Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας…
του Δημήτρη Δαμασκηνού
Λογοτεχνικό αφιέρωμα
(Μέρος δεύτερο)
3. Έκσταση (1943)
«Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα πολύ ωραίο σπίτι. Ήταν ευτυχισμένος γι’ αυτό του το σπίτι, μα πιο πολύ ήταν για την
αγάπη του. Μια μέρα πήγαν και τον βρήκαν κάτι λαχανιασμένοι άνθρωποι. «Καίγεται το σπίτι σου», του είπαν. «Δεν πειράζει», τους αποκρίνεται. « Τι πειράζει αφού έχω αγάπη». Κι έχτισε ένα καινούργιο σπίτι. Μα τώρα πια δεν είχε αγάπη……….. «Καίγεται το σπίτι σου! Καίγεται και το καινούργιο σου σπίτι!» του ξαναφώναξαν πάλι. « Τι πειράζει – τους ξαναποκρίνεται – Τι πειράζει αφού δεν έχω πια αγάπη ; (1)»
Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση του αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Χάος και παράλυση είναι τα χαρακτηριστικά του σύντομου διαστήματος από την αναχώρηση των κυβερνώντων ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Πολλοί είναι αυτοί που αναχώρησαν επίσης για την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή ή απλώς κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων και λιμανιών από εχθρικά αεροπλάνα ολοκλήρωσαν την εικόνα της αποδιοργάνωσης και του φόβου. Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση «κουΐσλιγκς» με πρώτο πρωθυπουργό το Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.
Γερμανικά τανκς στην οδό Αθηνάς τον Απρίλιο του 1941
|
Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη «Nέα Tάξη», που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό.
Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.
Έντρομοι οι κάτοικοι της περιοχής Αμπελοκήπων υποχρεώνονται να περάσουν μπροστά από το πτώμα κρεμασμένου πατριώτη. Στο στήθος του η επιγραφή γράφει: «Έτσι τιμωρούνται οι δολοφόνοι των Εθνικιστών». Το φωτογραφιζόμενο τιμημένο θύμα της αντίστασης είναι κατά πάσα πιθανότητα, ο Βλ. Αποστολάρης.
|
Και στις τρεις ζώνες κατοχής η κατάσταση για τον ελληνικό λαό ήταν εξίσου απελπιστική. Στη γερμανική, ωστόσο, ζώνη η απομύζηση αγαθών, πόρων και των αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας την αντίσταση του ελληνικού λαού.
Δραματική εικόνα από την πείνα της ναζιστικής Κατοχής
|
Τα δυο πρώτα χρόνια της Κατοχής ήταν πολύ δύσκολα για τον ελληνικό λαό, κατά συνέπεια και για τους λογοτέχνες του, που εκτός από το πρόβλημα της επιβίωσης, αντιμετώπιζαν προβλήματα με την κατοχική λογοκρισία ή –όπως είναι φυσικό- αυτολογοκρίνονταν στο έργο τους.
Η Αγγέλα Καστρινάκη στο βιβλίο της «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950» (2), υπογραμμίζει την τάση «φυγής» που κυριαρχεί στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, που –κατά την ταπεινή μου άποψη- είναι λογικό να φουντώνει, αφού αποτελεί μια «θεμιτή» μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης που αφήνει –κατά τεκμήριο- αδιάφορη τη γερμανική κατοχική διοίκηση. Λίγο αργότερα, στα 1943, η ευφορία, που δημιουργεί η προσδοκία για την λήξη του πολέμου (φούντωμα της Αντίστασης, νίκη για τα όπλα του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην τιτανομαχία του Στάλινγκραντ), αρχίζει να εκφράζεται στον χώρο της διανόησης, με την υπέρβαση του ατομισμού και την υιοθέτηση ενός πατριωτικότερου αγωνιστικού τόνου.
