Ο μελαγχολικός κ. Τσιρόπουλος – του Δημήτρη Αγγελή
Στη στοά της Πανεπιστημίου 10, εκεί που υπήρχε κάποτε ο Απότσος, βρισκόταν και το μικρό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Φίλων. Εκεί μπορούσες τα μεσημέρια να γνωρίσεις τον Κώστα Τσιρόπουλο, να νιώσεις τη ζεστασιά μιας ανθρώπινης αλλά δυναμικής παρουσίας και να διασθανθείς ίσως γύρω του μιαν αύρα μόνιμης θλίψης που την έκρυβε επιμελώς.
Ο Τσιρόπουλος ζούσε έναν διαρκή εσωτερικό διχασμό: αν και είχε μια εκρηκτική, σχεδόν αναρχίζουσα προσωπικότητα, την υπέτασσε πάντοτε στον καθωσπρεπισμό της αστικής του ανατροφής και της χριστιανικής του αγωγής. Εξαιτίας αυτής της αντίθεσης, στην ποίησή του, που μεγάλο της μέρος έχει ερωτικό χαρακτήρα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα τολμηρός και εξομολογητικός, όμως υπηρετεί κατεξοχήν το δοκίμιο, στο οποίο εκφράζει πάντοτε ιδέες που συνηθίζουμε να τις χαρακτηρίζουμε ως «συντηρητικές». Αυτή η αντινομία τον ωθούσε, επίσης, παρ’ ότι χαρισματικός στις κοινωνικές του συναναστροφές, να κρατάει αποστάσεις από τους γύρω του, να διαφυλάσσει με αυστηρότητα την αξιοπρέπεια και τη μοναξιά του –γι’ αυτό και τα αυτοβιογραφικά κείμενα που προτάσσονται στους δύο πρώτους τόμους των απάντων του φέρουν τον τίτλο «Μελαγχολία».
Λογοτεχνία και πολιτική

Μελαγχολία χαρακτηρίζει και τα δύο πεδία δράσης του Τσιρόπουλου, το λογοτεχνικό και το πολιτικό. Πολιτική δράση δεν συνιστά μόνο η δραστηριοποίησή του στον δημόσιο χώρο και η ανάληψη θέσεων ευθύνης ως σύμβουλος στα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού και σε δημόσιους οργανισμούς (Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου, Εθνικό Θέατρο κ.λπ.), αλλά και τα κοινωνικοπολιτικά του δοκίμια και πρωτίστως η επανεκκίνηση του περιοδικού Ευθύνη το 1972, με προτροπή του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Η Ευθύνη χαρακτηρίστηκε αμέσως από το δικτατορικό καθεστώς ως περιοδικό «ριζοσπαστικό-αντικαθεστωτικό» και οι δραστηριότητές της παρακολουθούνταν από την Ασφάλεια ανελλιπώς.
Ως προς την πολιτική του τοποθέτηση, ο Τσιρόπουλος, προερχόμενος από βενιζελική οικογένεια, ήταν φιλελεύθερος, αντικομμουνιστής στη γραμμή των φίλων του Raymond Aron και του José Luis L. Aranguren, ενώ στα κείμενά του φαίνεται να υποτάσσει την φιλοπατρία και την βαθιά χριστιανική του πίστη στο αισθητικό –και ως προς αυτή του την τοποθέτηση θυμίζει αντιλήψεις του Carlyle. Με μια αισθητικοποίηση της ελληνικότητας, που εμπνέεται από τους συγγραφείς της γενιάς του ’30, ο Τσιρόπουλος αντιτάχθηκε στα κείμενά του στη μεταφυσική της μηχανής, στην κοινωνία της κατανάλωσης και στον οικονομικό άνθρωπο του καπιταλισμού.
Όμως η ξεχωριστή συμβολή του Τσιρόπουλου εντοπίζεται στον χώρο της λογοτεχνίας: ξεκινά ως φοιτητής γράφοντας θεατρικά έργα (έχει δημοσιευτεί μόνο ένα, στον τόμο που πρόσφατα του αφιέρωσε το Φρέαρ), περνάει στην ποίηση, καθιερώνεται ως δοκιμιογράφος, ενώ και στην πεζογραφία ξεχωρίζει με την Επιθυμία (Κρατικό βραβείο 1979) και κυρίως με το αυτοβιογραφικό του Σκύλλα και Χάρυβδις. Αν ανατρέξουμε στο δοκιμιακό του έργο θα μπορούσαμε πρόχειρα να καταγράψουμε ως κύριους θεματικούς άξονές του έργου του τους ακόλουθους: α) το ανθρώπινο σώμα, με την ιερότητα, τον πολιτισμό και τα πάθη του, τα οποία αποκαλύπτονται πλήρως στη συνείδηση του εγρήγορου ανθρώπου μέσα στον απογυμνωτικό-διαφωτιστικό χρόνο του καλοκαιριού β) την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ενθαδική υπεράσπιση των λέξεων-ονομάτων, γ) τον υπαρξιακό χώρο του σκιοφωτισμένου «μεταξύ», μέσα στον οποίο διαδραματίζεται καταστατικά ο ανθρώπινος βίος, δ) την ετερότητα και την οικειότητα ως φιλία και ριγηλή τρυφερότητα απέναντι σε ανθρώπους, ζώα και πράγματα. Τα θέματα αυτά τα συνέχει ο ίδιος μελαγχολικός έως και πένθιμος ιδιοσυγκρασιακός τόνος, που αντιμετωπίζει το αινιγματικό ερώτημα της ζωής ως δυσχέρεια και προσφέρει τελικά στην α-πορία του μια διέξοδο πάντοτε μεταφυσική, καθώς ο συγγραφέας έχει διαμορφώσει τον στοχασμό του την περίοδο που κυριαρχούσε στον χώρο των ιδεών ο φιλοσοφικός υπαρξισμός.
