Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Μια κριτική ματιά στον σύγχρονο φεμινισμό (με αφορμή την εμφάνιση του ελληνικού #metoo)

Posted on  by protagma

*Προδημοσίευση αποσπάσματος από το editorial του επόμενου (12ου) τεύχους του Προτάγματος

Τις τελευταίες εβδομάδες οι μαζικές επώνυμες καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμούς –η αναπάντεχη εμφάνιση, εν ολίγοις, μιας ελληνικής εκδοχής του #metoo– άνοιξε τη συζήτηση γύρω από την ατιμωρησία των σεξουαλικής φύσης εγκλημάτων, το πότε και πώς θα πρέπει αυτά να καταγγέλλονται, τη στάση των θυμάτων αλλά και του κοινωνικού τους περίγυρου, καθώς και για τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία – και δη σε εργασιακούς χώρους σαν αυτούς του θεάματος, του πολιτισμού και του αθλητισμού. Εν μέσω αυτής της επικαιρότητας, δραττόμαστε της ευκαιρίας για να συμπυκνώσουμε κάποιες βασικές μας ιδέες για τον σύγχρονο φεμινισμό και το πώς αυτός αντιλαμβάνεται τις σχέσεις των δύο φύλων.

«Κουλτούρα του βιασμού» ή γυναικεία χειραφέτηση;

Αντιθέτως με ό,τι συνήθως γράφεται –και, κυρίως, με ό,τι υποστηρίζει ο σύγχρονος φεμινισμός– όχι μόνο δεν ζούμε σε κοινωνίες πατριαρχικές, μα και τα ανδρικά προνόμια που ακόμη επιβιώνουν βρίσκονται υπό αργή αλλά σταθερή υποχώρηση. Η τεράστια διάδοση και δημοσιότητα που έλαβε το #metoo συνιστά δείγμα αυτής της τάσης: οι γυναίκες όχι μόνο θεωρούν πλέον όλο και λιγότερο ότι είναι υποχρεωμένες να προσφέρουν σεξουαλικά ανταλλάγματα για την επαγγελματική τους επιτυχία και την κοινωνική τους άνοδο, μα βγαίνουν πλέον και καταγγέλλουν δημοσίως και μαζικά τους μεγαλόσχημους και ισχυρούς άνδρες που τους τα ζητούν, ξεπερνώντας τον φόβο, τη ντροπή ή ακόμα και τις ενοχές. Αντιστοίχως, όπως τεκμηριώνεται από πολλές έρευνες αλλά και στοιχειώδεις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, παρά το γεγονός πως πολλά ανδρικά προνόμια συνεχίζουν να διαιωνίζονται (άνισος καταμερισμός των δουλειών του νοικοκυριού μέσα στην οικογένεια, μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα κ.ο.κ.), την τελευταία πεντηκονταετία οι άνδρες έχουν χάσει πολλά από τα παραδοσιακά τους προνόμια. Εξάλλου η κοινωνική τους θέση αντικειμενικά αποδυναμώνεται μέσα σε κοινωνίες που εξαρτώνται όλο και λιγότερο από το στοιχείο της σωματικής δύναμης για την καθημερινή λειτουργία και την αναπαραγωγή τους.

Σε επίπεδο αρχών πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη εξέλιξη για κάθε υπέρμαχο της κοινωνικής ισότητας, εφόσον δεν μπορεί να υφίσταται ισότητα και δημοκρατία όταν περίπου τα μισά μέλη μιας κοινωνίας είναι υποταγμένα στα υπόλοιπα μισά. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει ορισμένες προβληματικές πτυχές, μέσω των οποίων εκφράζονται ορισμένα βασικά ελαττώματα του σύγχρονου φεμινισμού.

Ένα από τα κυριότερα είναι η αδυναμία των περισσότερων φεμινιστριών –και δη των πιο «ριζοσπαστικών» εκδοχών φεμινισμού– ν’ αποτιμήσουν ορθολογικά την κατάσταση εντός των σημερινών κοινωνιών. Διαβάζοντας τις διατυπώσεις τους περί «πατριαρχίας», «κουλτούρας του βιασμού» κι όλων των συναφών, αποκομίζουμε την εντύπωση πως από τον Μεσαίωνα ως σήμερα δεν συντελέστηκε η παραμικρή αλλαγή. Θαρρεί κανείς, διαβάζοντας τις περισσότερες φεμινιστικές αναλύσεις, ότι ακόμα κι αν οι πιο κραυγαλέες εκδοχές καταπίεσης κι εκμετάλλευσης των γυναικών δεν υφίστανται πια, ωστόσο το μόνο που άλλαξε είναι το περιτύλιγμα κι οι επίσημες θεσμικές μορφές. Στην ουσία τους οι σημερινές κοινωνίες παραμένουν κοινωνίες εντός των οποίων οι άνδρες εξουσιάζουν πλήρως τις γυναίκες, χρησιμοποιώντας τες ως πειθήνια εργαλεία αναπαραγωγής, αποκόμισης σεξουαλικής ευχαρίστησης και απλήρωτης οικιακής εργασίας. Σύμφωνα με την κυρίαρχη φεμινιστική αφήγηση είναι σα να μην υπήρξαν ποτέ οι αγώνες των γυναικών κατά τον 20ό αιώνα, από τις σουφραζέτες ως τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’60 και των επόμενων γενεών· σα να μην άλλαξαν καθόλου τα ήθη και το νομοθετικό πλαίσιο για μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων.

