Του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου*
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Α΄ Μέρος: Ρίζες και προσαρμογές της ιδρυματοποίησης
Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα, η απάντηση στο οποίο θα έπρεπε να θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου η συζήτηση για τις τεχνικές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (ΨΚΑ), για τις «καινοτόμες πρωτοβουλίες» κ.ο.κ., να τεθεί στις σωστές της βάσεις.
Πώς τίθεται, σήμερα, το «κοινωνικό αίτημα» για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση; Υπάρχει και (αν υπάρχει) πώς τίθεται, σήμερα, η σχέση ανάμεσα στην ΨΚΑ και τις ανάγκες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος; Ποιο έδαφος, ποιος χώρος διατίθεται σήμερα, στη βάση των κυριαρχουσών τάσεων, επιδιώξεων και πολιτικών μέσα στην κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς», για μια ουσιαστική προώθηση της ΨΚΑ και της κοινωνικής επανένταξης των ψυχικά πασχόντων; Ή μήπως τα σχετικά προγράμματα (ΨΚΑ, κατάρτισης, προώθησης κ.λπ.) αποτέλεσαν διαχρονικά (και εξακολουθούν ν’ αποτελούν, στον βαθμό που υπάρχουν ακόμη) άλλοθι για άλλες σκοπιμότητες;
Διευκρινίζουμε ότι, όταν μιλάμε για «κοινωνικό αίτημα», αναφερόμαστε ακριβώς σ’ αυτό το οικονομικό έδαφος, στην υλική βάση της δοσμένης κοινωνίας και στην διαδικασία της αναπαραγωγής της, που οι επιταγές της διέπουν την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και τις ασκούμενες πολιτικές.
Θα κάνουμε, κατ’ αρχήν, αναφορά σε δύο συναφή με το ερώτημα ζητήματα, η τοποθέτηση επί των οποίων προδιαγράφει τις βασικές συντεταγμένες της απάντησης: το ένα αφορά στην έννοια της ΨΚΑ και το άλλο σε ορισμένα πορίσματα της έρευνας πάνω στη σχέση των μακροοικονομικών κύκλων και μακροκοινωνικών διαδικασιών με την σοβαρή ψυχική αρρώστια, ιδιαίτερα τη σχιζοφρένεια.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, είναι σύνηθες η ΨΚΑ να αντιμετωπίζεται μ’ ένα μονόπλευρο, μονοδιάστατο, τρόπο, ως μια δραστηριότητα, που αφορά κυρίως στο άτομο, στην οικοδόμηση ικανοτήτων για ν’ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στην κοινωνική του προσαρμογή, που απορρέουν από την αρρώστια/αναπηρία του, κ.ο.κ., πάντα στην κατεύθυνση του πώς γίνεται ικανό να προσαρμοστεί και να λειτουργήσει στη δοσμένη τάξη πραγμάτων.
Τεχνοκρατική προσαρμογή
Θεωρούμε, κατ’ αρχήν, ότι η ΨΚΑ, δεν πρέπει να ανάγεται, απλώς και μόνο, σε θεραπευτικές/αποκαστασιακές μεθόδους (τεχνικές), που επικεντρώνονται στο «άτομο», στο υποκείμενο που πάσχει. Ούτε, από την άλλη, η ΨΚΑ μπορεί ν’ αντιμετωπίζεται μ’ ένα στατικό τρόπο, σαν κάτι που εξασκείται πάνω στο «άτομο» – δεν μπορεί, δηλαδή, ν’ αναχθεί σ’ ένα εργαλείο, ή σ’ ένα «αντικείμενο», που «χορηγείται», υπό τον τύπο του φαρμάκου, στον ασθενή. Η ΨΚΑ αποτελεί μέρος μιας πολυεπίπεδης, δυναμικής και ανατρεπτικής διαδικασίας, της Αποϊδρυματοποίησης, που συνδέεται με (και εμπεριέχει, πέραν του επιστημονικού και του θεραπευτικού) τον κοινωνικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και τον πολιτιστικό μετασχηματισμό. O ορισμός που είχε δώσει ο Franco Basaglia ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’70, θεωρούμε ότι εξακολουθεί ν’ αποτελεί την μόνη επιστημονική διατύπωση για την έννοια της ΨΚΑ. Σύμφωνα με τον Basaglia, η «ΨΚΑ απαιτεί την διαπραγμάτευσή της σε τρία, αλληλοσυνδεδεμένα μεταξύ τους, επίπεδα:
– το ατομικό επίπεδο, αυτό του ασθενή, της αρρώστιας και των αναγκών του
– το θεσμικό επίπεδο (το ίδρυμα, την υπηρεσία), όπου ο ασθενής είναι περιορισμένος. Δηλαδή την επιστημονική κωδικοποίηση της αρρώστιας, που είναι συνδεδεμένη με τον ορισμό των ορίων του κανονικού, που παραβιάζει η νοσηρή συμπεριφορά, και τη σχέση που το άτομο εγκαθιδρύει με αυτή την κωδικοποίηση και τον θεσμό μέσα στον οποίο περιορίζεται η αρρώστια, άπαξ οριστεί και κωδικοποιηθεί – και από τον οποίο προσδοκάται η απάντηση στις ανάγκες, που εκφράζει η αρρώστια
– το δομικό επίπεδο, δηλαδή τη δομική, στρατηγικού χαρακτήρα, σημασία του θεσμού (υπηρεσίας) μέσα στο κοινωνικό σύστημα, του οποίου αποτελεί έκφραση» (1).
Σ΄ αυτή την διατύπωση, οι τρεις διαστάσεις της ΨΚΑ βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Σε αντίθεση με αυτό, είδαμε τα τελευταία χρόνια να έχει διαμορφωθεί και επικρατήσει μια ορισμένη «εκσυγχρονιστική» εκδοχή της ΨΚΑ, όπου οι τρεις διαστάσεις αντιμετωπίζονται στην βάση μιας τεχνοκρατικής ισοπέδωσης και αθροιστικά, αντί στη βάση μιας διαλεκτικής αλληλεπίδρασης, έτσι ώστε:
– η πρώτη διάσταση ανάγεται στην επαρκή καταπολέμηση της ψυχοπαθολογίας (ψυχοφάρμακα) και την «εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες».
– η δεύτερη στην «βελτίωση της λειτουργίας» των υπηρεσιών (στη βάση, ενίοτε, δεικτών «ποιότητας») – αποκομμένης, όμως, από μιαν επερώτηση της λειτουργικής διασύνδεσης, που εγκαθιδρύεται, ανάμεσα στις επικρατούσες μορφές «επιστημονικής κωδικοποίησης» της αρρώστιας και τον ορισμό των ορίων της επικρατούσας νόρμας, καθώς και ανάμεσα στη σχέση του ατόμου με αυτές τις κωδικοποιήσεις της πάσχουσας ύπαρξής του και με τους θεσμούς, που την περιθάλπουν /ελέγχουν.
– η τρίτη διάσταση ανάγεται, συνήθως, στην «βελτίωση της νομοθεσίας, στην ενίσχυση των “χρηστών” (“ασθενών”) και στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων», δηλαδή σε μια διαχειριστικού χαρακτήρα σχέση του ψυχιατρικού θεσμού με την κοινωνία (της οποίας αποτελεί εντολοδόχο), αντί για μια στρατηγικού χαρακτήρα σχέση του ψυχιατρικού θεσμού με το κοινωνικό σύστημα.
Αυτή η «τεχνοκρατική προσαρμογή» της ΨΚΑ, «μιλάει» ανάγλυφα για μιαν ιστορική αλλαγή: από τα κινήματα χειραφέτησης του ’60-’70, στον βιολογισμό, τον τεχνικισμό και τον τεχνοκρατισμό από τη δεκαετία του ’90 και μετά. Εκφράζει όχι την πρόοδο, αλλά την κρίση και τα αδιέξοδα της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, ως έννοιας και ως πρακτικής, στην σημερινή περίοδο της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσης – καθώς και της κρίσης των κινημάτων χειραφέτησης του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Μια σχέση από παλιά
Για να μιλήσουμε για Αποκατάσταση, έλεγε ο Basaglia, πρέπει «αυτά τα τρία επίπεδα να λειτουργούν συμπληρωματικά το ένα με το άλλο σύμφωνα με ένα κοινό στόχο, με την έννοια ότι ο ασθενής πρέπει να βρει στο θεσμό (υπηρεσία), που έχει αποστολή την θεραπεία του, την απάντηση στις ανάγκες που αντιπροσωπεύει η αρρώστια του και – μέσα στην εξωτερική πραγματικότητα- όλα εκείνα τα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για την ανάρρωσή του και την κοινωνική του ένταξη» (2).
Είναι φανερό (η καθημερινή πράξη το δείχνει διαρκώς και με δραματικό τρόπο) ότι οι τρεις αυτές διαστάσεις της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης κινούνται ανταγωνιστικά μεταξύ τους και συνήθως ακυρώνουν το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο οι ανάγκες του ασθενή ακυρώνονται συχνά από τον θεσμό, που έχει ως δηλωμένη αποστολή του την φροντίδα και την θεραπεία του (παράδειγμα, το ψυχιατρείο, αλλά όχι μόνο αυτό), αλλά και αυτός ο ίδιος ο θεραπευτικός θεσμός είναι λειτουργικά συναρθρωμένος με την κοινωνική δομή, της οποίας τις ανάγκες εξυπηρετεί. Είναι, δηλαδή, δομικά ενταγμένος στις στρατηγικές μέσω των οποίων το σύστημα ελέγχει και αντιρροπεί τις αντιφάσεις του, διαχειρίζεται τις ανισορροπίες του. Αυτή η λειτουργία, σε άλλοτε άλλο βαθμό, συμβαδίζει, αλληλοδιεισδύει, αντιφάσκει, ακυρώνει την δηλωμένη θεραπευτική επιδίωξη, η οποία, μ’ αυτό τον τρόπο, μετατρέπεται σε άλλοθι. Για παράδειγμα, στην κλασσική λειτουργία του ψυχιατρείου, ως ενός από τους φορείς της διατήρησης της Κοινωνικής Τάξης, εμπλέκονται στοιχεία, που δεν έχουν καμιά σχέση με τη θεραπευτική αντιμετώπιση της αρρώστιας: αυτή χρησιμοποιείται ως ευκαιρία για την επικύρωση μιας πράξης αποκλεισμού, για τον κοινωνικό έλεγχο ατόμων, που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο δοσμένο «παραγωγικό σύστημα», καθώς και στις κρατούσες αντιλήψεις του φυσιολογικού και μη φυσιολογικού, που προσδιορίζουν και τα όρια της ανοχής και του επιτρεπτού.
Εξαιτίας αυτής της συνάρθρωσης της ψυχιατρικής, ήδη από την εποχή της συγκρότησής της, με το κοινωνικό σύστημα, τα κριτήριά της (άλλοτε πιο αυστηρά και άλλοτε πιο ελαστικά), η κουλτούρα της για το ιάσιμο ή μη και η συνεπακόλουθη θεραπευτική της αισιοδοξία ή απαισιοδοξία (που προωθούσε ή ανέστελλε μεταρρυθμίσεις και αποκαταστασιακές προσπάθειες), είχαν πολύ λίγο να κάνουν με μια πραγματική πρόοδο της γνώσης για την ψυχική αρρώστια και περισσότερο με τις ανάγκες του παραγωγικού συστήματος και με τα όρια για την ανεκτή συμπεριφορά, που έθεταν κοινωνικοί κανόνες βασισμένοι, σε τελευταία ανάλυση, στα υλικά θεμέλια της κοινωνίας.
Ποιο είναι το ιδεολογικό πρόβλημα της κλασσικής ψυχιατρικής, από τη στιγμή που αποδέχεται αυτήν την κοινωνική εντολή; Είναι ότι «αποδέχεται να απορροφήσει στο δικό της, το επιστημονικό/θεραπευτικό έδαφος, αντιφάσεις που δεν είναι στη δική της αρμοδιότητα, δίνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, έναν επιστημονικό/ψυχιατρικό ορισμό σε ένα πρόβλημα κοινωνικού αποκλεισμού» (3).
