*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
1.
Μια από τις βασικές αναλυτικές έννοιες, μέσω της οποίας επιχειρείται να επεξηγηθούν οι σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, είναι αναμφισβήτητα αυτή του λαϊκισμού.
Στην περίοδο που διανύουμε, τα τελευταία περίπου 30-40 χρόνια, η έννοια είναι φορτισμένη κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη[1] αναφέρεται η διάκριση μεταξύ λαϊκισμού και λαϊκότητας:
Οι δύο λέξεις αποτελούν όψεις της έννοιας «λαϊκός» : την εύσημη, που είναι η λαϊκότητα, δηλ. το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα, και την κακόσημη πλευρά, που είναι ο λαϊκισμός, δηλ. το ψεύτικο, φτιαχτό λαϊκό στοιχείο, που μιμείται τη συμπεριφορά του λαού, για να εκμεταλλευθεί (πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά κ.τ.λ.). Μιλούμε με θετικό πνεύμα για τη λαϊκότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς των απλών ανθρώπων του λαού, αλλά με αρνητική χροιά για τον λαϊκισμό στην πολιτική, στα συνθήματα, στη σκέψη, στη συμπεριφορά ανθρώπων, που, χωρίς να προέρχονται από τον απλό λαό, επιζητούν να τον κολακεύουν, για να αποκομίσουν προσωπικά, πολιτικά ή άλλα οφέλη.
Όπως σημειώνει ο Α. Ελεφάντης[2]
Ο λαϊκισμός είναι μια αρνητική ιδεολογία […] Αυτή η αρνητική, η μειωτική σημασία του λαϊκισμού δεν είναι άσχετη από την ίδια την ορολογία, τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε και επικράτησε για να προσδιορισθεί ένα σύνολο πολιτικών αντιλήψεων και συμπεριφορών. Το αποτέλεσμα της παραποίησης και της παραφθοράς αποτυπώνεται στην ίδια τη λέξη. Το ονομάζει η λέξη. Ο όρος populism προέρχεται από το popolo, τη λατινική ρίζα του λαού και καταδηλώνει ιδεολογίες ενύπαρκτες στο λαό, απορρέουσες από το λαό, του λαού ή «το φρονείν ως ο λαός» (Κατά τον ορισμό του Σ. Κουμανούδη. Βλ. Συναγωγή Νέων Λέξεων, Ερμής, 1980, που εντοπίζει τον όρο για πρώτη φορά στην Ακρόπολη, 2.4.1887). Η ακριβής του μετάφραση στα ελληνικά θα έπρεπε να ξεκινά από το ουσιαστικό “λαός”, όπως στις λατινογενείς γλώσσες απ’ όπου και προέρχεται κι όχι από το παραγόμενο επίθετο “λαϊκός”. Η αφετηρία από το επίθετο λαϊκός για να φτιαχτεί ο όρος λαϊκισμός με την κατάληξη -ισμός παραπέμπει ευθέως σε ένα παραποιητικό περί λαού λόγο, σε μια παραφθορά, μίμηση και εκπτώχευση επομένως του λαϊκού λόγου.
Επομένως η παραγωγή της λέξεως λαϊκισμός από το επίθετο λαϊκός, στην Ελληνική γλώσσα, σηματοδοτεί ευθέως την αρνητική σημασία της λέξεως όπως παραπάνω έχει αναφερθεί. Με τον επιθετικό προσδιορισμό στην ελληνική γλώσσα, τα πράγματα γίνονται καθαρά εξαρχής.
