρώπης των λαών”, συμμαχίας κατά του “ολοκληρωτισμού” – κομμουνισμού [ΝΑΤΟ], “παγκόσμιου χωριού”, παγκοσμιοποίησης, “επίπεδου κόσμου”, “κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού-οικογένειας”, ύμνων στον “εκπολιτιστικό-ανθρωπιστικό” ρόλο της επέλασης του κεφαλαίου με τη μορφή αποικιοκρατίας και νεοαποικιοκρατίας, κ.ο.κ.), με αντίστοιχη καλλιέργεια ιδεολογικών λειτουργικών αυταπατών τύπου “ταξικής ειρήνης”, “κοινωνικής αρμονίας – συνοχής”, σαν να μη υφίστανται εκμεταλλευτικές σχέσεις, ανισομέρεια, καταπίεση, αυτοί που ασκούν και αυτοί που υφίστανται την εκμετάλλευση κ.ο.κ.
Το διεθνές κεφαλαιοκρατικό «οργανικό σύστημα» ούτε επεκτείνεται ούτε εδραιώνεται εξίσου σε όλο τον πλανήτη σε ένα δήθεν «επίπεδο κόσμο», σε ένα ειδυλλιακό «πλανητικό χωριό» ομογενούς διάχυσης της ευημερίας… Τουναντίον, είναι στη φύση του να εμπλέκει την ανθρωπότητα σε ένα διεθνές πλέγμα, σε ένα δίκτυο-κεντρικό πλαίσιο (σε ένα χωροδικτύωμα, σε μιαν «αλυσίδα», κατά το Λένιν) ποικίλων και πολυεπίπεδων σχέσεων και μορφωμάτων με ιστορικά κληροδοτήματα (παραγωγής, αλληλεξαρτήσεων, ποικίλων βαθμών εκμετάλλευσης, αποικιοκρατίας, νεοαποικιοκρατίας, κυριαρχίας και υποταγής, κ.λπ), των οποίων η αντοχή σε διάφορα μέρη του πλανήτη κυμαίνεται ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική κατάσταση-συγκυρία, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το επίπεδο της ανισόρροπης-ανισομερούς ανάπτυξης της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά. Σε αυτά ακριβώς τα (κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά) πλαίσια ανακύπτουν και οι όποιες περιφερειακές ολοκληρώσεις. Η αντιφατικότητα του συστήματος, τα κρισιακά του φαινόμενα και οι κρισιακές έως και επαναστατικές καταστάσεις, ως αντικειμενικοί όροι της σοσιαλιστικής επανάστασης, εκφράζονται με αύξουσα ένταση και συχνότητα στους εκάστοτε «ασθενείς κρίκους» αυτού του δίκτυο-κεντρικού πλαισίου-χωροδικτυώματος. Στους «ασθενείς κρίκους» -όπως η Ελλάδα σήμερα- αναδεικνύεται η ανισομερής ανάπτυξη του χωροδικτυώματος του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος και των πλέον ευάλωτων σε ανεξέλεγκτες-δυσλειτουργικές για το σύστημα τροπές χωρών και ομάδων χωρών, όπου διαπλέκονται και συμπυκνώνονται εκρηκτικά οι παγκόσμιες, περιφερειακές και τοπικές-εθνικές αντιφάσεις του.
Σε συνθήκες της σημερινής παγκόσμιας, συστημικής και δομικής κρίσης, οι πλέον επιθετικές δυνάμεις του κεφαλαίου, αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους διεξόδου από την κρίση, τρόπους μαζικής απαξίωσης-καταστροφής κεφαλαίων, παραγωγικών δυνάμεων, ώστε να επανεκκινήσουν το σύστημα. Προς το παρόν το επιτυγχάνουν μέσω καταστροφής κεφαλαίων στον παροξυσμό του ανταγωνισμού (χρεοκοπιών, εξαγορών, συγχωνεύσεων, κ.ο.κ.), μέσω πολεμικών συρράξεων και κυρίως, καταστρέφοντας την κύρια παραγωγική δύναμη (την εργατική τάξη) μέσω του κοινωνικού πολέμου που εξαπολύουν εναντίον της εργασίας, με τη χρήση του δημόσιου εξωτερικού χρέους και άλλων μέσων για την αποικιοποίηση όχι μόνο των παραδοσιακών εξαρτημένων πρώην αποικιακών περιφερειακών χωρών, όχι μόνο χωρών του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», αλλά και «περιφερειακών» χωρών ενός από τα τρία κέντρα του λεγόμενου «Πρώτου Κόσμου», της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» (όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία).