«Σχιζοφρένεια» και οικονομία
Το δεύτερο ζήτημα, που θεωρούμε αναγκαίο να προτάξουμε της διαπραγμάτευσης του ερωτήματος από το οποίο ξεκινήσαμε, είναι η σημαντική τεκμηρίωση, που υπάρχει σήμερα, για τη σχέση ανάμεσα στην Πολιτική Οικονομία και την «σχιζοφρένεια», ιδιαίτερα για την σχέση του οικονομικού κύκλου (οικονομική άνθηση ή ύφεση, πλήρης, ή μη, απασχόληση) με την έκβαση της σχιζοφρένειας. Αναφέρουμε, επιγραμματικά μόνο, μερικά δεδομένα:
– ότι στις ΗΠΑ και στη Ευρώπη (Μ. Βρετανία), από έρευνα στοιχείων, που ιχνηλατούνται μέχρι και το 1880, έχει παρατηρηθεί αύξηση των εισαγωγών στα ψυχιατρεία ασθενών με διάγνωση «σχιζοφρένεια», στην διάρκεια των οικονομικών υφέσεων.
– ότι στην διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης της δεκαετίας του 1930 στην Αμερική και στην Ευρώπη, παρατηρήθηκε επιδείνωση στην έκβαση (outcome) της σχιζοφρένειας
– ότι σε περιόδους, που υπήρχαν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, παρατηρήθηκαν περισσότερες προσπάθειες για αποκατάσταση.
– ότι στην περίοδο της εκβιομηχάνισης στις ΗΠΑ, όταν υπήρχε σημαντική ζήτηση εργασίας, παρατηρήθηκαν μεγάλα ποσοστά αποθεραπείας των ψυχασθενών
– ότι η καλλίτερη έκβαση της «σχιζοφρένειας» στις κοινοτικές αγροτικές οικονομίες του Τρίτου Κόσμου λειτουργεί προς επιβεβαίωση της σημασίας, από μιαν άλλη πλευρά, των ως άνω διαπιστώσεων (4).
Αν πάρουμε για παράδειγμα την μεταπολεμική Βρετανία, έχουμε την ανάπτυξη αποκαταστασιακών πρακτικών -με όχημα την εμφάνιση της Θεραπευτικής Κοινότητας, ήδη από την περίοδο του πολέμου- που συνδέεται, αφενός με την εθνικοποίηση του υγειονομικού συστήματος και αφετέρου, και κύρια, με την οικονομική άνθηση και την ζήτηση εργασίας. Γίνεται, δηλαδή, δυνατό ν’ αναπτυχθούν θεσμοί και υπηρεσίες αποκατάστασης σε μια κοινωνία, που είχε ανάγκη από «αποκατεστημένα άτομα». Έχουμε, μ’ άλλα λόγια, την ανταπόκριση του ψυχιατρικού θεσμού, της κουλτούρας του, των πρακτικών του, στις ανάγκες του οικονομικού συστήματος, με το οποίο συναρθρώνεται λειτουργικά. Σε άλλες περιπτώσεις (όπως στην Βρετανία, στην περίοδο που άνοιξε από την εποχή του Θατσερισμού μέχρι και σήμερα, στις ΗΠΑ, με τις άγριες μορφές που πήρε εκεί η αποϊδρυματοποίηση/απονοσοκομειοποίηση, αλλά και αλλού), υπερίσχυσαν οι ανάγκες του συστήματος για δημοσιονομική αναδιάρθρωση και δραστική περιστολή των δημόσιων δαπανών, αλλά και αναδιάταξη των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου, μέσω της «διάχυσής» τους στην κοινότητα.
Σε άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία της δεκαετίας του ’60-’70, η αντιϊδρυματική πάλη πήρε έναν πολιτικό χαρακτήρα, ανταγωνιστικό προς το οικονομικό σύστημα, το οποίο δεν είχε ανάγκη από εργατικά χέρια (πραγματοποιήθηκε ως πάλη ενάντια στα «ιδρύματα της βίας», με την αποκάλυψη του «ιδεολογικού χαρακτήρα της ψυχιατρικής» κ.ο.κ).
Κοινότητα ή «ψευδοκοινότητα»;
Προχωρώντας, λοιπόν, στην διερεύνηση του ερωτήματος, με το οποίο ξεκινήσαμε (δηλαδή, πώς συναρθρώνεται η ΨΚΑ με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα), γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι αυτή η διερεύνηση είναι εγγενώς συνδεδεμένη με μιαν αλληλουχία κριτικών επισημάνσεων, αναφορικά με μερικές έννοιες και όρους, που χρησιμοποιούνται εν είδει ρουτίνας, κοινότυπα, στερεοτυπικά και συνήθως άκριτα, ως ιδεολογήματα.
Μιλάμε για «επανένταξη στην κοινότητα» και η λέξη «κοινότητα» παραπέμπει σε μια κατάσταση, που, όμως, δεν υφίσταται ως πραγματικότητα. Η «κοινότητα», που υπάρχει σήμερα, δεν είναι η «κοινότητα με τους άλλους», ως χώρος ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας, αλλά μια «ψευδοκοινότητα» (illusory community), όπως την χαρακτήρισε ο Marx (5). «Δεν είναι μόνο ψεύτικη, αλλά και εμπόδιο», όπως έγραψε. Από την εποχή εκείνη, αυτό που έχει αλλάξει είναι το βάθος και η έκταση της αλλοτρίωσης, που έχει πάρει ακραίες διαστάσεις, πράγμα που κάνει την «πραγματική κοινότητα» -αυτήν όπου «τα άτομα αποχτούν την ελευθερία τους διαμέσου της ένωσής τους»- να φαντάζει τόσο πιο «μακρινή», όσο περισσότερο αποτελεί την βαθύτερη και αυθεντικότερη ανάγκη της πραγματικότητας, μέσα στην οποία ζούμε.
Η επανένταξη, λοιπόν, γίνεται στην «ψευδοκοινότητα», της μητρόπολης, ή της επαρχίας. Στον κόσμο της επισφαλούς εργασίας, της μαζικής ανεργίας, του κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού και των σχέσεων, της θεοποίησης του ατομικισμού και του κυνηγητού του κέρδους, της ιδιώτευσης, του ρατσισμού και του εντεινόμενου κοινωνικού αποκλεισμού, της κυριαρχίας της εικόνας ως ιδεολογικής και κοινωνικής κατασκευής (για την συγκάλυψη) της πραγματικότητας.
Αποασυλοποίηση δεν είναι η απλή έξοδος από το ψυχιατρείο
Είναι, επομένως, ένας βολικός μύθος ότι η έξοδος, και μόνο, από το ψυχιατρείο είναι, για τον πρώην «ασθενή», απλώς το «καλό», απέναντι στο «κακό» του ασύλου. Αυτός ο μύθος έχει μάλιστα αποκτήσει ένα στέρεο έδαφος στην τρέχουσα πραγματικότητα, καθώς το κλείσιμο των μικρότερων και η συρρίκνωση των τριών μεγαλύτερων ψυχιατρείων (με άμεση προοπτική και δέσμευση να κλείσουν και αυτά) διεξάχθηκε (μέσω του «ΨΥΧΑΡΓΩΣ» και άλλων προγραμμάτων) διοικητικά, ως μια αριθμητική συρρίκνωση. Αυτό έχει καταστήσει εξαιρετικά προβληματικές, έως αδύνατο να υπάρξουν, τις δύο πιο θεμελιώδεις και αλληλοσυνδεδεμένες συνιστώσες ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού:
- η μια αφορά στην αντιμετώπιση της κοινωνικής αναπαραγωγής του «ασθενή» ως διαδικασίας στην οποία συμμετέχει ως υποκείμενο (και όχι ως αντικείμενο) της αλλαγής του. Ως υποκείμενο ευθύνης με πλήρη δικαιώματα και ως πρωταγωνιστής της ιστορίας του και της ζωής του και όχι ως παθητικό θύμα μιας σειράς νοσηρών παραγόντων. Ως «ενήλικας» και όχι ως εσαεί «παιδί».
- η άλλη αφορά στο εναλλακτικό, προς το νοσοκομείο (και την πρωταρχικότητα της νοσοκομειακής νοσηλείας, είτε σε ψυχιατρείο είτε σε γενικό νοσοκομείο) ψυχιατρικό παράδειγμα. Αφορά στη σύνδεση, δηλαδή, της εξόδου των ασθενών από τα ψυχιατρεία με τον μετασχηματισμό και την υπέρβασή τους – τη σύνδεση, επομένως, της αποκατάστασης με τον μετασχηματισμό του όλου συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, που δεν αφορά μόνο στα ψυχιατρεία, αλλά σε όλες τις υπηρεσίες, που έχουν δημιουργηθεί (και λειτουργεί η καθεμιά με το δικό της «καταστατικό»).
Υπογραμμίζουμε, ιδιαίτερα, αυτό τον διαφαινόμενο κίνδυνο, όχι μόνο γιατί η απλή έξοδος από το ψυχιατρείο, μπορεί να σημαίνει και εγκατάλειψη (και η εγκατάλειψη δεν είναι μόνο «στον δρόμο», αλλά και σ’ ένα άλλο ίδρυμα/γκέττο), αλλά, κυρίως, γιατί η πηγή, η ρίζα του ιδρυματισμού δεν είναι το ψυχιατρείο, αλλά η κοινωνία, της οποίας αποτελεί δημιούργημα.
Αν με τον ιδρυματισμό εννοούμε την ακύρωση, τον εκμηδενισμό του εγώ, μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις στέρησης και καταπίεσης, τότε αυτός ο όρος ισχύει για την ίδια την κοινωνία, που είναι αρθρωμένη στη βάση άκαμπτων ιεραρχιών και κανόνων, που λειτουργούν πέρα από / και ενάντια στη δυνατότητα των ατόμων να τους επηρεάσουν, επιβάλλοντας ακραίες στερήσεις και ρυθμούς ζωής απρόσωπους και ανώνυμους – έναν τρόπο ζωής που απαιτεί συμμόρφωση στην επικρατούσα πολιτιστική, κοινωνική, φυλετική κ.λπ. ταυτότητα.
* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος
Σημειώσεις
- Franco Basaglia: “Riabilitazione e controllo sociale”, Scritti Vol. II
- Οπ.π.
- Οπ.π.
- R. Warner: “Recovery from Schizophrenia”, 2nd Ed, Routledge, 1994.
- K. Marx: «Η Γερμανική Ιδεολογία».
Α΄ Μέρος: Ρίζες και προσαρμογές της ιδρυματοποίησης
Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα, η απάντηση στο οποίο θα έπρεπε να θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου η συζήτηση για τις τεχνικές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (ΨΚΑ), για τις «καινοτόμες πρωτοβουλίες» κ.ο.κ., να τεθεί στις σωστές της βάσεις.
Β’ Μέρος: Στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού
Στο Α΄ Μέρος του άρθρου θέσαμε το κεντρικό ερώτημα: «Πώς τίθεται, σήμερα, το “κοινωνικό αίτημα” για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση; Υπάρχει και (αν υπάρχει) πώς τίθεται, σήμερα, η σχέση ανάμεσα στην ΨΚΑ και τις ανάγκες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος;» Ψηλαφώντας μια απάντηση, προσπαθήσαμε να αποδομήσουμε τον μύθο ότι ρίζα του ιδρυματισμού είναι το ψυχιατρείο, υποστηρίζοντας ότι ρίζα του είναι η κοινωνία.