Το περιοδικό Ευθύνη
Ξεχωριστό κεφάλαιο στο έργο του αποτελεί η έκδοση της Ευθύνης(1961-1966, 1972-2009), ενός μηνιαίου περιοδικού, με το οποίο συνεργάστηκαν κορυφαία ονόματα της πνευματικής μας ζωής και παρουσιάστηκαν μεταφρασμένοι πολλοί ξένοι λογοτέχνες για πρώτη φορά, ιδίως ισπανόφωνοι. Το περιοδικό παρουσιάζει δύο τελείως διαφορετικά πρόσωπα μεταξύ της πρώτης περιόδου, κατά την οποία δημοσιεύονται κείμενα Ελλήνων μόνο συγγραφέων και ο χαρακτήρας του επηρεάζεται από τη θητεία του Τσιρόπουλου στην Κιβωτό του Κόντογλου, και της δεύτερης. Η γνωριμία του διευθυντή του με την ευρωπαϊκή διανόηση (Γαλλία-Ισπανία), η κυκλοφορία της ετήσιας έκδοσης χριστιανικού στοχασμού Χριστιανικό Συμπόσιο(1967-1972) και το πολύμηνο πέρασμά του από τη διεύθυνση της Νέας Εστίας κατά την απουσία του Πέτρου Χάρη σε ταξίδι (1970), οδήγησαν σ’ αυτή τη δεύτερη περίοδο σ’ ένα περιοδικό υψηλών προδιαγραφών, φιλοευρωπαϊκού χαρακτήρα (ακόμα κι όταν σύνθημα των περισσότερων διανοουμένων της εποχής ήταν το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»), με σημαντικές συνεργασίες, ειδικά κατά τη δεκαετία 1972-1982. Παράλληλα, το περιοδικό εξέδωσε κι έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων, γεγονός που το καθιστά μια σπάνια περίπτωση στον εκδοτικό χώρο της χώρας, όπου συνήθως οι εκδότες αναλαμβάνουν την κυκλοφορία ενός περιοδικού και όχι το αντίθετο. Κι όλα αυτά, βέβαια, γίνονταν από τον Τσιρόπουλο ανιδιοτελώς και με πολλές θυσίες, γιατί σκοπός ήταν μόνο η προσφορά στην πνευματική ζωή του τόπου.
Ο άνθρωπος
Ευπατρίδης και άνθρωπος αρχών, ο Τσιρόπουλος δεν δίσταζε να συγκρουστεί ή ακόμα και να διαλύσει φιλίες ετών προκειμένου να υπερασπιστεί τις αξίες του. Όμως κάτω από την εικόνα του «δύσκολου» ανθρώπου, υπήρχε μια τρυφερή ψυχή και μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη προσωπικότητα. Η δημόσια υπερέκθεσή του την εποχή αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του κόστισε πολλές δημόσιες επιθέσεις, ακόμα και σε προσωπικά ζητήματα, γεγονός που οδήγησε σε σταδιακή απόσυρσή του από το προσκήνιο. Δεν αγαπούσε τις τιμές (μπροστά μου κάποια φορά αρνήθηκε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας παράσημο, αντιπροτείνοντάς του κάποιο άλλο πρόσωπο) και όταν μάθαινε ότι κάποιος ετοίμαζε αφιέρωμα στο έργο του τηλεφωνούσε στον εκδότη και τον απειλούσε ότι δεν θα του ξαναμιλήσει.
Τη μέρα που πέθανε ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ο άνθρωπος που τον καθοδήγησε στα πρώτα λογοτεχνικά βήματά του, ήρθε καταπτοημένος και μου είπε: «Εμείς δεν είμαστε φίλοι, γιατί κάποια μέρα εγώ θα πεθάνω κι εσύ θα στεναχωρηθείς όσο στεναχωριέμαι κι εγώ σήμερα». Είχε δίκιο, έτσι αισθανόμαστε σήμερα όσοι μαθητεύσαμε κοντά του.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα, την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017.]