Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Δεν ήταν μόνο η Κοκο Σανέλ...

Επειδή "εκπαιδευομαστε" να κρίνουμε τον κόσμο από αυτό που φαίνεται, δεν σημαίνει πως είναι και έτσι...

Του Βασίλη Λαμπόγλου 

                                                              Και όπως στο εδώλιο δεν κάθισε ποτέ η «Krupp» που τροφοδοτούσε όλη την πολεμική μηχανή του Χίτλερ, αλλά και που τα εργοστάσιά της όλως περιέργως έμεναν ανέπαφα όταν οι Αμερικάνοι ισοπέδωναν το Έσσεν.

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισε η «Deutsche Bank» που  χρηματοδότησε τη δημιουργία και λειτουργία των ναζιστικών φούρνων του Αουσβιτς.

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισε η «Siemens». που έλυνε και έδενε επί  Μεταξά,που με πρόταση και χρηματοδότηση του επικεφαλής της «Siemens» στην Αθήνα (Βουλπιώτηs,ο πιό σκοτεινόs και υποχθόνιοs ''Έλληναs'' στην νεώτερη μαs ιστορία), συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας το 1943.

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισαν οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι οικονομικοί στυλοβάτες του φασιστικού καθεστώτος Μεταξά που όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα παρέδωσε τους Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους στην Γκεστάπο για να μεταφερθούν στα Νταχάου και στα Άουσβιτς.

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, αυτοί που το 1933 τροφοδότησαν το αποκαλούμενο και «Ταμείο του Χίτλερ» με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3 εκατ. μάρκων(στις εκλογές του '33 που οι Ναζί πήραν το 44% των ψήφων).

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισε η ελβετική «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» (Ο πρόεδρος της, ο τραπεζίτης Σαχτ, ήταν ο υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ από το 1934).

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισε η «Φάρμπεν» που κατασκεύασε το Κυκλώνιο Β και ηταν το αέριο που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων στα κρεματόρια (ενα από τα ονόματα με τα οποία κυκλοφορεί σήμερα η «Φάρμπεν» είναι «Bayer»).

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 45 από τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους που στις επιχειρήσεις τους στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία οι κρατούμενοι από το Μαουτχάουζεν.

Όπως στο εδώλιο δεν κάθισαν:
Η αμερικανική πολυεθνική «ΙΒΜ».
 Η οργάνωση των 78 ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης έγινε με τεχνολογία της «ΙΒΜ». 
Ο πρόεδρος της «ΙΒΜ», ο Τ. Watson, τιμήθηκε από το Γ’ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού, το 1937. 
Ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να αποδώσει το ναζιστικό καθεστώς σε μη Γερμανό πολίτη.

Όπως η «Standard Oil». 
Η «Standard Oil», των συμφερόντων Ροκφέλερ, στη διάρκεια του πολέμου, εκτός από τους συμμάχους προμήθευε με καύσιμα και τον Αξονα.

Όπως η «General Motors». 
Χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για τον γερμανικό στρατό κατασκευάστηκαν από την «General Motors». 
«Ό,τι συμφέρει την «General Motors» συμφέρει την Αμερική», έλεγε ο Αϊζενχάουερ. 
Το αμερικανικό κράτος αποζημίωσε με 33 εκατ. δολάρια την «General Motors» για τις ζημιές που υπέστησαν τα εργοστάσια της σε Γερμανία και Αυστρία στον πόλεμο.
 Ήταν τα εργοστάσια που κατασκεύαζαν τανκς για τον Χίτλερ.

Όπως η «Ford».
 Το 1/3 των φορτηγών της Βέρμαχτ το κατασκεύασε η αμερικανική πολυεθνική «Ford». 
Οι μισοί «εργαζόμενοι» της εταιρείας ήταν σκλάβοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης. 
Ο πρόεδρος της «Ford», ο «κύριος» Ford, το 1938 γιόρτασε τα 75α γενέθλιά του παραλαμβάνοντας από τους Γερμανούς πρόξενους στο Ντιτρόιτ το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού.