Ενας άλλος βολικός μύθος είναι ότι η απλή εγκατάσταση σ’ έναν, π.χ., ξενώνα, ισοδυναμεί με κοινωνική επανένταξη. Θεωρούμε ότι, αντίθετα, δεν είναι, προς το παρόν, παρά μια πιο ευνοϊκή θέση για την Αποκατάσταση, για να διεξαχθεί ο αγώνας για την κοινωνική επανένταξη.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, ακόμα, στον χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», που διαδέχεται τον χώρο του «εγκλεισμού». (1)
Συνήθως οι κλασσικοί χώροι του περιθωρίου, του αποκλεισμού, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από το παγκάκι του πάρκου και της πλατείας, την πολυθρόνα του κλειστού ζαχαροπλαστείου, από την γωνία του πεζοδρόμιου και τις στοές, ενίοτε και από την «ιδρυματική ζωή» μέσα στην οικογένεια. Εδώ είναι, ίσως, χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, το γεγονός ότι η αποασυλοποίηση, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της υλοποίησης του «Ψυχαργώς», αφορούσε στην ένταξη του ήδη υπάρχοντος πληθυσμού των τροφίμων των ασύλων σε ξενώνες και οικοτροφεία, δεν σημαίνει ότι μια άλλη μεγάλη μερίδα «μη τροφίμων» (που, εδώ και καιρό, βαίνει αυξανόμενη) δεν παύει ν΄ αποτελεί ένα τμήμα των αστέγων και των εξαθλιωμένων, που πλανώνται αβοήθητοι σ’ αυτή τη χώρα και χρησιμοποιούν το ψυχιατρείο ως πρόσκαιρη κατοικία τους, εν είδει «περιστρεφόμενης πόρτας».
Δύσκολα, όμως, μπορεί να γίνει δεκτό από την τρέχουσα ψυχιατρική/ αποκαταστασιακή αντίληψη, αυτή που έχει ένα διαχειριστικό και απολογητικό χαρακτήρα, ότι και η ένταξη στις νεοσύστατες στεγαστικές δομές (του τύπου του ξενώνα/οικοτροφείου), πολύ περισσότερο μάλιστα αν διεξάγεται μηχανικά, ως απλή μεταφορά ή «τοποθέτηση», δεν είναι παρά στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, δεν είναι, ακόμα, ένταξη μέσα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι ακόμα κοινωνική ενσωμάτωση.
Ο επανεντασσόμενος βρίσκεται ριγμένος μέσα σε μια πραγματικότητα, όπου η βία, οι μηχανισμοί του αποκλεισμού, η εκμετάλλευση, η ανεργία, η στέρηση, οι άλυτες οικογενειακές του σχέσεις, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εγκλεισμό του, ξαναπαρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο και με μεγαλύτερη, πιθανόν, ένταση.
Αλλά και ο γεμάτος ποικίλους προβληματισμούς απολογισμός της ζωής του, η δοκιμασία του νέου ξεκινήματος, η αναζήτηση νοήματος, η απόκτηση διαπραγματευτικής δύναμης, η πρόκληση για την οικοδόμηση σχέσεων, αλλά και η διαχωριστική γραμμή, που τον χωρίζει από «τους έξω», που, πριν, ήταν ο τοίχος του ψυχιατρείου, αλλά τώρα, είναι η ετικέτα, το βλέμα του «άλλου», η κατάσταση (status) του «δευτέρας κατηγορίας» πολίτη, συχνά ο ανοιχτός ρατσισμός: όλα αυτά, και άλλα, αποτελούν τη νεα υπαρξιακή και κοινωνική κατάσταση του επανεντασσόμενου.
Η κατάσταση του ψυχωτικού, ιδιαίτερα του ανθρώπου που πάσχει από «σχιζοφρένεια», εκφράζει την πιο ακραία, ίσως, μορφή αλλοτρίωσης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η αλλοτρίωση, που έχει αναλύσει ο Μάρξ, του ανθρώπου (των κοινωνικών του σχέσεων) στην καπιταλιστική κοινωνία (από το προϊόν της εργασίας του, από την διαδικασία της εργασίας του, από τους άλλους και από τις ανθρώπινες ιδιότητες του εαυτού του), εκφράζεται στον «σχιζοφρενή» στην ακραία και πιο οδυνηρή μορφή της, ως έλλειψη νοήματος, ως ακραία αδυναμία (έλειψη εξουσίας) απέναντι σε δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω του και ως καταθλιπτική απομόνωση. (2)
Η ελευθερία, επομένως, από το ψυχιατρικό ίδρυμα (από την «καταπιεστική προστασία» του ιδρύματος) -στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία, μια υπηρεσία, που φιλοδοξεί να μη λειτουργεί ασυλικά και η οποία έχει συνείδηση των αντιφάσεων μέσα στις οποίες λειτουργεί- είναι μια πρώτη φάση, που μπορεί, ή όχι, να οδηγήσει στην ελευθερία γιαανάκτηση του εαυτού, για την εκτύλιξη του προσωπικού σχεδίου ζωής, για την πλήρη άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων (σπίτι, δουλειά, εκπαίδευση, εισόδημα κ.ο.κ.)
Διαχείριση: η πηγή του νεοϊδρυματισμού
Αν η ΨΚΑ και η κοινωνική επανένταξη αναχθούν σε απλή μεταφορά σε εκτός του ψυχιατρείου δομές, αν εξακολουθήσει να υπάρχει η υλική στέρηση και η εγκαθίδρυση επισφαλών όρων διαβίωσης, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να ανοίξουν νέες «αποθήκες»: μπορεί να διανυθεί προς τα πίσω η πορεία, από την συνεχιζόμενη παραμονή στον «χώρο του αποκλεισμού», πίσω στον εγκλεισμό, ή να παγιωθούν νέα γκέττο μέσα στον λεγόμενο «Τέταρτο Κόσμο» των δυτικών μεγαλουπόλεων – γιατί, φυσικά, η δοσμένη ανταγωνιστική κοινωνία δεν έπαψε να αναζητά και να δημιουργεί συνεχώς «χώρους αντιρρόπησης των εσωτερικών της αντιθέσεων».
Ετσι, το αρχικό μας ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η κοινωνική επανένταξη/ενσωμάτωση σ’ αυτό τον κόσμο της επισφαλούς εργασίας, της μαζικής ανεργίας, των κατακερματισμένων και έντονα αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών σχέσεων;
Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, ακόμα και η θεωρούμενη ως η πιο «καλή πρακτική» -στον ξενώνα, στα εργαστήρια κ.λπ.- στον βαθμό που το κοινωνικό σύστημα αδυνατεί να λύσει το θεμελιακό πρόβλημα της πλήρους απασχόλησης (και ακόμα, να αποδώσει αξιοπρεπείς κοινωνικούς ρόλους και να διευρύνει τους κοινωνικούς «χώρους» έκφρασης της υποκειμενικότητας, ρόλους και «χώρους» που ν’ αποτελούν τη βάση της ανάκτησης της αυτοεκτίμησης και της αυτοεπιβεβαίωσης – στο βαθμό, δηλαδή, που δεν αναπτύσσονται δυναμικές χειραφέτησης), υπάρχει ο κίνδυνος, η ψυχιατρική και οι νέες δομές της να περιοριστούν στο να διαχειρίζονται έναν πληθυσμό ασθενών των οποίων η μόνη εναλλακτική προοπτική είναι αυτός ο ίδιος ο ψυχιατρικός θεσμός. (3)
Οι νέες, δηλαδή, ψυχιατρικές δομές, που δημιουργήθηκαν για την αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη, για τη μετάβαση σε μια πιο αυτόνομη ζωή μέσα στην κοινωνία, έξω από τους θεσμούς του ψυχιατρικού κυκλώματος, ωθούνται σε μια παλινδρομική κίνηση μετατροπής τους (και επιβολής τους) ως η μόνη πραγματικότητα, που είναι διαθέσιμη για όποιον δεν έχει άλλες εναλλακτικές λύσεις. Ωθούνται, δηλαδή, να επιβάλλουν την ίδια απλοποιητική βία του ψυχιατρείου, που απαντά μονοδιάστατα, και γι΄αυτό βίαια, στην πολυπλοκότητα του «ανθρώπου που πάσχει ψυχικά» – πνίγοντας, αντί κατανοώντας και απαντώντας στην οδυνηρή ανθρώπινη αντίφαση, όπως αυτή εκφράζεται στην ψυχική διαταραχή.
Αυτή είναι η πηγή του (νεο)ιδρυματισμού των νέων ψυχιατρικών δομών: ότι, δηλαδή, εξακολουθούν να διαχειρίζονται, μέσα από πιο εξωραϊσμένες και πιο τελειοποιημένες τεχνικά υπηρεσίες, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οτι δέχονται, για μιαν ακόμη φορά, την «κοινωνική εντολή» να δίνουν μια τεχνική λύση σε μια κοινωνική αντίφαση. Ότι στην αντίφαση, που παρουσιάζει η ψυχική αρρώστια, αφενός ως γεγονός παθολογικό, που απαιτεί ειδική αντιμετώπιση και αφετέρου ως γεγονός κοινωνικό, που απαιτεί μια πολιτική απάντηση, επιλέγεται η απορρόφηση της πολιτικής από μια μονομερή τεχνική απάντηση. Αυτό μπορεί να συντελέσει στην ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας της ΨΚΑ, που αντιλαμβάνεται και υλοποιεί το στόχο της Ομαλοποίησης (Normalization) ως συμμόρφωση, ως ομογενοποίηση του (χαρακτηρισμένου ως «διαφορετικού») ατόμου μέσα στην κουλτούρα της επικρατούσας ταυτότητας/κανονικότητας – και όχι ως ισότιμη και αμοιβαία αλληλεπίδραση. Αυτό μπορεί να μετατρέψει πολλούς από τους ξενώνες, που ιδρύονται και λειτουργούν σήμερα, σε κοινωνικά γκέττο.
Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτοί είναι οι εγγενείς κίνδυνοι, που αναδύονται από τη σημερινή κατάσταση. Και μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό, αν ειλικρινά σκύψουμε πάνω στην πραγματικότητα (της πλειονότητας των περιπτώσεων) των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και στις δυτικές, εν γένει, χώρες και αντικρύσουμε αυτή την πραγματικότητα, χωρίς το «φύλο συκής» της αυταρέσκειας, χωρίς ναρκισσισμούς και χωρίς φτηνά άλλοθι.
Η εγγενής τάση του συστήματος να ελέγχει τις κοινωνικές του αντιφάσεις με την δημιουργία χώρων εγκλεισμού, γκέττο κ.λπ., και μάλιστα σε μια περίοδο έντασης των διαδικασιών του κοινωνικού αποκλεισμού, ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», εκεί όπου προχώρησε και εκεί όπου κατέληξε σ’ έναν απλό νεο-ιδρυματικό εξωραϊσμό (όπως στην Ελλάδα), δεν ξεπέρασε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, την συνάρθρωση της λειτουργίας του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας γύρω από την κεντρικότητα της νοσοκομειακής κλίνης, γύρο από την «εισαγωγή για νοσηλεία», σαν την κύρια, ενίοτε τη μοναδική, απάνηση στην σοβαρή ψυχική αρρώστια, ακυρώνοντας τις προσδοκίες στην έννοια και την πρακτική της ολόπλευρης κοινοτικής υπηρεσίας, με την παρέμβαση στην πηγή της ανάδυσης της ψυχικής οδύνης. Πιθανό αυτό να είναι μια εξήγηση (όχι η μόνη) για την τελείως περιφερειακή, με το συνολικό ψυχιατρικό αίτημα, σχέση και ενασχόληση πολλών από τις λεγόμενες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας (τα ΚΨΥ), αλλά και την ταυτόσημη «φιλοσοφία», που διέπει τα ψυχιατρικά τμήματα των Γενικών Νοσοκομείων, με αυτή των ψυχιατρικών ασύλων, όταν αναγκαστούν να καταπιαστούν με τη σοβαρή ψυχική αρρώστια.
