Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Για την πολιτική θεολογία


από Ευάγγελος Κοροβίνης



Το ζήτημα των σχέσεων θεολογίας και πολιτικής προσεγγίσθηκε από πολλούς μελετητές που κατέληξαν σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα για την φύση αυτών
των σχέσεων. Στο παρόν άρθρο επιλέγουμε να εκθέσουμε σύντομα τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις δυο Γερμανών στοχαστών, του Carl Schmitt που έζησε στα ταραγμένα χρόνια της εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην πορεία του χρόνου ταυτίσθηκε με τους Ναζί και του αρκετά νεότερου John B.Metz, ενός
Γερμανού καθολικού ιερέα και καθηγητού θεολογίας, που υπήρξε ο εμπνευστής της γνωστής «θεολογίας της απελευθέρωσης».

Ο Schmitt ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει μια δομική παραλληλία μεταξύ της απόλυτης εξουσίας του Θεού του μονοθεϊσμού και της εξουσίας του ηγεμόνα. Έτσι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου η εφαρμογή του συντάγματος αναστέλλεται με
απόφαση του ηγεμόνα είναι ανάλογη με τα θαύματα του Θεού, που αναστέλλουν προσωρινά τους νόμους της φύσης. Ο Γερμανός θεωρητικός, όταν υπογραμμίζει
αυτές τις δομικές αναλογίες, δεν αναφέρεται τόσο στην επιρροή της θρησκείας στην πολιτική, όσο στο κενό υπερβατικότητας που προέκυψε μετά την λήξη των
θρησκευτικών πολέμων του 17ο αιώνα. Ένα κενό το οποίο οι κοσμικές πολιτικές δεν
ήταν σε θέση να καλύψουν.

Πράγματι στους νέους χρόνους η παραδοσιακή ιδέα του ηγεμόνα, που στέκεται πάνω από την κοινωνία και το κράτος, εκλείπει παντελώς. Ο ηγεμόνας ταυτίζεται
πλήρως με το κράτος και το κράτος με τους νόμους που ψηφίζει το κοινοβούλιο. Για τον Schmitt τελικά η ισχύς είναι που δημιουργεί το δίκαιο και όχι το δίκαιο που χαλιναγωγεί την δύναμη των ισχυρών. Επιπλέον η υπακοή στον ηγεμόνα, που
γεννά η πίστη, ενοποιεί την κοινωνία και επιτρέπει να αναδυθεί το πνεύμα αυτοθυσίας, που απαιτείται στους πολέμους μεταξύ των κρατών.
Η προσέγγιση του Schmitt δεν σχετίζεται καθόλου με την γνήσια χριστιανική θεολογία. Την προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να την χαρακτηρίσει κανείς ως πολιτική θεολογία. Είναι μάλλον μια πολιτική θρησκεία, μια θρησκεία δυναμοκεντρική, ένας
τρόπος δικαίωσης του απολυταρχικού κράτους μέσω της χρήσης κάποιων θεολογικών εννοιών.

***

Ενώ ο Schmitt σκιαγράφησε παραλληλίες μεταξύ θεολογικών και πολιτικών κατηγοριών για να δικαιολογήσει αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, οι μετά από
αυτόν στοχαστές της πολιτικής θεολογίας επιχειρούν να διασφαλίσουν έναν πιο ενεργό ρόλο της θεολογίας στην δημόσια ζωή, άλλα κατά τρόπο που να συμβαδίζει με τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα.

Ο John B.Metz,που ενέπνευσε αρκετούς λατινοαμερικάνους καθολικούς θεολόγους, αντλεί από τον μαρξισμό της σχολής της Φρανκφούρτης, για να
επεξεργασθεί μια πολιτική θεολογία που απευθύνθηκε σε κινήματα χειραφέτησης,
κοινωνικής δικαιοσύνης και αντίστασης, κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο.
Ο Metz επιχειρεί να στοχασθεί πάνω στο νόημα και τα καθήκοντα μιας θεολογίας μετά την φρικιαστική εμπειρία του Άουσβιτς. Μιας νέου τύπου πολιτικής θεολογίας, που να εξερευνά τις σχέσεις θρησκείας και κοινωνίας υπό το φως, μεταξύ των
άλλων, των νωπών αυτών τραυματικών εμπειριών. 

