(Φωτο 1. Με αφορμή την οικονομική κρίση της Ελλάδας, που την οδήγησε στα όρια της χρεωκοπίας, και τον ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν, η γερμανική εφημερίδα die Welt υπενθύμισε στους αναγνώστες της ότι «Η Ευρώπη κατέστρεψε ακόμα μια φορά την Ελλάδα»).
Η προηγούμενη καταστροφή αφορούσε στη Λατινική Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1204, στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας. Ήταν η Πρώτη Άλωση της Πόλης και ίσως ακόμα πιο σημαντική από αυτήν του 1453.
(Φ. 2) Πριν από έναν αιώνα, ο διακεκριμένος ιστορικός Σερ Έντουιν Πήαρς διαπίστωνε την άποψη ότι «Το έγκλημα της 4ης Σταυροφορίας παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τα Βαλκάνια σε έξι αιώνες βαρβαρότητας», συμπεριλαμβάνοντας και την περίοδο της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε αυτήν της Λατινοκρατίας. Με τη σειρά του ο εξαίρετος βυζαντινολόγος Ράνσιμαν χαρακτήρισε την Πρώτη Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους και σαν «πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας» που τελικά έφερε τους Οθωμανούς μέχρι έξω από τα τείχη της Βιέννης.
(Φ. 3) Ο ευρωπαϊκός συσχετισμός δυνάμεων πριν την 4η Σταυροφορία δεν ήταν ευνοϊκός για την Ανατολική Ρώμη, το Βυζάντιο. Ο Πάπας Ιννοκέντιος (1198-1216) εκτός από την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Άραβες, επιθυμούσε διακαώς και την επανένωση των δύο εκκλησιών, ορθόδοξης και καθολικής, μετά το σχίσμα του 1054 μ. Χ. Γρήγορα έγινε φανερό επίσης, ότι τα οικονομικά των Σταυροφόρων ήταν περιορισμένα για μια τέτοιων διαστάσεων επιχείρηση. Στο Βυζάντιο επικρατούσε γενικός αναβρασμός και ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου, η οποία οφειλόταν στις ανεπαρκείς ικανότητες της αυτοκρατορικής δυναστείας των Αγγέλων, που ακολούθησε την ένδοξη δυναστεία των Κομνηνών. Το δράμα των Βυζαντινών ξεκινά όταν οι Γάλλοι και Φλαμανδοί Σταυροφόροι στη διάρκεια των προετοιμασιών της 4ης Σταυροφορίας παρακάλεσαν το Δόγη της Βενετίας, Ερρίκο Δάνδολο, να τους διαθέσει πλοία για τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο, που ήταν ο αρχικός στόχος των Σταυροφόρων στην πορεία τους για τα Ιεροσόλυμα.
(Φ. 4) Ο ρόλος του Δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο (1107-1205) αποδείχτηκε εξίσου σημαντικός στην 4η Σταυροφορία, όσο και του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Ως εκπρόσωπος του κοσμικού παράγοντα της Σταυροφορίας, ο Δόγης έδινε προτεραιότητα στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς αλλά και στην πολιτική. Υπήρξε μεγαλοφυής διπλωμάτης, ρεαλιστής πολιτικός και πολύπειρος οικονομολόγος. Αν και ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία ογδόντα ετών, ήταν αρκετά δυναμικός ως χαρακτήρας και είχε πλήρη επίγνωση των επιδιώξεων της Βενετίας, κυρίως των οικονομικών.
(Φ. 5) Μέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου ο Δάνδολος και οι Σταυροφόροι δίνουν όρκο για τη συμφωνία τους, που βασίζονταν στην πεποίθηση του Δάνδολου ότι η Ανατολή (χριστιανική και μωαμεθανική), ήταν αστείρευτη πηγή πλούτου, προς απομύζηση και διαμελισμό. Την προσοχή του όμως την έστρεψε πρώτα στον πλησιέστερο αντίπαλο, το Βυζάντιο, που και για προσωπικούς λόγους μισούσε θανάσιμα. Οι ασταμάτητες επιθέσεις που δέχονταν για αιώνες το Βυζάντιο από Βορρά και Ανατολή θα συνεχιστούν πλέον πιο συστηματικά και από τη Δύση.