«Κοινωνικός αποκλεισμός»: αποσύνδεση από τα κοινωνικά αίτια και στίγμα
Βέβαια, εδώ παίζει ρόλο και μια ορισμένη αντίληψη για τη λεγόμενη Κοινωνική Ψυχιατρική, που θεωρεί ότι αναγνώρισε το «κοινωνικό» και ότι βασίζεται σ’ αυτό, επειδή, απλώς, ασκείται έξω από το ψυχιατρείο. Δυστυχώς, αυτή η αντίληψη της κοινωνικής ψυχιατρικής (αγγλοσαξωνικής προέλευσης) περιορίστηκε στη λεκτική αναγνώριση των «κοινωνικών παραγόντων» στην αιτιοπαθογένεια της αρρώστιας, αλλά αφηρημένα, χωρίς να βγάλει τις αναγκαίες συνέπειες στο θεραπευτικό πεδίο, περιοριζόμενη στην αναπαραγωγή του ιατρικού μοντέλου και ενός συνδυασμού φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπευτικών τεχνικών. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το «κοινωνικό» περιορίζεται σ΄ ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, που μπορούν να κατανοηθούν και να καθοδηγηθούν μέσα από ψυχολογικές και ψυχοδυναμικές τεχνικές (με την εμπλοκή, δηλαδή, όλων των παραγόντων, του ασθενή, της οικογένειας, των φίλων κ.λπ.) Αυτή η έννοια του «κοινωνικού» περιορίζεται στις διεργασίες στο «μικροκοινωνικό» επίπεδο (που, έτσι κι αλλιώς, και σ΄αυτό το επίπεδο, δεν είναι μόνο ψυχολογικού χαρακτήρα), οι οποίες, όμως, έχουν σχετική μόνο αυτονομία σε σχέση με τις διεργασίες στο «μακροκοινωνικό» επίπεδο. Οι «μικροκοινωνικές» διεργασίες υπερκαθορίζονται από το «κοινωνικό» ως το «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», των «σχέσεων παραγωγής» της δοσμένης κοινωνίας, και αυτό, το «μακροκοινωνικό», δηλαδή, επίπεδο, αποτελεί το θεμέλιο. Ανάμεσα στο «μικροκοινωνικό» και στο «μακροκοινωνικό» υπάρχει μια συνέχεια, όχι, όμως, ευθύγραμμη και απλοποιητική, αλλά μέσω μια σειράς διαμεσολαβήσεων, όπου το καθολικό υπάρχει μέσα στο μερικό και το δεύτερο αποτελεί διαμεσολαβημένη εκδήλωση του πρώτου.
Αν η θεραπευτική δραστηριότητα δεν απευθυνθεί, επίσης, σ’ αυτό το «μακροκοινωνικό» επίπεδο, τότε ανάγεται σε μιαν ιδεολογική λειτουργία (με την έννοια της «ψευδούς συνείδησης»). Περιορίζεται, δηλαδή, σε μια χειραγώγηση, με το ένδυμα της «ειδικής τεχνικής», όπου τα όρια ανάμεσα σε θεραπεία και κοινωνικό έλεγχο γίνονται, πλέον, δυσδιάκριτα.
Η αποσύνδεση του «μικροκοινωνικού» από το «μακροκοινωνικό» φαίνεται και στη χρήση, που γίνεται, του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός» και στις πολιτικές για την «καταπολέμησή» του.
Η τρέχουσα χρήση του όρου, βασίζεται στην υπόθεση ενός κατακερματισμένου κοινωνικού ιστού, όπου οι διάφορες πλευρές των προβλημάτων, οι διάφορες κατηγορίες «αποκλεισμένων», αντιμετωπίζονται σαν ανεξάρτητες οντότητες, χωρίς συνάρθρωση μεταξύ τους και με το Κοινωνικό Είναι. Η ύπαρξη ξεχωριστών κατηγοριών αποκλεισμένων ή «προς αποκατάστασιν» ατόμων (ψυχικά πασχόντων, τοξικομανών, πρώην φυλακισμένων, παλινοστούντων, κ.ο.κ.) δεν κάνει άλλο από το να ενισχύει την εικόνα και το στίγμα του «περιθωριοποιημένου».
«Κρεατοελιές» πάνω στο κοινωνικό σώμα…
Η «κατασκευή» των ξεχωριστών κατηγοριών πηγάζει από την ανάγκη να υπάρχουν διαχειριστικά εργαλεία για την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους σε σχέση με τις «ομάδες-στόχους». Αυτή είναι και η πηγή της ιδεολογικής χρήσης της κατηγορίας του «κοινωνικού αποκλεισμού» στις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνδεση των κοινωνικών προβλημάτων των «ομάδων-στόχων» από την κοινωνική οργάνωση, που τα προκαλεί.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη αντίληψη πίσω από αυτή την άποψη, που μολύνει και τις αντιλήψεις και τις πρακτικές της ΨΚΑ: ότι δεν πρόκειται, δηλαδή, για προβλήματα, που προκαλεί η ίδια η οργάνωση και λειτουργία της κοινωνικής δομής (το σύστημα των κοινωνικών, ταξικών σχέσεων) – και που, ως τέτοια, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται με μέτρα και πολιτικές, που θ΄ αφορούσαν συνολικά τη ζωή και τα δικαιώματα όλων των εργαζόμενων στρωμάτων (αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας, των προβλημάτων της εκπαίδευσης, της υγείας, της ασφάλισης, της κοινωνικής ανισότητας κ.λπ.) (4)
Γίνεται, αντίθετα, προσπάθεια να περάσει η αντίληψη ότι τα προβλήματα αυτά είναι προϊόν «υποκειμενικής ευθύνης», το αποτέλεσμα, δηλαδή, της «αποτυχίας» ατόμων ή ομάδων να επωφεληθούν από τις λεγόμενες «ίσες ευκαιρίες», που παρέχονται μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, που είναι «φυσικό», αιώνιο, και αμετακίνητο, που αποτελεί το απαύγασμα, «το τέλος της ιστορίας». Στη χειρότερη περίπτωση, τα προβλήματα αυτά δεν είναι παρά απλά «βραχυκυκλώματα» κάποιων ανισορροπιών, που θα έπρεπε, βέβαια, να διορθωθούν, ανισορροπιών, ωστόσο, ενός συστήματος «σωστού και ορθολογικού». Μια άλλη έκφραση για την επιβίωση και την διόγκωση αυτών των προβλημάτων (φτώχεια, εξαθλίωση, μαζική ανεργία), που συχνά ακούμε να λέγεται, είναι ότι αποτελούν «το αναπόφευκτο τίμημα της προόδου και της ανάπτυξης».
Αυτή η απολογητικού τύπου αντίληψη αποσυνδέει αιτία και αποτέλεσμα και βλέπει τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού σαν «κρεατοελιές» πάνω στο «υγιές σώμα». Αυτό είναι και το σκεπτικό της, κατ΄ επιταγήν της ΕΕ, προωθούμενης (ήδη προ του ξεσπάσματος της παρούσας οικονομικής κρίσης) πολιτικής του «δικτύου κοινωνικής προστασίας», μιας κατακερματισμένης δέσμης μέτρων, που αφορούν «το συγκεκριμένο πρόβλημα αυτών που υποφέρουν πιο πολύ» (βλέπε παρακάτω).
Με οδηγό αυτή την αντίληψη, διάφορες ομάδες του πληθυσμού ταξινομούνται στη βάση των «ιδιαίτερων» προβλημάτων τους και μετατρέπονται σε «προνοιακά βοηθούμενους» («επιδοματούχους»), με κριτήριο την ατομική τους ιδιαιτερότητα – αντί να επωφελούνται από την εφαρμογή γενικών κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία, αντίθετα, συρρικνώνονται για όλους. (5)
Έχουμε, επομένως, την κατασκευή και την ταξινόμηση ομάδων και κατηγοριών , που παίζουν έναν μειωτικό, διαχωριστικό, ρατσιστικό ρόλο, εδραιώνοντας την περιθωριοποίηση ομάδων, όπως: οι «έξω» και οι «μέσα» από την κοινωνία, ο «ασθενής» (ΑΜΕΑ, ψυχικά πάσχων, φορέας HIV), ο «μετανάστης», ο «τσιγγάνος», ο «τοξικομανής», η «μονογονεϊκή οικογένεια» (σε έμμεση αντιπαράθεση με την κοινωνικά αποδεκτή νόρμα της οικογένειας), κ.ο.κ. (6) Μέσα από αυτή τη διαδικασία έχουμε σαν αποτέλεσμα την εξάρτηση ατόμων και ομάδων από το κύκλωμα των υπηρεσιών, προνοιακών, κοινωνικών, ψυχιατρικών κλπ-την διαδικασία, δηλαδή, της «χρονιοποίησης», που έχει ως σαφή λειτουργία της τον κοινωνικό έλεγχο.
Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση του κεφαλαιώδους ζητήματος της Εργασίας, στον τομέα της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω: η εργασία υπάρχει, στα τρέχοντα προγράμματα, συνήθως μόνο στα χαρτιά, ενώ κανένα σοβαρό μέτρο δεν λαμβάνεται για την αντιμετώπιση της δραματικής έλειψης θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες, επανεντασσόμενους και μη.
* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος
Σημειώσεις
- Franco Rotelli : “Lo scambio sociale”, στο “Nell’ Impresa Sociale”, Ed. “e”, Trieste, 1991.
- Franco Basaglia : “La comunita’ Terapeutica”, Scritti Vol. II.
- Bλέπε «Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός», Αθήνα 1998, υλικά του 6ουεπιστημονικού συνεδρίου του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα (27-30 Νοεμβρίου 1996). Ιδιαίτερα το κείμενο της Γεωργίας Πετράκη «Κοινωνικός Αποκλεισμός: παλαιές και νέες “αναγνώσεις” του κοινωνικού προβλήματος».
- Οπ.π.
- Οπ.π.
- Franco Rotelli: οπ.π. Επίσης, βλέπε το “Riabilitare la Riabilitazione”, “Per la Normalita”, ed. “e”, Trieste, 1994.
Στο Α΄ Μέρος του άρθρου θέσαμε το κεντρικό ερώτημα: «Πώς τίθεται, σήμερα, το “κοινωνικό αίτημα” για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση; Υπάρχει και (αν υπάρχει) πώς τίθεται, σήμερα, η σχέση ανάμεσα στην ΨΚΑ και τις ανάγκες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος;» Ψηλαφώντας μια απάντηση, προσπαθήσαμε να αποδομήσουμε τον μύθο ότι ρίζα του ιδρυματισμού είναι το ψυχιατρείο, υποστηρίζοντας ότι ρίζα του είναι η κοινωνία.
Ενας άλλος βολικός μύθος είναι ότι η απλή εγκατάσταση σ’ έναν, π.χ., ξενώνα, ισοδυναμεί με κοινωνική επανένταξη. Θεωρούμε ότι, αντίθετα, δεν είναι, προς το παρόν, παρά μια πιο ευνοϊκή θέση για την Αποκατάσταση, για να διεξαχθεί ο αγώνας για την κοινωνική επανένταξη.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, ακόμα, στον χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», που διαδέχεται τον χώρο του «εγκλεισμού». (1)
Συνήθως οι κλασσικοί χώροι του περιθωρίου, του αποκλεισμού, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από το παγκάκι του πάρκου και της πλατείας, την πολυθρόνα του κλειστού ζαχαροπλαστείου, από την γωνία του πεζοδρόμιου και τις στοές, ενίοτε και από την «ιδρυματική ζωή» μέσα στην οικογένεια. Εδώ είναι, ίσως, χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, το γεγονός ότι η αποασυλοποίηση, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της υλοποίησης του «Ψυχαργώς», αφορούσε στην ένταξη του ήδη υπάρχοντος πληθυσμού των τροφίμων των ασύλων σε ξενώνες και οικοτροφεία, δεν σημαίνει ότι μια άλλη μεγάλη μερίδα «μη τροφίμων» (που, εδώ και καιρό, βαίνει αυξανόμενη) δεν παύει ν΄ αποτελεί ένα τμήμα των αστέγων και των εξαθλιωμένων, που πλανώνται αβοήθητοι σ’ αυτή τη χώρα και χρησιμοποιούν το ψυχιατρείο ως πρόσκαιρη κατοικία τους, εν είδει «περιστρεφόμενης πόρτας».