Όπως η τράπεζα «UBC».
 Ήταν από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος. Πρόεδρος της ήταν ο «κύριος» Πρέσκοτ Μπους. 
Πατέρας και παππούς δυο αμερικανών προέδρων.
Κανένα από τα στελέχη των εταιρειών δυτικών συμφερόντων δεν τιμωρήθηκε μετά τον πόλεμο για τις σχέσεις του με τον ναζισμό. 
Τα αδικήματά τους παραγράφηκαν. 
Το φρόντισε ο κύριος John McCloy. 
Ήταν ο Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. 
O McCloy ήταν από το 1947 ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. 
Πριν ως νομικός εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ και της τράπεζας «Chase Manhattan».

Μια τέτοια περίπτωση (brand name) ήταν και αυτή που μπορεί όταν κοιμόταν, να φορούσε μόνο το άρωμα της, αλλά αυτό το άρωμα, η φινέτσα της και η επιτυχία χρησιμοποίησαν ως συστατικά και την ανθρώπινη συμφορά.                                                                                    

Η Κοκό Σανέλ γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου  του 1883  στο Σωμύρ, στην κοιλάδα του Λίγηρα της Γαλλίας.
 Είχε φτωχή παιδική ηλικία(πατέρας μποέμ και μέθυσος) και αυστηρή(ποτέ δεν μίλαγε γι'αυτη)  μοναχική εκπαίδευση.
Μεγάλωσε σε ένα γαλλικό ορφανοτροφείο, όπου έμαθε να ράβει.
Δούλεψε σαν μοδίστρα και στην συνέχεια σαν χορεύτρια σε καμπαρέ όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού.
Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. 

Το 1906 σ’ ένα κλαμπ όπου εμφανιζόταν, γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού και γόνο πλούσιας οικογένειας υφαντουργών, με τον οποίο πέρασε τρία χρόνια πλούσιας ζωής.

Το 1909 δημιούργησε σχέση με τον φίλο του Μπαλσάν, τον άγγλο λογαχό Μπόι Κέιπελ, επίλεκτο μέλος της αγγλικής "υψηλής κοινωνίας".
Το 1913 άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στη Ντοβίλ, στο οποίο πουλούσε καπέλα που έφτιαχνε η ίδια.
Σύντομα άρχισε να πουλάει και ρούχα.

Το ταλέντο της, οι γνωριμίες της και οι χρηματοδοτήσεις της (ο Μπαλσάν τη βοήθησε να αρχίσει την επιχείρησή της, προσφέροντάς της το διαμέρισμά του στο Παρίσι και ο Κέιπελ στη συνέχεια χρηματοδότησε την ενοικίαση του πρώτου της καταστήματος στην καρδιά του Παρισιού),οδήγησαν σε επέκταση των δραστηριοτήτων της. 

Το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1916 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής "Chanel".
Το 1926 λάνσαρε την επιτομή του γυναικείου ντυσίματος, το μικρό μαύρο φόρεμα, το οποίο δεν ήταν στενό στη μέση, καθώς κανόνας της ήταν η άνεση.
Μεταξύ των καινοτομιών της ήταν οι πλισέ φούστες, τα πουκάμισα, τα πουλόβερ, οι καμπαρντίνες, εννοείται τα τουίντ ταγέρ, οι ανδρικές πιτζάμες, η ζώνη αλυσίδα, η καπιτονέ τσάντα, η μίξη ψεύτικων κοσμημάτων με αληθινά, τα υφασμάτινα λουλούδια στα ρούχα (αγαπημένο της λουλούδι ήταν η καμέλια), η μπεζ ξώφτερνη γόβα με τη μαύρη λουστρινένια μύτη, το total look, το ανδρόγυνο στιλ, τα μικρά απλά και με γείσο καπέλα. 