Στάλινγκραντ: όλη η πόλη ένα πεδίο μάχης
«Η νίκη των στρατευμάτων μας στο Στάλινγκραντ – γράφει ο στρατάρχης Ζούκωφ (3) - αποτέλεσε την αρχή της ριζικής καμπής του πολέμου υπέρ της ΕΣΣΔ… Από τη στιγμή αυτή η Σοβιετική διοίκηση πήρε ολοκληρωτικά τη στρατιωτική πρωτοβουλία και την κράτησε ως το τέλος του Πολέμου». Ήταν μια νίκη που κερδήθηκε με σκληρές μάχες σώμα με σώμα «από κτίριο σε κτίριο, όπου το κάθε κτίριο της πόλης γινόταν ερείπια» (4).
|
Στα δύο τελευταία, ωστόσο, χρόνια της Κατοχής, παρατηρείται μια αυξημένη εκδοτική παρουσία λυρικών πεζών έργων. Ταυτόχρονα με τις εκδόσεις των νέων πεζογράφων, παλαιότεροι λογοτέχνες, με θητεία στην λυρική πεζογραφία και σημαντική παρουσία στον τύπο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, εκδίδουν τις δικές τους λυρικές αφηγήσεις (5). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Έκσταση (1943) (6) και το Γλυκοχάραμα (1944) (7) του Μενέλαου Λουντέμη κ.ά. (8).
Η «Έκσταση», που ο Μενέλαος Λουντέμης τη χαρακτηρίζει, μυθοφαντασία, επισφραγίζει μια ολοκληρωμένη περίοδο του συγγραφέα, που μπαίνει στη συνέχεια στη δεύτερη και μεγαλύτερη περίοδό του, σημαδεμένη από την ένταξή του στην Αντίσταση και τα κατοπινά του μαρτύρια.
Η «Έκσταση» είναι ένα φιλοσοφικό βιβλίο με έντονο δραματικό τόνο που διατυπώνει την μοιραία «ατυχία» να είναι κάποιος καλλιτέχνης και τα επώδυνα και δυσβάσταχτα καθήκοντα που αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο, αλλά και τα ευεργετικά οφέλη για τους γύρω. Το βιβλίο μέσα από διαλόγους του συγγραφέα με τον παράξενο επισκέπτη που γνωρίζει, αγγίζει θέματα, όπως υπαρξιακά, το όνειρο του ιδανικού Έρωτα, την ματαιότητα της παρούσας ζωής και τον αναπόφευκτο θάνατο, που έρχεται ως το φθινόπωρο στο εκστασιασμένο καλοκαίρι του Κλέαρχου, του παράξενου οδοιπόρου του συγγραφέα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο μοναχικός συγγραφέας, συναντάει έναν ιδιόμορφο τύπο και περνάει μαζί του δύο «εβένινες» νύχτες, νύχτες χωρίς άστρα και μελαγχολικές, γεμάτες από φιλοσοφικές αναζητήσεις των δύο αντρών, που σύντομα ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά στοιχεία, με κυριότερο την «καταραμένη» καλλιτεχνική κλίση...
«... Μα πότε είναι ήρεμη μία νύχτα; Όταν δεν φυσάει; δεν έχει αστραπόβροντα; Μου φαίνεται πως όχι. Όταν η νύχτα κάνει χαλασμό έξω την ακούμε. Μας ειδοποιεί πως είναι μία νύχτα θυμωμένη, μία νύχτα που φοβερίζει γιατί δεν μπορεί να καταστρέψει. Καθίσατε όμως ποτέ να ακούσετε μια ήσυχη νύχτα; Όχι. Είναι γιατί τότε μας ακούει κείνη. Είναι μια νύχτα τυφλή· μπορεί και πεθαμένη. Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμηθείτε τότε; Πώς μπορείτε να παραδοθείτε στην αγκαλιά μιας νεκρής; ‘Οι νύχτες αυτές είναι ασέληνες, μαβιές, έχουν τη μαυρίλα του έβενου. Είναι φόβος να σε πετύχουν στον ύπνο και να σε καταποντίσουν, να σε διαλύσουνε μες στο έρεβος. Κάθε τέτοιες νύχτες, κάτι φυλές της ζούγκλας ανάβουν μεγάλες φωτιές κι ως το πρωί χτυπάνε αδιάκοπα το ταμ-ταμ’» (9).