(Φ. 6) Το τι σήμαινε αυτή η συμφωνία, το έζησαν πρώτοι οι κάτοικοι της χριστιανικής πόλης Ζάρα (σημερινό Zadar) που κατέλαβαν και λεηλάτησαν οι Σταυροφόροι καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους. Οι «ζηλωτές του Θεού» Σταυροφόροι δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Αμέσως έγινε φανερό ότι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας δεν ήθελε να μεταφέρει τους Σταυροφόρους πριν εισπράξει ολόκληρο το χρηματικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί.
(Φ. 7) Στη Ζάρα, τους συνάντησε και ο γιος του καθηρημένου Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄, Αλέξιος Άγγελος, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια των Σταυροφόρων για ανακατάληψη του θρόνου, υποσχόμενος να τους δώσει τεράστια χρηματικά ποσά, αν το πετύχουν. Επιπλέον, σε ό,τι αφορούσε τα θρησκευτικά ζητήματα, υποσχέθηκε να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, αλλά να συμμετάσχει και ο ίδιος προσωπικά στην Σταυροφορία προς την Ιερουσαλήμ.
(Φ. 8) Όταν ο εκπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα της Σταυροφορίας, Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ πληροφορήθηκε την κατάληψη της Ζάρα και άκουσε τα εναντίον των Σταυροφόρων και των Ενετών παράπονα του Βασιλιά της Ουγγαρίας, καταδίκασε την κατάληψη της Ζάρας και την σφαγή των χριστιανών. Προέβη μάλιστα στον αφορισμό των Σταυροφόρων, χωρίς όμως αυτό να έχει κανένα αποτέλεσμα. Γρήγορα ανακάλεσε τον αφορισμό κατά των Σταυροφόρων, άφησε όμως «τιμωρημένους» τους Βενετούς. Ο Πάπας βέβαια δεν απαγόρευσε στους Σταυροφόρους να συνεργάζονται αρμονικά με τους «αφορεσμένους» Βενετούς και έτσι η Σταυροφορία συνεχίστηκε κανονικά. Σημειωτέον ότι Ιννοκέντιος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν θεωρούσε τους Βυζαντινούς ως σχισματικούς και ξεκίνησε συνεννοήσεις μαζί τους για την ένωση των Εκκλησιών.
(Φ. 9) Τον Μάιο του 1203 ο Ενετικός στόλος με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και ύστερα από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Ενετοί με την παραπλανητική πολιτική τους πέτυχαν τελικά οι Σταυροφόροι αντί να πλεύσουν για την Αίγυπτο, να παρεκκλίνουν προς την Κωνσταντινούπολη. Την πρωτεύουσα μιας αδύναμης πλέον αυτοκρατορίας η οποία την εποχή εκείνη, κατά τον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Χωνιάτη, θύμιζε στους Λατίνους «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για την μαλθακότητά της».
(Φ. 10) Το πώς ένοιωσαν οι Σταυροφόροι όταν αντίκρισαν την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, περιγράφει ο Γάλλος ιστορικός Βελλεαρδουίνος, που συμμετείχε στην 4η Σταυροφορία : «Όταν αντικρίσαμε την Κωνσταντινούπολη, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι υπάρχει άλλη τόσο πλούσια πόλη παρόμοια με αυτή. Τα ψηλά τείχη, οι πλούσιοι πύργοι, τα ανάκτορα και οι μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσο πολλές, ώστε κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως τις είδε όλες. Κανένας από εμάς δεν ήταν τόσο σκληρός, ώστε να μην αισθανθεί το δέρμα του να ανατριχιάζει. Γιατί ποτέ άλλος λαός, από την απαρχή του κόσμου, δεν ανέλαβε μια τόσο μεγάλη επιχείρηση όσο εκείνη της δικής μας επίθεσης».