To 1923, μπήκε και στους κύκλους της Βρετανικής "υψηλής κοινωνίας" και άρχισε να δημιουργεί δίκτυο σχέσεων με Βρετανούς αριστοκράτες/επιχειρηματίες και πολιτικούς, ανάμεσα τους και τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. 

Ιδιαίτερες σχέσεις ανέπτυξε με τον συντηρητικό αριστοκράτη και φανατικό αντισημίτη γαιοκτήμονα Χιου Γκρόσβενορ, δούκα του Ουεστμίνστερ, έναν απο τους πιο πλούσιους του κόσμου εκείνη την εποχή, ο οποίος χρηματοδοτούσε τα επιχειρηματικά της σχέδια και της αγόρασε σπίτι, πολύτιμα κοσμήματα, πανάκριβα έργα τέχνης κ.α. 

Η σχέση της Σανέλ με τον Γκρόσβενορ κράτησε δέκα χρόνια.
Ο Γκρόσβενορ απο την δεκαετία του 1930 υποστήριζε ανοιχτά την προσπάθεια ενοποιήσης όλων των ακροδεξιών, αντισημιτικών οργανώσεων στην Βρετανία για να "καθαρίσει" η πολιτική ζωή της χώρας απο τους "Εβραίους".
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος δημιούργησε μια ειδική οργάνωση για να προπαγανδιστεί το κλείσιμο ειρήνης με τους ναζί.  

Η Σανέλ μοιραζόταν τις ίδιες απόψεις με τον Γκρόσβενορ, που έβλεπε σαν πρώτο έχθρο την Σοβιετική Ένωση και τους "εβραιομπολσεβίκους" (όπως ακριβώς προπαγάνδιζαν και οι ναζί). 

 Η προστασία των "επενδύσεων" ήταν ,τελικά, ο λόγος που όλο και περισσότερα μέλη των κυρίαρχων τάξεων σε όλη την Ευρώπη έδειχναν συμπάθεια η και στήριξη στον φασισμό και τον ναζισμό. 

Φυσικά, τα κέρδη ήταν πάνω απο όλα.
Το 1924 η Σανέλ πούλησε σε Εβραίους επιχειρηματίες, τους αδελφούς Βερτχάιμερ, τα δικαιώματα των αρωμάτων της, μεταξύ αυτών και του “Νο 5” με αντάλλαγμα το 10% των πωλήσεων.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος της ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι, με κύκλο εργασιών 120 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων της εποχής και οι επιχειρήσεις της (οίκος μόδας, εργοστάσιο υφασμάτων, εργαστήρια παραγωγής αρωμάτων και κοσμημάτων) απασχολούσαν 3.500 άτομα. 

Το 1931, διάσημη πια για τις δημιουργίες της, η Σανέλ μισθώθηκε από τον Σάμιουλ Γκόλντγουιν για ένα εκατομμύριο δολάρια για να ντύσει αστέρια του Χόλιγουντ. 

To 1936, την περίοδο μεγάλου εργατικού ξεσηκωμού στη Γαλλία, οι εργάτριες της Σανέλ κατέβηκαν σε απεργία για καλύτερους μισθούς και λιγότερες ώρες εργασίας.
H απεργία κράτησε πολλές μέρες και μεγάλωσε το μίσος της Σανέλ για τις εργαζόμενες  που είχαν "τολμήσει" να διεκδικήσουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες.
Το 1939, στην αρχή του πολέμου η Σανέλ έκλεισε τα καταστήματά της, απολύοντας έτσι 4.000 εργαζόμενες, πράξη που θεωρήθηκε και ως αντεκδικηση για τα γεγονότα του '36.

Όταν οι ναζί κατέλαβαν την Γαλλία, η Σανέλ εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο "Ρίτζ", άντρο των ανώτερων κλιμακίων της ναζιστικής στρατιωτικής διοίκησης και δημιούργησε  σχέση με τον ναζί διπλωμάτη Βαρόνο Χανς Γκίντερ φον Ντίκλατζ.

