*Απόσπασμα από το κείμενο της Έλεν Πλάκροουζ «Γιατί δεν με θεωρώ πια φεμινίστρια», από το 12ο τεύχος του Προτάγματος
Από τη δεκαετία του ’80, άρχισε να διαμορφώνεται μια εσωτερική κριτική στον φιλελεύθερο φεμινισμό. Ο τελευταίος κατηγορήθηκε στο σύνολό του ότι δεν αναγνώρισε τα επιπρόσθετα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Μαύρες και ασιατικής καταγωγής γυναίκες ή οι λεσβίες, και ότι είχε επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στα προβλήματα της μεσαίας τάξης. Επρόκειτο για βάσιμες επικρίσεις στις οποίες καλούμασταν ν’ απαντήσουμε ιεραρχώντας εκ νέου τις προτεραιότητές μας. Πολλές φιλελεύθερες φεμινίστριες άρχισαν, έτσι, να στρέφουν την προσοχή τους στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή να τονίζουν τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που ζουν σε κοινότητες προσκολλημένες σε καταπιεστικές και πατριαρχικές θρησκείες σαν το Ισλάμ, όπως η άσκηση βίας ή ακόμη κι ο ακρωτηριασμός των γεννητικών τους οργάνων για τη δήθεν προστασία της «τιμής» τους. Όλα αυτά λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο ενός οικουμενικού φιλελεύθερου φεμινισμού που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Εκείνη όμως τη δεκαετία αρχίζει εντός των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών μια μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό, η οποία σταδιακά επηρέασε και τον φεμινισμό. Κάπως έτσι εμφανίζεται λοιπόν η λεγόμενη διαθεματικότητα (intersectionality)[1].
Οι άνθρωποι συχνά δεν έχουν σαφή αντίληψη ούτε για το τι είναι ο μεταμοντερνισμός ούτε και για τη σχέση του με τον φεμινισμό. Πολύ απλουστευτικά θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια θεωρητική στροφή, εντός του ακαδημαϊκού χώρου, στην οποία πρωτοστάτησαν οι Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και Ζαν Μπωντριγιάρ. Η νέα αυτή αντίληψη δεν θεωρούσε μόνο ανέφικτη την απόκτηση αξιόπιστης γνώσης αλλά ισχυριζόταν επιπλέον ότι το ίδιο το νόημα και η πραγματικότητα είχαν καταρρεύσει. Ο μεταμοντερνισμός απέρριψε τα συνολικά, γενικής ισχύος ερμηνευτικά σχήματα (μετα-αφηγήσεις) όπως η θρησκεία και η επιστήμη, αντικαθιστώντας τα με υποκειμενικές, σχετικιστικές αποτιμήσεις (μικρο-αφηγήσεις) των εμπειριών ενός ατόμου ή μιας πολιτισμικής υπο-ομάδας. Αυτές οι ιδέες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, τροφοδοτώντας τόσο την τέχνη όσο και την κοινωνική «θεωρία». Έτσι οι οικουμενικές αξίες του φιλελευθερισμού, η επιστημονική μέθοδος και η χρήση της λογικής και της κριτικής σκέψης απορρίφθηκαν ως μέσα καθορισμού της αλήθειας και της ηθικής. Κάθε άτομο θα μπορούσε πλέον να έχει τη δική του αλήθεια όχι μόνο σε ηθικό αλλά και σε επιστημολογικό επίπεδο. Η έκφραση «Για μένα είναι αλήθεια» συμπυκνώνει το ήθος του μεταμοντερνισμού. Για να ισχυριστεί κανείς ότι κάτι είναι αντικειμενικά αληθές (ανεξάρτητα από το πόσο καλά αποδεικνύεται), θα πρέπει να προτείνει μια μετα-αφήγηση και να «αγνοήσει» τις αντίθετες απόψεις, κάτι που πλέον φαντάζει καταπιεστικό (ακόμα και στην περίπτωση που οι αντίθετες απόψεις είναι εντελώς ασυνάρτητες). Μάλιστα, προκειμένου να στιγματιστεί αρνητικά η άποψη ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και τα πειράματα είναι ο βέλτιστος τρόπος κατάκτησης της αλήθειας, κατασκευάστηκε ο όρος «επιστημονισμός».
Στην ακμή του, ο μεταμοντερνισμός ως καλλιτεχνικό κίνημα παρήγαγε μια μη-αφηγηματική λογοτεχνία χωρίς πλοκή, ενώ παρουσίασε ακόμη και ουρητήρια ως τέχνη[2]. Στην κοινωνική θεωρία οι μεταμοντέρνοι «αποδόμησαν» όλα όσα θεωρούνταν αληθινά· τα πάντα παρουσιάστηκαν ως άνευ νοήματος. Ωστόσο, αφού το έκαναν αυτό, δεν είχαν πού αλλού να στραφούν και τι άλλο να πουν. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη, καμία πρόοδος δεν είναι δυνατή αν δεν παραδεχτούμε ότι ορισμένοι άνθρωποι, σ’ ένα ορισμένο μέρος, αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες ανισότητες. Προέκυπτε, ως εκ τούτου, η ανάγκη για ένα καινούργιο σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας, και έτσι άρχισαν να αναδύονται νέες θεωρίες για το φύλο, τη φυλή και τη σεξουαλικότητα, αποτελούμενες από μικρο-αφηγήσεις. Όλα αυτά θεωρήθηκαν ως πολιτιστικές κατασκευές με σκοπό τη θεμελίωση ιεραρχιών εις βάρος των γυναικών, των φυλετικών μειονοτήτων και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Η ταυτότητα κατέστη παράγοντας πρώτιστης σημασίας.