(Φ. 11) Με την έναρξη της πολιορκίας, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Τελικά, με τη βοήθεια των Σταυροφόρων ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο Αλέξιος Δ΄ στέφτηκε συναυτοκράτορας, δίπλα στον πατέρα του Ισαάκιο Β΄.
(Φ. 12) Όμως, ο λαός της Κωνσταντινούπολης έτρεφε εχθρικά αισθήματα για την νέα εξουσία, που την θεωρούσε προδοτική, λόγω των στενών σχέσεών της με τους μισητούς Λατίνους. Γρήγορα ξεσπά επανάσταση και ο λαός της Πόλης ανακηρύσσει στις 29 Ιανουαρίου 1204 νέο αυτοκράτορα, τον Αλέξιο Ε΄ τον Μούρτζουφλο. Ο νέος Αυτοκράτορας υποστηριζόταν από την παράταξη που ήταν εχθρική προς τους Σταυροφόρους αρνιόταν οποιονδήποτε συμβιβασμό και απέρριπτε αναφανδόν να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Σταυροφόρους. Αντίθετα, προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Ο Αλέξιος Δ΄ και ο Ισαάκιος Β΄ δολοφονούνται, ύστερα από διαταγή του ίδιου του Μούρτζουφλου.
(Φ. 13) Οι Σταυροφόροι μετά τον βίαιο θάνατο του Ισαακίου και του Αλεξίου, θεώρησαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Πλέον, η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα, γι αυτό και τον Μάρτιο του 1204 πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων νέα συνθήκη. Αυτή τη φορά σχετικά με την κατάληψη και τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη».
(Φ. 14) Οι Σταυροφόροι τελικά κατάφεραν σχετικά εύκολα με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα να κυριεύσουν την πλουσιότερη πόλη του κόσμου, την Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι στις 12 Απριλίου του 1204 η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που ονομάστηκε 4η Σταυροφορία». Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες πολιτιστικές καταστροφές της παγκόσμιας ιστορίας. Θρηνώντας για τη χαμένη Βασιλεύουσα, έγραφε ο Νικήτας Χωνιάτης: «Ω πόλη, βασίλισσα των πόλεων, ποιος είναι εκείνος που μας παίρνει από σένα, όπως τα παιδιά από την αγαπημένη τους μητέρα; Τι θα γίνουμε; Που θα πάμε; Ποια παρηγοριά θα βρούμε, γυμνοί καθώς είμαστε, όπως ήρθαμε στον κόσμο, και άστεγοι σαν τα πουλιά;»
(Φ. 15) Κατά τη διάρκεια των τριών φρικιαστικών ημερών ανελέητης σφαγής και λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες, εκκλησίες και μοναστήρια λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε ακόμη και η Αγία Σοφία, όπως και οι αυτοκρατορικοί τάφοι, σε αναζήτηση θησαυρών. Ένας από τους Σταυροφόρους, ο Βιλλεαρδουίνος, έγραψε μάλιστα ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Αυτό ήταν και η αιτία που το μίσος των ανθρώπων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τους ομόθρησκούς τους Λατίνους και Φράγκους, θα παραμείνει άσβεστο για εκατοντάδες χρόνια.
(Φ. 16) Ο Αλέξιος Ε’ διέφυγε στη Θράκη, όμως τελικά οι Σταυροφόροι τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν τον σκότωσαν. Η βυζαντινή ηγεσία, υπό τον Αλέξιο Ε’, απέδειξε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις έκτακτες περιστάσεις. Η δε βυζαντινή κοινωνία προφανώς ήταν υπερβολικά «πολιτισμένη» και «συντεταγμένη» , προκειμένου να αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα σύμπλεγμα από «πολεμιστές- φεουδάρχες», «πειρατές – εμπόρους» και «καλόγερους – σταυροφόρους» της Δύσης, η οποία ουσιαστικά έκανε «Ιερό Πόλεμο» εναντίον ετεροδόξων Χριστιανών.
