Στο Α΄ Μέρος του άρθρου θέσαμε το κεντρικό ερώτημα: «Πώς τίθεται, σήμερα, το “κοινωνικό αίτημα” για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση; Υπάρχει και (αν υπάρχει) πώς τίθεται, σήμερα, η σχέση ανάμεσα στην ΨΚΑ και τις ανάγκες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος;» Ψηλαφώντας μια απάντηση, προσπαθήσαμε να αποδομήσουμε τον μύθο ότι ρίζα του ιδρυματισμού είναι το ψυχιατρείο, υποστηρίζοντας ότι ρίζα του είναι η κοινωνία.
Ενας άλλος βολικός μύθος είναι ότι η απλή εγκατάσταση σ’ έναν, π.χ., ξενώνα, ισοδυναμεί με κοινωνική επανένταξη. Θεωρούμε ότι, αντίθετα, δεν είναι, προς το παρόν, παρά μια πιο ευνοϊκή θέση για την Αποκατάσταση, για να διεξαχθεί ο αγώνας για την κοινωνική επανένταξη.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, ακόμα, στον χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», που διαδέχεται τον χώρο του «εγκλεισμού». (1)
Συνήθως οι κλασσικοί χώροι του περιθωρίου, του αποκλεισμού, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από το παγκάκι του πάρκου και της πλατείας, την πολυθρόνα του κλειστού ζαχαροπλαστείου, από την γωνία του πεζοδρόμιου και τις στοές, ενίοτε και από την «ιδρυματική ζωή» μέσα στην οικογένεια. Εδώ είναι, ίσως, χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, το γεγονός ότι η αποασυλοποίηση, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της υλοποίησης του «Ψυχαργώς», αφορούσε στην ένταξη του ήδη υπάρχοντος πληθυσμού των τροφίμων των ασύλων σε ξενώνες και οικοτροφεία, δεν σημαίνει ότι μια άλλη μεγάλη μερίδα «μη τροφίμων» (που, εδώ και καιρό, βαίνει αυξανόμενη) δεν παύει ν΄ αποτελεί ένα τμήμα των αστέγων και των εξαθλιωμένων, που πλανώνται αβοήθητοι σ’ αυτή τη χώρα και χρησιμοποιούν το ψυχιατρείο ως πρόσκαιρη κατοικία τους, εν είδει «περιστρεφόμενης πόρτας».
Δύσκολα, όμως, μπορεί να γίνει δεκτό από την τρέχουσα ψυχιατρική/ αποκαταστασιακή αντίληψη, αυτή που έχει ένα διαχειριστικό και απολογητικό χαρακτήρα, ότι και η ένταξη στις νεοσύστατες στεγαστικές δομές (του τύπου του ξενώνα/οικοτροφείου), πολύ περισσότερο μάλιστα αν διεξάγεται μηχανικά, ως απλή μεταφορά ή «τοποθέτηση», δεν είναι παρά στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, δεν είναι, ακόμα, ένταξη μέσα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι ακόμα κοινωνική ενσωμάτωση.
Ο επανεντασσόμενος βρίσκεται ριγμένος μέσα σε μια πραγματικότητα, όπου η βία, οι μηχανισμοί του αποκλεισμού, η εκμετάλλευση, η ανεργία, η στέρηση, οι άλυτες οικογενειακές του σχέσεις, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εγκλεισμό του, ξαναπαρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο και με μεγαλύτερη, πιθανόν, ένταση.
Αλλά και ο γεμάτος ποικίλους προβληματισμούς απολογισμός της ζωής του, η δοκιμασία του νέου ξεκινήματος, η αναζήτηση νοήματος, η απόκτηση διαπραγματευτικής δύναμης, η πρόκληση για την οικοδόμηση σχέσεων, αλλά και η διαχωριστική γραμμή, που τον χωρίζει από «τους έξω», που, πριν, ήταν ο τοίχος του ψυχιατρείου, αλλά τώρα, είναι η ετικέτα, το βλέμα του «άλλου», η κατάσταση (status) του «δευτέρας κατηγορίας» πολίτη, συχνά ο ανοιχτός ρατσισμός: όλα αυτά, και άλλα, αποτελούν τη νεα υπαρξιακή και κοινωνική κατάσταση του επανεντασσόμενου.