Αν όμως η ακριβής του μετάφραση στα ελληνικά θα ξεκινούσε από το ουσιαστικό «λαός», όπως στις λατινογενείς γλώσσες θα είχε άραγε την ίδια εγγενή αρνητική σημασία; Η απάντηση φαίνεται να είναι όχι. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Σταυρακάκης:
Γνωρίζουμε ότι η νεωτερικότητα σηματοδότησε την αντικατάσταση της «ελέω θεού μοναρχίας» από τη «λαϊκή κυριαρχία» ως νομιμοποιητικής αρχής του πολιτικού συστήματος […] Ωστόσο, ήδη από τον 17ο αιώνα άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι η «λαϊκή κυριαρχία» αποτελεί μια δυναμική κατασκευή, πολύ πιο ασταθή από εκείνην που αντικατέστησε […] Που αποτυπώνεται ακριβώς αυτή η αστάθεια; Κατ’ αρχάς, στη συστηματική πολυσημία ή και αμφισημία της κατηγορίας «λαός» στις ευρωπαϊκές γλώσσες: ο “λαός” αναφέρεται τόσο στην ολότητα μιας δεδομένης πολιτικής κοινότητας, στο σύνολο των πολιτών ως ενιαίο πολιτικό σώμα, και, την ίδια στιγμή, κατονομάζει τους φτωχούς, τους μη προνομιούχους και τους αποκλεισμένους. Δηλαδή τον “λαουτζίκο”, που τίθεται στο περιθώριο της πολιτικής συμμετοχής και εμποδίζεται να απολαύσει οποιαδήποτε δικαιώματα και κοινωνικοοικονομικά προνόμια. Έτσι, ο “λαός” είναι συγχρόνως μέρος και όλον. Ο ίδιος όρος προσδιορίζει τόσο το συστατικό πολιτικό υποκείμενο όσο και την τάξη, η οποία, εκ των πραγμάτων, αν όχι εκ του νόμου, αποκλείεται από την πολιτική. Αυτή η αμφισημία είναι έκδηλη, λ.χ., στο παράδειγμα της αρχαίας Ρώμης, όπου ο λαός αφορά, από τη μια, τη res publica, όπου ο λαός αφορά, από τη μια, τη res publica του populous, μια ενιαία σύλληψη πολιτικού υποκειμένου που περιλαμβάνει πατρικίους και πληβείους, ενώ την ίδια στιγμή εμβληματικές συμβολικές αναπαραστάσεις της ρωμαϊκής εξουσίας, όπως η συντομογραφία SPQR («η σύγκλητος και ο λαός της Ρώμης»), αντικατοπτρίζουν μια αντιθετική/διχαστική σύλληψη του πολιτικού υποκειμένου, όπου οι πληβείοι μόνοι τους, διαχωρισμένοι από την ελίτ των πατρικίων, από τους ευγενείς ή τη συγκλητική τάξη, συγκροτούν τον λαό. Και είναι, βεβαίως, η αξονική αυτή αμφισημία που επιτρέπει τη συνεκδοχική διεκδίκηση από μέρους των κάθε φορά υποτελών και υποκείμενων τάξεων, της συμπερίληψής τους στην πολιτική κοινότητα, της απόλαυσης ίσων δικαιωμάτων[3].
Συνεπώς θα μπορούσε να εκφράζει και τα συμφέροντα του «λαϊκού λαού». Και πράγματι ιστορικά αυτό συνέβη σε πολλές φάσεις της ιστορικής εξέλιξης.
Η λέξη λαϊκιστής, προερχόμενη από τη λατινική λέξη populous, που σημαίνει λαός, εμφανίστηκε στις ΗΠΑ ως η λέξη που θα μπορούσε να λειτουργήσει επικοινωνιακά προκειμένου να περιγράψει τους υποστηρικτές του Λαϊκού Κόμματος που ιδρύθηκε το 1891 στην περιοχή του Κάνσας με στόχο την πρόκληση ρηγμάτων στην εξουσία των συμβατικών πολιτικών και των συμβατικών ιδεών των δύο βασικών κομμάτων εξουσίας.
Ο λαϊκισμός ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες πολιτικές προσπάθειες να δαμαστεί το καπιταλιστικό σύστημα. Μέχρι τότε, οι κυρίαρχοι πολιτικοί στην Αμερική θεωρούσαν σε γενικές γραμμές δεδομένα τα χαρακτηριστικά του συστήματος – αυτοί οι πολιτικοί πίστευαν ότι οι νικητές της κοινωνίας κέρδιζαν γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι, επειδή είχαν επικρατήσει σε έναν ορθολογικό και εξαιρετικά δίκαιο αγώνα που ονομαζόταν ελεύθερη οικονομία. Οι λαϊκιστές ήταν οι άνθρωποι που διέλυσαν αυτές τις αυτάρεσκες υποθέσεις, αναγκάζοντας τη χώρα να αναγνωρίσει ότι οι κοινοί Αμερικανοί, που ήταν εξίσου άξιοι όσο οι τραπεζίτες ή οι βαρόνοι των σιδηροδρόμων, καταστρέφονταν από ένα οικονομικό σύστημα που στην πραγματικότητα δεν λογοδοτούσε σε κανέναν ηθικό νόμο.[4]
Αλλά και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο όρος ταυτίστηκε με τους αγώνες του «λαϊκού λαού» ενάντια στην εξουσία των καθεστωτικών τάξεων και αρχηγεσιών.