Ο φιλοξενούμενος του συγγραφέα είναι ένας ταλαντούχος ζωγράφος, ο οποίος έπειτα από την ανάδειξή του ταλέντου του σε νεαρή ηλικία, ανακαλύπτει πως πάσχει από βαριά αρρώστια. Για να γιατρευτεί, καταφεύγει σε μακρινά και γαλήνια μέρη μακριά από τις καλλιτεχνικές συγκινήσεις που επιδεινώνουν το πρόβλημά του. Έπειτα από κάποια χρόνια αρμονίας, ευημερίας και φιληδονίας, αναγκάζεται να επιστρέψει για την κηδεία των γονιών του, κάτι που τον συγκινεί βαθύτατα και τον παρασέρνει να ασχοληθεί με την Τέχνη και πάλι...Μέσω αυτής, θα φτιάξει στο μυαλό του την ιδανική γυναίκα, τον τέλειο Έρωτα και θα ξεκινήσει την αναζήτησή της. Ο συγγραφέας, αντίστοιχα, είναι ένας μοναχικός αλλά λιγότερο απαισιόδοξος μεσήλικας, ο οποίος ακολουθεί τον ξένο στους συλλογισμούς και τους στοχασμούς του και επηρεάζεται από αυτούς .
Το δεύτερο μέρος αποτελείται από το χειρόγραφο που στέλνει ο ξένος καλλιτέχνης στον συγγραφέα και που εξιστορεί την εύρεση της ονειρεμένης του γυναίκας και τις αξέχαστες και γεμάτες Έρωτα καλοκαιρινές μέρες του μαζί της. Εδώ, ο εκστασιαζόμενος καλλιτέχνης περιγράφει με φανταστικό τρόπο τα συναισθήματα των δύο θνητών που «θεοποιήθηκαν» από την Αγάπη τους, νικώντας κάθε θεό αλλά και τον ίδιο τον Χρόνο.
«Τι είμαστε;
Δεν βλέπουμε τους μαύρους καπνούς που βγάζουν οι πολιτείες.
Δεν βλέπουμε τους λεκέδες που κυκλοφορούν στους δρόμους με ανθρώπινες στολές. Δε βλέπουμε τις προτομές που ετοιμάζουν για ανάξιους. Δε βλέπουμε τα πουλιά να μοιρολογούν μελωδικά μες στα κλουβιά. Δε βλέπουμε… Δε βλέπουμε… Δε βλέπουμε…
Τι είμαστε;
Δεν νιώθουμε την πάχνη που κάθεται στα χόρτα. Δε νιώθουμε αν φυσά, αν βροντά, αν βρέχει.
Δεν νιώθουμε αν ο ήλιος βράζει, αν το πέλαγο θυμώνει, αν φοβερίζουν τα κύματα.
Τι είμαστε;
Μόνο η ιερή τούτη γη το ξέρει.
Είμαστε δυο αρχαίοι, αυτό είμαστε!
Κανείς δεν μπορεί να επιμένει ότι δεν είμαστε.
Είμαστε δυο έκπαγλοι εραστές με μυρωμένα στεφάνια στις κόμες. Δυο αρχαίοι εραστές με μαλακά σανδάλια. Ζούμε τα ανθεστήριά μας, τις ξανθές σελήνες των ερώτων μας.
Είμαστε δυο που περίμεναν και δεν περιμένουν. Δυο που κοιτούσαν τους δρόμους και τώρα κοιτούν τα μάτια τους.
Ήμασταν δυο άδειες αγκαλιές και τώρα δυο αγκαλιές γεμάτες.
Είμαστε, ναι, οι αρχαίοι εραστές!
Πάνω στα μέτωπά μας λάμπουν τα φιλήματα των θεών» (10).
Το αναγεννημένο ζευγάρι περνάει από την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, τη Χαλκιδική, από αρχαία μνημεία και δοξασμένους τάφους, μέρη που διεγείρουν το καλλιτεχνικό πνεύμα των δύο νέων:
...«Μυκήνες! Ξένε, κλάψε... Αν θέλεις να προσευχηθείς, δεν υπάρχει βωμός. Όλα είναι θρύψαλα, λιωμένα κάτω απ το ασήκωτο πέλμα του καιρού. Κι όμως... τον παλιό κείνο και φευγάτο καιρό όλα ήταν ολόρθα.