Η κατάσταση του ψυχωτικού, ιδιαίτερα του ανθρώπου που πάσχει από «σχιζοφρένεια», εκφράζει την πιο ακραία, ίσως, μορφή αλλοτρίωσης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η αλλοτρίωση, που έχει αναλύσει ο Μάρξ, του ανθρώπου (των κοινωνικών του σχέσεων) στην καπιταλιστική κοινωνία (από το προϊόν της εργασίας του, από την διαδικασία της εργασίας του, από τους άλλους και από τις ανθρώπινες ιδιότητες του εαυτού του), εκφράζεται στον «σχιζοφρενή» στην ακραία και πιο οδυνηρή μορφή της, ως έλλειψη νοήματος, ως ακραία αδυναμία (έλειψη εξουσίας) απέναντι σε δυνάμεις που κυριαρχούν  πάνω του και ως καταθλιπτική απομόνωση. (2)
Η ελευθερία, επομένως, από το ψυχιατρικό ίδρυμα (από την «καταπιεστική προστασία» του ιδρύματος) -στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία, μια υπηρεσία, που φιλοδοξεί να μη λειτουργεί ασυλικά και η οποία έχει συνείδηση των αντιφάσεων μέσα στις οποίες λειτουργεί- είναι μια πρώτη φάση, που μπορεί, ή όχι, να οδηγήσει στην ελευθερία γιαανάκτηση του εαυτού, για την εκτύλιξη του προσωπικού σχεδίου ζωής, για την πλήρη άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων (σπίτι, δουλειά, εκπαίδευση, εισόδημα κ.ο.κ.)
Διαχείριση: η πηγή του νεοϊδρυματισμού
Αν η ΨΚΑ και η κοινωνική επανένταξη αναχθούν σε απλή μεταφορά σε εκτός του ψυχιατρείου δομές, αν εξακολουθήσει να υπάρχει η υλική στέρηση και η εγκαθίδρυση επισφαλών όρων διαβίωσης, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να ανοίξουν νέες «αποθήκες»:  μπορεί να διανυθεί προς τα πίσω η πορεία, από την συνεχιζόμενη παραμονή στον «χώρο του αποκλεισμού», πίσω στον εγκλεισμό, ή να παγιωθούν νέα γκέττο μέσα στον λεγόμενο «Τέταρτο Κόσμο» των δυτικών μεγαλουπόλεων – γιατί, φυσικά, η δοσμένη ανταγωνιστική κοινωνία δεν έπαψε να αναζητά και να δημιουργεί συνεχώς «χώρους αντιρρόπησης των εσωτερικών της αντιθέσεων».
