*
της ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΙΒΑΚΟΥ
Η συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια έφερε και στην Ελλάδα έναν προβληματισμό, που έχει ήδη αναπτυχθεί στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, σχετικά με το κίνημα woke, ήτοι το κίνημα των «αφυπνισμένων». Πρόκειται για ιδεολογικό ρεύμα που βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί στις ΗΠΑ και ιδίως στα τμήματα σπουδών φύλου ή φυλής, μετά την έκπτωση των δυτικο-ευρωπαϊκών αξιών και την εκτίναξη του μηδενισμού. Η αριστερή αμερικανική διανόηση, με επί κεφαλής το γυναικείο κίνημα, εξαρτημένη στο παρελθόν σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, αφού αγκάλιασε και εν πολλοίς παραποίησε τον γαλλικό αποδομισμό και μεταδομισμό, βρήκε στις μέρες μας πρόσφορο έδαφος για να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στρεφόμενη προς τα ατομικά δικαιώματα των μειοψηφιών.
Σήμερα, στις ΗΠΑ, το κίνημα του γουοκισμού το έχει προσεταιριστεί το Δημοκρατικό κόμμα ενώ το αντιμάχεται το Ρεπουμπλικανικό, με αποτέλεσμα το πρώτο να ανεμίζει τη σημαία της προόδου, μιλώντας για πολιτική ορθότητα και για υπεράσπιση των δικαιωμάτων όσων ατόμων έχουν επί αιώνες υποφέρει από την εξουσία του «λευκού άντρα», όπως αυτή έχει αποτυπωθεί σε κείμενα και έργα τέχνης που μας κληροδότησε ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός. Κάθε νόημα, κάθε έννοια, ακόμη και κάθε λέξη ή έργο τέχνης που ριζώνει σε αυτούς τους πολιτισμούς, γίνεται όχι μόνο σημείο αντιπαράθεσης, αλλά σημείο εκδίωξης και περιφρόνησης από τους υπερασπιστές του γουοκισμού. Ο «λευκός άντρας» είναι ο εχθρός και η αναφορά οποιουδήποτε διανοούμενου, καθηγητή ή καλλιτέχνη σε κάποιο μεγάλο στοχαστή που υπήρξε «λευκός άντρας» (π.χ., στον Αριστοτέλη, στον Κικέρωνα, στον Σαίξπηρ, στον Καντ, στον Δαρβίνο, και πάει λέγοντας), κινητοποιεί έντονες αντιδράσεις με κύριο σκοπό τη φίμωσή του. Το κίνημα των «αφυπνισμένων» θέτει σε κάθε αντιφρονούντα το σημάδι του αποσυνάγωγου, όπως παλιά ο ναζισμός έθετε το άστρο του Δαυίδ στους Εβραίους.
Ο γουοκισμός δεν σταματά εδώ. Από κίνημα εναντίον των κοινωνικών διακρίσεων έγινε κίνημα εναντίον κάθε διαφοράς, και ιδίως των βιολογικών διαφορών. Δεν υπάρχει φύλο, δεν υπάρχουν βιολογικά φαινόμενα, δεν υπάρχει άρρεν και θήλυ, αφού όλα είναι πολιτισμικές κατασκευές. Υπό το πρόσχημα της καταργήσεως των διακρίσεων, έφθασε στην κατάργηση των διαφορών, ακόμη και των βιολογικών, εξ ου και η νομιμοποίηση της παρένθετης κύησης όχι μόνο για ιατρικούς λόγους. Ο ολοκληρωτισμός του λέγειν και πράττειν του γουοκισμού προσελκύει μέρος της νεολαίας της Δύσης, το οποίο, ελλείψει άλλων ιδανικών, σπεύδει να καταγγείλει με βιαιότητα κάθε πολιτισμική δημοκρατική κατάκτηση που θέσπισε την ελευθερία του δυτικού «λευκού άντρα» εις βάρος όσων απέκλιναν βιολογικά, ενώ αφήνει στο απυρόβλητο της κριτικής του τη διαφορά καπιταλιστή-εργαζομένου, εξ ου και ο εναγκαλισμός του γουοκισμού από τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου.