Οι σπασμένες υδρίες ήταν κάποτε ξεχειλισμένες νέκταρ. Τούτες οι κολόνες κρατούσαν στα κεφάλια τους τον ουρανό της σοφίας! Ύστερα οι Έλληνες μπούχτισαν, μέθυσαν απ τη γνώση και τη λάμψη και τα ’σπασαν όλα, τα ’καναν συντρίμματα! Ναι, απ’ την πολλή λάμψη τυφλώθηκαν.
Αν θέλεις να δεις Μυκήνες, φλογερέ προσκυνητή, σκύψε. Η πόλη βουλιαγμένη. Η Μυκήνα είναι υπογειούπολη. Ευλογία στα χώματα που τη φύλαξαν απ τους ανθρώπους της κι απ τη μανία της καταστροφής τους. (Τα χώματά σου, Ελλάδα, στάθηκαν πιο ελληνικά απ’ τους Έλληνές σου)» (11).
Έως ότου ο θάνατος, με την ταυτόχρονη συμβολική έλευση του φθινοπώρου, έρχεται να δώσει δραματικό τέλος στο μεθυσμένο καλοκαίρι αλλά και στη ζωή των ερωτευμένων:
«…Σ’ αυτόν τον τόπο των παράλληλων μονόλογων, όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι… […]
Η καρδιά μου πονά … και μια λιποθυμιά ναρκώνει τις αισθήσεις μου σα να ’χα πιει μεθυστικό ποτό …
………………………………………………
Αχ, για λίγο σταφυλένιο κρασί,
που θά ’χε παγώσει στη βαθειά σκισμένη γη,
που θα ’χε τη γεύση των λουλουδιών και της πράσινης εξοχής.
Τις αναμνήσεις των χορών, των χωριάτικων τραγουδιών
και της ηλιοκαμένης ευθυμίας…
Αχ, για ένα ποτήρι γεμάτο απ’ το ζεστό Νότο,
γεμάτο απ’ την αληθινή, την ευτυχισμένη Ιπποκρήνη,
με χάντρινους αφρούς στα χείλη.
Κι ένα ολοπόρφυρο στόμα για να ’πινα
και να ’φευγα αόρατη απ’ τον κόσμο αυτό,
ή μαζί σου να χαθώ στο σκοτεινό δάσος.
Να φύγω μακριά, να διαλυθώ και για πάντα να ξεχάσω
αυτό που ανάμεσα στα φύλλα εσύ δεν έμαθες ποτέ:
Την κούραση, την αγωνία, τον πυρετό του κόσμου τούτου
όπου οι άνθρωποι κάθονται κι ακούνε ο ένας τον άλλο να βογκά.
Εδώ που η αρρώστια μαδά τις τελευταίες άσπρες τρίχες.
Εδώ που τα νιάτα χλομαίνουν και σαν αδύνατοι πεθαίνουν σκελετοί.
Εδώ που το να σκέφτεσαι είναι το ίδιο σα να λυπάσαι.
Εδώ που η ομορφιά δε μπορεί να φυλάξει την αστραπή των ματιών της.
Ούτε ο σημερινός έρωτας
πιο πολύ απ’ το αύριο να κρατήσει.
Σ’ ακούω στη σκοτεινιά …
και για πολλή ώρα είμαι ερωτευμένος με το θάνατο …
και τον φωνάζω με γλυκά ονόματα, να δρέψει την αναπνοή μου
τώρα … που πιο πολύ κοντά από ποτέ
μου φαίνεται τόσο τέλειο να πεθάνω…» (12).
Το βιβλίο, έχοντας έντονα δραματικό τόνο, σκιαγραφεί την βασανιστική, για τον ίδιο, ζωή ενός καλλιτέχνη, ο οποίος θυσιάζει την προσωπική του Ευτυχία, όντας πλημμυρισμένος από έντονα συναισθήματα, αγωνιώδεις στοχασμούς και φιλοσοφικές αναζητήσεις που τον καθιστούν, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, «στρατιώτη» στο βωμό της Τέχνης και προς όφελος των άλλων, οι οποίοι θα γευτούν τους καρπούς της προσπάθειας του.
«Θα ήθελα πεθαίνοντας κάτι να ευχόμουν στους ανθρώπους -να ευχόμουν πολλή, αμέτρητη ζωή-, μα είναι περιττό. Εκείνοι που αγάπησαν, δε θα τη χρειαστούν...» (13).