Ετσι, το αρχικό μας ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η κοινωνική επανένταξη/ενσωμάτωση σ’ αυτό τον κόσμο της επισφαλούς εργασίας, της μαζικής ανεργίας, των κατακερματισμένων  και έντονα αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών σχέσεων;
Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, ακόμα και η θεωρούμενη ως η πιο «καλή πρακτική» -στον ξενώνα, στα εργαστήρια κ.λπ.- στον βαθμό που το κοινωνικό σύστημα αδυνατεί να λύσει το θεμελιακό πρόβλημα της πλήρους απασχόλησης (και ακόμα, να αποδώσει αξιοπρεπείς κοινωνικούς ρόλους και να διευρύνει τους κοινωνικούς «χώρους» έκφρασης της υποκειμενικότητας, ρόλους και «χώρους» που ν’ αποτελούν τη βάση της ανάκτησης της αυτοεκτίμησης και της αυτοεπιβεβαίωσης – στο βαθμό, δηλαδή, που δεν αναπτύσσονται δυναμικές χειραφέτησης), υπάρχει ο κίνδυνος, η ψυχιατρική και οι νέες δομές της να περιοριστούν στο να διαχειρίζονται έναν πληθυσμό ασθενών των οποίων η μόνη εναλλακτική προοπτική είναι αυτός ο ίδιος ο ψυχιατρικός θεσμός. (3)
Οι νέες, δηλαδή, ψυχιατρικές δομές, που δημιουργήθηκαν για την αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη, για τη μετάβαση σε μια πιο αυτόνομη ζωή μέσα στην κοινωνία, έξω από τους θεσμούς του ψυχιατρικού κυκλώματος, ωθούνται σε μια παλινδρομική κίνηση μετατροπής τους (και επιβολής τους) ως η μόνη πραγματικότητα, που είναι διαθέσιμη για όποιον δεν έχει άλλες εναλλακτικές λύσεις. Ωθούνται, δηλαδή, να επιβάλλουν την ίδια απλοποιητική βία του ψυχιατρείου, που απαντά μονοδιάστατα, και γι΄αυτό βίαια, στην πολυπλοκότητα του «ανθρώπου που πάσχει ψυχικά» – πνίγοντας, αντί κατανοώντας και απαντώντας στην οδυνηρή ανθρώπινη αντίφαση, όπως αυτή εκφράζεται στην ψυχική διαταραχή.
Αυτή είναι η πηγή του (νεο)ιδρυματισμού των νέων ψυχιατρικών δομών: ότι, δηλαδή, εξακολουθούν να διαχειρίζονται, μέσα από πιο εξωραϊσμένες και πιο τελειοποιημένες τεχνικά υπηρεσίες, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οτι δέχονται,  για μιαν ακόμη φορά, την «κοινωνική εντολή» να δίνουν μια τεχνική λύση σε μια κοινωνική αντίφαση. Ότι στην αντίφαση, που παρουσιάζει η ψυχική αρρώστια, αφενός ως γεγονός παθολογικό, που απαιτεί ειδική αντιμετώπιση και αφετέρου ως γεγονός κοινωνικό, που απαιτεί μια πολιτική απάντηση, επιλέγεται η απορρόφηση της πολιτικής από μια μονομερή τεχνική απάντηση. Αυτό μπορεί να συντελέσει στην ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας της ΨΚΑ, που αντιλαμβάνεται και υλοποιεί το στόχο της Ομαλοποίησης (Normalization) ως συμμόρφωση, ως ομογενοποίηση του (χαρακτηρισμένου ως «διαφορετικού») ατόμου μέσα στην κουλτούρα της επικρατούσας ταυτότητας/κανονικότητας – και όχι ως ισότιμη και αμοιβαία αλληλεπίδραση. Αυτό μπορεί να μετατρέψει πολλούς από τους ξενώνες, που ιδρύονται και λειτουργούν σήμερα, σε κοινωνικά γκέττο.
Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτοί είναι οι εγγενείς κίνδυνοι, που αναδύονται από τη σημερινή κατάσταση. Και μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό, αν ειλικρινά σκύψουμε πάνω στην πραγματικότητα (της πλειονότητας των περιπτώσεων) των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και στις δυτικές, εν γένει, χώρες και αντικρύσουμε αυτή την πραγματικότητα, χωρίς το «φύλο συκής» της αυταρέσκειας, χωρίς ναρκισσισμούς και χωρίς φτηνά άλλοθι.