Στόχοι των πλέον επιθετικών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου σε αυτό τον πόλεμο γίνονται πλέον και οι λαοί νέων «αδύναμων κρίκων» του συστήματος, ιδιαίτερα της περιφέρειας της Ευρωζώνης, εναντίον των οποίων χρησιμοποιούν βίαιες μορφές αποικιοποίησης, μετατρέποντας μια σειρά χωρών αυτού του τύπου σε αποικίες χρέους. Η έκβαση αυτού του πολέμου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το εάν, κατά πόσο, που και πότε θα κλιμακωθεί και ο εν εξελίξει Γ΄ θερμός Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος, που έχει δρομολογηθεί από τα τέλη του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Σομαλία, Αφγανιστάν, εκ νέου Ιράκ, Υπερκαυκασία, Λιβύη, Συρία κ.ο.κ.). Η κρίση και ο πόλεμος (οικονομικός, κοινωνικός και θερμός), παροξύνουν τις αντιθέσεις, κλιμακώνοντας τις συγκρούσεις προς επαναστατικές καταστάσεις στους «αδύναμους κρίκους». Επομένως, η έκβαση αυτών των διαδικασιών, θα εξαρτηθεί επίσης από την περιφερειακή και παγκόσμια επαναστατική διαδικασία, από το εάν (και κατά πόσο) οι δυνάμεις της εργασίας θα επιτύχουν να αναπτύξουν δική τους στρατηγική και τακτική διεξόδου από την κρίση, να συγκροτήσουν δικό τους νικηφόρο κίνημα, καθώς και από το εάν θα διαρραγεί εκ νέου το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα από μια σειρά νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων (πρώιμων, ενδιάμεσων και ύστερων) και την απόσπαση ορισμένων από τους «ασθενείς κρίκους» του.
Τίθεται συχνά το ερώτημα αναφορικά με το χαρακτήρα τέτοιου τύπου χωρών όπως η Ελλαδα (ενίοτε υπό το πρίσμα της εμπλοκής σε ένα αντιδιαλεκτικά εννοούμενο σχήμα αποκλειστικής διάζευξης: είτε ιμπεριαλισμός είτε εξάρτηση), και συνακόλουθα, με το εάν και κατά πόσο είναι εφικτή η συμμαχία της εργατικής τάξης, του επαναστατικού κινήματος με τυχόν στοιχεία «εθνικής» αστικής τάξης. Η απάντηση απαιτεί διεξοδική έρευνα.
Ωστόσο, από τα διαθέσιμα στοιχειά είναι σαφές, ότι χώρες-συνιστώσες περιφερειακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων με μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλα τα συμπαρομαρτούντα κοινοτικών καταλοίπων και μικρομεσαίου κεφαλαίου), και κυριαρχία στην οικονομία του κεφαλαίου των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, είναι ιμπεριαλιστικές μεν αλλά κατέχουν ενδιάμεση εξαρτημένη θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Μια θέση που επιτρέπει και επιβάλλει πολιτικές αποικιοποίησής τους με επικεφαλής  προς το παρόν  την επιτηρούμενη διακρατικομονοπωλιακά πρόθυμη αστική τους τάξη. Ο χαρακτήρας της συμμαχίας που διασφαλίζει την ηγεμονία και την κυριαρχία της άρχουσας τάξης εδώ είναι σαφής: στρατηγική υπαγωγή στην ΕΕ και στο ευρώ, στη διακρατικομονοπωλιακή δικτατορία με κάθε τίμημα. Ακόμα και οι συνδεόμενες με παραγωγικές λειτουργίες μερίδες του κεφαλαίου (που πλήττονται από τη μονομέρεια αυτής της στρατηγικής επιλογής, του ευρώ κ.ο.