Αυτό που ουσιαστικά αποκρύπτεται είναι ότι οι σημερινές δυτικές κοινωνίες, παρ’ ό,τι φυσικά δεν έχει επιτευχθεί η πλήρης ισότητα ανάμεσα στα φύλα, συγκαταλέγονται στις πιο εξισωτικές που υπήρξαν ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία: έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες εντός των οποίων τα κατάλοιπα των ανδρικών προνομίων που ακόμη υφίστανται, βρίσκονται σε μια φάση βαθμιαίας και σταθερής υπονόμευσης, ειδικά από την δεκαετία του ’60 κι έπειτα. Εξάλλου, ακόμα και πριν τον 20ό αιώνα και την επίσημη εμφάνιση του γυναικείου κινήματος, η ίδια η νεωτερικότητα συνιστά μια σταδιακή πορεία απελευθέρωσης του ατόμου από τις προνεωτερικές καταπιεστικές δομές κάθε είδους. Οι αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα που καθόρισαν τούτη την πορεία, έμπρακτη έκφραση της «δημοκρατικής επανάστασης» του Τοκβίλ και αυτού που ο Καστοριάδης αποκαλούσε «πρόταγμα της αυτονομίας», σταδιακά οδήγησαν στην κατάρρευση όλων των εκδοχών του λεγόμενου Παλαιού Καθεστώτος, δηλαδή της πατριαρχίας: της κυριαρχίας καστικών και φυλετικού τύπου δομών, οι οποίες καθυποτάσσουν πλήρως το άτομο στην εξουσία του «πατριάρχη», δηλαδή του αρχηγού της διευρυμένης οικογένειας, που κληροδοτεί την εξουσία του στον αρσενικό πρωτότοκο και διατηρεί απόλυτο έλεγχο επί της ζωής της γυναίκας και των θυγατέρων του. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για κάθε άλλη δομή που αντιγράφει το μοντέλο αυτό[1].

Είναι προφανές ότι σε κοινωνίες σαν την ελληνική, που βρίσκονται στη δυτική περιφέρεια και αποτελούν προϊόν μιας εντελώς διαφορετικής ιστορικής διαμόρφωσης, τα πατριαρχικά κατάλοιπα είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι μέσα στις δυτικές χώρες. Ωστόσο, στις μέρες μας, κάτι τέτοιο μεταφράζεται απλώς σε πολύ μεγάλο χάσμα μεταξύ παλαιότερων και νεότερων γενεών, καθώς οι τελευταίες –και ειδικά όσες ζουν στις μεγάλες πόλεις– δεν υστερούν σε προσλαμβάνουσες από τις αντίστοιχες δυτικές. Ακόμα και στο «ελληνιστάν», οι τελευταίες γενιές έχουν κάνει πολύ σημαντικά άλματα προόδου και απομάκρυνσης από πατριαρχικά πλαίσια, με αποτέλεσμα οι διαφορές με τη Δύση να είναι όλο και περισσότερο ποσοτικού τύπου κι όχι ουσίας. 

Θυματικός φεμινισμός;

Το φεμινιστικό κίνημα, λόγω της φύσης του, αντιμετώπισε λιγότερη κρατική καταστολή και βία από άλλα κοινωνικά κινήματα της νεωτερικότητας· ακόμα κι έτσι, όμως, η γενναιότητα των δύο πρώτων κυμάτων του φεμινισμού είναι χαρακτηριστική: παρ’ ό,τι επρόκειτο και τότε κυρίως για γυναίκες των ανώτερων τάξεων, πάλεψαν στην καθημερινή ζωή για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και την κατάκτηση ολοένα και μεγαλύτερων ελευθεριών, παρά την ψυχολογική και σωματική βία που υφίσταντο συχνά μέσα στις ίδιες τους τις οικογένειες.

Αντιθέτως οι σημερινές φεμινίστριες δίνουν την εντύπωση πως επιδιώκουν την κατάκτηση της πλήρους ισότητας μεταξύ των φύλων δίχως να είναι διατεθειμένες να παλέψουν γι’ αυτό. Εξ ου κι η «τεχνοκρατική» τροπή που πολύ συχνά λαμβάνει ο σημερινός φεμινισμός: έχει κανείς την εντύπωση πως δεν πρόκειται για κοινωνικό κίνημα, αλλά για ένα σύμπλεγμα από ΜΚΟ που, ως ομάδα πίεσης, απλώς επιζητά να επηρεάσει το κράτος και τους εκάστοτε οργανισμούς και ανεξάρτητες αρχές, με σκοπό την ψήφιση νόμων και εφαρμογή ρυθμιστικών πλαισίων και κανόνων. Είναι προφανές πως, αν και οι καταγγελίες τύπου me too ανήκουν σε αυτό το πλαίσιο, έχουν αναμφισβήτητα κάτι το θετικό, εφόσον ξεμπροστιάζουν όσους εκμεταλλεύονται την όποια εξουσία διαθέτουν. Ωστόσο, δίχως αγώνα σε καθημερινό επίπεδο, οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες δεν αλλάζουν, κι οι όποιοι νόμοι και εκ των υστέρων καταγγελίες παραμένουν κενό γράμμα – ειδικά στην περίπτωση ενός κινήματος σαν το φεμινιστικό που, εκ των πραγμάτων, λόγω του ότι άπτεται ζητημάτων κουλτούρας και καθημερινής ζωής, η στάση των ατόμων κατά την καθημερινή ζωή λαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο.

