Το κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου
Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αντί», τ. 463 την 05/04/1991. Αναδημοσιεύθηκε στην συλλογή κειμένων του ιδίου με τίτλο Από το χάος στο χαρτί, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995, σε επιμέλεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Γιώργο που μου έδωσε ήδη αντεγραμμένο το κείμενο κι έτσι διευκολύνθηκε κατά πολύ η ανάρτησή του.
Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.
Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.
Πώς ραγισμένη βάρβιτος θά βάλλῃ αρμονίαν;
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπῃ μελωδίαν;
[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i].
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπῃ μελωδίαν;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i].
Σήμερα, πίσω από το υποσχόμενο πλούσιο ευρωπαϊκό τραπέζι προβάλλει το πρόχειρο αμερικάνικο φαγητό. Έτσι, μερικοί από μας, χορτασμένοι και πεινασμένοι ταυτόχρονα, πιάνονται την ύστατη στιγμή από τον Παπαδιαμάντη.
Ωστόσο, τη στιγμή της απεγνωσμένης αυτής προσφυγής, το αίνιγμα μεγαλώνει. Τι μας χρειάζεται ο Παπαδιαμάντης; Η εποχή βοά για την ανάγκη μιας ψευδοκατασκευής, μιας παραισθητικής ζωής, ενός τέλειου σεναρίου που θα σφίξει τον σύγχρονο κόσμο στα πλοκάμια του και θα τον αποτελειώσει μέσα στη νάρκη της ηδονής. Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα η μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοι μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν έναν κόσμο – λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε.
Τι δουλειά έχει ανάμεσα μας κάποιος που διακηρύσσει ότι έπειτα, ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν η πλοκήν όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου; Τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει σ’ ένα πρόσωπο – άνθρωπο και συγγραφέα μαζί – που αρνήθηκε να κατασκευάσει έναν δικό του κόσμο και να τον επιβάλει με δεξιοτεχνία στους άλλους, σε κάποιον που αρκέσθηκε να αναγνωρίσει την ιερή διάσταση των ανθρώπων και του κόσμου, το δέος που αναβλύ- [198] ζει από την παραμικρή λεπτομέρεια της ανθρώπινης κατάστασης; Αρκεί να διαβάσει κανείς την πρώτη παράγραφο του διηγήματος «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» (1897) και θα το καταλάβει: Συνέπεσε μίαν εσπέραν, ώρα καθ’ ην ήναπτον τους φανούς, να διέλθω πλησίον του παλαιού Τζαμίου, παρά τας ποινικάς φύλακας. Εκεί έξω εις τον πρόδομον, άνωθεν της πλατείας μαρμάρινης κλίμακος, είδον μορφήν γυναικός με μακρούς λευκούς πέπλους, να ίσταται ακίνητος έξωθεν της θύρας, επί του προδόμου. Είπα: «Ιδού βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!» και ήσθάνθην κρυφήν χαράν[ii]. Ο Χώθορν θα έγραφε τετρακόσιες σελίδες εμπνεόμενος από αυτήν την οπτασία και ο Χένρυ Τζαίημς θα έχτιζε έναν ολόκληρο κόσμο από σκιές γύρω της. Όμως ο Παπαδιαμάντης αρκείται στην «κρυφήν χαράν» και συνεχίζει τη βόλτα του στην Αθήνα. Κανένα σενάριο, καμιά πλοκή, κανενός είδους τέντωμα της φαντασίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ο Παπαδιαμάντης πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως, κι αυτό είναι που μας μαγνητίζει και μας άφορα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Το νήμα αυτό δεν είναι σενάριο, κι όποιος το πιάνει στα χέρια του έχει σκοπό του να καεί και όχι να κατασκευάσει κάτι. Όπως θα έλεγε ο ίδιος Τις θα κλέψη εκ του ουρανού αυτό το πυρ; Τις θα εμφύσηση την πίστιν, την πνοήν, την ζωήν; Τις θα θερμάνη την τέφραν;[iii]. Ο Παπαδιαμάντης μας μαγνητίζει όπως η φωτιά, πέρα απ’ τη θέληση μας.