Ο Γερμανός θεολόγος
προσεγγίζει την πολιτική θεολογία ως μια κριτική της τρέχουσας θεολογίας, που χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή τάση επικέντρωσης στα επί μέρους πρόσωπα και στην ηθική διαπαιδαγώγηση τους και όχι τόσο από την εστίαση στην κοινωνία στο σύνολο της.

Ο Metz τονίζει ότι μετά τον Μεσαίωνα, διασπάστηκε η ενότητα και η συνεργασία θρησκείας και πολιτικής. Από την Γαλλική Επανάσταση και εντεύθεν, η Εκκλησία παρουσιάζεται ως μια απλή συνιστώσα της πλουραλιστικής κοινωνικής ζωής.

 Ο Χριστιανισμός κατανοείται ως μια ιδεολογία, ένα στοιχείο του «εποικοδομήματος» κατά τους μαρξιστές, που χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές δομές.

Για τον Γερμανό θεολόγο, μια θεολογία που επιδιώκει να απαντήσει πειστικά σε αυτές τις αιτιάσεις, πρέπει να αναδείξει την κοινωνική διάσταση του ευαγγελικού μνήματος της σωτηρίας. Η διάσταση αυτή πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται ως
δευτερεύον ζήτημα. Μετά τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση, οι θεολόγοι συνέχιζαν να αποδίδουν μεγάλη αξία στην φιλανθρωπία και σε ότι ανήκει στην σφαίρα των διαπροσωπικών σχέσεων. Παρά ταύτα η φιλανθρωπία κατανοείται ως μια ατομική αρετή χωρίς καμία πολιτική συνάφεια. Είναι μια αρετή
που στην καλύτερη περίπτωση ασκείται στο πεδίο της γειτονιάς.

Μια πολιτική θεολογία άξια του ονόματος της, κατά τον Metz, πρέπει να προσδιορίσει εκ νέου την σχέση Εκκλησίας και κοινωνίας, κατά τρόπο που να μην
αναμειγνύει μεν άκαμπτα την πίστη με την πολιτική, όπως στην διάρκεια του Μεσαίωνα, αλλά να ενεργοποιεί όμως το κριτικό δυναμικό της πίστης απέναντι
στην κοινωνία και τις παθογένειες της.

Η σωτηρία, κατά τον Γερμανό θεολόγο, έχει συλλογικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί
ιδιωτική υπόθεση. Οι εσχατολογικές υποσχέσεις της βιβλικής παράδοσης για ελευθερία δικαιοσύνη και ειρήνη, δεν μπορούν να «ιδιωτικοποιηθούν».

 Αυτές οι υποσχέσεις δεν μπορούν να ταυτιστούν με καμία συγκεκριμένη κοινωνία. Από την
σκοπιά της εσχατολογίας, κάθε κατάσταση της κοινωνίας μέσα στην ιστορία, είναι περιστασιακή και παροδική. Το ότι είναι παροδική κάθε συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση, δεν σημαίνει ότι είναι αυθαίρετη ή άνευ σημασίας, άλλα ότι μπορεί και
πρέπει να γίνεται αντικείμενο κριτικής από την Εκκλησία.

Για τον Metz η Εκκλησία δεν είναι μια πραγματικότητα πάνω από ή δίπλα στην κοινωνία, αλλά ένας θεσμός μέσα στην κοινωνία, που έχει ένα καθήκον απελευθερωτικό και κριτικό απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα. 

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτό το καθήκον μπορεί να ανατεθεί στον κάθε μεμονωμένο πιστό, ή μήπως και η ίδια η Εκκλησία πρέπει να μπορεί να λειτουργεί ως υποκείμενο μιας κριτικής εγρήγορσης.