Η εγγενής τάση του συστήματος να ελέγχει τις κοινωνικές του αντιφάσεις με την δημιουργία χώρων εγκλεισμού, γκέττο κ.λπ., και μάλιστα σε μια περίοδο έντασης των διαδικασιών του κοινωνικού αποκλεισμού, ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», εκεί όπου προχώρησε και εκεί όπου κατέληξε σ’ έναν απλό νεο-ιδρυματικό εξωραϊσμό (όπως στην Ελλάδα), δεν ξεπέρασε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, την συνάρθρωση της λειτουργίας του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας γύρω από την κεντρικότητα της νοσοκομειακής κλίνης, γύρο από την «εισαγωγή για νοσηλεία», σαν την κύρια, ενίοτε τη μοναδική, απάνηση στην σοβαρή ψυχική αρρώστια, ακυρώνοντας τις προσδοκίες στην έννοια και την πρακτική της ολόπλευρης κοινοτικής υπηρεσίας, με την παρέμβαση στην πηγή της ανάδυσης της ψυχικής οδύνης. Πιθανό αυτό να είναι μια εξήγηση (όχι η μόνη) για την τελείως περιφερειακή, με το συνολικό ψυχιατρικό αίτημα, σχέση και ενασχόληση πολλών από τις λεγόμενες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας (τα ΚΨΥ), αλλά και την ταυτόσημη «φιλοσοφία», που διέπει τα ψυχιατρικά τμήματα των Γενικών Νοσοκομείων, με αυτή των ψυχιατρικών ασύλων, όταν αναγκαστούν να καταπιαστούν με τη σοβαρή ψυχική αρρώστια.
«Κοινωνικός αποκλεισμός»: αποσύνδεση από τα κοινωνικά αίτια και στίγμα
Βέβαια, εδώ παίζει ρόλο και μια ορισμένη αντίληψη για τη λεγόμενη Κοινωνική Ψυχιατρική, που θεωρεί ότι αναγνώρισε το «κοινωνικό» και ότι βασίζεται σ’ αυτό, επειδή, απλώς, ασκείται έξω από το ψυχιατρείο. Δυστυχώς, αυτή η αντίληψη της κοινωνικής ψυχιατρικής (αγγλοσαξωνικής προέλευσης) περιορίστηκε στη λεκτική αναγνώριση των «κοινωνικών παραγόντων» στην αιτιοπαθογένεια της αρρώστιας, αλλά αφηρημένα, χωρίς να βγάλει τις αναγκαίες συνέπειες στο θεραπευτικό πεδίο, περιοριζόμενη στην αναπαραγωγή του ιατρικού μοντέλου και ενός συνδυασμού φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπευτικών τεχνικών. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το «κοινωνικό» περιορίζεται σ΄ ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, που μπορούν να κατανοηθούν και να καθοδηγηθούν μέσα από ψυχολογικές και ψυχοδυναμικές τεχνικές (με την εμπλοκή, δηλαδή, όλων των παραγόντων, του ασθενή, της οικογένειας, των φίλων κ.λπ.) Αυτή η έννοια του «κοινωνικού» περιορίζεται στις διεργασίες στο «μικροκοινωνικό» επίπεδο (που, έτσι κι αλλιώς, και σ΄αυτό το επίπεδο, δεν είναι μόνο ψυχολογικού χαρακτήρα), οι οποίες, όμως, έχουν σχετική μόνο αυτονομία σε σχέση με τις διεργασίες στο «μακροκοινωνικό» επίπεδο. Οι «μικροκοινωνικές» διεργασίες υπερκαθορίζονται από το «κοινωνικό» ως το «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», των «σχέσεων παραγωγής» της δοσμένης κοινωνίας, και αυτό, το «μακροκοινωνικό», δηλαδή, επίπεδο, αποτελεί το θεμέλιο. Ανάμεσα στο «μικροκοινωνικό» και στο «μακροκοινωνικό» υπάρχει μια συνέχεια, όχι, όμως, ευθύγραμμη και απλοποιητική, αλλά μέσω μια σειράς διαμεσολαβήσεων, όπου το καθολικό υπάρχει μέσα στο μερικό και το δεύτερο αποτελεί διαμεσολαβημένη εκδήλωση του πρώτου.