Αυτή η όψη της σύγχρονης, «προοδευτικής», αμερικανικής κουλτούρας, του γουοκισμού, έχει ήδη εισχωρήσει στην Ευρώπη, βρίσκοντας οπαδούς σε πανεπιστήμια αλλά και σε πολλούς εθελοντικούς οργανισμούς. Στον τόπο μας, με αφορμή το σχέδιο νόμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ο γουοκισμός εισάγεται δια της πλαγίας οδού στην ελληνική κοινωνία, γεγονός που οδήγησε αρκετούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης –δημοσιογράφους και δημόσιους διανοούμενους– να το επισημάνουν, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την αλλοίωση του ελληνικού πολιτισμού.
Εκείνο όμως που νομίζω ότι διέφυγε της προσοχής μας είναι πως και στο νομοσχέδιο για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια ελλοχεύει ο κίνδυνος του γουοκισμού. Ένας κίνδυνος πιο ήπιος, λιγότερο οξύς, γι’ αυτό και πιο ύπουλος, ο οποίος ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί. Οι υπερασπιστές αλλά και οι επικριτές του σχετικού νομοσχεδίου, καίτοι αυτό δεν έχει ακόμη δει το φως της δημοσιότητας, αναφέρονται στα πλεονεκτήματα ή στα μειονεκτήματά του εστιάζοντας την προσοχή τους σε ζητήματα οικονομικής φύσεως (είτε εξοικονόμησης πόρων είτε υποτιμήσεως των πτυχίων του δημοσίου πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας), χωρίς να λάβουν υπόψη τους πως ένα πανεπιστήμιο είναι όχι μόνο φορέας γνώσης αλλά και φορέας πολιτισμού∙ πως οδηγεί τους φοιτητές του στη διαμόρφωση ενός νοήματος, συναφούς βεβαίως με την επιστήμη που σπουδάζουν, αλλά και με το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο του πανεπιστημίου.
Στην Ελλάδα, αυτό το ιδεολογικό ακαδημαϊκό πλαίσιο διαμορφώνεται εν μέρει από το καθηγητικό προσωπικό και εν πολλοίς από τις κομματικές επιλογές είτε των φοιτητών είτε των καθηγητών∙ με λίγα λόγια, συμπίπτει με το αντίστοιχο της ελληνικής κοινωνίας. Τα αμερικανικά όμως πανεπιστήμια, στα οποία κυρίως αποβλέπει το νομοσχέδιο, δεν διοικούνται με τον τρόπο των ελληνικών. Δεν διοικούνται δηλαδή από τη σύγκλητο και την πρυτανεία, αλλά από διοικητικά συμβούλια τα οποία διαχειρίζονται είτε μεγάλα κληροδοτήματα και χρηματικά κεφάλαια από υψηλά δίδακτρα, είτε πόρους τους οποίους τους χορηγεί η πολιτεία στην οποία ανήκουν. Καθότι, δε, η αίγλη του πανεπιστημίου και το συνολικό ποσόν των διδάκτρων εξαρτάται από την φήμη του πανεπιστημίου –φήμη οικοδομημένη από την μακρόχρονη παράδοσή του σε σπουδές και έρευνα υψηλού επιπέδου–, ισχύει γι’ αυτά η εσωτερική αξιολόγηση διδασκόντων και ερευνητών, ώστε να διασφαλίζεται η υψηλή στάθμη σπουδών. Η αξιολόγηση είναι όχι μόνο ποιοτική αλλά και ποσοτική, πόσους δηλαδή φοιτητές απορροφά ένα τμήμα ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας και έρευνάς του. Κατά συνέπεια, η συνεργασία των ελληνικών πανεπιστημίων μαζί τους, ακόμη και υπό τον έλεγχο της ελληνικής πολιτείας, μπορεί να προοιωνίζει άνοδο του επιπέδου σπουδών και ιδίως έρευνας στα δημόσια πανεπιστήμια της ημεδαπής, όμως το είδος της έρευνας και της διδασκαλίας θα έχει υπαγορευθεί εν πολλοίς από τα ξένα ιδρύματα, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα που αυτά προτιμούν∙ και αυτή η κουλτούρα, σήμερα, διαπνέεται από τη λογική του γουοκισμού.