Η Εκκλησία, κατά τον Γερμανό θεολόγο, δεν αποσκοπεί στην αναπαραγωγή της, αλλά στην σωτηρία των ανθρώπων. Πρέπει λοιπόν να μπορεί να είναι ταυτόχρονα υποκείμενο όχι μόνο κριτικής αλλά και αυτοκριτικής. Ποια είναι η βάση μιας τέτοιας
αξίωσης, όταν η Εκκλησία παρέβλεψε, αρκετές φορές αυτήν την αποστολή της; Εάν υπάρχει ελπίδα να εκπληρώσει η Εκκλησία τον απελευθερωτικό και κριτικό της ρόλο, αυτή συνδέεται με κάποια νέα καθήκοντα που πρέπει να αναλάβει.
Τα νέα αυτά καθήκοντα είναι: 

α) Η προστασία του ανθρώπου από την μετατροπή του σε υλικό και μέσο ενός πλήρως εξορθολογισμένου τεχνολογικού μέλλοντος. 

β) Η Εκκλησία πρέπει να υπογραμμίζει την αλήθεια, ότι δεν υπάρχει προνομιακό συλλογικό υποκείμενο (κόμμα, τάξη, έθνος ή άλλη συνομάδωση), που μπορεί να
καταστήσει το σύνολο της ιστορίας σκοπό της δράσης του. Ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού πρέπει να αποσεισθεί. 

γ) Η Εκκλησία καλείται να κριτικάρει τους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Η κριτική αυτή από μέρους της Εκκλησίας ήταν πολλές
φορές στο παρελθόν ήπια έρχονταν πολύ αργά.
Πως μπορεί όμως η Εκκλησία να είναι φορέας κριτικής εγρήγορσης απέναντι στις κοινωνικές παθογένειες και ταυτόχρονα να είναι ικανή για αυτοκριτική και
αυτοδιόρθωση; Οι προϋποθέσεις είναι αρκετές, αλλά μια από αυτές συνδέεται με μια ιδιαίτερη κατηγορία πιστών, τους οριακούς πιστούς, που δεν ταυτίζονται πλήρως με τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Οι θεσμοί δεν αλλάζουν ποτέ προς το καλύτερο από αυτούς που ταυτίζονται πλήρως μαζί τους. Οι οριακοί πιστοί μπορεί να έχουν μια θετική συνεισφορά στην κριτική εγρήγορση της Εκκλησίας απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της.

***

Αυτά όλα λέγονταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο εντελώς άγευστο υγιούς συλλογικότητας, σε μια εποχή μηδενιστικής διάβρωσης,
απουσίας νοήματος και ανομίας, όπου «όλα επιτρέπονται», όπου κάθε κανονιστικότητα βιώνεται ως καταπίεση και όπου δεν υπάρχουν πλέον υπερατομικές αξίες. Η ίδια η Εκκλησία από «άλας της γης» και «φως του κόσμου» βρίσκεται ενδεχομένως σε μια κατάσταση για την οποία είχε προειδοποιήσει ο
Δημιουργός τους Αποστόλους του, όπου «το άλας έχει μωρανθεί». Δεν μπορεί εύκολα να δράσει ως αντιμηδενιστικό «αντισηπτικό».

Αν η Εκκλησία καταφέρει να ανταποκριθεί στην αντιμηδενιστική της αποστολή θα
δημιουργηθούν και οι προϋποθέσεις για κοινωνικά δίκαιες αλλαγές. Οι αλλαγές
στην κοινωνία μπορεί να προκύψουν, ως παραπροϊόν της απελευθέρωσης από την
αμαρτία και την δουλεία στα πάθη. Της απελευθέρωσης από τον εαυτό μας, δηλαδή, που μας καθιστά ικανούς να ασκήσουμε την αυτοθυσιαστική αγάπη και
επιτρέπει στην Εκκλησία να λειτουργήσει ως συλλογικό όργανο ανάσχεσης της παρακμής και του μηδενισμού.

Πηγές

Political Theology. By Saul Newman. Goldsmiths Online Research. University of
London.2021
Religion and society in the light of a political theology. By John B, Metz. Harvard
Theological Review. Volume 61. October 1968. Number 4.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο Λαοκόων”, 1936) είναι έργο του Φώτη Κόντογλου.


ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/politiki-theologia/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.