Αν η θεραπευτική δραστηριότητα δεν απευθυνθεί, επίσης, σ’ αυτό το «μακροκοινωνικό» επίπεδο, τότε ανάγεται σε μιαν ιδεολογική λειτουργία (με την έννοια της «ψευδούς συνείδησης»). Περιορίζεται, δηλαδή, σε μια χειραγώγηση, με το ένδυμα της «ειδικής τεχνικής», όπου τα όρια ανάμεσα σε θεραπεία και κοινωνικό έλεγχο γίνονται, πλέον, δυσδιάκριτα.
Η αποσύνδεση του «μικροκοινωνικού» από το «μακροκοινωνικό» φαίνεται και στη χρήση, που γίνεται, του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός» και στις πολιτικές για την «καταπολέμησή» του.
Η τρέχουσα χρήση του όρου, βασίζεται στην υπόθεση ενός κατακερματισμένου κοινωνικού ιστού, όπου οι διάφορες πλευρές των προβλημάτων, οι διάφορες κατηγορίες «αποκλεισμένων», αντιμετωπίζονται σαν ανεξάρτητες οντότητες, χωρίς συνάρθρωση μεταξύ τους και με το Κοινωνικό Είναι. Η ύπαρξη ξεχωριστών κατηγοριών αποκλεισμένων ή «προς αποκατάστασιν» ατόμων (ψυχικά πασχόντων, τοξικομανών,  πρώην φυλακισμένων, παλινοστούντων, κ.ο.κ.) δεν κάνει άλλο από το να ενισχύει την εικόνα και το στίγμα του «περιθωριοποιημένου».
«Κρεατοελιές» πάνω στο κοινωνικό σώμα…
Η «κατασκευή» των ξεχωριστών κατηγοριών πηγάζει από την ανάγκη να υπάρχουν διαχειριστικά εργαλεία για την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους σε σχέση με τις «ομάδες-στόχους». Αυτή είναι και η πηγή της  ιδεολογικής χρήσης της κατηγορίας του «κοινωνικού αποκλεισμού» στις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνδεση των κοινωνικών προβλημάτων των «ομάδων-στόχων» από  την κοινωνική οργάνωση, που τα προκαλεί.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη αντίληψη πίσω από αυτή την άποψη,  που μολύνει και τις αντιλήψεις και τις πρακτικές της ΨΚΑ: ότι δεν πρόκειται, δηλαδή, για προβλήματα, που προκαλεί η ίδια η οργάνωση και λειτουργία της κοινωνικής δομής (το σύστημα των κοινωνικών, ταξικών σχέσεων) – και που, ως τέτοια, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται με μέτρα και πολιτικές, που θ΄ αφορούσαν συνολικά τη ζωή και τα δικαιώματα όλων των εργαζόμενων στρωμάτων (αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας, των προβλημάτων της εκπαίδευσης, της υγείας, της ασφάλισης, της κοινωνικής ανισότητας κ.λπ.) (4)
Γίνεται, αντίθετα, προσπάθεια να περάσει η αντίληψη ότι τα προβλήματα αυτά είναι προϊόν «υποκειμενικής ευθύνης», το αποτέλεσμα, δηλαδή, της «αποτυχίας»  ατόμων ή ομάδων να επωφεληθούν από τις λεγόμενες «ίσες ευκαιρίες», που παρέχονται μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, που είναι «φυσικό», αιώνιο, και αμετακίνητο, που αποτελεί το απαύγασμα, «το τέλος της ιστορίας». Στη χειρότερη περίπτωση, τα προβλήματα αυτά δεν είναι παρά απλά «βραχυκυκλώματα» κάποιων ανισορροπιών, που θα έπρεπε, βέβαια, να διορθωθούν, ανισορροπιών, ωστόσο, ενός συστήματος «σωστού και ορθολογικού». Μια άλλη έκφραση για την επιβίωση και την διόγκωση αυτών των προβλημάτων (φτώχεια, εξαθλίωση, μαζική ανεργία), που συχνά ακούμε να λέγεται, είναι ότι αποτελούν «το αναπόφευκτο τίμημα της προόδου και της ανάπτυξης».