Ωστόσο η ανακάλυψη, η λύτρωση, δεν θα έρθει παρά πολύ αργότερα, όταν ο ίδιος θα είναι πια σε θέση να ορίσει στον επίλογό του, πως μπορεί η ευτυχία η δική σου να μην είναι παρά μονάχα ο τρόπος για να δίνεις λίγη ευτυχία στους άλλους:
«Την προσωπική σου ευτυχία δε θα βρεις υλικά να την φτιάξεις. Θα την ανακαλύψεις μόνος σου μέσα στην ξένη χαρά, στο ξένο τραγούδι. Πρέπει να συνηθίσεις να αγαπάς εκείνο που σου λείπει. Να συνηθίσεις να αντέχεις εκείνο που έχεις.
Αλλά τότε… Αν είναι έτσι όπως το λες, πως μπόρεσες, εσύ, χωρίς ευτυχία, να σύρεις ως εδώ την ύπαρξη σου; Σήμερα τελειώνει ένας αιώνας. Μήπως ανακάλυψες μέσα απ’ τα ρούμανια της ζωής, κανένα μονοπάτι που να μπορείς να το περάσεις χωρίς να ξεσκιστείς;»
Όχι. Ανακάλυψες, όμως Κάτι άλλο: τη μέθοδο να δίνεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Τα λεξικά δεν τη γράφουν έτσι… Τη λένε μαρτύριο, αλλά ποιος ξέρει; -μπορεί αυτή να είναι η πραγματική- και η μόνη – Ευτυχία»
Αθήνα 1956
Ο ΙΔΙΟΣ (14)
Ο Μενέλαος Λουντέμης, όμως, με τη δημοσίευση του έργου του θα δεχτεί απαξιωτική κριτική από τον Απόστολο Σαχίνη που γράφει στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» τον Ιανουάριο του 1944: «Υπάρχουνε περιπτώσεις που η λογοτεχνική κριτική στην προσπάθειά της ν’ αγκαλιάσει όλα τα ‘είδη’ του λόγου, χωρισμένα από τα πριν για τη διευκόλυνση της δουλειάς της, και να προδικάσει ανάμεσα από την προοπτική του χρόνου την υποθετική διάρκεια του αντικειμένου της, βρίσκεται σε πραγματικό αδιέξοδο. Είναι η περίπτωση της Έκστασης του Μενέλαου Λουντέμη. Το άνισο και άμετρο αυτό πεζογράφημα, που το πρώτο μέρος του είναι ένας εφιαλτικός διάλογος πάνω σε προβλήματα με αμφίβολη φιλοσοφική υπόσταση και το δεύτερο ένα λυρικό ξέσπασμα και μια λυρική καταφυγή προς τη φύση, σαν την πιο κατάλληλη και υποβλητική σκηνογραφία για έναν ανυπέρβλητο σ’ έξαρση έρωτα, θα έφερνε σε πραγματικά δύσκολη θέση τον κριτικό που θα καταπιανότανε με την εξέταση της αισθητικής δικαίωσής του, αν δεν φρόντιζε ο ίδιος ο συγγραφέας του με ένα άρθρο στην ‘Πρωία’ να τον κατατοπίσει, διαλαλώντας προγραμματικά την επιδίωξή του και υποδείχνοντάς του έτσι κάποιο δρόμο […]» (15).
