Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Στα μονοπάτια της ψυχολογίας… Ανανέωση ή ενσωμάτωση





Στις μέρες μας – περισσότερο από άλλοτε – αναδύεται βασανιστική η ανάγκη να ανοικοδομηθεί η σχέση μεταξύ ψυχολογίας-ψυχοθεραπείας και κοινωνικής θεωρίας. Είναι τέτοια η πολιτισμική κρίση, που το ζήτημα αυτό αποκτά ανθρωπολογική σπουδαιότητα.

Αν αναλογιστούμε ότι η πολυεπίπεδη κρίση, παρουσιάστηκε, πρώτιστα ως οικονομική κρίση ενός συστήματος με απόλυτη κυριαρχία των ποσοτικών-υλιστικών αξιών, τότε η κάθε απόπειρα αλλαγής, χρειάζεται να αναδομήσει και πάλι τις αρχές, τη θεωρία και τη γλώσσα επικοινωνίας της. Η απόλυτη γλώσσα του οικονομισμού, αλλοίωσε αν δεν αλλοτρίωσε και τη γλώσσα της ψυχοθεραπείας, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Ενδεικτικές –αν και όχι πάντα απόλυτα – της οικονομίστικης και ενίοτε «εμπορευματικής» λογικής είναι και οι συχνές «φράσεις»» της ψυχοθεραπείας : «μην αγοράζεις το πρόβλημά του», «επενδύω τα συναισθήματα μου», «δεν έχεις κάνει την αλλαγή κτήμα σου», «δίνεις – παίρνεις», «τι θα χάσεις, τι θα κερδίσεις», «ο επαγγελματίας», «ο πελάτης», «η υπηρεσία», «δεν εισπράττω αυτό που λες», «το χρειάζομαι, δεν το χρειάζομαι», «κόστος-όφελος», κ.α. Και βέβαια, το αντιφατικό είναι ότι η ορολογία αυτή, επεδίωκε να αποκόψει τη θεραπεία από μια «παραδοσιακή» αφετηρία, είτε δεξιού κερδοσκοπικού ορθολογισμού, είτε στεγνού αριστερού υλισμού!.

Ένας κριτικός προβληματισμός για τις νέες τάσεις ή σχολές ψυχοθεραπείας, ξεκίνησε από τη δεκαετία του ΄60. Την περίοδο εκείνη θεωρείτο δεδομένο, ιδιαίτερα στην αριστερή «ριζοσπαστική» σκέψη, ότι οι νέες αυτές προσεγγίσεις ήταν «επαναστατικές», επειδή απλά και μόνο, ξεπερνούσαν τον Φρόιντ ή επειδή μπολιάζονταν από το πνεύμα του μοντερνισμού της εποχής, που τρέφεται από μια μάλλον ψυχαναγκαστική απώθηση του παρελθόντος ή της παράδοσης : «Είμαι μοντέρνος, άρα υπάρχω».


Ενώ καταδίκαζαν κάθε «οπισθοδρόμηση», μέσα από ένα πνεύμα Διαφωτισμού, οι «αριστερές»-«φιλελεύθερες» ψυχολογικές σχολές, έμοιαζαν συχνά να υιοθετούν το πνεύμα του «ιδεολογικού» τους αντιπάλου, του αστισμού. Άλλωστε, ο Ντεκάρτ, μάλλον «αριστερός ψυχολόγος» μοιάζει όταν λέει: «η τρίτη μου αρχή ήταν να επιδιώκω να κατακτήσω τον εαυτό μου παρά περιουσία και να αλλάξω τις επιθυμίες μου παρά την τάξη του κόσμου«. Μια μεταμόρφωση δηλαδή του καρτεσιανού δόγματος: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» σε «Αισθάνομαι, άρα υπάρχω». Στην πορεία βέβαια, η νεωτερική/μετανεωτερική κοινωνική ψυχολογία και η ψυχοθοεραπευτική πρακτική της, άλλαξε εκ νέου το νόημα της αρχής του Ντεκάρτ, ανοίγοντας το δρόμο στον ναρκισσιστικό κοινωνικό μηδενισμό, με το παρακάτω νόημα: «η τάξη του κόσμου, ας αναμορφωθεί έως της καταλύσεώς της, αρκεί να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες μου, χωρίς να εγώ να αλλάξω».

Η αστική κοινωνία στην ακμή της, αλλά και στην παρακμή της, στρέφει τον άνθρωπο, προς τον εαυτό του, για να αποδυναμώσει «τον κοινωνικό εαυτό», μέσα από ένα «ανθρωπιστικό» ιδεώδες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Ούτε, βέβαια και οι φαινομενικά, αντίθετοι «ριζοσπαστικοί ψυχολόγοι». Οι … new age θεωρίες ψυχοθεραπείας, οι «ποπ θεραπείες», θα έλεγα, ενώ τονίζουν το κοινωνικό στοιχείο, τόσο περισσότερο προτείνουν την «ατομική» εντέλει έννοια της «αυτο–πραγμάτωσης» και «αυτο-ολοκλήρωσης«. Και μάλιστα, σε μια εποχή, που η παρακμή του νεωτερικού ανθρώπου και του ύστερου καπιταλισμού, κάνει τις προσπάθειες αυτές, είτε ευνουχισμένες, είτε αφόρητα αντιφατικές. Η αποκλειστική επίκληση της «μοναδικής ατομικής ύπαρξης» και των αυτόνομων συναισθηματικών πράξεων, είναι η ενστικτώδης και αντανακλαστική άμυνα, σε ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης που θέλει να τις εξαφανίσει. Οι μετα-μοντέρνες θεραπείες, ενώ επικαλούνται το κοινωνικό, λιπαίνουν εντέλει το έδαφος του ατομικισμού. Σε μια ακραία λογική ψευδοαποδοχής και δήθεν κοινωνικής, θεραπευτικής «δημοκρατίας» του Άλλου, η διαδρομή εκτρέπεται στη δικαίωση του ναρκισσισμού, που είναι διάχυτος στο κοινωνικό φαντασιακό του σημερινού πολιτισμού.


