Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Ο συλλογικός εαυτός ως ντεκόρ




*Θεόδωρος Παντούλας

Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.05.2024 

Οι όχι τακτικοί αναγνώστες της πεζογραφίας είναι επιφυλακτικοί με τα ευπώλητα βιβλία και, κατά τη γνώμη μου, καλά κάνουν, διότι η δημοφιλία τους οφείλεται σε εξωκειμενικούς, συνήθως, λόγους.


Στη Μεταπολίτευση γκώσαμε από την πεζογραφία της μεταπολεμικής «αντίστασης». Δεν είναι κακό να επικαλείται κάποιος τα βιώματά του. Κακό είναι να μη λογοδοτεί σε αυτά αλλά στους ψυχαναγκασμούς των προκαταλήψεών του. Eτσι, κατά κύριο λόγο, γράφτηκαν συνεπείς στη στράτευσή τους μπροσούρες αλλά όχι λογοτεχνία – τουλάχιστον καλή.

Μετά την «επαναστατική διαπαιδαγώγηση» ακολούθησε ένα διάστημα που «ξεβλαχέψαμε», όπως αποτίμησε ο μέγας αυτουργός της προοδευτικής ελαφρότητας, και λατρέψαμε με αβαθείς ενδοσκοπήσεις και εγκεφαλισμούς την αυτοαναφορική πλευρά μας. Τα τελευταία χρόνια έχω την εντύπωση ότι πισωκοιτάζουμε έτι περαιτέρω, καθώς πληθαίνουν τα μυθιστορήματα που αναμετρούνται με την προπολεμική περίοδο και την επαρχία.

Η τηλεοπτική μεταφορά μάλιστα κάποιων εξ αυτών τους εξασφαλίζει εμπορική καλοτυχία. Τι μένει, αν μένει κάτι στην πεζογραφία, από τους ευκαιριακούς αναγνώστες μένει να αποδειχθεί. Για την ώρα, η οπτικοποίηση των πεζογραφημάτων παραμένει εξόφθαλμα πρόχειρη, χοντροκομμένη, επιφανειακή και ανερμάτιστη, επιλέγοντας μετ’ επιτάσεως να επικεντρωθεί σε εξωσυζυγικές δραστηριότητες και στους καρπούς αυτών.

Πέραν όμως της τηλεοπτικής κακοτυχίας των μυθιστορημάτων, η αναδρομή στο παρελθόν και στην περιφέρεια περιγράφει ευκρινώς μια νέα, λιγότερο ή περισσότερο, ανεπίγνωστη επιθυμία επανασύνδεσης με τη ρίζα και το ριζικό μας, δηλαδή με τον συλλογικό μας εαυτό.

Αλλά όσο οι συγγραφείς δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως απόληξη αυτού που πραγματεύονται και παριστάνουν τους διερχομένους, η πρόσληψη προκύπτει αποσπασματική και διολισθαίνουν ανεπαισθήτως στην υπονόμευση, παρά την κάποια φιλοτιμία που διανθίζει την επιτηδευμένη γλώσσα τους με ιδιωματισμούς. Θέλω να πω –και το λέω επικαλούμενος όχι τόσο τις σπουδές μου όσο την εμπειρία μου– ότι οι γεράσμιοι άνθρωποι της αλλοτινής Ελλάδας και των περιφερειών της δεν μιλούσαν σαν συνταξιούχοι γυμνασιάρχες και πολύ περισσότερο δεν σκέφτονταν σαν ήρωες σαπουνόπερας ή αναγνώστες εγχειριδίων αυτοβοήθειας. Oπως και να έχει, τα καλολογικά στοιχεία (ενίοτε και η εκζήτηση) είναι κατάλληλα για εκθέσεις ιδεών, όχι όμως για αξιανάγνωστη πεζογραφία, όπως λ.χ. αυτή που συναντάμε στο εξαίρετο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», που επιβεβαιώνει, κοντά σε άλλα πολλά, ότι η γλώσσα παράγει νόημα.

Στα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, κανόνας είναι η άνευρη ρητορικότητα, οι ανολοκλήρωτοι χαρακτήρες, η γκροτέσκα αναπαράσταση των κοινοτήτων και του αξιακού τους κώδικα.

Αλλά αυτό το βιβλίο συνιστά εξαίρεση. Κανόνας είναι η άνευρη ρητορικότητα, οι ανολοκλήρωτοι χαρακτήρες, η απλοϊκή αντιπαράθεση καλού και κακού, η γκροτέσκα αναπαράσταση των κοινοτήτων και του αξιακού τους κώδικα. Και δεν είναι απλώς ότι οι ιστορίες δεν πείθουν. Είναι ότι με την ανεπαρκή διαπραγμάτευσή τους μεταποιούν τα ιστορικά συμφραζόμενα σε καρικατούρες. Εχουμε, δηλαδή, τις χρονικές και γεωγραφικές συντεταγμένες τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουμε ούτε τόπο ούτε χρόνο. Αντιθέτως, έχουμε περίσσεια συγγραφικών προκαταλήψεων που κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη, επιβεβαιώνοντάς του με ερμηνευτική υπεροψία και ολότελα σημερινούς όρους πόσο υπεράνω των Μπυθουλαίων είναι η εποχή μας. Γι’ αυτό, ενώ πλεονάζουν η φτώχεια, η δυστυχία και η κατάκριση, απουσιάζει παντελώς η χαρά.

Είμαι πρόθυμος να κατανοήσω τις αστοχίες. Να τις κατανοήσω όμως ως αδυναμίες και όχι ως πεζογραφικές αρετές.

Αλλιώς, κοντά σε αυτήν την πλημμελή και στενόκαρδη προσέγγιση, με την οποία συν τοις άλλοις αποφεύγεται ο κομψοπρεπής ψόγος της «ηθογραφίας», θα πρέπει να αθροίσουμε και τις αζήτητες διευκρινίσεις των συγγραφέων που αποσαφηνίζουν σε όλους τους τόνους ότι δεν διέπονται από κανενός είδους νοσταλγία. Μόνος σκοπός τους είναι η (αυτοδικαίωτη) διαχείριση κάποιου γενέθλιου τραύματος.

Ας αφήσουμε κατά μέρος το παράδοξο τέτοιων δηλώσεων κι ας αποδεχθούμε ότι η νοσταλγία, δηλαδή η πέραν της νομολογίας δικαιοσύνη, δεν είναι παρά η αποφυγή της ύβρεως της εξατομίκευσης. Είναι η περηφάνια των αδύναμων που δεν αξιώθηκαν ούτε υποσημείωση στις επίσημες αφηγήσεις μας.

Και κάτι ακόμη σε σχέση με τις αχρείαστες δηλώσεις των συγγραφέων που εντρυφούν στο παρελθόν χωρίς να το νοσταλγούν. Η νοσταλγία δεν είναι παρά ανθρώπινος πόθος αιωνιότητας. Και, κατά την κρίση μου, δεν είναι ιδεώδης τρόπος να ξεκινάς σκοποβολή πυροβολώντας τα πόδια σου.

Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr/opinion/563031502/o-syllogikos-eaytos-os-ntekor/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR1sE1vA3spvUvHxHPgEcCpiUeEJv0GfcI6UJK1IFna9117G6gPEsxA9BrE_aem_ARonr9mnN9UEri5VAZI1WO0SxKvNC7rEhOxH68pWQgIoIj6YxnHUg9nXLnpHt7BMz-VD-5KGdad_p81MNfizso-E
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.