κ.) σύρονται τακτικά από την κυρίαρχη μερίδα της χρηματιστικής ολιγαρχίας με επικεφαλής το πιο επιθετικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με το δέλεαρ της νομής της λείας από τον κοινωνικό πόλεμο κατά της μισθωτής εργασίας στην κρίση με όρους “εσωτερικής υποτίμησης”. Σε χώρες σαν την Ελλάδα, η σημερινή αστική τάξη (και οι εκάστοτε πρόθυμοι υπηρέτες της) σε εθνική και σε παγκόσμια κλίμακα, μπορεί να είναι πιο παρασιτική και διεφθαρμένη από ποτέ, αλλά είναι αποδεδειγμένα η πιο αδίστακτη αστική τάξη στην ιστορία.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο ταξικός αγώνας κατά της διακρατικομονοπωλιακής επιβολής και της αποικίας χρέους, συναντάται κατ’ ανάγκη με αναφορές των θιγόμενων από την εξαθλίωση μαζών σε ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας, λαϊκής κυριαρχίας, πατριωτικής αντίστασης στο καθεστώς της τρόικας (οι 2 εκ των τριών συνιστωσών της οποίας είναι: Ε.Ε. και Ευρωπαϊκή Κεντρ. Τράπεζα) και των ντόπιων δωσιλόγων. Εάν δεν δοθεί επιστημονικά τεκμηριωμένος, ταξικός και διεθνιστικός προσανατολισμός σε αυτές τις διαθέσεις, 1. δεν πρόκειται να συγκροτηθεί κίνημα με προοπτική που θα προσανατολίζει επαναστατικά τον αγώνα σε κομμουνιστική κατεύθυνση και 2. θα ενισχυθεί μονοσήμαντα η τάση καπηλείας αυτών των διαθέσεων από το νεοναζισμό και από το γενικευμένο εκφασισμό του συστήματος (με το κράμα εκείνο νέου εθνικισμού-ρατσισμού και επιθετικού κοσμοπολιτισμού [ίσως εκδοχών φασισμού Ε.Ε. ή και Ευρατλαντικής αναφοράς ] που θα κριθεί χειραγωγικά καταλληλότερο.
Δεδομένων των παραπάνω, πρακτικά δεν τίθεται θέμα συμμαχίας με “εθνική αστική τάξη” του επαναστατικού κινήματος. Η αναφορά στην πατριωτική-διεθνιστική διάσταση του αγώνα για επιβίωση και λαϊκή κυριαρχία, στοχεύει στη συσπείρωση των πληττόμενων από τον κοινωνικό πόλεμο τάξεων και στρωμάτων. Πρωτίστως αφορά τις παραδοσιακές και νέες συνιστώσες της εργατικής τάξης, οι οποίες εν πολλοίς στερούνται συνδικαλιστικής, πολιτικής και ιδεολογικής-θεωρητικής έκφρασης και συνείδησης, γεγονός που -εκ των πραγμάτων- καθιστά τις πιο αρχετυπικές έννοιες έκφρασης κοινότητας συμφερόντων πρόσφορες για την έναρξη και κλιμάκωση της πολιτικοποίησής τους. Ακόμα και αν αυτές συγχέονται με αστικά ιδεολογήματα, τύπου “αξιοκρατίας”. Καθήκον των επαναστατών, δεν είναι ο αφ’ υψηλού χλευασμός της “ανωριμότητας” των μαζών και των εννοιολογήσεών τους στην κρίση, αλλά η συμβολή στην απεμπλοκή τους από το χειραγωγικό φορτίο και στην επαναστατική ριζοσπαστικοποίησή τους, πάντα στη βάση των προσλαμβανουσών παραστάσεών τους και της νυν “ζώνης εγγύτερης ανάπτυξής” τους (κατά Λ. Βιγκότσκι).
Δεν υπάρχει σήμερα πιο αστική πολιτική από την τροϊκανή (αυτή της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), και όποιος ιδιαίτερα σήμερα, σε αυτή τη συγκυρία, βαπτίζει “διεθνιστική” τη ληστρική πολιτική γενοκτονίας που ασκούν τα ως άνω ευαγή ιδρύματα -ανεξαρτήτως προθέσεων- τους προσφέρει φοβερή εκδούλευση, μιας και έτσι στρέφεται ευθέως κατά του εθνικού και παγκόσμιου χαρακτήρα του προλεταριακού κινήματος.
Δ.Π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.