Όταν μιλάμε για την ανάγκη αγώνων σε καθημερινή βάση δεν απαιτούμε προφανώς να μαθαίνουν όλες οι φεμινίστριες πολεμικές τέχνες (όπως οι Αγγλίδες σουφραζέτες των αρχών του 20ού αιώνα που μάθαιναν ζίου ζίτσου[2]) ούτε απαραιτήτως να οπλοφορούν[3]. Ωστόσο θα πρέπει να είναι σαφές ότι καμία καταπιεζόμενη ή περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα δεν κέρδισε ποτέ δικαιώματα ή καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής δίχως αγώνα. Διότι η ιστορία της ελευθερίας είναι η ιστορία των κοινωνικών αγώνων που την επέκτειναν και την εμπέδωσαν. Γι’ αυτό και πολύ συχνά η ελευθερία έχει υψηλό τίμημα: οι υπερασπιστές της έρχονται αντιμέτωποι κι αντιμέτωπες με τη βία των κρατούντων και των προνομιούχων. Η ιστορία της Δύσης συνιστά μια τέτοια σειρά κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων: Από τους Προτεστάντες που ορθώθηκαν ενάντια στην κυριαρχία του Καθολικισμού μέχρι τους αστούς που εξεγέρθηκαν ενάντια στα φεουδαρχικά προνόμια της αριστοκρατίας κι από το εργατικό κίνημα και τις σουφραζέτες μέχρι το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, της δεκαετίας του ’60. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είχαμε διώξεις, φυλακίσεις, εκτελέσεις, λιντσαρίσματα κι εν ψυχρώ δολοφονίες.

Πρόκειται για τη βασική αλήθεια που όχι μόνο αγνοεί μα και –κατά κάποιον τρόπο– διαρκώς απωθεί ο σύγχρονος φεμινισμός. Ως τέκνο των αποπολιτικοποιημένων δυτικών κοινωνιών των τελευταίων δεκαετιών κι ως υπόθεση κυρίως Λευκών, σπουδαγμένων γυναικών και κοριτσιών, αναπαράγει τη λογική των ΜΚΟ και του ακαδημαϊκού σύμπαντος: νομικισμός, απόδοση υπερβολικής σημασίας στις λεκτικές διατυπώσεις και γενικώς στη γλώσσα (πιστεύοντας ότι η αλλαγή των λέξεων οδηγεί αυτομάτως στην αλλαγή της πραγματικότητας), αυτοαναφορικότητα. Όμως, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτή η «τεχνοκρατική» στροφή του σύγχρονου φεμινισμού μάς λέει πολλά για τον ιδεολογικό του πυρήνα και μάλιστα για το πώς ακριβώς εννοεί την ισότητα των φύλων. Ένας φεμινισμός που νοεί τις διαπροσωπικές σχέσεις με τρόπο «τεχνοκρατικό», σαν σχέσεις που οργανώνονται μέσα σε εταιρικά πλαίσια, καταλήγει αναγκαστικά σε μια αυστηρή τυπολατρία, απαιτώντας ένα σύνολο κανονισμών οι οποίοι έρχονται να προστατέψουν το άτομο από ένα περιβάλλον που θεωρείται εξ ορισμού πατριαρχικό, άρα αναγκαστικά εχθρικό κι επικίνδυνο. Γι’ αυτό κι η φεμινιστική αντίδραση στις μέρες μας, μέσα από τα μάτια της σύγχρονης δυναμικής γυναίκας καριέρας που δεν χαρίζεται σε τίποτα και κανέναν, λαμβάνει συνήθως τον χαρακτήρα μαζικών καταγγελιών που στόχο έχουν την δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφαλούς για την επαγγελματική ανέλιξη.

Ως φαινόμενο των εξατομικευμένων σημερινών κοινωνιών, κοινωνιών του αξιακού σχετικισμού και της απενοχοποιημένης επιδίωξης της επιτυχίας, ο σύγχρονος φεμινισμός καταντά πολύ συχνά ένα ευκαιριακό μέσο –ανάμεσα στα άλλα– για την κοινωνική άνοδο. Βολικός όταν, ως αφήγημα, ως ιδεολογία με επιρροή μέσα στην γενικότερη «δικαιωματίστικη» κουλτούρα των ημερών μας, ανοίγει τον δρόμο προς τον πλουτισμό ή την ατομικιστική και χυδαία εκδοχή της ελευθερίας[4]∙ λιγότερο βολικός, όταν συνδυάζεται με το ζήτημα της συλλογικής ευθύνης (απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες αλλά και την κοινωνία γενικότερα) ή του τιμήματος που μπορεί να πληρώσει όποιος και όποια μάχεται στο όνομα μιας αξίας κι ενός ιδανικού και όχι για τις ατομικές του φιλοδοξίες.

Υπό την έννοια αυτή, ο συνδυασμός ενός υπερεπαναστατικού λεξιλογίου με την πλήρη απουσία μαχητικού πνεύματος και την αναγωγή της αδυναμίας και της «ευθραυστότητας» σε κύριο χαρακτηριστικό της γυναικείας ύπαρξης, αποτελεί το πιο ιδιάζον χαρακτηριστικό του σύγχρονου φεμινισμού: από τη μια μεριά ξιφουλκούμε ενάντια σε κάποια υποτιθέμενη πανταχού παρούσα «πατριαρχία», θεωρούμε κάθε άνδρα ως δυνάμει βιαστή, φτάνουμε σε ορισμένες περιπτώσεις να υποστηρίζουμε την κατάργηση των φύλων[5] ή ένα είδος λεσβιάζουσας μισανδρίας[6], αρεσκόμαστε ν’ αυτοσυστηνόμαστε ως «μάγισσες» και «έκφυλες»∙ από την άλλη μεγιστοποιούμε σε υπερθετικό βαθμό την οδύνη που νιώθει μια γυναίκα που δέχτηκε σεξουαλική παρενόχληση κι απορρίπτουμε κάθε κριτική ως προσβλητική και σεξιστική. Σα να επρόκειτο για ένα αξεπέραστο τραύμα, του οποίου οι συνέπειες οφείλουν να παραλύουν εις το διηνεκές την όποια ικανότητα δράσης και αγώνα.