Η επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά το 1936 κατέστειλε οριστικά την κυκλοφορία των λογοτεχνικών περιοδικών της αριστεράς. «Το τεύχος Ιουλίου των Νέων Πρωτοπόρων κατάσχεται από τα περίπτερα, όπως φυσικά και όλα τα αριστερά και κομμουνιστικά λογοτεχνικά έντυπα και βιβλία, που αποσύρονται από τα βιβλιοπωλεία, ενώ, κατά το ναζιστικό πρότυπο, καίγονται (με εντυπωσιακή τελετή σε κεντρική πλατεία κοντά στο Ζάππειο) όσα επαναστατικά βιβλία έχουν κατασχεθεί από τα σπίτια συλληφθέντων κομμουνιστών ή θεωρουμένων ως συνοδοιπόρων τους. Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν ήταν και ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου στη λαϊκή έκδοση του Ριζοσπάστη» (16). Παρ’ όλους τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και τις απαγορεύσεις της λογοκρισίας, το λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα άρχισε να εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1935, δεκαεννέα μήνες, δηλαδή, πριν από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του ’36. Διευθυντής του ήταν ο Ανδρέας Καραντώνης, που ήταν βενιζελικός, ήταν ωστόσο σφοδρός αντικομμουνιστής διανοούμενος και επηρεασμένος εκείνον τον καιρό τουλάχιστον από τη ρητορική της 4ηςΑυγούστου στην αναζήτηση της ελληνικότητας (17).συνέχισε να κυκλοφορεί, κατά τα φαινόμενα, τουλάχιστον, απρόσκοπτα μέχρι και την άνοιξη του 1940, λίγους μήνες, δηλαδή, πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μετά την απελευθέρωση επανακυκλοφόρησε στο τέλος του 1944, όταν ο Ανδρέας Καραντώνης συνεργάστηκε με τον Γιώργο Κατσίμπαλη, όπως αργότερα (1946-1952) έκαμε και με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση».
|
Ο Απόστολος Σαχίνης που ποτέ δε συμμερίστηκε τους αγώνες και τις αγωνίες της αριστεράς στην τέχνη και την κοινωνία αναφέρεται βέβαια στην απάντηση που έδωσε ο ίδιος ο Λουντέμης χολωμένος στους επικριτές του το 1943: «Θα μείνω πρωτογονικός και ανήμερος, δεν θα κάνω ποτέ Τέχνη, αλλά Αλήθεια (με μεγάλα γράμματα) και Ζωή (με πιο μεγάλα και ματωμένα γράμματα)». Αυτά δήλωνε στην «Πρωϊα», υπερασπιζόμενος το χαμσουνικό πρότυπο του αυτοδίδακτου προλετάριου-συγγραφέα που είχε για τον ίδιον και το έργο του επιλέξει (18) .
Αποτυπώνοντας αυτή την αρνητική ατμόσφαιρα θα γράψει τις κριτικές του παρατηρήσεις για την Έκσταση ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου πολλά χρόνια αργότερα: «Ο αυθεντικός χαρακτήρας και τα καλοσχεδιασμένα ανθρώπινα πορτρέτα περνούν σε δεύτερο πλάνο στην Έκσταση. Ο Λουντέμης αντιστρατεύεται το στέρεο ρεαλισμό του με μια αναγωγή σε φιλολογικά πρότυπα που δεν του πηγαίνουν. Η ιδέα του ξένου και του επισκέπτη, πίσω από την οποία φιλοδοξεί να κρύψει εαυτόν, χωλαίνει τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και στο πεδίο της αληθοφάνειας. Ο άγνωστος του αντικρινού παραθύρου θυμίζει αχνά κάτι από Ντοστογιέφσκι, δεν διαθέτει, όμως, καμιά από τις δαιμονικές ιδιότητες των ηρώων του: τα βάζει με τους καλλιτέχνες, μιλάει για την ηθική και την ευτυχία, αλλά δεν μας πείθει ούτε για τον απαισιόδοξο τόνο των αποστροφών του ούτε για την παρακμιακή του τοποθέτηση. Αποκαλύπτει, αντιθέτως, γρήγορα τις αδυναμίες της αυθαίρετης κατασκευής του, όντας εντέλει παθητικός και μόνον υποδοχέας των ποικίλων εκτιμήσεων του συγγραφέα»
Και σε ό,τι αφορά την ανατροπή του ρεαλιστικού κανόνα, ωστόσο, η Έκσταση παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Τα περάσματα από το πραγματικό στο φανταστικό δεν δικαιολογούνται επαρκώς, το ονειρικό κλίμα διαταράσσεται αδέξια με σχόλια και εκτός δράσεως παρεμβολές και ο εσωτερικός χρόνος παραβιάζεται κατά βούλησιν και με μεγάλες αβαρίες: τα χάσματα και τα κενά δεν αντιπροσωπεύουν κάποια αμφισβήτηση της λογικής, αλλά τη δυσχέρεια του δημιουργού να θέσει υπό έλεγχο τα παραστατικά του μέσα (19).
