Το κίνημα της "ανεξαρτησίας" και άλλες προσεγγίσεις αυτοβοήθειας της «λαϊκής ψυχολογίας» απεικονίζουν τις σχέσεις με τρόπο εξαιρετικά παρόμοιο με τις απόψεις του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα όσον αφορά τον δεσμό γονέα-παιδιού.
Οι σημερινοί ειδικοί προσφέρουν συμβουλές που έχουν ως εξής:
Η ευτυχία σας είναι κάτι που πρέπει να έρχεται από μέσα σας και δεν πρέπει εξαρτάται από τον εραστή ή τον σύντροφό σας.
Η ευημερία σας δεν είναι δική τους ευθύνη και η δική τους ευημερία δεν είναι δική σας.
Κάθε άτομο πρέπει να φροντίζει για τον εαυτό του.
Επιπλέον, πρέπει να μάθετε να μην αφήνετε την εσωτερική σας ησυχία να ενοχλείται από το άτομο που είναι πιο κοντά σας.
Εάν ο σύντροφός σας ενεργεί με τρόπο που υπονομεύει την αίσθηση ασφάλειας σας, θα πρέπει να είστε σε θέση απομακρυνθείτε συναισθηματικά από την κατάσταση αυτή.
«Κάνε φόκους στον εαυτό σου και επέμεινε σ’ αυτό”
Εάν δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, μπορεί να υπάρχει κάποια δυσλειτουργία. Κάτι πάει λάθος μαζί σου.
Μπορεί να έχεις εμπλακεί πολύ με το άλλο άτομο ή να έχεις συνεξαρτηθεί και πρέπει να μάθεις να θέτεις καλύτερα “όρια”.
Η βασική προϋπόθεση στην οποία βασίζεται αυτή η άποψη είναι ότι η ιδανική σχέση είναι μεταξύ δύο ανθρώπων που είναι αυτάρκεις και οι δυό και ενώνονται με έναν ώριμος τρόπο, διατηρώντας και σεβόμενοι παράλληλα τα σαφή όρια τους.
Εάν αναπτύξεις μια ισχυρή εξάρτηση από τον σύντροφό σου, είσαι κατά κάποιο τρόπο ανεπαρκής και χρειάζεται να δουλέψεις με τον εαυτό σου για να γίνεις πιο «διαφοροποιημένοι» και να αναπτύξεις “μεγαλύτερη αίσθηση του εαυτού.”
Το χειρότερο δυνατό σενάριο είναι ότι θα καταλήξεις να χρειάζεσαι τον σύντροφό σου, πράγμα που εξομοιώνεται με «εθισμό» σε αυτόν ή αυτήν, και όλοι γνωρίζουμε ότι ο εθισμός είναι μια επικίνδυνη προοπτική.
Ενώ οι διδασκαλίες του κινήματος αυτού της “ανεξαρτησίας” παραμένουν πάρα πολύ χρήσιμες στην αντιμετώπιση των μελών της οικογένειας που πάσχουν από κατάχρηση ουσιών (όπως ήταν η αρχική πρόθεση), μπορεί να είναι παραπλανητικές και ακόμη και επιζήμιες, όταν εφαρμόζονται αδιάκριτα σε όλες τις σχέσεις.
Αλλά η βιολογία λέει μια πολύ διαφορετική ιστορία.
Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Πολλές μελέτες δείχνουν ότι από τη στιγμή που θα συνδεθούμε με κάποιον, οι δύο μας σχηματίζουμε μια φυσιολογική μονάδα.
Ο/η σύντροφος μας επηρεάζει την αρτηριακή μας πίεση, τον καρδιακό μας ρυθμό, την αναπνοή μας και τα επίπεδα ορμονών στο αίμα μας. Δεν είμαστε πλέον ξεχωριστές οντότητες. Η έμφαση στη διαφοροποίηση που ισχύει σήμερα για τις περισσότερες από τις δημοφιλείς προσεγγίσεις της ψυχολογίας, όσον αφορά στις σχέσεις ενηλίκων, μοιάζει να μην ισχύει από βιολογική άποψη. Η εξάρτηση είναι ένα γεγονός, δεν είναι μια επιλογή ή μια προτίμηση.
Μια μελέτη που διεξήχθη από τον δρ. James Coan είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Ο Δρ. James Coan είναι ο διευθυντής του εργαστηρίου συναισθηματικής νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Διερευνά τους μηχανισμούς μέσω των οποίων στενές κοινωνικές σχέσεις και αυτές του ευρύτερου κοινωνικού δίκτυου επηρεάζουν τις συναισθηματικές μας απαντήσεις. Σε αυτή τη συγκεκριμένη μελέτη, σε συνεργασία με τους Richard Davidson και Hillary Schaefer, χρησιμοποιήθηκε τεχνολογία μαγνητικής τομογραφίας για τη σάρωση του εγκεφάλου παντρεμένων γυναικών.
Στη διάρκεια που οι γυναίκες αυτές “σαρώνονταν”, ο Δρ Coan και οι συνεργάτες του προσομοίωσε μια αγχωτική κατάσταση λέγοντάς τους ότι επρόκειτο να λάβουν ένα πολύ ήπιο ηλεκτρικό σοκ. Κανονικά, υπό αγχωτικές συνθήκες ο υποθάλαμος ενεργοποιείται. Και πράγματι αυτό συνέβη στο πείραμα καθώς οι γυναίκες όταν περίμεναν μόνες τους το σοκ – ο υποθάλαμος τους ενεργοποιήθηκε.
Στη συνέχεια, το ίδιο πείραμα εφαρμόστηκε σε γυναίκες που ενώ περίμεναν το ηλεκτρικό σοκ κρατούσαν το χέρι κάποιου ξένου. Αυτή τη φορά οι σαρώσεις έδειξαν κάπως μειωμένη δραστηριότητα στον υποθάλαμο. Και όταν το χέρι που κρατούσαν οι γυναίκες ήταν το χέρι του συντρόφου τους, η πτώση ήταν πολύ πιο δραματική – το άγχος τους ήταν μόλις ανιχνεύσιμο.
Επιπλέον, οι γυναίκες που επωφελήθηκαν περισσότερο από το χέρι του συζύγου τους ήταν εκείνες που ανέφεραν την υψηλότερη οικογενειακή ικανοποίηση.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι όταν δύο άτομα σχηματίζουν μια σχέση οικειότητας επηρεάζουν την ψυχολογική και συναισθηματική ευεξία του άλλου. Η φυσική τους εγγύτητα και η διαθεσιμότητα επηρεάζουν τις απαντήσεις τους στο άγχος.
Πώς μπορούμε, λοιπόν, να αναμένουμε να διατηρούμε υψηλό επίπεδο διαφοροποίησης μεταξύ εμάς και των συντρόφων μας εάν η βασική μας βιολογία επηρεάζεται από αυτούς σε τέτοιο βαθμό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.