(Φ. 17) Μετά από την 4η Σταυροφορία, όλη σχεδόν η Δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Συλημένοι θησαυροί στάλθηκαν και στον ίδιο τον Πάπα της Ρώμης, ο οποίος αν και εξοργίστηκε από τα απρόσμενα γεγονότα, τελικά συμβιβάστηκε με τη νέα κατάσταση, που, όπως ειπώθηκε, δημιουργήθηκε από μια δύναμη ανώτερη από τη δική του. Οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δύσης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» που ήταν στην Πόλη. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τα πιο γνωστά λάφυρα των Ενετών από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης είναι τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
(Φ. 18) Ανάμεσα στα αγάλματα που καταστράφηκαν, από ανθρώπους που δεν γνώριζαν τίποτα για το πρότυπό του, ήταν το άγαλμα της Ελένης, για το οποίο ο αυτόπτης μάρτυρας Χωνιάτης έγραφε : «Πως δεν μπόρεσε να μαλακώσει τις καρδιές των βαρβάρων; Εκείνη που μέχρι τότε σκλάβωνε όσους την έβλεπαν; Ένα άγαλμα τυλιγμένο με έναν χιτώνα, που τόνιζε μάλλον, παρά απέκρυπτε τις χάρες του, με καθαρά φρύδια, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν ανάλαφρα στον άνεμο, με τα χαριτωμένα χείλη της μισάνοιχτα λες και ήταν έτοιμη να μιλήσει, με τα καμπυλωτά της βλέφαρα, μία μορφή γεμάτη αρμονία, κομψότητα και ομορφιά, χαρά των θεατών, ευχαρίστηση των οφθαλμών σε βαθμό που είναι αδύνατο να δώσει κανείς μια επαρκή περιγραφή για τις μελλοντικές γενεές».
(Φ. 19) Ενετοί και Φράγκοι Σταυροφόροι διαμέλισαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τη μοίρασαν μεταξύ τους. Οι Βενετοί, κατά τα συμφωνηθέντα, απέκτησαν τα ⅜ της επικράτειας παίρνοντας τη μερίδα του λέοντος, μαζί και την Αγία Σοφία. Στόχος των Ενετών ήταν να έχουν ελεγχόμενο αυτοκράτορα, στη πραγματικότητα ένα είδος αρμοστή. Γι αυτό και ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας, ο Φράγκος Βαλδουίνος Θ' της Φλάνδρας, προωθήθηκε στη θέση αυτή από τον γηραιό δόγη Ερρίκο Δάνδολο, και υποχρεώθηκε να πάρει το μικρότερο και πιο επικίνδυνο μερίδιο της βυζαντινής λείας. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση της Πόλης ήταν χρόνια «άγριας αναρχίας και σύγχυσης». Μέσα σε αυτή την κατάσταση, δημιουργήθηκαν αμέσως εστίες ελληνικής αντίστασης. Έτσι, στη Μικρά Ασία δημιουργήθηκε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, που ξεκίνησε αμέσως ένα αγώνα ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης και όλης της Αυτοκρατορίας από τους ετερόδοξους Λατίνους. Παράλληλα δημιουργήθηκαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
(Φ. 20) Οι σχέσεις που επέβαλλαν οι Λατίνοι κατακτητές της Ανατολής ήταν οι πρώτες αποικιακού τύπου στην παγκόσμια ιστορία. Η μετατροπή της Δύσης – που έβγαινε από τον Μεσαίωνα – σε κυρίαρχη δύναμη είχε σαν προϋπόθεση την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου. Αυτό θα είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα την μετακίνηση του κέντρου βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Μεσόγειο στο Βορρά. Καθοριστικός ενδιάμεσος σε αυτή την πρωτοφανή ιστορική διαδικασία υπήρξαν η Βενετία και οι λοιπές αποικιακές ιταλικές πόλεις.