Στην πραγματικότητα όμως, ακόμα κι η περίπτωση του βιασμού, η οποία δεν είναι απλή υπόθεση και το ψυχικό τραύμα που μπορεί ν’ αφήσει είναι δυνάμει αξεπέραστο, μπορεί κάλλιστα, αντί να βυθίσει το θύμα στον φόβο και την απραξία, να αποτελέσει κίνητρο για δράση[7]. Η σχέση του ατόμου με ένα τραύμα δεν είναι μονόδρομος – είναι μια σχέση υπό διαπραγμάτευση, μια ανοιχτή σχέση στην οποία υπάρχει χώρος πολιτικής παρέμβασης και εν προκειμένω φεμινιστικής διαπαιδαγώγησης. Ωστόσο η μέχρι ξεχειλώματος επέκταση του όρου «σεξουαλική παρενόχληση» (ή «κακοποίηση») οδηγεί σε μια εντελώς παραλυτική κατάσταση: όταν ένα βλέμμα, μια ατάκα, ένα φορτικό κι ενοχλητικό «πέσιμο» ταυτίζονται σχεδόν με τον βιασμό και την άσκηση σωματικής βίας, καταλήγουμε πλέον να δικαιολογούμε συμπεριφορές οι οποίες όχι απλώς δεν προωθούν μα, αντιθέτως, βλάπτουν και υποσκάπτουν την υπόθεση της γυναικείας απελευθέρωσης, εφόσον ευνοούν τον πανικό και τη φοβικότητα[8].

Το περίφημο «κίνημα» #metoo αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν αναφερόμαστε εδώ στις πρωτοβουλίες της Ταράνα Μπερκ, αλλά στη «σελέμπριτι» εκδοχή του που εμφανίστηκε το 2016, με τη σωρεία καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση από πλευράς του διευθυντή του Fox News, Ρότζερ Έιλ[9], κι ένα χρόνο αργότερα με αφορμή τις αντίστοιχες καταγγελίες ενάντια στον Χ. Γουάινσταϊν. Διόλου τυχαία, το κίνημα αυτό εμφανίστηκε και διαδόθηκε σε επαγγελματικούς χώρους όπως ο αθλητισμός, το θέαμα (σινεμά, τηλεόραση, θέατρο), η μόδα και η γαστρονομική κουζίνα, που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και καριερίστικης νοοτροπίας, όπου συχνά τα πάντα υποτάσσονται στον στόχο της κοινωνικής ανέλιξης και της επιτυχίας. Είναι προφανές ότι μέσα σε αυτούς τους τομείς οι κάτοχοι της εξουσίας –από τους κινηματογραφικούς και μουσικούς παραγωγούς ως τους φωτογράφους και τους σεφ– μπορούν δίχως καμιά αιδώ ν’ απαιτούν κάθε είδους ανταλλάγματα. Κι είναι εξίσου προφανές ότι, πολύ συχνά, τα θύματα ή το περιβάλλον τους[10] έχουν παίξει, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, τούτο το βρώμικο παιχνίδι[11] και πως αυτή τους η στάση είναι που καθορίζει συχνά και τον τρόπο και τον χρόνο καταγγελίας των εκάστοτε περιστατικών παρενόχλησης ή κακοποίησης: εμφανίζονται χρόνια ή ακόμα και δεκαετίες μετά την τέλεση του αδικήματος, όταν αυτό έχει πλέον παραγραφεί –πολύ συχνά–, κι όταν ο θύτης είχε την άνεση να επαναλάβει κατά βούληση τις πράξεις του, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δέχονται χρήματα χάριν της επίτευξης εξωδικαστικών συμβιβασμών. Αντίστοιχη είναι κι η μεγάλη προβολή τους από τα μίντια, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα είναι «επώνυμες» και «απαστράπτουσες» παρουσίες (ηθοποιοί, μοντέλα, τραγουδίστριες, αθλήτριες) και όχι καθημερινές γυναίκες με ελάχιστα συναρπαστικά επαγγέλματα.

Όχι, όμως – σύμφωνα με την κυρίαρχη φεμινιστική αντίληψη δεν έχουμε δικαίωμα να διατυπώνουμε τέτοιες ενστάσεις, καθώς όχι μόνο δικαιώνουμε τον θύτη[12] αλλά, κυρίως, επειδή δεν μας πέφτει λόγος για το πώς διαχειρίζεται το εκάστοτε θύμα την οδύνη και το ψυχικό τραύμα που προέκυψε από τη βία του θύτη. Είναι απορίας άξιο πώς ο σύγχρονος φεμινισμός, στην προσπάθειά του να παρουσιάσει τη γυναίκα απλώς ως θύμα, επιλέγει να βάλει στην άκρη οποιαδήποτε συζήτηση περί της δέουσας αντίδρασης απέναντι στην απειλή παρενόχλησης ή κακοποίησης. Αν η αντίδραση μιας γυναίκας λογίζεται σωστή μόνο και μόνο επειδή είναι το θύμα, δεν χάνεται μόνο κάθε είδους ψύχραιμη πραγμάτευση ενός κατεξοχήν πολιτικού προβλήματος, πίσω από κάθε λογής συναισθηματισμούς και ψυχολογικές αναλύσεις· ακόμα χειρότερα, άθελά του ο φεμινισμός, επιλέγοντας τον θυματισμό αντί για μια ηθική της άμεσης αντίδρασης κόντρα σε καριέρα και φόβο, απλώς αναπαράγει το στερεότυπο της εύθραυστης και αδύναμης γυναίκας που υποκλίνεται μπροστά στον δήθεν παντοδύναμο πατριαρχικό Μολώχ.

Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος των περιπτώσεων δεν πρόκειται για φαινόμενα ακραίας βίας (όπως π.χ. βιασμοί, παιδική κακοποίηση ή ακόμη αιμομιξία κι ομαδικοί βιασμοί) αλλά για περιστατικά «ήπιας» παρενόχλησης, τα οποία είναι διαχειρίσιμα από ψυχικής απόψεως. Ταυτόχρονα, αυτό που μάλλον κάνει τις γυναίκες ν’ αποδέχονται τις σεξιστικές συμπεριφορές των ανδρών στους επαγγελματικούς τομείς για τους οποίους κάναμε λόγο, πλην της όποιας εσωτερίκευσης της ιδέας περί της γυναίκας ως εγγενώς αδύναμου όντος, δεν είναι τόσο ο φόβος της φτώχειας και γενικότερα της δυνατότητας βιοπορισμού, σε περίπτωση απόλυσης, αλλά ο φόβος ότι θα χάσουμε τα λούσα και τη δόξα που υπόσχονται οι συγκεκριμένοι τομείς. Η βαθιά πεποίθηση ότι προέχει η αντιμετώπιση της δολοφονικής πατριαρχίας μάς οδηγεί κυριολεκτικά σε αναλυτική τύφλωση, μιας και παραγκωνίζεται πλήρως, στο όνομα του κατεπείγοντος, όλη η αναγκαία κριτική στο θέαμα και τη μαζική κουλτούρα. Μες στη φούρια μας ξεχνάμε να αναρωτηθούμε τι αντιπροσωπεύουν αυτοί οι χώροι, σε τι τύπο ανθρώπου απευθύνονται αλλά και πως εν τέλει διαμορφώνουν τις προσωπικότητες όσων κάνουν καριέρα σε αυτούς.

Σε κάθε περίπτωση, το βασικό ζήτημα είναι το εξής: αν πιστεύουμε στη γυναικεία απελευθέρωση, δεν θα πρέπει, ως φεμινιστές και φεμινίστριες, να ζητάμε από τις γυναίκες ένα κάποιο ψυχικό σθένος; Αν πιστεύουμε στην αυτονομία, δηλαδή στο αξίωμα πως η ανθρώπινη χειραφέτηση δεν χαρίζεται μα κατακτιέται, πώς μπορούμε να δικαιολογούμε τα πάντα στο όνομα της αναγνώρισης του πόνου και της οδύνης; Αν όχι, ποιο είναι το νόημα της περίφημης «ενδυνάμωσης» (empowerment) των γυναικών που κηρύττει ο φεμινισμός – μονάχα η προσπάθεια να γίνουμε κι εμείς το ίδιο αδίστακτες με τους άνδρες στο οικονομικό πεδίο[13]; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αμφισβητηθεί η παραδοσιακή πατριαρχική και ανδροκρατική αντίληψη περί της γυναίκας ως ασθενούς φύλου;

Ο φόβος απέναντι στην πραγματικότητα

Μήπως τελικά έχουμε κι εδώ μία ακόμα έκφραση της λογικής των «ασφαλών χώρων», των διαβόητων «safe spaces»; Μήπως πρόκειται για την ιδέα πως οι γυναίκες –και, αντίστοιχα, μιας και πρόκειται για το ίδιο σχήμα, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και τα μέλη των φυλετικών μειονοτήτων– είναι όντα υποδεέστερα και εγγενώς εύθραυστα, ανίκανα να κατακτήσουν την πραγματική τους θέση μέσα στην κοινωνία και πως, για τον λόγο αυτό, θα πρέπει απλώς ν’ αποσύρονται στα προστατευτικά τους γκέτο, στους προστατευμένους ιδιόκοσμούς τους; Πολλές απ’ τις επιλογές όχι μόνο του σημερινού φεμινισμού μα και του άμεσου προγόνου του, δηλαδή του δευτεροκυματικού φεμινισμού της δεκαετίας του ’60 και του ’70, συντείνουν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα: συλλογικότητες, διαδηλώσεις και λοιπές κινητοποιήσεις μόνο για γυναίκες, υπερβολική εμμονή με την αλλαγή και την επιτήρηση της γλώσσας, λογοκρισία, διαρκής ταυτοτική ενδοσκόπηση, «ασφαλείς χώροι (safe spaces)» και «προειδοποιητικές ενδείξεις προσβλητικού ή παρενοχλητικού περιεχομένου (trigger warnings)», περιστολή της δράσης στην επιτελεστική χειρονομία – και τελικά προσχώρηση στον λεγόμενο «κοινωνικό υπέρ-κονστρουκτιβισμό» σε θεωρητικό επίπεδο και πλήρης υποτίμηση της σημασίας του βιολογικού παράγοντα στη διαμόρφωση της σεξουαλικότητας[14].