Είναι αλήθεια πως στα τμήματα τουλάχιστον των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών των αμερικανικών πανεπιστημίων, το κίνημα του γουοκισμού έχει καταφέρει να διεισδύσει, με αποτέλεσμα να προωθούνται οι καθηγητές, ερευνητές και υποψήφιοι διδάκτορες που συντάσσουν εργασίες αποδεκτές από το εν λόγω κίνημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, το οποίο το 2021, υπό την πίεση των γουοκιστών, κατήργησε τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών στις κλασικές σπουδές διότι αυτές «συνδέονται άρρηκτα με τη λευκή υπεροχή».
Το παράδειγμα του Πρίνστον είναι ενδεικτικό. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα και εγκυρότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, που ανήκει στο Άιβυ Ληγκ, και μαζί με το Χάρβαρντ και το Γέηλ σχηματίζει το λεγόμενο «Big Three» των πανεπιστημίων των ΗΠΑ. Διοικείται από συμβούλιο διαχειριστών καταπιστευμάτων και δωρεών που υπερβαίνουν τα 37,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με ετήσια έρευνα του περιοδικού Princeton Review, το πανεπιστήμιο του Πρίνστον από το 2005 βραβεύεται συνεχώς για το ότι διαθέτει την πιο ενεργή πολιτικά φοιτητική κοινότητα στις ΗΠΑ (βλ. σχετικά, https://awolau.org/4511/print/politics/is-au-woke). Ακριβώς η ιδιότητά του ως ακαδημαϊκού ιδρύματος που τοποθετείται θετικά ως προς τον φοιτητικό ακτιβισμό, το έκανε να υιοθετήσει τη λογική των «αφυπνισμένων» που ενστερνίζεται η φοιτητική του κοινότητα και να υποβιβάσει ουσιαστικά το τμήμα των κλασικών σπουδών του, θεωρούμενο μέχρι πρότινος από τα πιο έγκυρα παγκοσμίως. Δεν θα έπρεπε συνεπώς να θεωρείται αβάσιμος ο συλλογισμός ότι η διοίκηση του Πρίνστον, σε πιθανή συνεργασία της με κάποιο από τα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, θα θεωρούσε θετικό να μπολιάσει τον φοιτητικό ακτιβισμό των εδώ φοιτητών του με τις αποδεκτές από αυτό ιδέες του γουοκισμού.
Ορισμένοι, παραβλέποντας την ορμητική είσοδο του γουοκισμού σε χώρες όπως η Γαλλία,[1] δυσπιστούν ως προς την ικανότητά του να στερεωθεί στην Ευρώπη για λόγους σχετιζομένους με το διαφορετικό πολιτειακό καθεστώς των δύο Ηπείρων. Η ΗΠΑ, ισχυρίζονται, είναι υπόδειγμα κοινοτιστικής κοινωνίας, γι’ αυτό και άνθησαν και ανθούν σε αυτήν κοινότητες όχι παραγωγής, αλλά κυρίως ιδεολογίας και κοινών συμφερόντων, συνασπισμένες γύρω από ένα κύριο χαρακτηριστικό που τους προσδίδει ταυτότητα, όπως της κοινής καταγωγής, της φυλής και του φύλου, εξ ου και η άνθιση του γουοκισμού με τη βοήθεια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αντίθετα, οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, παρά την είσοδο μεταναστών, εξακολουθούν να ορίζονται από ομοιογενή πληθυσμό και να διοικούνται από το κοινοβουλευτικό καθεστώς του ενιαίου κράτους-έθνους. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή ιδεολογικών κοινοτιστικών μοντέλων, προσκείμενων στον δικαιωματισμό για την οργάνωση της ζωής και της συλλογικής συνείδησης, είναι μάλλον σίγουρo πως θα συναντήσουν αντίσταση.