Μπορεί σήμερα να έχουμε αποφασίσει, θέλοντας και μη, να κόψουμε βίαια το νήμα που μας συνδέει με την πνευματική μας ρίζα, και μέσα στην χαρούμενη η – τις περισσότερες φορές – τη σκυθρωπή παραζάλη αυτής της ιλιγγιώδους χειρο- [199] νομίας να θέλουμε να συμπαρασύρουμε και τον Παπαδιαμάντη, μετατρέποντας τον σ’ ένα είδος περιθωριακού η ασκητή – διαλέγετε και παίρνετε – που άγγιξε τον αισθησιασμό. Τριάντα χρόνια πριν [1961], σ’ ένα κείμενο τραγικά επίκαιρο, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος σημείωνε: Η θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης, ως τις ακρότατες συνέπειες του, και τότε θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο σαν λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο – αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; – η αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες, στη «λογοτεχνία» η στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε: την άσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας. Όσοι θέλουν είναι ελεύθεροι να το κάνουν αυτό. Μόνο που χάνουν το δικαίωμα να παίρνουν τον Παπαδιαμάντη στα σοβαρά, η αν τον πάρουν στα σοβαρά, τότε χάνουν το δικαίωμα να παραμερίζουν αφρόντιστα όσα λάτρευε εκείνος και τα είχε κάνει ζωή του, η να τα θεωρούν μόνο «ποίηση» και «γραφικότητα» και να συνεχίζουν με το αζημίωτο τα ατομικά πάρε δώσε – όσοι άνθρωποι τόσες και εντυπώσεις (impressionisme) – με τις αισθητικές επιφάνειες. Διέξοδος δεν υπάρχει[iv].
Δεν μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον Παπαδιαμάντη ούτε σε καλό συγγραφέα μόνο, ούτε σε ταπεινό ασκητή μόνο. Δεν μπορούμε να τον διαλύσουμε αναλύοντάς τον ούτε να τον παρουσιάσουμε σαν ψυχοπαθολογική περίπτωση όπως προσπαθήσαμε να κάνουμε με τον Μακρυγιάννη στην τηλεόραση μετά την έκδοση του Οράματα και θάματα. Μπορούμε ν’ ακούσουμε τη μελωδία του και ν’ αποφασίσουμε αν θα μάθουμε κάτι από τον άνθρωπο και τον συγγραφέα μαζί, κάτι που μας αφορά και μας μαγνητίζει, κάτι που αντέχει παράξενα μέσα στον χρόνο, διασχίζοντας σαν υπόγειο ρεύμα τον ελληνικό κόσμο. Σ’ αυτά τα διηγήματα όπου συμβαίνουν τα πάντα [200] χωρίς να συμβαίνει τίποτα που να τρέφει το θηρίο της πλοκής, αυτής της μάστιγας του σύγχρονου κόσμου, υπάρχει κάτι πέρα από τη λογοτεχνία η κάποια περιχαρακωμένη δογματική, ακόμα και «θρησκευτική», σύλληψη. Υπάρχει το σημάδι του ιερού χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης των πραγμάτων. Χωρίς αυτό το σημάδι δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά, γυροφέρνουμε με διάφορα σχέδια οργάνωσης μιας ζωής που έχει καταντήσει σκιά του εαυτού της και τρώμε τις σάρκες μας. Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανένα απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι η κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε κι όχι σ’ εκείνο που θέλουμε να γίνουμε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας.