Αυτό που συνάγεται, ως κυρίαρχο πνεύμα, από όλες αυτές τις επιλογές, είναι ένα μείγμα δύο στοιχείων, καθένα εκ των οποίων εκφράζει τις δύο κύριες τάσεις του σημερινού φεμινισμού: αφενός ένα είδος κόπωσης, που χαρακτηρίζει κυρίως τον λιγόψυχο, ακαδημαϊκής προέλευσης φεμινισμό, μια απροθυμία να έρθουμε σ’ επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα, τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σ’ επίπεδο θεωρητικού στοχασμού, αναλαμβάνοντας το όποιο ρίσκο – σα να επιζητούμε μια μακάρια αποδημία απ’ τα μοχθηρά και πατριαρχικά εγκόσμια, την απόσυρση σ’ ένα αεροστεγώς κλειστό σύμπαν. Αφετέρου –κι έχουμε εδώ το ρεύμα που εκφράζει περισσότερο τον «τεχνοκρατικό» φεμινισμό πολλών γυναικών καριέρας–, απώτερος στόχος είναι η κατάκτηση αυτής της περίφημης φιλελεύθερης «αρνητικής ελευθερίας» ή «ελευθερίας από», όπου μια στρατιά ειδικών και μια σειρά νομικών ρυθμίσεων θα διασφαλίζει την απόλυτη κυριότητα επί του σώματός μας, επί των εμπειριών μας, επί του τρόπου αλληλεπίδρασης με τους άνδρες, εξαγνίζοντας τον κόσμο από ό,τι δεν υπόκειται στον απόλυτο έλεγχό μας. Πρόκειται απλώς για μια πιο «ενεργητική» εκδοχή άρνησης της πραγματικότητας, διά της πλήρους υποταγής του σ’ ένα σολιψιστικό γυναικείο υποκείμενο.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις απλώς αποφεύγουμε να θέσουμε το βασικό ερώτημα με το οποίο θα έπρεπε να ασχολείται ο φεμινισμός: πώς θα μπορούσαν ν’ αναδιοργανωθούν σε εξισωτική βάση οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, δεδομένου ότι (έξω από τα λυρικά και ουτοπικά παραληρήματα ορισμένων αριστερών ακαδημαϊκών και μερικών αναρχοφεμινιστικών σεχτών) παγιωμένες σεξουαλικές ταυτότητες και έμφυλες διαφορές θα συνεχίσουν να υφίστανται, έστω όχι με τη σημερινή τους μορφή; Μιλώντας από μια πιο ανθρωπολογική σκοπιά, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η φεμινιστική βλέψη για έναν «παράδεισο επί της γης» ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις –δηλαδή, ουσιαστικά, η βλέψη για μια «τεχνοκρατικού» τύπου διευθέτηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς– μπορεί να συνοδεύεται από τις καλύτερες προθέσεις, ωστόσο, έρχεται να αφαιρέσει το «ανθρώπινο» και «ζωτικό» από τις καθημερινές σχέσεις. Οι τελευταίες στιγματίζονται τόσο ως φορείς του απρόβλεπτου με την αρνητική έννοια, όσο και γεμάτες από γκρίζα σημεία που πρέπει να εξοβελιστούν υπό το ψυχρό φως των νομικών τύπων και των κανόνων. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε, λοιπόν, ότι αυτός ο «παράδεισος» στήνεται δυστυχώς από ένα ανθρώπινο ον φοβισμένο που αντικρίζει απέναντί του πάντα έναν κόσμο απειλητικό και εχθρικό.

Η δημοκρατική κριτική

Θα πρέπει να είναι σαφές πως η κριτική μας στον σύγχρονο φεμινισμό γίνεται από τη σκοπιά της αυτονομίας. Για τον λόγο αυτό ενδιαφέρεται πρώτα και κύρια για τη συμπεριφορά και τη στάση των ίδιων των γυναικών, δηλαδή, εν προκειμένω, των ίδιων των μελών της καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που δεν είμαστε φιλελεύθεροι, ακολουθούμε σε αυτό το σημείο την αιρετική φεμινίστρια Καμίλ Πάλια και δίνουμε μεγάλη σημασία στην προσωπική υπευθυνότητα. Φρονούμε ότι ο σύγχρονος φεμινισμός, που κατά κανόνα αποσιωπά όχι μόνο την προσωπική αυτή υπευθυνότητα μα και την ικανότητα καθενός και καθεμιάς από εμάς για δράση, αντί να προωθεί και να ευνοεί τη γυναικεία χειραφέτηση –άρα τη διαμόρφωση μιας πιο εξισωτικής κοινωνίας–, συνιστά εκλογίκευση των πιο προβληματικών συμπεριφορών των σημερινών γυναικών.

Δυστυχώς, δεν τις βοηθά να διευρύνουν, να εμβαθύνουν και να εμπεδώσουν την ελευθερία που κατέκτησαν μετά από αγώνες σχεδόν ενός ολόκληρου αιώνα, με σκοπό την επίτευξη της πλήρους ισότητας – δηλαδή της εξάλειψης των πατερναλιστικών και σοβινιστικών καταλοίπων που καθορίζουν ακόμη πτυχές της κοινωνικής ζωής. Αντιθέτως, ενδίδει στον πειρασμό της ναρκισσιστικής αυτοκολακείας, η οποία αντιμάχεται το κριτικό πνεύμα, ευνοεί την αποκοπή από την πραγματικότητα και διαμορφώνει ένα μαλθακό και συνάμα φιλάρεσκο ήθος, το οποίο λίγη σχέση έχει με την κοινωνική χειραφέτηση. Έτσι υποτάσσει το αίτημα της έμφυλης ισότητας και της γυναικείας απελευθέρωσης στη μικρόψυχη νοοτροπία των Λευκών καριεριστριών και στα φοβικά και αντι-σεξουαλικά σύνδρομα της Millennial φοιτητιώσας νεολαίας.



[1] Για την έννοια της «πατριαρχίας», που τόσο λανθασμένα χρησιμοποιεί ο φεμινισμός, θα επανέλθουμε αναλυτικά σε επόμενο τεύχος του Προτάγματος. Εδώ απλώς υπενθυμίζουμε ότι εμείς δίνουμε στην έννοια ανθρωπολογικό περιεχόμενο, βασιζόμενοι σε αναλύσεις σαν αυτές του Λουί Ντυμόν για τον «ολισμό» των προνεωτερικών κοινωνιών (βλ. το βιβλίο του Δοκίμια για τον ατομικισμό), ή του Παναγιώτη Κονδύλη σχετικά με την societas civilis και το Παλαιό Καθεστώς (βλ. το βιβλίο του Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή).