Ωστόσο, η υπόθεση της αντίστασης απέναντι στην διείσδυση του γουοκισμού, τουλάχιστον για τη χώρα μας, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και τα πολιτικά κόμματα, απομακρυσμένα ήδη από προβληματισμούς σχετικούς με τον ελληνικό πολιτισμό, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να συλλάβουν εγκαίρως, πριν το κακό εδραιωθεί, τη βλάβη που θα επέλθει στην ελληνική σκέψη και κουλτούρα. Η μεν αριστερά θα γοητευθεί από ένα κίνημα «αντί» που της χρειάζεται για να εξακολουθήσει να αρθρώνει λόγο κριτικό απέναντι στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, τα δε φιλελεύθερα κόμματα θα διστάσουν να του εναντιωθούν από φόβο μη χαρακτηριστούν ως ακροδεξιά, ή από τη γνωστή τους δειλία να αμφισβητήσουν ιδεολογήματα του δυτικού πολιτισμού. Επί πλέον, η ελληνική κοινωνία, με το να έχει ήδη μειωμένα αντανακλαστικά σε ζητήματα πολιτισμού, είναι δύσκολο να κινητοποιηθεί, εκτός κι αν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε στιγμές εθνικής έξαρσης, κατανοήσει τη ρήξη που της επιφυλάσσει ο γουοκισμός με το ένδοξο παρελθόν της.
Συμπερασματικά, οι εξεγερμένοι φοιτητές θα πρέπει να καταλάβουν πως δεν αρκεί να αντιμετωπίζουν κάθε αλλαγή υπό διαχειριστικό-οικονομικό πρίσμα, αλλά και υπό πρίσμα πολιτισμικό. Δεν κινδυνεύουν τα πτυχία του δημοσίου πανεπιστημίου από την εγκατάσταση ξένων, μη κρατικών πανεπιστημιακών μονάδων, άξιων να θεραπεύουν την επιστήμη και την έρευνα. Κινδυνεύει το πνεύμα της ελληνικής νεολαίας να αλωθεί από την ιδεολογία του γουοκισμού. Χρησιμοποιώντας τα ξενόφερτα πανεπιστήμια ως δούρειο ίππο, ο τελευταίος, περιβεβλημένος με τη λεοντή ενός σύγχρονου πολιτισμικού ρεύματος, απαξιώνοντας την ελληνική γραμματεία και την ιστορική μνήμη, θα θέσει σε τροχιά εξαφάνισης στην ίδια του την κοιτίδα τον αιμορραγούντα ήδη ελληνικό πολιτισμό. Με όπλο την εξισωτική λογική και το ανορθολογικό μένος που τον κυβερνά, θα οδηγήσει το ελληνικό υποκείμενο σ’ έναν κόσμο όπου τα ανθρωπολογικά όρια μεταξύ καλού και κακού θα είναι πλήρως ακυρωμένα και μαζί με αυτήν την ακύρωση θα έχει αντικατασταθεί κάθε προσμονή για ένα ευ ζην που θα αρδεύεται από το ελληνικό ήθος για το αγαθό και το αμάρτημα, για το δίκαιο και το άδικο, το ωραίο και το άσχημο.
Το νομοσχέδιο θα πρέπει να εμπεριέχει όρους που να προκαταλαμβάνουν μια τέτοιαν εξέλιξη και αυτό θα ήταν ένα αίτημα υψηλής ηθικής ευθύνης του φοιτητικού κινήματος.
~.~
[1] Βεβαίως οι διανοούμενοι της Γαλλίας έχουν άλλη άποψη, γι’ αυτό εκτός των άρθρων που δημοσιεύονται στον γαλλικό τύπο, έχουν εγκύψει με επιστημονική εμβρίθεια στη μελέτη του φαινομένου woke. Βλ. «Γουοκισμός»: Ο Νέος Ολοκληρωτισμός, της N. Heinich, μετάφραση Χριστίνα Σταματοπούλου, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2023.
~.~
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2024/02/04/woke-kai-idiotika-panepistemia/?fbclid=IwAR2V79yxPu82mXNglwNczL2Dqh1Fr8--W17sS_xzlvAiSMmTkr62cNUSTF4
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.