Ας αποφασίσουμε λοιπόν αν χρειαζόμαστε κάποιον που δηλώνει ότι Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;[v]. Για να τον δεχτούμε πρέπει ν’ αποφασίσουμε ότι κι εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε μόνο με τον εαυτό μας, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αυτή η πολύ απλή παραδοχή εμφανίζεται στις μέρες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σαν το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι τίποτε [201] χωρίς αύτη την παραδοχή, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, η ενασχόληση μαζί του αποτελεί φιλολογική ιδιοτροπία, στην καλύτερη περίπτωση. Μισώντας τον εαυτό του ο ελληνικός κόσμος δεν είναι σε θέση ν’ ακούσει την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Όπως δεν ασπάζονται τον Εθνικόν χορόν, ίσως διότι δεν είναι αρκετά συγχρωτιστικός των μελών, ούτω άπορρίπτουσι και την Εθνικήν μουσικήν, επειδή δεν είναι αρκετά γαργαλιστική των ώτων. Και αν ήτο δυνατόν επιστημονικώς ν’ αποδειχθή ότι η Βυζαντινή είναι αυτούσιος η μουσική των αρχαίων Ελλήνων, πάλιν οι Λεβαντίνοι θα την απέρριπτον, τάχα ως απηρχαιωμένην και έξω της μόδας. Διότι, όπως είναί τις ικανός να αισθανθή και εκτιμήση πράγμα τόσον αβρόν, όσον η Βυζαντινή μουσική, πρέπει να έχη η απλότητα η λεπτότητα. Αλλ’ η παρ’ ημίν ψευδοαριστοκρατία την μεν απλότητα, δυστυχώς, απώλεσε προ πολλού, εις βαθμόν δε τίνα λεπτότητος ουδέποτε κατώρθωσε να φθάση.
Άλλως η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων[vi].
Μερικοί Έλληνες καταφεύγουν, την ύστατη στιγμή, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η μελωδία του είναι η πιο κοντινή που υπάρχει και το τραγούδι του ηχεί με μια παράξενη οικειότητα μέσα σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο που κλείνει τ’ αυτιά του τόσο στην μουσική των Ελλήνων όσο και στη μουσική των Αγγέλων.
[i] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Γλώσσα και κοινωνία», Άπαντα, τόμος πέμπτος, Δόμος, σελ. 296.
[ii] Παπαδιαμάντης, «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις», ενθ. αν., σελ. 269.
[iii] Παπαδιαμάντης, «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων», ενθ. αν., σελ. 195.
[iv] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σελ. 166-167.
[v] Παπαδιαμάντης, «Απάντησις εις τον Ζ. της Εφημερίδος», ενθ.αν., σελ. 316.
[vi] Παπαδιαμάντης, «Αποσπάσματα σκέψεων», ενθ. αν., σελ. 240.
ΠΗΓΗ:https://mesaellada.wordpress.com/2010/09/18/%CE%B7-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AE-%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82/?fbclid=IwAR247Nu4_w15c6xJWOzgxsoRLo8TiOLliDfcA7jc2zThgzh3NGwoVoU-kFM
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Ωστόσο, τη στιγμή της απεγνωσμένης αυτής προσφυγής, το αίνιγμα μεγαλώνει. Τι μας χρειάζεται ο Παπαδιαμάντης; Η εποχή βοά για την ανάγκη μιας ψευδοκατασκευής, μιας παραισθητικής ζωής, ενός τέλειου σεναρίου που θα σφίξει τον σύγχρονο κόσμο στα πλοκάμια του και θα τον αποτελειώσει μέσα στη νάρκη της ηδονής. Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα η μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοι μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν έναν κόσμο – λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε.