Όπως δεν θεωρούμε ότι έχει νόημα ν’ αποκαλούμε τις σύγχρονες κοινωνίες ρατσιστικές, πιστεύοντας ότι ο ρατσισμός συνιστά την κυρίαρχη λογική τους, έτσι φρονούμε πως δεν μπορούμε να τις αποκαλούμε και πατριαρχικές. Τόσο ο ρατσισμός όσο κι η πατριαρχία επιβιώνουν πλέον ως κατάλοιπα προηγούμενων ιστορικών περιόδων. Αντιθέτως, η κυρίαρχη λογική σήμερα κηρύσσει την πλήρη απελευθέρωση του ατόμου από κάθε κοινωνική, φυλετική, έμφυλη και άλλη ένταξη, αποτελώντας, έτσι, ακραία κορύφωση της νεωτερικότητας. Υπό την έννοια αυτή, η τελευταία συνιστά εξ ορισμού άρνηση της πατριαρχίας: είναι εντός της νεωτερικότητας, δηλαδή του αστικού πολιτισμού, που η διευρυμένη οικογένεια αντικαθίσταται από την πυρηνική οικογένεια, η οποία αν δεν αποτελεί καρπό ρομαντικού έρωτα, τουλάχιστον δεν είναι προϊόν έξωθεν πιέσεων αλλά βασίζεται, κατά το δυνατόν, στην εθελούσια συνένωση του ζευγαριού. Είναι μέσα στην αστική οικογένεια αυτού του τύπου που επιτελούνται, σταδιακά, η χειραφέτηση της γυναίκας και των παιδιών. Δεδομένου, λοιπόν, πως η πατριαρχία συνιστά προνεωτερικό μόρφωμα, αυτό που οι φεμινίστριες εννοούν με την όρο αυτό είναι ο πατερναλισμός του αστού συζύγου και πατέρα κι ο ανδροκρατικός σοβινισμός του, ο οποίος ναι μεν έχει την εξουσία εντός της οικογένειας, ωστόσο δεν αποτελεί ιδιοκτήτη της γυναίκας και των παιδιών του, όπως ο προνεωτερικός πατριάρχης. Για την περίπτωση του ρατσισμού, βλ. τη σχετική μας ανάλυση στην ενότητα «Είναι ο καπιταλισμός ρατσιστικός;» του κειμένου μας, «Με αφορμή την αστυνομική βία στις ΗΠΑ: ρατσισμός, ανισότητα κι η φυλετικοποίηση της πολιτικής».

[2] Βλ. για το θέμα αυτό την ταινία της Sarah Gavron, Suffragette (2015) αλλά και το άρθρο των C. Ruz και J. Parkinson, “’Suffrajitsu’: How the suffragettes fought back using martial arts”.

[3] Όπως υποστηρίζει η αναρχοφιλελεύθερη Wendy McElroy .

[4] Με όλες τις αντιφάσεις που αυτή περιέχει: Αυτοδιάθεση του σώματος είναι για παράδειγμα και το δικαίωμα της γυναίκας να το προσφέρει αυτόβουλα έναντι ανταλλαγμάτων σε διάφορους ισχυρούς μνηστήρες. Από τη σκοπιά όμως της συλλογικής ευθύνης, είναι προφανές πως κάτι τέτοιο ενδυναμώνει και διαιωνίζει τους κοινωνικούς μηχανισμούς της πατριαρχικής καταπίεσης της γυναίκας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Βρετανή κοινωνιολόγος Catherine Hakim, που περιγράφει πολύ ωραία τις ανταλλαγές αυτού του τύπου, εισάγοντας την έννοια του «σεξουαλικού κεφαλαίου» (sexual capital), παρουσιάζει το κεφάλαιο αυτό ως ατού στα χέρια χειραφετημένων γυναικών, που ξέρουν να το χρησιμοποιούν για να επιτυγχάνουν τους στόχους και την ανεξαρτησία τους.

[5] Βλ. π.χ. τις αναλύσεις της Τζούντιθ Μπάτλερ.

[6] Βλ. π.χ. τις Γαλλίδες φεμινίστριες Αλίς Κοφάν και Πωλίν Αρμάνζ. Για μια σύντομη παρουσίαση των απόψεών τους στα ελληνικά, βλ. το άρθρο: «“Μισώ τους άνδρες”: Μια φεμινίστρια αγγίζει τα πιο ευαίσθητα νεύρα της γαλλικής κοινωνίας».

[7] Επ’ αυτού υπάρχουν πολλά ελπιδοφόρα παραδείγματα: όχι μόνον η φεμινίστρια θεωρητικός Αντρέα Ντβόρκιν, που είχε πέσει θύμα βιασμού στη νεότητά της (και με τις απόψεις της οποίας, βέβαια, διαφωνούμε σφόδρα!)∙ είναι κι η Γαλλίδα, αλγερινής καταγωγής, Σαμιρά Μπελίλ, η οποία, ενώ έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού στα παρισινά προάστεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (κοινωνικό στίγμα, εγκατάλειψη από την συντηρητικών ηθών οικογένειά της, λόγω αυτού του στίγματος κ.ο.κ.), ίδρυσε μια από τις γνωστότερες φεμινιστικές οργανώσεις της χώρας και δε σταμάτησε ν’ αγωνίζεται, ως τον πρόωρο θάνατό της. Αντίστοιχη είναι κι η περίπτωση της, επίσης λαϊκής καταγωγής, Αφροαμερικανής Ταράνα Μπερκ (Tarana Burke), η οποία επινόησε και λάνσαρε για πρώτη φορά το σύνθημα Me too, πίσω στο 2006, πολύ πριν τις σχετικές καταγγελίες ηθοποιών και τηλεοπτικών δημοσιογράφων με αφορμή τις υποθέσεις Ρότζερ Έιλ και Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, δέκα χρόνια αργότερα. Η Μπερκ υπήρξε επανειλημμένως θύμα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης στις εργατικές κατοικίες του Μπρονξ, και οι εμπειρίες της αυτές την ώθησαν να δραστηριοποιηθεί με σκοπό την καταγγελία των σεξιστικών διακρίσεων και της έμφυλης βίας αλλά και τη στήριξη των θυμάτων της.