Στις μέρες μας, πάντως, πρόκειται για λέξη πολυχρησιμοποιημένη κυρίως από τις πολιτικές ελίτ (με την αμέριστη βοήθεια των ΜΜΕ και των ακαδημαϊκών κύκλων) οι οποίες αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση της χώρας, την χρησιμοποιούν κατά κόρον ενάντια στις προτάσεις και στις απόψεις των αντιπολιτευόμενων πολιτικών ελίτ οι οποίες αγωνίζονται να αποτελέσουν την ερχόμενη κυβέρνηση. Οι τελευταίες, όταν κερδίσουν την εκλογική διαδικασία και γίνουν κυβέρνηση, χρησιμοποιούν την έννοια του λαϊκισμού εναντίων των πολιτικών τους αντιπάλων ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού, μεταξύ αντιπάλων αρχηγεσιών, κάθε συνάρθρωση «λαϊκών» αιτημάτων θα καταγγέλλεται, από τους κατέχοντας συγκυριακά την κυβέρνηση, ως «λαϊκίστικη». Ό,τι είναι για το έναν «λαϊκό» είναι για τον άλλον «λαϊκίστικο», και αντίστροφα. Στην εποχή μας πάντοτε ο λαϊκισμός είναι ο λαϊκισμός του άλλου. Έτσι ο λαϊκισμός σήμερα είναι μια έννοια αρνητικά φορτισμένη. Στη σύγχρονη εποχή δεν υπάρχει κανένας, είτε είναι πολιτικός, είτε είναι διανοούμενος, που να έχει αποδεχτεί τον τίτλο του λαϊκιστή[5].
2.
Η έννοια του λαϊκισμού είναι συνυφασμένη, lato sensu, με την έννοια της ισότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του λαϊκισμού χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια της ισότητας. Ισότητα που σαφέστατα δεν δύναται ποτέ να πραγματωθεί, αλλά, ως έννοια, έχει τρομερή δύναμη στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο.
Λαϊκισμός είναι ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνονται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής.[6]
Ενώ οι πολιτικές αρχηγεσίες θα ήθελαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποδεχτούν ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την αποδοχή στην πράξη των διαφόρων αιτημάτων που συνδέονται με τις παραπάνω απόψεις και αξιώνονται από διάφορες επαγγελματικές ή συντεχνιακές ομάδες.
Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των μελών των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά σε κάθε δεδομένη ευκαιρία πόσο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο. Μια στάση διαφορετική ερμηνεύεται ως περιφρόνηση των συνανθρώπων και της ισχύουσας αρχής της ισότητας και τιμωρείται ανάλογα.[7]
Ο λαϊκισμός, ως πολιτική ιδεολογία, περιγράφει μια ήδη εμφανισθείσα αλλαγή στα σπλάχνα της κοινωνίας. Στη συνέχεια, βεβαίως, «σπρώχνει» την κοινωνία να διαμορφωθεί σύμφωνα με την δική της οπτική.
Η ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωση της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια της ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηριοποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι η ιδεολογία, αν θέλει να είναι αποτελεσματική, οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύσει αλλά και να πείσει, όχι μόνο να αντιληφθεί αλλά και να παρακινήσει, όχι μόνο να προπαγανδίσει αλλά και να κινητοποιήσει. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στο εσωτερικό της ιδεολογίας και καταδεικνύουν τη σημασία της εσωτερικής λογικής από την οποία διέπεται αυτή η ιδεολογία.
Η πολιτική λειτουργία της έννοιας δεν έχει ανάγκη ορισμού σαφών κριτηρίων, με βάση τα οποία θα καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενό της. Ως παραγόμενη έννοια λαμβάνει υπόσταση από τις όποιες συνδηλώσεις προέρχονται από την καθορίζουσα και πρωταρχική έννοια της ισότητας.