Ως τότε το πρόταγμα του φιλελεύθερου φεμινισμού θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως εξής: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ισότητα είναι πανανθρώπινα αγαθά, και ο φεμινισμός μάχεται ώστε να μπορούν να τ’ απολαμβάνουν και οι γυναίκες». Με την επικράτηση του μεταμοντερνισμού, όμως, περάσαμε στην εξής ιδέα: «Ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, το θρήσκευμα και τις σεξουαλικές προτιμήσεις, κάθε άτομο έχει τη δική του αλήθεια και τους δικούς του κανόνες και ηθικές αξίες. Όμως όλες οι αλήθειες, τα πολιτιστικά πρότυπα και οι ηθικές αξίες είναι ισάξιες. Οι Λευκοί, Δυτικοί, ετεροφυλόφιλοι άνδρες κυριάρχησαν άδικα επί των υπολοίπων ομάδων στο παρελθόν, κι έτσι τώρα θα πρέπει να παραγκωνιστούν, μαζί με τις ιδέες και τις αξίες τους, για χάρη των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων».
Ο φιλελεύθερος φεμινισμός στράφηκε έτσι από την καθολικότητα των ίσων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πολιτική των ταυτοτήτων. Δεν πρόκειται πλέον για ιδέες που αποτιμώνται με γνώμονα την αξία τους, αλλά με βάση την πολύπλευρη ταυτότητα του ομιλητή, η οποία περιλαμβάνει τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα και τη σωματική ικανότητα. Με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, λοιπόν, η αξία της εκάστοτε ταυτότητας εξαρτάται από τον βαθμό περιθωριοποίησής της, με τις περιθωριοποιημένες ομάδες να πληθαίνουν διεκδικώντας η κάθε μία την υπεροχή της έναντι των υπολοίπων. Εδώ είναι όπου την πάτησε ο φιλελεύθερος φεμινισμός: Όταν τόσο ο ίδιος όσο κι οι διεκδικήσεις των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ήρθαν αντιμέτωπα με τη μετα-αποικιακή ενοχή για το αποικιοκρατικό παρελθόν της Δύσης, αμφότερα νικήθηκαν.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός ποδοπάτησε ιστορικά άλλους πολιτισμούς, ο δυτικός φιλελεύθερος φεμινισμός έφτασε να εγκολπωθεί τις πιο πατριαρχικές πτυχές τους. Έτσι, μια Δυτική φιλελεύθερη φεμινίστρια που καταγγέλλει ως σεξισμό το γεγονός ότι οι δυτικές γυναίκες κρίνονται από το τι φορούν, ταυτοχρόνως κατηγορήσει για ισλαμοφοβία οποιονδήποτε επικρίνει το νικάμπ. Μπορεί να ζητά τη δίωξη ενός χριστιανού ζαχαροπλάστη που αρνήθηκε να ψήσει τη γαμήλια τούρτα ενός ζεύγους ομοφυλόφιλων και ταυτοχρόνως να κατηγορεί το Gay Pride ως ρατσιστικό, επειδή η διαδρομή της διαδήλωσης πέρασε μέσα από μια περιοχή συντηρητικών μουσουλμάνων. Πολλές διαθεματικές φεμινίστριες δεν περιορίζονται στην κριτική άλλων λευκών Δυτικών φεμινιστριών, αλλά επιτίθενται με βιτριολικό τρόπο, εκτοξεύοντας κατηγορίες για ρατσισμό, σε φιλελεύθερους μουσουλμάνους και πρώην μουσουλμάνες φεμινίστριες και ακτιβίστριες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Ο μισογυνισμός και η ομοφοβία του Χριστιανισμού μπορεί να επικρίνονται από όλους (και ορθά), όχι όμως ο μισογυνισμός και η ομοφοβία του Ισλάμ, που δεν πρέπει να επικρίνονται από κανέναν, ούτε καν από τους ίδιους τους μουσουλμάνους. Το δικαίωμα να ασκούμε κριτική στον ίδιο μας τον πολιτισμό και τη θρησκεία φαίνεται να περιορίζεται στους λευκούς Δυτικούς (Η καλύτερη σχετική ανάλυση είναι «Ο ρατσισμός ορισμένων αντι-ρατσιστών» του Τομ Ογουολάντε[3]).
[1] Ο συγκεκριμένος όρος, που εισήγαγε η Αμερικανίδα θεωρητικός Kimberlé Crenshaw, αναφέρεται στη «διασταύρωση» (intersection) διαφορετικών στοιχείων της ταυτότητας ενός ατόμου που μπορούν να το καταστήσουν στόχο πολλαπλών, ταυτόχρονων διακρίσεων ή μορφών καταπίεσης: π.χ. μια Αφροαμερικανή λεσβία θεωρείται ταυτοχρόνως θύμα ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας.
[2] Αναφορά στο έργο Fountain (1917) του Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.