Δύσκολα, όμως, μπορεί να γίνει δεκτό από την τρέχουσα ψυχιατρική/ αποκαταστασιακή αντίληψη, αυτή που έχει ένα διαχειριστικό και απολογητικό χαρακτήρα, ότι και η ένταξη στις νεοσύστατες στεγαστικές δομές (του τύπου του ξενώνα/οικοτροφείου), πολύ περισσότερο μάλιστα αν διεξάγεται μηχανικά, ως απλή μεταφορά ή «τοποθέτηση», δεν είναι παρά στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, δεν είναι, ακόμα, ένταξη μέσα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι ακόμα κοινωνική ενσωμάτωση.
Ο επανεντασσόμενος βρίσκεται ριγμένος μέσα σε μια πραγματικότητα, όπου η βία, οι μηχανισμοί του αποκλεισμού, η εκμετάλλευση, η ανεργία, η στέρηση, οι άλυτες οικογενειακές του σχέσεις, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εγκλεισμό του, ξαναπαρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο και με μεγαλύτερη, πιθανόν, ένταση.
Αλλά και ο γεμάτος ποικίλους προβληματισμούς απολογισμός της ζωής του, η δοκιμασία του νέου ξεκινήματος, η αναζήτηση νοήματος, η απόκτηση διαπραγματευτικής δύναμης, η πρόκληση για την οικοδόμηση σχέσεων, αλλά και η διαχωριστική γραμμή, που τον χωρίζει από «τους έξω», που, πριν, ήταν ο τοίχος του ψυχιατρείου, αλλά τώρα, είναι η ετικέτα, το βλέμα του «άλλου», η κατάσταση (status) του «δευτέρας κατηγορίας» πολίτη, συχνά ο ανοιχτός ρατσισμός: όλα αυτά, και άλλα, αποτελούν τη νεα υπαρξιακή και κοινωνική κατάσταση του επανεντασσόμενου.
Η κατάσταση του ψυχωτικού, ιδιαίτερα του ανθρώπου που πάσχει από «σχιζοφρένεια», εκφράζει την πιο ακραία, ίσως, μορφή αλλοτρίωσης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η αλλοτρίωση, που έχει αναλύσει ο Μάρξ, του ανθρώπου (των κοινωνικών του σχέσεων) στην καπιταλιστική κοινωνία (από το προϊόν της εργασίας του, από την διαδικασία της εργασίας του, από τους άλλους και από τις ανθρώπινες ιδιότητες του εαυτού του), εκφράζεται στον «σχιζοφρενή» στην ακραία και πιο οδυνηρή μορφή της, ως έλλειψη νοήματος, ως ακραία αδυναμία (έλειψη εξουσίας) απέναντι σε δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω του και ως καταθλιπτική απομόνωση. (2)
Η ελευθερία, επομένως, από το ψυχιατρικό ίδρυμα (από την «καταπιεστική προστασία» του ιδρύματος) -στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία, μια υπηρεσία, που φιλοδοξεί να μη λειτουργεί ασυλικά και η οποία έχει συνείδηση των αντιφάσεων μέσα στις οποίες λειτουργεί- είναι μια πρώτη φάση, που μπορεί, ή όχι, να οδηγήσει στην ελευθερία γιαανάκτηση του εαυτού, για την εκτύλιξη του προσωπικού σχεδίου ζωής, για την πλήρη άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων (σπίτι, δουλειά, εκπαίδευση, εισόδημα κ.ο.κ.)
Διαχείριση: η πηγή του νεοϊδρυματισμού
Αν η ΨΚΑ και η κοινωνική επανένταξη αναχθούν σε απλή μεταφορά σε εκτός του ψυχιατρείου δομές, αν εξακολουθήσει να υπάρχει η υλική στέρηση και η εγκαθίδρυση επισφαλών όρων διαβίωσης, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να ανοίξουν νέες «αποθήκες»: μπορεί να διανυθεί προς τα πίσω η πορεία, από την συνεχιζόμενη παραμονή στον «χώρο του αποκλεισμού», πίσω στον εγκλεισμό, ή να παγιωθούν νέα γκέττο μέσα στον λεγόμενο «Τέταρτο Κόσμο» των δυτικών μεγαλουπόλεων – γιατί, φυσικά, η δοσμένη ανταγωνιστική κοινωνία δεν έπαψε να αναζητά και να δημιουργεί συνεχώς «χώρους αντιρρόπησης των εσωτερικών της αντιθέσεων».
Ετσι, το αρχικό μας ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η κοινωνική επανένταξη/ενσωμάτωση σ’ αυτό τον κόσμο της επισφαλούς εργασίας, της μαζικής ανεργίας, των κατακερματισμένων και έντονα αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών σχέσεων;
Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, ακόμα και η θεωρούμενη ως η πιο «καλή πρακτική» -στον ξενώνα, στα εργαστήρια κ.λπ.- στον βαθμό που το κοινωνικό σύστημα αδυνατεί να λύσει το θεμελιακό πρόβλημα της πλήρους απασχόλησης (και ακόμα, να αποδώσει αξιοπρεπείς κοινωνικούς ρόλους και να διευρύνει τους κοινωνικούς «χώρους» έκφρασης της υποκειμενικότητας, ρόλους και «χώρους» που ν’ αποτελούν τη βάση της ανάκτησης της αυτοεκτίμησης και της αυτοεπιβεβαίωσης – στο βαθμό, δηλαδή, που δεν αναπτύσσονται δυναμικές χειραφέτησης), υπάρχει ο κίνδυνος, η ψυχιατρική και οι νέες δομές της να περιοριστούν στο να διαχειρίζονται έναν πληθυσμό ασθενών των οποίων η μόνη εναλλακτική προοπτική είναι αυτός ο ίδιος ο ψυχιατρικός θεσμός. (3)
Οι νέες, δηλαδή, ψυχιατρικές δομές, που δημιουργήθηκαν για την αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη, για τη μετάβαση σε μια πιο αυτόνομη ζωή μέσα στην κοινωνία, έξω από τους θεσμούς του ψυχιατρικού κυκλώματος, ωθούνται σε μια παλινδρομική κίνηση μετατροπής τους (και επιβολής τους) ως η μόνη πραγματικότητα, που είναι διαθέσιμη για όποιον δεν έχει άλλες εναλλακτικές λύσεις. Ωθούνται, δηλαδή, να επιβάλλουν την ίδια απλοποιητική βία του ψυχιατρείου, που απαντά μονοδιάστατα, και γι΄αυτό βίαια, στην πολυπλοκότητα του «ανθρώπου που πάσχει ψυχικά» – πνίγοντας, αντί κατανοώντας και απαντώντας στην οδυνηρή ανθρώπινη αντίφαση, όπως αυτή εκφράζεται στην ψυχική διαταραχή.
Αυτή είναι η πηγή του (νεο)ιδρυματισμού των νέων ψυχιατρικών δομών: ότι, δηλαδή, εξακολουθούν να διαχειρίζονται, μέσα από πιο εξωραϊσμένες και πιο τελειοποιημένες τεχνικά υπηρεσίες, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οτι δέχονται, για μιαν ακόμη φορά, την «κοινωνική εντολή» να δίνουν μια τεχνική λύση σε μια κοινωνική αντίφαση. Ότι στην αντίφαση, που παρουσιάζει η ψυχική αρρώστια, αφενός ως γεγονός παθολογικό, που απαιτεί ειδική αντιμετώπιση και αφετέρου ως γεγονός κοινωνικό, που απαιτεί μια πολιτική απάντηση, επιλέγεται η απορρόφηση της πολιτικής από μια μονομερή τεχνική απάντηση. Αυτό μπορεί να συντελέσει στην ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας της ΨΚΑ, που αντιλαμβάνεται και υλοποιεί το στόχο της Ομαλοποίησης (Normalization) ως συμμόρφωση, ως ομογενοποίηση του (χαρακτηρισμένου ως «διαφορετικού») ατόμου μέσα στην κουλτούρα της επικρατούσας ταυτότητας/κανονικότητας – και όχι ως ισότιμη και αμοιβαία αλληλεπίδραση. Αυτό μπορεί να μετατρέψει πολλούς από τους ξενώνες, που ιδρύονται και λειτουργούν σήμερα, σε κοινωνικά γκέττο.
Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτοί είναι οι εγγενείς κίνδυνοι, που αναδύονται από τη σημερινή κατάσταση. Και μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό, αν ειλικρινά σκύψουμε πάνω στην πραγματικότητα (της πλειονότητας των περιπτώσεων) των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και στις δυτικές, εν γένει, χώρες και αντικρύσουμε αυτή την πραγματικότητα, χωρίς το «φύλο συκής» της αυταρέσκειας, χωρίς ναρκισσισμούς και χωρίς φτηνά άλλοθι.
Η εγγενής τάση του συστήματος να ελέγχει τις κοινωνικές του αντιφάσεις με την δημιουργία χώρων εγκλεισμού, γκέττο κ.λπ., και μάλιστα σε μια περίοδο έντασης των διαδικασιών του κοινωνικού αποκλεισμού, ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», εκεί όπου προχώρησε και εκεί όπου κατέληξε σ’ έναν απλό νεο-ιδρυματικό εξωραϊσμό (όπως στην Ελλάδα), δεν ξεπέρασε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, την συνάρθρωση της λειτουργίας του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας γύρω από την κεντρικότητα της νοσοκομειακής κλίνης, γύρο από την «εισαγωγή για νοσηλεία», σαν την κύρια, ενίοτε τη μοναδική, απάνηση στην σοβαρή ψυχική αρρώστια, ακυρώνοντας τις προσδοκίες στην έννοια και την πρακτική της ολόπλευρης κοινοτικής υπηρεσίας, με την παρέμβαση στην πηγή της ανάδυσης της ψυχικής οδύνης. Πιθανό αυτό να είναι μια εξήγηση (όχι η μόνη) για την τελείως περιφερειακή, με το συνολικό ψυχιατρικό αίτημα, σχέση και ενασχόληση πολλών από τις λεγόμενες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας (τα ΚΨΥ), αλλά και την ταυτόσημη «φιλοσοφία», που διέπει τα ψυχιατρικά τμήματα των Γενικών Νοσοκομείων, με αυτή των ψυχιατρικών ασύλων, όταν αναγκαστούν να καταπιαστούν με τη σοβαρή ψυχική αρρώστια.
«Κοινωνικός αποκλεισμός»: αποσύνδεση από τα κοινωνικά αίτια και στίγμα
Βέβαια, εδώ παίζει ρόλο και μια ορισμένη αντίληψη για τη λεγόμενη Κοινωνική Ψυχιατρική, που θεωρεί ότι αναγνώρισε το «κοινωνικό» και ότι βασίζεται σ’ αυτό, επειδή, απλώς, ασκείται έξω από το ψυχιατρείο. Δυστυχώς, αυτή η αντίληψη της κοινωνικής ψυχιατρικής (αγγλοσαξωνικής προέλευσης) περιορίστηκε στη λεκτική αναγνώριση των «κοινωνικών παραγόντων» στην αιτιοπαθογένεια της αρρώστιας, αλλά αφηρημένα, χωρίς να βγάλει τις αναγκαίες συνέπειες στο θεραπευτικό πεδίο, περιοριζόμενη στην αναπαραγωγή του ιατρικού μοντέλου και ενός συνδυασμού φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπευτικών τεχνικών. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το «κοινωνικό» περιορίζεται σ΄ ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, που μπορούν να κατανοηθούν και να καθοδηγηθούν μέσα από ψυχολογικές και ψυχοδυναμικές τεχνικές (με την εμπλοκή, δηλαδή, όλων των παραγόντων, του ασθενή, της οικογένειας, των φίλων κ.λπ.) Αυτή η έννοια του «κοινωνικού» περιορίζεται στις διεργασίες στο «μικροκοινωνικό» επίπεδο (που, έτσι κι αλλιώς, και σ΄αυτό το επίπεδο, δεν είναι μόνο ψυχολογικού χαρακτήρα), οι οποίες, όμως, έχουν σχετική μόνο αυτονομία σε σχέση με τις διεργασίες στο «μακροκοινωνικό» επίπεδο. Οι «μικροκοινωνικές» διεργασίες υπερκαθορίζονται από το «κοινωνικό» ως το «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», των «σχέσεων παραγωγής» της δοσμένης κοινωνίας, και αυτό, το «μακροκοινωνικό», δηλαδή, επίπεδο, αποτελεί το θεμέλιο. Ανάμεσα στο «μικροκοινωνικό» και στο «μακροκοινωνικό» υπάρχει μια συνέχεια, όχι, όμως, ευθύγραμμη και απλοποιητική, αλλά μέσω μια σειράς διαμεσολαβήσεων, όπου το καθολικό υπάρχει μέσα στο μερικό και το δεύτερο αποτελεί διαμεσολαβημένη εκδήλωση του πρώτου.