Η τελευταία είναι επίσης μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο εκτός αν επιλεγούν , δια συμβάσεως, ορισμένα καθορισμένα κριτήρια τα οποία να μην απαιτούν αναγωγή σε άλλα κτλ. Δύσκολο εγχείρημα ή μάλλον αδύνατον αν δεν προϋποτεθεί αξιωματικά η βασική προκείμενη. Όμως και σε αυτή την περίπτωση η πολιτική λειτουργία της έννοιας της ισότητας δεν έχει ανάγκη επιστημολογικών θεμελιώσεων. Αρκεί μια ασαφής – νεφελώδης προσέγγιση υποστηριζόμενη καθημερινά από τα ΜΜΕ κάθε τύπου, για να αποκτήσει η λέξη «ισότητα» ένα σαφέστατο συμβολικό περιεχόμενο το οποίο καθίσταται κυρίαρχο στον καθορισμό της συμπεριφοράς των ατόμων.
Στο σημείο αυτό μια επισήμανση υπό τύπον συμπεράσματος κρίνεται αναγκαία. Αυτό που συνάγεται από τα προηγουμένως λεχθέντα καθιστά εμφανές ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε μόνον προϊόν χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων ούτε αυτόνομο λαογενές προϊόν. Οι αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν ερμηνείες στη βάση της μιας ή της άλλης μερικής αλήθειας, οδηγούνται σε αναλυτικά και πολιτικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, είναι αναλυτικά ατελέσφορη και πολιτικά επικίνδυνη η αντίληψη που θεωρεί ως υπεύθυνους (του λαϊκισμού) άλλοτε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε τις αρχηγεσίες που τα εξαπατούν. Κανένας δεν μπορεί να εξαπατήσει κανέναν αν η κοινωνική πραγματικότητα δεν εμπεριέχει το προβαλλόμενο αίτημα ως δυνατότητα που μπορεί να πραγματωθεί και η οποία βρίσκεται εν μέρει στα χέρια (ή στο κεφάλι) του αιτούντος. Πρέπει να υπάρχει το ευήκοον ους, όχι μόνο ως απλώς υπάρχον αλλά και ως ευρισκόμενο σε υπερδιέγερση, έτοιμο να ακούσει κάτι που το ίδιο έχει προκαλέσει και αισθάνεται ότι πρέπει να ειπωθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι και η δημαγωγία[8] δεν μπορεί να είναι μέρος του λαϊκιστικού λόγου. Όμως, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί η έννοια της δημαγωγίας ως βασική αναλυτική κατηγορία του λαϊκισμού, διότι τότε η ιστορικά διαπιστωμένη διαχρονικότητα της έννοιας της δημαγωγίας στερεί οποιαδήποτε ερμηνευτική δυνατότητα στην έννοια του λαϊκισμού ως ειδική κατηγορία της ιστορικής περιόδου της μαζικής δημοκρατίας.
Παράλληλα, κανείς δεν είναι σε θέση να καταστεί αυθεντικός διερμηνευτής των όποιων λαϊκών αιτημάτων και στόχων ώστε να αποδείξει τη λαογένειά τους. Η όποια προσπάθεια καταβληθεί χρειάζεται την κατ’ αρχάς πρόταξη κριτηρίων με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η επιλογή. Η καταφανής αδυναμία ύπαρξης παρόμοιων κριτηρίων καθιστά την όποια προσπάθεια μάταιη ή τις περισσότερες φορές οδηγεί στην αποδοχή, ως ορθού, κάθε λαϊκού αιτήματος.
*
*
3.
Ο Π. Κονδύλης, επιχειρώντας να ξεδιαλύνει την κατάσταση αναφέρει ως «λαϊκιστική συνύφανση» την ταύτιση της volonté générale (γενικής θέλησης) με τη volonté des tous (θέληση όλων), επαναφέροντας τη γνωστή αντίληψη του Ρουσσώ[9]. Αυτή η «λαϊκιστική συνύφανση» αναφέρει ο Έλληνας διανοητής,
συγκεκριμενοποιείται υλικά υπό τη μορφή μιας ικανοποίησης αιτημάτων, τα οποία θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί, αν εφαρμοζόταν καθαρά πραγματολογικά οικονομικά ή άλλα κριτήρια. Έτσι ορισμένοι άνθρωποι αποκτούν αγαθά και θέσεις που δεν αξίζουν με βάση τη γενικά ισχύουσα αρχή της απόδοσης. Από την άποψη αυτή, μέσα στη μαζική δημοκρατία η αξιοκρατία και ο λαϊκισμός αναγκαστικά διεξάγουν μεταξύ τους ασταμάτητο αγώνα, του οποίου η έκβαση είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση.[10]
Παρότι η ανωτέρω άποψη φαίνεται να οδηγεί σε κάποια διέξοδο, γίνονται άμεσα αντιληπτές οι δυσκολίες του εγχειρήματος. Ο καθορισμός της γενικής βούλησης είναι πρωτίστως πολιτικός, και ως τέτοιος υπόκειται σε συγκρουσιακές διαδικασίες στις οποίες κυριαρχεί η γνώμη ή η πεποίθηση. Παράλληλα, τα πραγματολογικά οικονομικά ή άλλα κριτήρια προϋποθέτουν την ύπαρξη θεωρητικής προσέγγισης η οποία σαφώς απαιτεί αξιολογικό προσανατολισμό και εν τέλει παράγει ηθικοκανονιστικά προτάγματα.