[8] Π.χ. εξαλείφοντας κάθε κριτήριο που διαχωρίζει τη σοβαρή από τη λιγότερο σοβαρή παρενόχληση, οδηγούμαστε να αντιμετωπίζουμε την κάθε μορφή επίθεσης (με ή χωρίς εισαγωγικά) ως μέρος της «φασιστικής» φύσης της «πατριαρχίας». Έτσι παραβλέπουμε ότι ένα «καγκούρικο», προσβλητικό φλερτ κι ένας βιασμός διαφέρουν από άποψη ουσίας, κι όχι απλώς από άποψη ποσοτική, μιας και δεν εκφράζουν σε καμία περίπτωση την ίδια «κουλτούρα του βιασμού», έστω σε διαφορετική ένταση. Ταυτόχρονα παραβλέπουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών που συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό είναι θρασύδειλοι, οι οποίοι δε θα προέβαιναν στην παραμικρή βιαιοπραγία αν οι γυναίκες τούς ζητούσαν τον λόγο και τους ξεκαθάριζαν ότι δεν ανέχονται τέτοιες συμπεριφορές. Δυστυχώς όμως ο μύθος της φασιστικής κουλτούρας του βιασμού αποτρέπει πολλές γυναίκες από το να υιοθετήσουν μια τέτοια, πιο επιθετική στάση.

[9] Η υπόθεση αυτή αποτελεί θέμα της γνωστής τηλεοπτικής σειράς The Loudest Voice (2019), που προβλήθηκε και στην Ελλάδα πριν λίγο καιρό. Στην πραγματικότητα, έναν χρόνο αφότου αποκαλύφθηκε η δράση του Έιλ, το Fox αναγκάστηκε να διακόψει τη συνεργασία του μ’ έναν ακόμη σταυροφόρο της λαϊκιστικής Δεξιάς, τον τηλεπαρουσιαστή Μπιλ Ο’ Ράιλι, ο οποίος είχε ανάλογη «δράση», την οποία αποκάλυψαν ρεπορτάζ των New York Times.

[10] Όπως π.χ. οι οικογένειες νεαρών αθλητών που κάνουν τα στραβά μάτια απέναντι σε περιστατικά παρενόχλησης από προπονητές, προκειμένου να μην πληγεί η μελλοντική καριέρα του παιδιού τους.

[11] Βλ. τη σοκαριστική παραδοχή του Σουηδού ολυμπιονίκη στο άλμα εις ύψος, Πάτρικ Σιόμπεργκ σχετικά με τον πατριό-προπονητή του που τον κακοποιούσε και τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος δεν τον έκανε πέρα ακόμη κι όταν είχε τη δυνατότητα: «Η σεξουαλική κακοποίηση του Πάτρικ Σιόμπεργκ από τον κατά συρροή βιαστή ανηλίκων».

[12] Πρόκειται για την ουσία της κριτικής που δέχθηκε ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Κώστας Χαραλάς, με αφορμή τα σχόλιά τους για την υπόθεση Μπεκατώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χαραλάς βρέθηκε ξαφνικά δίχως εκδοτικό οίκο, μιας και το Μεταίχμιο, στο οποίο ως τότε εκδιδόταν, διέκοψε το συμβόλαιό του χαρακτηρίζοντας τις απόψεις του απαράδεκτες.

[13] Όπως τονίζει η συγγραφέας Jessa Crispin, για ένα κομμάτι ισχυρών και δραστήριων γυναικών καριέρας, ουσία της «ενδυνάμωσης» είναι η οικονομική ισότητα στο εσωτερικό της ολιγαρχίας, δηλαδή η οικονομική εξίσωση ανδρών και γυναικών που είναι ψηλά στην ταξική κλίμακα. Άλλωστε στην πραγματικότητα οι γυναίκες σε διευθυντικά πόστα παίζουν χωρίς ενδοιασμούς το παιχνίδι με τους όρους που η πατριαρχική κοινωνία έχει επιβάλει: είναι και αυτές το ίδιο ανταγωνιστικές και αυταρχικές με τους άνδρες.

[14] Προφανώς και το άτομο συνιστά προϊόν της κατεργασίας που ασκεί η κοινωνία στον άνθρωπο, ο οποίος είναι, ως εκ τούτου, ον ταυτοχρόνως κοινωνικό, ψυχικό και βιολογικό. Υπό αυτή την έννοια, όπως και καθετί άλλο εντός της κοινωνίας, έτσι και τα φύλα, ως σεξουαλικές και κοινωνικές ταυτότητες, συνιστούν κοινωνικό δημιούργημα και δεν μπορούν ν’ αναχθούν στο βιολογικό φύλο. Ωστόσο η αναγνώριση αυτή δεν πρέπει να οδηγεί στις ακραίες θεωρίες των μεταμοντέρνων σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος είναι μόνο κοινωνικό ον, δίχως ψυχική και βιολογική διάσταση, και πως, κατά συνέπεια, το βιολογικό φύλο δεν παίζει κανένα ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού φύλου. Όπως έλεγε ο Καστοριάδης, η κοινωνική θέσμιση δεν μπορεί ν’ αγνοεί τις στοιχειώδεις υλικές πραγματικότητες (σε βιολογικό, γεωγραφικό, κλιματικό επίπεδο): τις επενδύει με όποιο νόημα θέλει, ωστόσο δεν μπορεί να τις εξαφανίσει. Ο μεταμοντέρνος φεμινισμός, όμως, στην προσπάθειά του να εξαλείψει κάθε επαφή με το Πραγματικό, προωθεί ένα αναλυτικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο τα πάντα είναι θέμα γλώσσας και νοήματος/ερμηνείας: εν ολίγοις, τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν κατά βούληση, μόνο και μόνο επειδή το θέλουμε ή το επιλέγουμε. Ούτε η βιολογική μας διάσταση ούτε φυσικά το ασυνείδητό μας (δηλαδή η βαθύτερη ψυχή μας, με τους κρυφούς μας πόθους, τα συμπλέγματα, τους φόβους και τα εσωτερικευμένα πρότυπα) μπορεί να περιορίσουν τον αυτομετασχηματιστικό μας οίστρο.

ΠΗΓΗ: https://protagma.wordpress.com/2021/03/05/%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ac-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%83%cf%8d%ce%b3%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf-%cf%86%ce%b5%ce%bc%ce%b9%ce%bd/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.