Τι δουλειά έχει ανάμεσα μας κάποιος που διακηρύσσει ότι έπειτα, ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν η πλοκήν όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου; Τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει σ’ ένα πρόσωπο – άνθρωπο και συγγραφέα μαζί – που αρνήθηκε να κατασκευάσει έναν δικό του κόσμο και να τον επιβάλει με δεξιοτεχνία στους άλλους, σε κάποιον που αρκέσθηκε να αναγνωρίσει την ιερή διάσταση των ανθρώπων και του κόσμου, το δέος που αναβλύ- [198] ζει από την παραμικρή λεπτομέρεια της ανθρώπινης κατάστασης; Αρκεί να διαβάσει κανείς την πρώτη παράγραφο του διηγήματος «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» (1897) και θα το καταλάβει: Συνέπεσε μίαν εσπέραν, ώρα καθ’ ην ήναπτον τους φανούς, να διέλθω πλησίον του παλαιού Τζαμίου, παρά τας ποινικάς φύλακας. Εκεί έξω εις τον πρόδομον, άνωθεν της πλατείας μαρμάρινης κλίμακος, είδον μορφήν γυναικός με μακρούς λευκούς πέπλους, να ίσταται ακίνητος έξωθεν της θύρας, επί του προδόμου. Είπα: «Ιδού βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!» και ήσθάνθην κρυφήν χαράν[ii]. Ο Χώθορν θα έγραφε τετρακόσιες σελίδες εμπνεόμενος από αυτήν την οπτασία και ο Χένρυ Τζαίημς θα έχτιζε έναν ολόκληρο κόσμο από σκιές γύρω της. Όμως ο Παπαδιαμάντης αρκείται στην «κρυφήν χαράν» και συνεχίζει τη βόλτα του στην Αθήνα. Κανένα σενάριο, καμιά πλοκή, κανενός είδους τέντωμα της φαντασίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ο Παπαδιαμάντης πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως, κι αυτό είναι που μας μαγνητίζει και μας άφορα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Το νήμα αυτό δεν είναι σενάριο, κι όποιος το πιάνει στα χέρια του έχει σκοπό του να καεί και όχι να κατασκευάσει κάτι. Όπως θα έλεγε ο ίδιος Τις θα κλέψη εκ του ουρανού αυτό το πυρ; Τις θα εμφύσηση την πίστιν, την πνοήν, την ζωήν; Τις θα θερμάνη την τέφραν;[iii]. Ο Παπαδιαμάντης μας μαγνητίζει όπως η φωτιά, πέρα απ’ τη θέληση μας.
Μπορεί σήμερα να έχουμε αποφασίσει, θέλοντας και μη, να κόψουμε βίαια το νήμα που μας συνδέει με την πνευματική μας ρίζα, και μέσα στην χαρούμενη η – τις περισσότερες φορές – τη σκυθρωπή παραζάλη αυτής της ιλιγγιώδους χειρο- [199] νομίας να θέλουμε να συμπαρασύρουμε και τον Παπαδιαμάντη, μετατρέποντας τον σ’ ένα είδος περιθωριακού η ασκητή – διαλέγετε και παίρνετε – που άγγιξε τον αισθησιασμό. Τριάντα χρόνια πριν [1961], σ’ ένα κείμενο τραγικά επίκαιρο, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος σημείωνε: Η θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης, ως τις ακρότατες συνέπειες του, και τότε θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο σαν λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο – αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; – η αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες, στη «λογοτεχνία» η στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε: την άσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας. Όσοι θέλουν είναι ελεύθεροι να το κάνουν αυτό. Μόνο που χάνουν το δικαίωμα να παίρνουν τον Παπαδιαμάντη στα σοβαρά, η αν τον πάρουν στα σοβαρά, τότε χάνουν το δικαίωμα να παραμερίζουν αφρόντιστα όσα λάτρευε εκείνος και τα είχε κάνει ζωή του, η να τα θεωρούν μόνο «ποίηση» και «γραφικότητα» και να συνεχίζουν με το αζημίωτο τα ατομικά πάρε δώσε – όσοι άνθρωποι τόσες και εντυπώσεις (impressionisme) – με τις αισθητικές επιφάνειες. Διέξοδος δεν υπάρχει[iv].