Στην ακραία μορφή της, η κριτική στις μετα-φροϋδικές σχολές της ψυχοθεραπείας, ερμήνευσε το «ανθρωπιστικό» και «υπαρξιστικό» ενδιαφέρον τους, στην έντονη επιθυμία να «βρουν ανθρωπιά», η οποία τις έκανε να την επιζητούν και να την βλέπουν παντού, ξεχνώντας την «κοινωνική» και «πολιτική» αναπαραγωγή» της …απανθρωπιάς, στις κοινωνίες της ανισότητας. Με άλλη γλώσσα, θα λέγαμε ότι η αλλοτρίωση και η κοινωνική αποξένωση, μας επιβάλλει την κυριαρχία του συστήματος, κάνοντάς μας, μάλιστα, να θεωρούμε τον εαυτό μας, αντίπαλό του! Ακόμα, πιο πέρα, οι νέες τάσεις, προσεγγίζουν τον άνθρωπο, με κάποια «μοναδικά» χαρακτηριστικά, που καταλήγουν στη λογική ενός ατομικιστικού απομονωτισμού, αφού όλα ορίζονται εξατομικευμένα: το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η συμπεριφορά, η ιδιαιτερότητα, η ηλικία, κ.α. Στο επίπεδο της θεραπείας, ανακουφίζουν τον θεραπευόμενο, στο επίπεδο της «κοινωνικής θεωρίας» και του πολιτισμικού μοντέλου ζωής όμως, αποδυναμώνουν τις κοινωνικές-συλλογικές συνθήκες, φτάνοντας πιο κοντά στο πνεύμα του νεο-φιλελευθερισμού, εφόσον υπάρχουν περισσότερο άτομα και όχι κοινωνικά υποκείμενα που παλεύουν για μια αλλαγή του συνολικού κοινωνικού μοντέλου.

Ένας φοβερός τύπος, με οξύ πνεύμα, που τράβηξε την κριτική αυτή στα άκρα, είναι ο ιστορικός Ράσελ Τζάκομπυ, στο βιβλίο του «Κοινωνική αμνησία». Σ’αυτό δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία και ιδιαίτερα τους μετα-φρουδικούς επιγόνους της ψυχανάλυσης. Γνήσιο τέκνο της Σχολής της Φραγκφούρτης και μαθητής του Μαρκούζε, επικαλείται τις απαρχές της ψυχανάλυσης του Φρούντ για να τις συνδέσει με το έργο του Μάρξ. Ο «ατομικιστής» Άντλερ, τραβάει όλο το ζόρι της κριτικής, καθώς εγκαινίασε την απαρχή μιας καμουφλαρισμένης ναρκισιστικής ψυχολογίας. Από και πέρα δεν αφήνει σε ησυχία ούτε την Κάρεν Χόρνευ, τον Μάσλοου (για τον οποίο το χάρηκα ιδιαίτερα), τον Κάρλ Ρότζερς, τον Έρικ Φρόμ, και λιγότερο τον Λαίνγκ. Η κριτική του Τζάκομπυ, ίσως μπορεί να χαρακτηριστεί τραβηγμένη στα άκρα σε ορισμένα σημεία. Πιάνει όμως, κρίσιμα θέματα για να συνθέσουμε τον υποκειμενικό παράγοντα με τον κοινωνικό και εξηγεί ίσως και την πολύ σιωπή που έχει πέσει στον Ελλαδικό χώρο της ψυχοθεραπείας, την εποχή της κρίσης. Μια σιωπή, που στην καλύτερη περίπτωση είναι αμηχανία και στην χειρότερη, παράδοση σε μια συστημική δικαιολόγηση της κρίσης και μεταφορά της λύσης αποκλειστικά στο άτομο και μόνο.

Μια κριτική που πιότερο προβάλλει την σύνθεση παρά την περιχαράκωση και την μονοκρατορία τόσο του κοινωνιολογισμού, όσο και του ψυχολογικισμού. Μια προσπάθεια που θα σώσει την κουλτούρα των παραδόσεων και θα τις ζυμώσει με τις νέες θεωρίες αλλαγής. Είναι μια συνεχής απόπειρα να αλλάξει ο εργαλειακός λόγος των μετα-μοντέρνων ψυχολογικών σχολών και να αναδειχτεί η πίστη στο πρόσωπο και όχι στο οικονομιστικό άτομο. Τότε μόνο μπορεί το καρτεσιανό ρητό να αποδομηθεί και να αντικατασταθεί από το αυθεντικά ανθρωπιστικό και υπαρξιστικό : «Υπάρχω, άρα σκέφτομαι»…»Υπάρχω, άρα αισθάνομαι».

Δημήτρης Ναπ.Γ


ΠΗΓΗ:https://tokoinonikoodofragma.org/2014/09/22/%cf%83%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%80%ce%ac%cf%84%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%ad%cf%89%cf%83/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.