Παρ’ όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι ο λαϊκισμός, ως πολιτική ιδεολογία, εκφράζει την κεντρικότητα της σχέση μεταξύ «λαού» και πολιτικής εξουσίας. Μάλιστα αυτό το «πράττει» οργανώνοντας διάχυτες παραστάσεις και αποσπασματικές εγκλήσεις ατόμων, ομάδων και ευρύτερων κοινωνικών συνόλων που διαπνέονται από το λαϊκισμό, συγκροτώντας εντέλει μια πολιτική αντίθεση προς τις άλλες πολιτικές ιδεολογίες. Ως πολιτική ιδεολογία αποτελεί το συγκολλητικό υλικό όλων των υπολοίπων κοινωνικών στιγμών. Άλλωστε καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την απαραίτητη συνοχή και συνεκτικότητα που της παρέχει η πολιτική.[11]
Μάλιστα θα υπογραμμίζαμε, κάνοντας ένα περαιτέρω βήμα, ότι εκφράζει κυρίως τη σχέση των «μη προνομιούχων στρωμάτων» με την πολιτική εξουσία. Έναν τρόπο ένταξης των λαϊκών μαζών στην πολιτική ζωή. Επομένως, είναι συνυφασμένη απόλυτα με την συγκεκριμένη διαδικασία. Ως εκ τούτου θα εκδηλωθεί όταν θα προκύψει η συγκεκριμένη ανάγκη.
Στην αναπτυγμένη δύση η ανάγκη αυτή προκύπτει από την άνοδο του εργατικού – αγροτικού και γενικά λαϊκού κινήματος από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τυπικά ικανοποιείται με την «παραχώρηση» του εκλογικού δικαιώματος στους άρρενες ψηφοφόρους στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μάλιστα η «παραχώρηση» χαρακτηρίζεται από διαρκείς πολιτικές συγκρούσεις με αντικείμενο την επέκταση του εκλογικού δικαιώματος, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται άλλωστε παρά μόνο σταδιακά[12]. Το γεγονός αυτό έρχεται να ενσωματωθεί σε μια δομημένη και ιεραρχική αστική κοινωνία, στην οποία οι κανονιστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των «οικονομικών», των «πολιτικών» και των «ιδιωτικών» κωδίκων συμπεριφοράς έχουν κρυσταλλωθεί. Παρ’ όλα αυτά και σε αυτές τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες εμφανίζεται, σε κάποια χρονική στιγμή, ως λαϊκισμός ,η αντίληψη που αναφέρεται ή επικαλείται στο «λαό» ως αντίπαλο δέος τόσο στην κατεστημένη δομή της εξουσίας όσο και των κυρίαρχων ιδεών και αξιών της κοινωνίας. Επομένως, είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό.[13] Όμως στις σύγχρονες δυτικές μαζικοδημοκρατίες το πρόβλημα είναι ότι, στη θέση της ισχνής και ρέπουσας προς την ολιγαρχία και αυταρχικότητα «δημοκρατίας» με το υπάρχον καθεστώς των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η λύση που εμφανίζεται ως πιθανότερη είναι επίσης αυταρχική και αντιδημοκρατική και λαϊκίστικη στην ακραία της μορφή που σίγουρα δεν συνάδει καθόλου με την έννοια της δημοκρατίας που εδράζεται στη λαϊκή κυριαρχία , την ισονομία και στην ισοπολιτεία[14].
4.