Μ’ ένα διαφορετικό, πιο συγκαταβατικό –για τον συγγραφέα- πνεύμα σχολιάζει την «Έκσταση» ο Γιάννης Χατζίνης, χαρακτηρίζοντας την ανάγνωσή της… «κάποια δοκιμασία», χωρίς να αμφισβητεί, όμως, την ποιότητα του ταλέντου του συγγραφέα της, όπως είχε ήδη εκδηλωθεί σε άλλα του βιβλία:
«Κάτι ‘καινούριο’, μια νέα πρωτοτυπία, κυρίως από συνθετική άποψη, επιδίωξε να μας δώσει μ’ ένα άλλο ενδιάμεσο βιβλίο του, την «Έκσταση», που την χαρακτήρισε ο ίδιος ως ‘μυθοφαντασία’. Αν σ’ αυτό δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματα του είδους, ίσως γιατί βγήκε από τα όρια του ταλέντου του, μας έκαμε άλλη μια φορά να σκεφθούμε πως το μεγάλο μυστικό του καλλιτέχνη είναι να διακρίνει καθαρά το δρόμο του και να σφυγμομετρήσει τις δυνάμεις του, αν δεν θέλει να σπαταληθεί άδικα. Ωστόσο όλα τα βιβλία του κ. Λουντέμη –τα τέσσερα αυτά που ήδη αναφέραμε- αποκαλύπτουν και εξηγούν τον άνθρωπο που τα έγραψε. Περισσότερα ίσως η ίδια η «Έκσταση» μας δείχνει πιο άμεσα, με τρόπο πιο οξύ και πιο παθητικό, το δράμα μιας ψυχής, που ζητάει ανταπόκριση στη ζωή, γιατί δεν μπορεί να βαστάξει μοναχή κι ασυντρόφευτη, που είναι έτοιμη να ζήσει με όλους τους πόρους της, χωρίς υπολογισμό, την αγάπη, -αναγκαία γι’ αυτήν, όπως είναι για το κορμί αναγκαίο το ψωμί και το νερό. Καταλαβαίνω γιατί αγάπησε την «Έκστασή» του ο κ. Λουντέμης, γιατί δεν μπόρεσε να υποφέρει την επίκριση που έγινε σ’ ένα βιβλίο, που συγκέντρωσε ό,τι είχε και δεν είχε, όλο το θησαυρό του αισθήματος-, αλλά όπου επίσης του διέφυγαν όλα εκείνα τα ουσιαστικά στοιχεία που θα στερέωναν καλλιτεχνικά τη σύλληψή του και θα δικαίωναν την προσφορά του. Το ίδιο και ο εραστής που δίνεται αλογάριαστα, παραξενεύεται όταν δεν έχει εξίσου πλούσια την ανταπόδοση που προσδοκάει, κι όσο περισσότερο υποφέρει γι’ αυτό, τόσο βλέπει μεγαλείτερη την αδικία, τόσο πιο απεγνωσμένα προσκολλιέται στην ιδέα του και στο μαρτύριό του. Αν όμως και για την άσκηση του έρωτα χρειάζεται μια πειθάρχηση και μια τέχνη, πολύ περισσότερο πρέπει να χρειάζεται, πρέπει ν’ αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, το πιο στοιχειώδες εφόδιο, για την καλλιτεχνική δημιουργία. Η «Έκσταση» -που περικλείει μολαταύτα, σαν ουσία λυρική, πολλά «Γλυκοχαράματα»- είναι το βιβλίο που δεν θαπρεπε να γραφεί, όπως ο λόγος του μεγάλου πάθους δεν θάπρεπε να ειπωθεί στη σκληρή και εγωϊστική ερωμένη. Δεν υπάρχει τίποτε βαθύτερα εγωϊστικό, από τη στάση του αναγνώστη απέναντι στο συγγραφέα. Όταν δεν παρασυρθεί απ’ αυτόν, όταν μείνει ξένος προς τον κόσμο του, γίνεται ο πιο αμείλικτος, ο πιο αδυσώπητος κριτής. Ο κ. Λουντέμης βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος για να δεχθεί την κριτική που έγινε στην «Έκσταση», και αντί να στρέψει το βλέμμα του προς τον ίδιο τον εαυτό του για ν’ ανακαλύψει τις αιτίες της επίκρισης, άφησε, σαν τον αποτυχημένον εραστή, να ξεσπάσει ασυγκράτητη η πικρία κ’ η αγανάκτησή του εναντίον των κριτικών του» (20).