Δεν μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον Παπαδιαμάντη ούτε σε καλό συγγραφέα μόνο, ούτε σε ταπεινό ασκητή μόνο. Δεν μπορούμε να τον διαλύσουμε αναλύοντάς τον ούτε να τον παρουσιάσουμε σαν ψυχοπαθολογική περίπτωση όπως προσπαθήσαμε να κάνουμε με τον Μακρυγιάννη στην τηλεόραση μετά την έκδοση του Οράματα και θάματα. Μπορούμε ν’ ακούσουμε τη μελωδία του και ν’ αποφασίσουμε αν θα μάθουμε κάτι από τον άνθρωπο και τον συγγραφέα μαζί, κάτι που μας αφορά και μας μαγνητίζει, κάτι που αντέχει παράξενα μέσα στον χρόνο, διασχίζοντας σαν υπόγειο ρεύμα τον ελληνικό κόσμο. Σ’ αυτά τα διηγήματα όπου συμβαίνουν τα πάντα [200] χωρίς να συμβαίνει τίποτα που να τρέφει το θηρίο της πλοκής, αυτής της μάστιγας του σύγχρονου κόσμου, υπάρχει κάτι πέρα από τη λογοτεχνία η κάποια περιχαρακωμένη δογματική, ακόμα και «θρησκευτική», σύλληψη. Υπάρχει το σημάδι του ιερού χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης των πραγμάτων. Χωρίς αυτό το σημάδι δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά, γυροφέρνουμε με διάφορα σχέδια οργάνωσης μιας ζωής που έχει καταντήσει σκιά του εαυτού της και τρώμε τις σάρκες μας. Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανένα απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι η κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε κι όχι σ’ εκείνο που θέλουμε να γίνουμε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας.
Ας αποφασίσουμε λοιπόν αν χρειαζόμαστε κάποιον που δηλώνει ότι Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;[v]. Για να τον δεχτούμε πρέπει ν’ αποφασίσουμε ότι κι εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε μόνο με τον εαυτό μας, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αυτή η πολύ απλή παραδοχή εμφανίζεται στις μέρες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σαν το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι τίποτε [201] χωρίς αύτη την παραδοχή, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, η ενασχόληση μαζί του αποτελεί φιλολογική ιδιοτροπία, στην καλύτερη περίπτωση. Μισώντας τον εαυτό του ο ελληνικός κόσμος δεν είναι σε θέση ν’ ακούσει την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Όπως δεν ασπάζονται τον Εθνικόν χορόν, ίσως διότι δεν είναι αρκετά συγχρωτιστικός των μελών, ούτω άπορρίπτουσι και την Εθνικήν μουσικήν, επειδή δεν είναι αρκετά γαργαλιστική των ώτων. Και αν ήτο δυνατόν επιστημονικώς ν’ αποδειχθή ότι η Βυζαντινή είναι αυτούσιος η μουσική των αρχαίων Ελλήνων, πάλιν οι Λεβαντίνοι θα την απέρριπτον, τάχα ως απηρχαιωμένην και έξω της μόδας. Διότι, όπως είναί τις ικανός να αισθανθή και εκτιμήση πράγμα τόσον αβρόν, όσον η Βυζαντινή μουσική, πρέπει να έχη η απλότητα η λεπτότητα. Αλλ’ η παρ’ ημίν ψευδοαριστοκρατία την μεν απλότητα, δυστυχώς, απώλεσε προ πολλού, εις βαθμόν δε τίνα λεπτότητος ουδέποτε κατώρθωσε να φθάση.
Άλλως η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων[vi].
Μερικοί Έλληνες καταφεύγουν, την ύστατη στιγμή, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η μελωδία του είναι η πιο κοντινή που υπάρχει και το τραγούδι του ηχεί με μια παράξενη οικειότητα μέσα σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο που κλείνει τ’ αυτιά του τόσο στην μουσική των Ελλήνων όσο και στη μουσική των Αγγέλων.
[i] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Γλώσσα και κοινωνία», Άπαντα, τόμος πέμπτος, Δόμος, σελ. 296.
[ii] Παπαδιαμάντης, «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις», ενθ. αν., σελ. 269.
[iii] Παπαδιαμάντης, «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων», ενθ. αν., σελ. 195.
[iv] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σελ. 166-167.
[v] Παπαδιαμάντης, «Απάντησις εις τον Ζ. της Εφημερίδος», ενθ.αν., σελ. 316.
[vi] Παπαδιαμάντης, «Αποσπάσματα σκέψεων», ενθ. αν., σελ. 240.
ΠΗΓΗ:https://mesaellada.wordpress.com/2010/09/18/%CE%B7-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AE-%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82/?fbclid=IwAR247Nu4_w15c6xJWOzgxsoRLo8TiOLliDfcA7jc2zThgzh3NGwoVoU-kFM
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.