Εκείνες οι αρχηγεσίες που σήμερα θέτουν, μόνες τους, τον εαυτό τους στην πλευρά των «αντι-λαϊκιστών», τουλάχιστον στη σημερινή φάση της παγκόσμιας κατάστασης, και κυρίως στην ανεπτυγμένη Δύση, ουσιαστικά αποτελούν τους απολογητές της κατεστημένης εξουσίας και του υποδείγματος που κυριαρχεί τα τελευταία 30-40 έτη. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα-καθεστώς, έχει προκαλέσει σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό) που αφορούν στη ζωή των πολιτών της Δύσης , και όχι μόνον, αποτελέσματα που βρίσκονται στον αντίποδα , προσοχή, των δικών τους υποσχέσεων και εξαγγελιών – όταν υποστήριξαν ,επέβαλλαν και κατοχύρωσαν το ισχύον καθεστώς – περί αύξησης της γενικής ευημερίας των πολιτών (κυρίως στοχεύοντας στη υλική ισότητα και στον εκδημοκρατισμό μέσω της συμμετοχής). Ουδέν ψευδέστερον, εκ του αποτελέσματος. Αλλά δεν είναι αυτό το σημείο που θέλω να αναδείξω. Αυτό είναι εύκολο να αναδειχθεί με βάση τα πραγματολογικά στοιχεία[15].
Το σημείο που θέλω να αναδείξω είναι ότι η όλη πολιτική θεώρηση της εποχής της παγκοσμιοποίησης, εκ μέρους των συγκεκριμένων αρχηγεσιών, δεδομένου ότι επικαλείτο τη βελτίωση της γενικής ευημερίας των πολιτών, δηλαδή έκανε σαφή αναφορά, lato sensu ή stricto sensu, στην έννοια της ισότητας , κάτι που προφανώς (ή όχι;) γνώριζαν ότι δεν μπορεί να συμβεί ή δεν είχαν καμία πρόθεση να το πράξουν. Επομένως υπό την έννοια αυτή, ο λαϊκισμός ενυπήρχε και ενυπάρχει εγγενώς στον πολιτικό λόγο όλων εκείνων που υποστήριξαν και υποστηρίζουν το παρόν καθεστώς-υπόδειγμα. Αλλά ακόμη και αν δεν γνώριζαν, στην αρχή της εφαρμογής του συγκεκριμένου υποδείγματος, τα αποτελέσματα της προτεινόμενης πολιτικής, τώρα τα γνωρίζουν. Συνεπώς το να επικαλούνται την ανάγκη συνέχισης της ίδιας πολιτικής και να υποστηρίζουν το ίδιο υπόδειγμα-καθεστώς, στο όνομα της ισότητας και της γενικής ευημερίας των πολιτών, αποτελεί ακραίο δείγμα λαϊκισμού δεδομένου ότι υπάρχουν απτά πραγματολογικά στοιχεία περί του ακριβώς αντιθέτου. Ο μεγαλύτερος λαϊκισμός είναι τελικά αυτός που εξ αντανακλάσεως τρέφει τον λαϊκισμό στο όνομα του… αντιλαϊκισμού!
Ο λαϊκισμός, ας το καταλάβουμε, αποτελεί ενδημικό φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ζωής και παροξύνεται σε περιόδους κρίσης. Και οι δύο αντιπαρατιθέμενες αντιλήψεις οδηγούν τη Δύση και κυρίως την Ευρώπη σε υπαρξιακή κρίση όπως μαρτυρούν αναρίθμητα συμπτώματα θανάσιμου κινδύνου. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι αποτελεί σκοτεινό πεπρωμένο, μια ανεξιχνίαστη μοίρα. Απαιτείται πριν από όλα ένας πλήρης αναστοχασμός περί της υπαρκτής πραγματικότητας και των προβλημάτων που αυτή γεννά. Υπάρχουν υπεύθυνοι. Υπάρχουν λανθασμένες αντιλήψεις. Δεν έχω σκοπό να υπεισέλθω σε αυτά τα θέματα[16]. Θέλω να σημειώσω μόνο ότι: η κουλτούρα του Διαφωτισμού[17], την οποία επικαλούνται κατά κόρον οι καθεστωτικές αρχηγεσίες, είναι κριτική και, σύμφωνα με αυτήν, καμία τάξη δεν νομιμοποιείται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει. Καμία καθεστηκυία τάξη δεν είναι νόμιμη αν είναι εμφανώς και απροκάλυπτα άδικη. Η δικαιοσύνη και η ευτυχία είναι σημαντικοί και θεμιτοί στόχοι και αξίες της πολιτικής δράσης, αλλά το γεγονός αυτό δεν υποσκάπτει την ελευθερία, διότι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ελευθερία δεν είναι εννοιολογικά αντίθετες.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
*
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.