(Φ. 21) Η εγκάθετη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διατηρήθηκε από το 1204 μέχρι το 1261, οπότε και καταλύθηκε από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού του Βάλδουιν Β’ στην Ευρώπη σε αναζήτηση βοήθειας, ο στρατηγός Στρατηγόπουλος του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου ανακατέλαβε με ευκολία της σχεδόν ανυπεράσπιστη Πόλη. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ευνόητη ευφορία στους Βυζαντινούς, καθώς παγίωνε τη θέση της αυτοκρατορίας ως κυρίαρχης δύναμης στο χώρο της Ρωμανίας και γεννούσε την ελπίδα για αποκατάστασή της στα σύνορα του 12ου αιώνα. Για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, ο οποίος πρόσθεσε στον τίτλο του το χαρακτηρισμό «Νέος Κωνσταντίνος», ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να ολοκληρώσει τη δυναστική αλλαγή του 1259: μετά την είσοδό του στην Πόλη στέφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά μαζί με το γιο του Ανδρόνικο.
(Φ. 22) Όμως η Ανατολική Ρώμη δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά της αίγλη ούτε τα παλιά δημογραφικά δεδομένα και πολύ λιγότερο την στρατιωτική της δύναμη. Σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε ανίσχυρη και ευάλωτη σε νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις από Δύση, Βορρά και Ανατολή. Παρόλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει άλλα 200 χρόνια και να προσφέρει την «Παλαιολόγια Αναγέννηση».
(Φ. 23) Μόνο μια φορά ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ κατάφερε να δείξει ότι το Βυζάντιο μπορούσε ακόμα να παίζει σημαίνοντα διεθνή ρόλο και να ασκεί εξαιρετική διπλωματία. Ήταν ο «Σικελικός Εσπερινός», στις 30 Μαρτίου 1282, που προκάλεσε την καταστροφή του Γάλλου Βασιλιά Καρόλου Ανζού στην Νότια Ιταλία και που απέτρεψε τα σχέδιά του για μια νέα Σταυροφορία των Φράγκων και πάλι εναντίον του Βυζαντίου.
(Φ. 24) Ο Μιχαήλ Η΄ υποχρεώθηκε να αναλώσει τεράστιους πόρους και διπλωματικές προσπάθειες στην αποτροπή των σχεδίων των Φράγκων, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της αυτοκρατορίας. Η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, μέρος των προσπαθειών αυτών, προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, ο οποίος προστέθηκε στη δυσαρέσκεια που υπήρχε για το σφετερισμό του θρόνου από τους Παλαιολόγους. Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση έπληξε κυρίως τη βυζαντινή Μικρά Ασία, η οποία αντιμετώπισε την αδιαφορία ή και την εχθρότητα του Μιχαήλ Η΄. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η κατάρρευση της άμυνας στο ζωτικό μικρασιατικό χώρο και εν τέλει την κατάκτηση ολόκληρης της Μικράς Ασίας από τους Οθωμανούς στα τέλη του 13ου αιώνα. Το αναμενόμενο τέλος της Ανατολικής Ρώμης δεν άργησε να φτάσει. Ήταν η 29 Μαΐου του 1453 που σήμανε την Άλωση της Βασιλεύουσας.
(Φ. 25) Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε αυτά που αποτελεί κοινή ιστορική παραδοχή : «Οι επιπτώσεις της 4ης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά. Το 1204 αποτελεί όμως και το αφετηριακό, «γενέθλιο ορόσημο» για τη συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού, σε συνέχεια του αρχαίου και του βυζαντινού και στη βάση ενός αντιστασιακού πνεύματος, που επιδίωκε την ενοποίηση του Ελληνισμού.
ΠΗΓΗ: Βασίλης Στοϊλόπουλος
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.