Προβάλλοντας τον αντισημιτισμό και την "αρία" καταγωγή της
εκμεταλλεύτηκε την πολιτική των ναζί κατά των Εβραίων, για να ζητήσει αναγνώριση της αποκλειστικότητας στην ιδιοκτησία του"Chanel Νο 5" και να το αρπάξει απο τους Βερτχάιμερ, στους οποίους το είχε πουλήσει το 1924.
 Όμως οι Βερτχάιμερ είχαν προνοήσει να μεταβιβάσουν τα περιουσιακά στοιχεία σε "άριο" επιχειρηματία, ο οποίος τα επέστρεψε μεταπολεμικά. 

Η δωσίλογη σχεδιάστρια ήταν πράκτορας των ναζί απο το 1941, όπως αποκαλύφθηκε απο αποχαρακτηρισμένα αρχεία που ανέδειξε ο βιογράφος της Χαλ Βον δεκαετίες μετά τον πόλεμο.
 Η Σανέλ δούλευε με την "Abwehr" (γερμανική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών), ως μέλος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών του Χίτλερ με τον κωδικό κατάσκοπου" F-7124 Westminster". 

Μετά την απελευθέρωση, η Σανέλ συνελήφθη από την κυβέρνηση του Ντε Γκωλ με την κατηγορία του δωσιλογισμού.
 Αφέθηκε ελεύθερη με την παρέμβαση του γνώριμου της Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Ο Τσώρτσιλ δεν ήθελε να αποκαλυφθούν-σε μια πιθανή δίκη της- φιλοναζιστικοί κύκλοι στην Βρετανική κυρίαρχη τάξη. 

Όταν o Γάλλος γκεσταπίτης, Λουί ντε Βοφρελάν, αποκάλυψε την Σανέλ ως συνεργό του εκδόθηκε επείγον ένταλμα και επέστρεψε το 1946 στη Γαλλία (απο την Λωζάνη όπου είχε διαφύγει), για να καταθέσει.
Χαρακτήρισε "φαντασιώσεις" τους ισχυρισμούς του Βοφρελάν.
Η Σανέλ ήρθε και σε συμφωνία με τους Βερτχάιμερ οι οποίοι, με τον φόβο, ότι μια δίκη για το "Νο.5" θα οδηγούσε σε κατάρρευση το προιόν και τα κέρδη τους, κατέληξαν σε συμβιβασμό. 

Η Σανέλ δεν ξέχασε τους φίλους της και  όταν ο στρατηγός Βάλτερ Σέλενμπεργκ, επικεφαλής των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών στο Παρίσι, απελευθερώθηκε το 1951, μετά την ποινή που του είχε επιβάλει το δικαστήριο στη Νυρεμβέργη, ανέλαβε τα έξοδά του και πλήρωσε και για την κηδεία του το 1952. 

Το 1954 επέστρεψε στο Παρίσι.
Πέθανε το 1971 -μια μέρα σαν τη σημερινή -και ενταφιάστηκε σε τάφο που είχε σχεδιάσει η ίδια, χωρίς πέτρα ("Για την περίπτωση που θα ήθελα να ξαναβγώ", είχε πεί). 

Καμιά  φορά   κάτω από επιτήδευμενα  τοποθετημένα διπλές σειρες πέρλες, κομψά μαύρα φορέματα η και μοναδικά αρώματα, όζει ο ανθρώπινος πονος... 

Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες  και από Praxis Rewie

-Καπως έτσι  τα "βαριά ονόματα"  διέθεταν αγαστές σχέσεις με όσους φρόντιζαν και ευδοκιμούσαν τα κέρδη τους(στα πλαίσια πάντα της ανταποδοτικοτητας)...και μια ιστορία και για τον περιώνυμο Οικο Boss που έντυνε τα Ναζιστικά SS.


ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/15YD25qZo3/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.