Αυτή η απολογητικού τύπου αντίληψη αποσυνδέει αιτία και αποτέλεσμα και βλέπει τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού σαν «κρεατοελιές» πάνω στο «υγιές σώμα». Αυτό είναι και το σκεπτικό της, κατ΄ επιταγήν της ΕΕ, προωθούμενης (ήδη προ του ξεσπάσματος της παρούσας οικονομικής κρίσης) πολιτικής του «δικτύου κοινωνικής προστασίας», μιας κατακερματισμένης δέσμης μέτρων, που αφορούν «το συγκεκριμένο πρόβλημα αυτών που υποφέρουν πιο πολύ» (βλέπε παρακάτω).
Με οδηγό αυτή την αντίληψη, διάφορες ομάδες του πληθυσμού ταξινομούνται στη βάση των «ιδιαίτερων» προβλημάτων τους και μετατρέπονται σε «προνοιακά  βοηθούμενους» («επιδοματούχους»), με κριτήριο την ατομική τους ιδιαιτερότητα – αντί να επωφελούνται από την εφαρμογή γενικών κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία, αντίθετα, συρρικνώνονται για όλους. (5)
Έχουμε, επομένως, την κατασκευή και την ταξινόμηση ομάδων και κατηγοριών , που παίζουν έναν μειωτικό, διαχωριστικό, ρατσιστικό ρόλο, εδραιώνοντας την περιθωριοποίηση ομάδων, όπως: οι «έξω» και οι «μέσα» από την κοινωνία, ο «ασθενής» (ΑΜΕΑ, ψυχικά πάσχων, φορέας HIV), ο «μετανάστης», ο «τσιγγάνος», ο «τοξικομανής», η «μονογονεϊκή οικογένεια» (σε έμμεση αντιπαράθεση με την κοινωνικά αποδεκτή νόρμα της οικογένειας), κ.ο.κ. (6) Μέσα από αυτή τη διαδικασία έχουμε σαν αποτέλεσμα την εξάρτηση ατόμων και ομάδων από το κύκλωμα των υπηρεσιών, προνοιακών, κοινωνικών, ψυχιατρικών κλπ-την διαδικασία, δηλαδή, της «χρονιοποίησης», που έχει ως σαφή λειτουργία της τον κοινωνικό έλεγχο.
Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση του κεφαλαιώδους ζητήματος της Εργασίας, στον τομέα της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω: η εργασία υπάρχει, στα τρέχοντα προγράμματα, συνήθως μόνο στα χαρτιά, ενώ κανένα σοβαρό μέτρο δεν λαμβάνεται για την αντιμετώπιση της δραματικής έλειψης θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες, επανεντασσόμενους και μη.
* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος

Σημειώσεις
  1. Franco Rotelli : “Lo scambio sociale”, στο “Nell’ Impresa Sociale”, Ed. “e”, Trieste, 1991.
  2. Franco Basaglia : “La comunita’ Terapeutica”, Scritti Vol. II.
  3. Bλέπε «Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός», Αθήνα 1998, υλικά του 6ουεπιστημονικού συνεδρίου του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα (27-30 Νοεμβρίου 1996). Ιδιαίτερα το κείμενο της Γεωργίας Πετράκη «Κοινωνικός Αποκλεισμός: παλαιές και νέες “αναγνώσεις” του κοινωνικού προβλήματος».
  4. Οπ.π.
  5. Οπ.π.
  6. Franco Rotelli: οπ.π. Επίσης, βλέπε το “Riabilitare la Riabilitazione”, “Per la Normalita”, ed. “e”, Trieste, 1994.