Αν η θεραπευτική δραστηριότητα δεν απευθυνθεί, επίσης, σ’ αυτό το «μακροκοινωνικό» επίπεδο, τότε ανάγεται σε μιαν ιδεολογική λειτουργία (με την έννοια της «ψευδούς συνείδησης»). Περιορίζεται, δηλαδή, σε μια χειραγώγηση, με το ένδυμα της «ειδικής τεχνικής», όπου τα όρια ανάμεσα σε θεραπεία και κοινωνικό έλεγχο γίνονται, πλέον, δυσδιάκριτα.
Η αποσύνδεση του «μικροκοινωνικού» από το «μακροκοινωνικό» φαίνεται και στη χρήση, που γίνεται, του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός» και στις πολιτικές για την «καταπολέμησή» του.
Η τρέχουσα χρήση του όρου, βασίζεται στην υπόθεση ενός κατακερματισμένου κοινωνικού ιστού, όπου οι διάφορες πλευρές των προβλημάτων, οι διάφορες κατηγορίες «αποκλεισμένων», αντιμετωπίζονται σαν ανεξάρτητες οντότητες, χωρίς συνάρθρωση μεταξύ τους και με το Κοινωνικό Είναι. Η ύπαρξη ξεχωριστών κατηγοριών αποκλεισμένων ή «προς αποκατάστασιν» ατόμων (ψυχικά πασχόντων, τοξικομανών, πρώην φυλακισμένων, παλινοστούντων, κ.ο.κ.) δεν κάνει άλλο από το να ενισχύει την εικόνα και το στίγμα του «περιθωριοποιημένου».
«Κρεατοελιές» πάνω στο κοινωνικό σώμα…
Η «κατασκευή» των ξεχωριστών κατηγοριών πηγάζει από την ανάγκη να υπάρχουν διαχειριστικά εργαλεία για την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους σε σχέση με τις «ομάδες-στόχους». Αυτή είναι και η πηγή της ιδεολογικής χρήσης της κατηγορίας του «κοινωνικού αποκλεισμού» στις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνδεση των κοινωνικών προβλημάτων των «ομάδων-στόχων» από την κοινωνική οργάνωση, που τα προκαλεί.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη αντίληψη πίσω από αυτή την άποψη, που μολύνει και τις αντιλήψεις και τις πρακτικές της ΨΚΑ: ότι δεν πρόκειται, δηλαδή, για προβλήματα, που προκαλεί η ίδια η οργάνωση και λειτουργία της κοινωνικής δομής (το σύστημα των κοινωνικών, ταξικών σχέσεων) – και που, ως τέτοια, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται με μέτρα και πολιτικές, που θ΄ αφορούσαν συνολικά τη ζωή και τα δικαιώματα όλων των εργαζόμενων στρωμάτων (αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας, των προβλημάτων της εκπαίδευσης, της υγείας, της ασφάλισης, της κοινωνικής ανισότητας κ.λπ.) (4)
Γίνεται, αντίθετα, προσπάθεια να περάσει η αντίληψη ότι τα προβλήματα αυτά είναι προϊόν «υποκειμενικής ευθύνης», το αποτέλεσμα, δηλαδή, της «αποτυχίας» ατόμων ή ομάδων να επωφεληθούν από τις λεγόμενες «ίσες ευκαιρίες», που παρέχονται μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, που είναι «φυσικό», αιώνιο, και αμετακίνητο, που αποτελεί το απαύγασμα, «το τέλος της ιστορίας». Στη χειρότερη περίπτωση, τα προβλήματα αυτά δεν είναι παρά απλά «βραχυκυκλώματα» κάποιων ανισορροπιών, που θα έπρεπε, βέβαια, να διορθωθούν, ανισορροπιών, ωστόσο, ενός συστήματος «σωστού και ορθολογικού». Μια άλλη έκφραση για την επιβίωση και την διόγκωση αυτών των προβλημάτων (φτώχεια, εξαθλίωση, μαζική ανεργία), που συχνά ακούμε να λέγεται, είναι ότι αποτελούν «το αναπόφευκτο τίμημα της προόδου και της ανάπτυξης».
Αυτή η απολογητικού τύπου αντίληψη αποσυνδέει αιτία και αποτέλεσμα και βλέπει τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού σαν «κρεατοελιές» πάνω στο «υγιές σώμα». Αυτό είναι και το σκεπτικό της, κατ΄ επιταγήν της ΕΕ, προωθούμενης (ήδη προ του ξεσπάσματος της παρούσας οικονομικής κρίσης) πολιτικής του «δικτύου κοινωνικής προστασίας», μιας κατακερματισμένης δέσμης μέτρων, που αφορούν «το συγκεκριμένο πρόβλημα αυτών που υποφέρουν πιο πολύ» (βλέπε παρακάτω).
Με οδηγό αυτή την αντίληψη, διάφορες ομάδες του πληθυσμού ταξινομούνται στη βάση των «ιδιαίτερων» προβλημάτων τους και μετατρέπονται σε «προνοιακά βοηθούμενους» («επιδοματούχους»), με κριτήριο την ατομική τους ιδιαιτερότητα – αντί να επωφελούνται από την εφαρμογή γενικών κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία, αντίθετα, συρρικνώνονται για όλους. (5)
Έχουμε, επομένως, την κατασκευή και την ταξινόμηση ομάδων και κατηγοριών , που παίζουν έναν μειωτικό, διαχωριστικό, ρατσιστικό ρόλο, εδραιώνοντας την περιθωριοποίηση ομάδων, όπως: οι «έξω» και οι «μέσα» από την κοινωνία, ο «ασθενής» (ΑΜΕΑ, ψυχικά πάσχων, φορέας HIV), ο «μετανάστης», ο «τσιγγάνος», ο «τοξικομανής», η «μονογονεϊκή οικογένεια» (σε έμμεση αντιπαράθεση με την κοινωνικά αποδεκτή νόρμα της οικογένειας), κ.ο.κ. (6) Μέσα από αυτή τη διαδικασία έχουμε σαν αποτέλεσμα την εξάρτηση ατόμων και ομάδων από το κύκλωμα των υπηρεσιών, προνοιακών, κοινωνικών, ψυχιατρικών κλπ-την διαδικασία, δηλαδή, της «χρονιοποίησης», που έχει ως σαφή λειτουργία της τον κοινωνικό έλεγχο.
Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση του κεφαλαιώδους ζητήματος της Εργασίας, στον τομέα της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω: η εργασία υπάρχει, στα τρέχοντα προγράμματα, συνήθως μόνο στα χαρτιά, ενώ κανένα σοβαρό μέτρο δεν λαμβάνεται για την αντιμετώπιση της δραματικής έλειψης θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες, επανεντασσόμενους και μη.
* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος
Σημειώσεις
- Franco Rotelli : “Lo scambio sociale”, στο “Nell’ Impresa Sociale”, Ed. “e”, Trieste, 1991.
- Franco Basaglia : “La comunita’ Terapeutica”, Scritti Vol. II.
- Bλέπε «Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός», Αθήνα 1998, υλικά του 6ουεπιστημονικού συνεδρίου του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα (27-30 Νοεμβρίου 1996). Ιδιαίτερα το κείμενο της Γεωργίας Πετράκη «Κοινωνικός Αποκλεισμός: παλαιές και νέες “αναγνώσεις” του κοινωνικού προβλήματος».
- Οπ.π.
- Οπ.π.
- Franco Rotelli: οπ.π. Επίσης, βλέπε το “Riabilitare la Riabilitazione”, “Per la Normalita”, ed. “e”, Trieste, 1994.
Γ΄ Μέρος: «Κατάρτιση». Μια εικονική πραγματικότητα
Αναζητώντας απάντηση στο κεντρικό ερώτημα για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (ΨΚΑ), που θέσαμε στο Α΄ Μέρος του άρθρου, υποστηρίξαμε ότι ρίζα του ιδρυματισμού είναι η κοινωνία και όχι απλά το ψυχιατρείο, ενώ στο Β’ Μέρος του άρθρου υποστηρίξαμε ότι και η ένταξη σε δομές τύπου ξενώνα/οικοτροφείου, «μάλιστα αν διεξάγεται ως απλή μεταφορά ή “τοποθέτηση”, δεν είναι παρά στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, δεν είναι, ακόμα, ένταξη μέσα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι ακόμα κοινωνική ενσωμάτωση». Καταλήξαμε στη θέση ότι η κίνηση του τύπου της «αποασυλοποίησης» στην Ελλάδα συχνά καταλήγει στην κατασκευή «επιδοματούχων», εξαρτημένων «από το κύκλωμα των υπηρεσιών, προνοιακών, κοινωνικών, ψυχιατρικών κλπ-την διαδικασία, δηλαδή, της “χρονιοποίησης”, που έχει ως σαφή λειτουργία της τον κοινωνικό έλεγχο», την ίδια στιγμή που «κανένα σοβαρό μέτρο δεν λαμβάνεται για την αντιμετώπιση της δραματικής έλειψης θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες».
Είναι γνωστό ότι η Εργασία είναι μια βασική μορφή των δημιουργικών/παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου, στη σχέση του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά, επίσης, στην συγκεκριμμένη κοινωνική οργάνωση που ζούμε είναι, μ΄ έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο, η βασική πηγή εισοδήματος και βασικός όρος δόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης, ως κοινωνικής ύπαρξης.
Είναι, επομένως, απόλυτα φυσικό ότι έχει διαπιστωθεί η μεγάλη σημασία που έχει, στο θεραπευτικό πεδίο, η «διαμεσολάβηση του αντικειμένου» στην σχέση με τον «άλλο» και τον κόσμο. (1) Η σημασία, δηλαδή, που έχει για την ανάπτυξη της σχέσης των ασθενών με την πραγματικότητα, το να μην περιορίζεται κανείς (στο θεραπευτικό πεδίο), στην λεγόμενη «δυναμική των σχέσεων», στην μονομερή, δηλαδή, ανάπτυξη των «σχέσεων με τον εαυτό και τους άλλους», αλλά ν΄ αναγνωρίζεται και η σημασία της «καλής σχέσης με τα πράγματα» και επομένως, η «σχέση με τους άλλους διαμέσου της σχέσης με τα πράγματα», διαμέσου της ενεργητικής, δημιουργικής δραστηριότητας αλλαγής του αντικειμενικού κόσμου.
Πολλές έρευνες σε ατομικό επίπεδο ασθενών έχουν δείξει ότι οι ψυχικά πάσχοντες που εργάζονται, μένουν έξω από το ψυχιατρείο περισσότερο χρόνο από τους άνεργους ψυχικά πάσχοντες.
Εχουν, επίσης, μελετηθεί, όχι μόνο οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας πάνω στους ψυχικά πάσχοντες (και όχι μόνο σ’ αυτούς), αλλά και αυτές που προέρχονται από την παρούσα ιστορική μορφή της εργασίας (στις συνθήκες των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής) και από πολλούς έχει αναλυθεί ο παθογόνος χαρακτήρας των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν, σχέσεων αλλοτριωμένων και αλλοτριωκών. Εχει, επομένως, τεράστια σημασία η συζήτηση για την εργασία των ανθρώπων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές να γίνεται με την απαιτούμενη σοβαρότητα, δεδομένου ότι οι προσαρμογές που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες, οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και η απάνθρωπη εντατικοποίηση της εργασίας, που επιβάλλεται σήμερα από τις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, οξύνουν την ψυχική δυσφορία, ευοδώνουν την έκλυση ψυχικής διαταραχής και μάλιστα συντελούν στην εμφάνιση νέων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων.
Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο εδώ, τονίζουμε μόνο ότι η εργασία πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την ελευθερία και με την υπευθυνοποίηση (και όχι καταναγκαστική), ότι δεν είναι η εργασία προϋπόθεση της κοινωνικής επανένταξης (δηλαδή, δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική για όλους τους επανεντασσόμενους, που πρέπει να έχουν και άλλες διεξόδους), αλλά ότι, επίσης, δεν πρέπει επ΄ ουδενί να στερείται η δυνατότητα της κατάλληλης, ανάλογα με την κλίση και την επιθυμία, εργασίας, με αξιοπρεπές εισόδημα και αξιοπρεπείς σχέσεις με το περιβάλλον της εργασίας, από κανένα ψυχικά πάσχοντα, που το επιθυμεί. Η παραγωγική/δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας, ο προσανατολισμός της στην ποιότητα και στην κοινωνία, πέραν όλων των άλλων, αποτελεί και ένα από τα πιό ισχυρά όπλα για την καταπολέμηση των κοινωνικών προκαταλήψεων απέναντι στην «τρέλλα» – και είναι γνωστό ότι η αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων και στάσεων απέναντι στην «τρέλλα» (ο μετασχηματισμός της κοινωνικής αλληλεπίδρασης) συντελεί στην αλλαγή της ίδιας της «τρέλλας».
Η μονομέρεια της «κατάρτισης»
Η συρρίκνωση της αγοράς εργασίας και οι απαιτήσεις για ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, είναι τα στοιχεία που έχουν οδηγήσει διαχρονικά σε αποτυχία διάφορα πργοράμματα εργασιακής ένταξης, όπως, π.χ., του ΟΑΕΔ – αυτά που προβλέπουν την επιδότηση των εργοδοτών για την πρόσληψη ψυχικά πασχόντων για ορισμένη περίοδο χρόνου. Στην πλειονότητα των λίγων, έτσι κι αλλοιώς, περιπτώσεων, που ψυχικά πάσχοντες επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, αυτό γινόταν, συνήθως, για την περίοδο της επιδότησης, μετά την οποία ο εργαζόμενος απολυόταν, για ν΄ αντικατασταθεί με άλλον, που θα έφερνε ξανά στην επιχείρηση την επιδότηση. Η δυσκολία στην τοποθέτηση ψυχικά πασχόντων (αλλά και άλλων αναπήρων) σε θέσεις στην ελεύθερη αγορά εργασίας, έφερε, κάποια στιγμή, και στην Ελλάδα την δειλή απόπειρα εισαγωγή του «τοποθετητή εργασίας» (job coach), στην λογική, όπως πάντα, της δημιουργίας μιας σειράς τεχνητών αναγκών και αντίστοιχων επαγγελμάτων να τις καλύψουν.
Μέχρι τώρα πολύ μικρή προσοχή έχει δοθεί στην δημιουργία θέσεων εργασίας στα πλαίσια της αποκατάστασης των ψυχικά πασχόντων. Οπου τέτοιες προσπάθειες τελεσφόρησαν, αυτό οφειλόταν σε συγκυρίες, που είχαν να κάνουν με την δέσμευση των λειτουργών ψυχικής υγείας και όχι με μια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση. Οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες κινούνταν πιο κοντά σε μορφές εξελιγμένης εργοθεραπείας παρά σε αυτές των επιχειρήσεων και καμιά, στον δημόσιο τομέα, δεν κατάφερε να πάρει, μέχρι τώρα, επίσημη μορφή. Σε σχετικές έρευνες πριν από χρόνια, σχεδόν καμιά τέτοια δομή δεν είχε καταφέρει ν΄ αποκτήσει οικονομική αυτάρκεια και ούτε είχε την όποια προοπτική ν΄ αποκτήσει στο μέλλον.
Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης γι΄ αυτή την κατάσταση (πέρα από μια κουλτούρα στο χώρο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, που θεωρεί το ζήτημα της εργασίας περιθωριακής σημασίας) οφείλεται στην χρηματοδότηση, μέχρι τώρα, κυρίως δραστηριοτήτων κατάρτισης, στην λογική ότι αυτό που χρειάζεται είναι η προετοιμασία των ασθενών για να βγουν στη ελεύθερη αγορά εργασίας.
Αυτό, λοιπόν, που γινόταν στην διάρκεια των συγχρηματοδούμενων προγραμμάτων για την λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», ήταν μια μονομερής χρηματοδότηση προγραμμάτων «προκατάρτισης» και «κατάρτισης», τελείως αποχωρισμένων από την δημιουργία θέσεων εργασίας.Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι τα προγράμματα “κατάρτισης” απευθύνονταν πάντα σ΄ένα μικρό πληθυσμό ασθενών, στην λογική του διαχωρισμού του πληθυσμού των ψυχικά πασχόντων όχι μόνο σε «αποκαταστάσιμους» και «μη αποκαταστάσιμους», αλλά και σε «καταρτίσιμους» και «μη καταρτίσιμους» και έτσι προνοιακά συντηρούμενους.
Στα προγράμματα που αφορούσαν τους «καταρτίσιμους», δεδομένου ότι προέρχονταν από κοινοτικά κονδύλια για την Απασχόληση, απαιτούνταν η μετατροπή των διαδικασιών της θεραπευτικής προετοιμασίας των ασθενών για έξοδο στην κοινωνία, σε «προκατάρτιση». Αλλά, όπως θ’ αναφέρουμε για την κατάρτιση, έτσι και η προκατάρτιση ήταν (και είναι) εικονική, δεδομένου ότι βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες των ψυχικά πασχόντων. Ολοι γνωρίζουν την εικονική διάσταση των διεργασιών που συντελούνταν ανέκαθεν σε σχέση με τις διατυπώσεις των προγραμμάτων, αλλά αυτό που ενδιέφερε (και συνεχίζει να ενδιαφέρει) δεν ήταν ούτε η προκατάρτιση, ούτε η κατάρτιση: ήταν, και είναι, η απορρόφηση, η διαχείριση και ο κοινωνικός έλεγχος.
Η χρηματοδότηση από την ΕΕ προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης για ψυχικά πάσχοντες, ΑΜΕΑ, κλπ, που απέβλεπε στην μετέπειτα απορρόφησή τους στην ελεύθερη αγορά εργασίας, αποδείχτηκε μια τραγική αποτυχία – και αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για προγράμματα ορισμένου χρόνου, που έχουν ημερομηνία λήξης – ανεξάρτητα αν ο καταρτιζόμενος έμαθε επαρκώς το σχετικό αντικείμενο – και που, συχνά, συνοδεύονται από απόλυση του προσωπικού (των εκπαιδευτών) και την διακοπή, συνήθως, κάθε συνέχειας. Σπάνια, έως ποτέ, δεν βρίσκει κανείς εργασία σαν αποτέλεσμα των εφοδίων που απέκτησε καταρτιζόμενος (αφήνουμε στην άκρη μιαν αποτίμηση των αντικειμένων της κατάρτισης).
Αλλά και η έννοια που, εν προκειμένω, προωθήθηκε για την εργασία είναι αυτή που ανταποκρίνεται στα κριτήρια της βιωσιμότητας καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, κερδοφορία, πλήρης αυτάρκεια (αυτό συζητούνταν και για τους ΚΟΙΣΠΕ, περί των οποίων βλέπε παρακάτω). Αυτό, όμως, δεν λειτουργεί, τελικά, παρά ως άλλοθι μιας πρακτικής που αποτελεί παρωδία «κατάρτισης», με ελάχιστα και υποβαθμισμένα εργαστήρια, στο επίπεδο της απλής ιδρυματικής εργοθεραπείας. Δηλαδή, το μήνυμα είναι: «η μόνη δυνατή εργασία σήμερα είναι αυτή που επιβάλλει η ελεύθερη αγορά εργασίας. Δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν επιχειρήσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια της. Αρα, στην καλλίτερη περίπτωση, μπορεί να ιδρύσουμε μια-δύο επιχειρήσεις-βιτρίνα: με ψυχικά πάσχοντες, αυτάρκεις, που θα λειτουργούν ως ο εσαεί ανεκπλήρωτος στόχος για τους υπόλοιπους, για τους οποίους δεν θα διατίθεται παρά παροδική κατάρτιση, εικονικού χαρακτήρα, που δεν θα αποτελεί, στην πραγματικότητα, παρά ένα απλό, παροδικό, προνοιακό επίδομα».
Σε τι ωφελεί να συνεχίζεται μια πρακτική, που παρέχει μόνο ένα παροδικό εισόδημα σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών, χωρίς να οδηγεί κάπου;
Η εικονική πραγματικότητα των «πυροσβεστικών» μοντέλων κοινωνικής πολιτικής
Αν γίνει ένας συσχετισμός όσων αναφέρονται ανωτέρω, με την συνολική πολιτική, που ασκείται, αυτή τη στιγμή, στα πλαίσια της ΕΕ για το ζήτημα της ανεργίας, θα γίνει φανερό ότι, για όλες τις κατηγορίες των ανέργων, δεν παρέχονται θέσεις κανονικής εργασίας, αλλά επιδόματα κατάρτισης ορισμένου χρόνου, επιδόματα «εργασιακής προσαρμογής» κ.λπ.
Η πολιτική της «δια βίου κατάρτισης», από τη μια προάγει την «ελασιμότητα» του εργατικού δυναμικού (ώστε να προσαρμόζεται απόλυτα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της ελεύθερης αγοράς εργασίας), από την άλλη, όμως, λειτουργεί ως άλλοθι για την παροχή ενός προσωρινού επιδόματος, αντί για θέση εργασίας: δεν είναι, επομένως, μια απάντηση/λύση στο πρόβλημα, αλλά περισσότερο μια μορφή κοινωνικού ελέγχου. Με την χορήγηση, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενός επιδόματος σε ορισμένους ανέργους, με το πρόσχημα της «κατάρτισης», ή της εξοικείωσης με την εργασία, προσδοκάται η πρόληψη και ο έλεγχος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που προκύπτει από τις διευρυνόμενες και εντεινόμενες διαστάσεις του φαινομένου, αλλά, επίσης, υπάρχει το ώφελος από την απόσπαση φτηνής εργασίας, όπως, π.χ., μέσω των λεγόμενων «προγραμμάτων εργασιακής προσαρμογής».
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρεήθηκε και στα προγράμματα κατάρτισης του λεγόμενου Ε.Π. «ΨΥΧΑΡΓΩΣ»: διαδικασίες άκαμπτου δημόσιου λογιστικού, κατάρτιση ορισμένου χρόνου, ανασφάλεια, αόριστη προοπτική για την συνέχεια, κανένας σχεδιασμός για δημιουργία θέσεων εργασίας, αμφισβητούμενη ποιότητα των αντικειμένων κατάρτισης και των διαδικασιών, μικρή ποικιλία επιλογών.
Η κατάσταση αυτή εκφράζει μιαν ορισμένη κοινωνική πολιτική: είναι αυτή που, στη θέση των κοινωνικών δικαιωμάτων, προωθεί την δημιουργία του προαναφερθέντος «δικτύου κατά της φώχειας», για τους πιο «αδύναμους». Οι αλλαγές που επέρχονται (που δίνουν το στίγμα για την αντιμετώπιση και εκείνης της κατηγορίας των κοινωνικά αποκλεισμένων, που είναι οι σοβαρά ψυχικά πάσχοντες), έχουν να κάνουν με την κρίση και την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος και του Κράτους Πρόνοιας, στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης και της αποδόμησής τους.
Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς από τους «κόμβους» του «δικτύου κατά της φτώχειας», που εδώ και χρόνια, σε άλλοτε άλλο βαθμό, έκταση και και χρονικό διάστημα, προωθούνται μέσω ευρωπαϊκών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων (2): από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προγράμματα εθελοντικής εργασίας, επιδοτούμενης απασχόλησης σε «μη κερδοσκοπικές» δραστηριότητες (για ένα χρόνο), ειδικά κίνητρα για τους εργοδότες για πρόσληψη ατόμων, που σχετίζονται με το Δίκτυο (άραγε, η εμπειρία θα είναι τόσο πικρή, όσο αυτή που είχαμε με τους ψυχικά πάσχοντες;), κατάρτισης μέσα στη επιχείρηση (μικρής διάρκειας, κατά την οποία οι εργοδότες επιδοτούνται), προγράμματα επιδοτούμενης κατάρτισης, επίδομα αρωγής σε νέους ανέργους (περιορισμένου χρόνου) κ.λπ. Και από το Υπουργείο Υγείας επιδόματα όπως, παιδικής μέριμνας, μονογονικής οικογένειας, σχολικό επίδομα, στεγαστικό επίδομα, κοινωνικής βοήθειας, κουπόνια σίτισης και ένδυσης, ειδικό επίδομα άμεσης προστασίας. Κάνουμε αυτή την αναφορά για να γίνει πιο καθαρή η πυροσβεστική λειτουργία του όλου προγράμματος – που δεν αγγίζει, φυσικά, τις αιτίες της παραγωγής του προβλήματος. Φαίνεται ότι με τον ίδιο τρόπο εξακολουθεί ν΄ αντιμετωπίζεται η κατάρτιση στον χώρο της ψυχικής υγείας.
Από την άλλη, η διάταξη για τους ΚΟΙΣΠΕ, η θεσμοθέτηση των οποίων καλλιέργησε προσδοκίες για δημιουργία κάποιων θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες, αφού παρέμεινε για χρόνια ανενεργής, δεν άγγιξε ποτέ επί της ουσίας το πρόβλημα αφού δεν υπήρξε ποτέ η αναγκαία, επαρκής χρηματοδότηση, παρά μόνο για μια εικονική λειτουργία (για πολύ λίγους και πάντα, όπως παλιά, επιλεγμένους «ωφελούμενους»), ενώ μεγάλο μέρος τους παραδόθηκε στην διαχείριση διαφόρων ΜΚΟ.
Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, η κατάρτιση έχει νόημα και πρακτικό αποτέλεσμα, όταν γίνεται στα πλαίσια μιας επιχείρησης και οδηγεί στην δημιουργία θέσεων εργασίας, στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης (συνεταιρισμού, κλπ), όπου λαβαίνει χώρα η κατάρτιση. Αυτή ήταν μια από τις βασικές επιδιώξεις του προγράμματος AZIMUTH (τέλη δεκαετίας 80), σύμφωνα με το οποίο, στα πλαίσια των συνεταιρισμών, μπορούσε να γίνει κατάρτιση και, σε σύνδεση με αυτήν (με την παροχή των κατάλληλων μέσων), δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο, και αυτό από τους στόχους του AZIMUTH, ήταν η ανακύκλωση (μετατροπή) των (προνοιακών, ιδρυματικών) πόρων του δημοσίου, ανθρώπινων και οικονομικών, σε παραγωγική κατεύθυνση, χωρίς να χάνεται ο δημόσιος χαρακτήρας. Τα συμπεράσματα αυτά, που εντάσσονταν στην επιδίωξη ενός (νεο)κεϋνσιανισμού, φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν ανταποκρίνονταν στις επιδιώξεις της ΕΕ για την οικοδόμηση και επιβολή της νεοφιλελεύθερης «κοινωνικής της πολιτικής».
Αντίθετα, βλέπουμε ακόμα σήμερα, από τη μια να γίνονται δραστικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, από την άλλη να αφήνεται άθικτη η ιδρυματική, αντιθεραπευτική, αντιπαραγωγική και σπάταλη χρήση των πόρων των ψυχιατρείων και την ίδια στιγμή, οι όποιες νέες δομές, να ιδρύονται παραλλήλως και συμπληρωματικά προς το ψυχιατρείο, αφήνοντας άθικτη, μαζί με την ιδρυματική διάθεση των πόρων, και την λειτουργία του στα πλαίσια του ψυχιατρικού κυκλώματος.
Προτάσεις για μια ειλικρινή Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η απάντηση στο ερώτημα, που τέθηκε στην αρχή, είναι ότι η Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (ΨΚΑ), μπροστά στην οργανική αδυναμία και την άρνηση της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης να παράσχει τα αναγκαία μέσα για μια αξιοπρεπή ζωή στους ψυχικά πάσχοντες και ιδιαίτερα μπροστά στην αδυναμία να παράσχει σταθερές θέσεις εργασίας (σε συνθήκες μαζικής ανεργίας και συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών), οδηγείται, ενίοτε ανεπιγνώτως, να αγκυροβολεί στις διαχειριστικές ανάγκες του κοινωνικού συστήματος και να μετατρέπεται σε εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Το όχημα αυτής της εργαλειοποίησης της ΨΚΑ, προς όφελος της κρατούσας τάξης πραγμάτων, είναι η αναγωγή της στη μονομέρεια μιας τεχνικής, που ψυχιατρικοποιεί, συγκαλύπτοντας, την κοινωνική βάση της ψυχικής διαταραχής. Μ΄αυτό τον τρόπο, αντί ν΄ ανοίγει το δρόμο σε μια χειραφετητική θεωρία, κουλτούρα και πράξη, παλινδρομεί σε μιαν ορθοπεδική πρακτική προσαρμογής στην υπάρχουσα πραγματικότητα: αυτήν που εξακολουθεί να θεωρεί τον ψυχικά πάσχοντα μια «περίσσεια» του κοινωνικού συστήματος, κάτω από μια διαφορετική, σήμερα, διαχείριση, όπου, αντί για την στατική παραμονή του στο άσυλο, προτιμάται η δυναμική περιφορά του, διαδοχικά, στους χώρους του κοινωνικού αποκλεισμού και αυτούς του εγκλεισμού.
Για να μπορέσει ο επανενταγμένος να αποχτήσει ελευθερία για κάτι, πρέπει να οικοδομηθεί υλικά η πρόσβασή σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα, πράγμα για το οποίο απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σ΄ αυτή την οπτική, η ανάκτηση του πραγματικού κοινωνικού χαρακτήρα (διάστασης) της ψυχιατρικής, θα ήταν συνυφασμένη με την υπέρβαση του σημερινού, περιγεγραμμένου ρόλου του επαγγελματία ψυχικής υγείας και την είσοδό του στην συγκεκριμένη διάσταση της οικοδόμησης των δικαιωμάτων.
Αυτό είναι τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο είναι βέβαιο ότι η ΨΚΑ, η Αποιδρυματοποίηση και η Κοινωνική Επανένταξη δεν απορρέουν, σήμερα, ως οργανική ανάγκη του συστήματος (ως αίτημα της «αγοράς εργασίας»), αλλά μπορούν να επιδιωχθούν μόνο στη βάση μιας πολιτικής αμφισβήτησης και σύγκρουσης με τις ασκούμενες πολιτικές.
Πολλοί ίσως θεωρήσουν προκλητικό τον ισχυρισμό ότι, από κάποιο σημείο και πέρα, μια θέση εργασίας σ΄ ένα κοινωνικό συνεταιρισμό (αλλά και ο προσανατολισμός της δραστηριότητας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, και ιδιαίτερα των ψυχιάτρων, προς αυτή την κατεύθυνση), μια θέση, λοιπόν, με αξιοπρεπές εισόδημα, με παροχή ικανοποίησης και νοήματος, με σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης, είναι πολύ πιο σημαντική, για τον επανεντασσόμενο ασθενή, από οποιαδήποτε αποστειρωμένη ψυχοθεραπευτική τεχνική (3). Ενας τέτοιος προσανατολισμός της θεραπευτικής πρακτικής, που δεν θα ήταν μια απλή αποκαταστασιακή προσθήκη σε ένα αμετάβλητο σύστημα κλασσικής, κλινικής ψυχιατρικής, αλλά θα οδηγούσε σε μιαν αλλαγή του «παραδείγματος», είναι συνυφασμένος με την αμφισβήτηση του ιατρικού μοντέλου και της εξουσίας και ψευδοπαντοδυναμίας του ψυχιάτρου, ως του μοναδικού εγγυητή της υγείας του ασθενή: αντίθετα, η υγεία πρέπει να ειδωθεί ως ένα κοινωνικό, συλλογικό αγαθό, στην διαχείριση και προαγωγή του οποίου πρέπει να εμπλακούν όλα τα μέλη της κοινωνίας.
Σ΄ αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε, επίσης, αν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας έφερναν διαρκώς στην επιφάνεια τις κρυμένες αντιφάσεις του συστήματος, ότι, δηλαδή, δεν μπορούν να προταθούν αποκλειστικά τεχνικές λύσεις σε ένα σύστημα, που απαιτεί απαντήσεις και δράσεις κοινωνικές και πολιτικές. Σ΄ αυτή την λογική, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι είναι στις αρμοδιότητες των επαγγελματιών ψυχικής υγείας η χρησιμοποίηση των «τεχνικών» προτάσεων, των θεραπευτικών μεθόδων, αναγκών κ.λπ. -αυτών που έχουν ως αφετηρία τους την θεραπεία των ασθενών- ως μέσων για την αποκάλυψη των αντιφάσεων, μέσα στις οποίες ζούμε και λειτουργούμε.
Για μην αναχθεί, λοιπόν, η έξοδος των ασθενών από τα ψυχιατρεία σε μια διοικητική διαδικασία, που στόχο θα έχει την απλή εφαρμογή των Κοινοτικών οδηγιών και τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών, για να μην ανάγεται η έξοδος από το Ψυχιατρείο απλώς σε μια μεταφορά τους από το χώρο του εγκλεισμού, στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού, απαιτείται να συνδεθεί η Αποιδρυματοποίηση με την Κοινωνική Ανάπτυξη
Μια πολιτική για την ψυχική υγεία δεν είναι νοητή και δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, αν δεν αντιμετωπιστεί από συνολικότερη κοινωνική σκοπιά, προωθώντας μέτρα, που έχουν να κάνουν με όλους τους παράγοντες, που εμπλέκονται στην κοινωνική ζωή. Το πρόβλημα της ψυχικής υγείας, για να μην καταλήξει οριστικά σε κάποια μεμονωμένη, αποσπασματική, περιθωριακή ψευτολύση (χρήσιμη μόνο για την λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου), πρέπει να συμπεριληφθεί ως μέρος της μελέτης και της αντιμετώπισης του συνολικού κοινωνικού προβλήματος.
Πρέπει, δηλαδή, ένας πραγματικός εκσυγχρονισμός της ψυχιατρικής να αποτελεί έκφραση και να είναι σε αλληλοσύνδεση με τον μετασχηματισμό της κοινωνικής βάσης, πάνω στην οποία λειτουργεί, διαφορετικά κάθε δράση της θα απορροφηθεί και θα ακυρωθεί σαν ξένο σώμα από το πλαίσιο, πάνω στο οποίο θα λειτουργούσε.
Και εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει, όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, ότι οι λεγόμενες «καινοτόμες δράσεις» δεν μπορεί να είναι «στεγνές» τεχνοκρατικές απαντήσεις, πιο στενές, ή πιο ευρείες, αφήνοντας άθικτη την κοινωνική βάση, στο πλαίσιο της οποίας αποσκοπούν να «καινοτομήσουν»: σ΄αυτή την περίπτωση, δεν θα ήταν παρά μέσα, που θα στόχευαν, απλώς, στην μεγαλύτερη λειτουργική επάρκεια και αποτελεσματικότητα του συστήματος, και στην συγκάλυψη, την διαχείρηση και τον έλεγχο των δομικών του (κοινωνικών) αντιφάσεων – όπως, άλλωστε, είναι οι περισσότερες από αυτές.
* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος
Σημειώσεις
- Franco Rotelli: οπ.π. Επίσης, βλέπε το “Riabilitare la Riabilitazione”, “Per la Normalita’ ”, ed. “e”, Trieste, 1994.
- Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 3 Δεκέμβρη 2000.
- Franco Rotelli : “Lo scambio sociale”, οπ.π.
ΠΗΓΗ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.