Φθινόπωρο 1941: Η ομάδα των λογοτεχνών του ΕΑΜ Καλλιθέας στην πλατεία της Καλλιθέας.
Από αριστερά Γιάννης Χατζίνης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Σωτήρης Σκίπης, Έλλη Αλεξίου (γραμματέας της ομάδας), Γιώργος Βαλέτας και Γιώργης Λαμπρινός (δολοφονήθηκε στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση).
Στην ομάδα ανήκε και ο Γιάνης Κορδάτος, που απουσιάζει από τη φωτογραφία
|
Υποσημειώσεις:
(1) Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2010, σελ. 82.
(2) Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Πόλις 2005.
(3) Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 2ος, σελ. 151.
(4) Denis Richards: «Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789- 2000», εκδόσεις Δ. Παπαδήμα, σελ. 554.
(5) Στα 1943/44 επανεκδίδονται μερικά από τα σημαντικότερα λυρικά πεζογραφήματα του μεσοπολέμου, όπως για παράδειγμα Η τελευταία νύχτα της γης (1924) του Πέτρου Χάρη, η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη (φθάνει στην τέταρτη έκδοση), η Eroica (1938) του Κοσμά Πολίτη. Επίσης πεζογράφοι του μεσοπολέμου εκδίδουν καινούρια λυρικά έργα, όπως η Κρίσιμη Ώρα και ο Μακρινός Κόσμος (1944) του Πέτρου Χάρη, Τα χειρόγραφα της μοναξιάς (1943) και Οι δύο και η νύχτα (1944) του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, το Κόντρα στον άνεμο (1943) της Ειρήνης Γαλανού, τα Παγανά (1945) του Στρατή Μυριβήλη κ.α.
(6) Μενέλαος Λουντέμης, «Έκσταση», εκδ. Αετός, 1943.
(7) Μενέλαος Λουντέμης, «Γλυκοχάραμα», Αθήνα 1944. Δεύτερη έκδοση: Δίφρος.
(8) Παρόντες και οι λυρικοί πεζογράφοι της Σχολής της Θεσσαλονίκης. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, στα 1944, εκδίδει τον Κύκλο και ο Γιώργος Δέλιος, στα 1947, τη συλλογή διηγημάτων Μουσική Δωματίου. Βλ. Κέλη Δασκαλά, Οι λυρικοί πεζογράφοι της Κατοχής, εφημ. Αυγή, 28/10/2009. Η Κέλη Δασκαλά διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το άρθρο συνοψίζει τα ζητήματα που την απασχόλησαν στην αδημοσίευτη διδακτορική της διατριβή «Η λογοτεχνική παραγωγή της «γενιάς του 1940» και η επι-στροφή στην λυρική πεζογραφία» (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, Δεκέμβρης 2006).
(9) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. 20.
(10) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. 93-94.
(11) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. 128-129.
(12) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. 145-146.
(13) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. σελ. 151.
(14) Μενέλαου Λουντέμη: «Έκσταση», ο.π., Αθήνα 2010, σελ. 155.
(15) Απόστολος Σαχίνης, περιοδ. Τα Νέα Γράμματα, περίοδος Β’, χρόνος 2ος, τεύχος 1, Ιανουάριος 1944, Τώρα και Η πεζογραφία της Κατοχής, εκδ. Ίκαρος, 1948.
(16) Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001, τόμος Β’, σελ. 563.).
(17) «Αν ο πνευματικός εθνισμός και ουμανισμός, που ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι οραματίστηκαν στη δεκαετία του ’30, ήταν μια μορφή αντίδρασης στην αναγκαστική σύμπτωση των γεωγραφικών ορίων έθνους και κράτους, η οποία συντελείται το 1923, η δικτατορία του Μεταξά, μη διαθέτοντας την ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, επεχείρησε ένα είδος συμβιβασμού με τη νέα πραγματικότητα συμπιέζοντας αυτές τις δύο οντότητες κάτω από την έννοια του εθνικού κράτους. Ο πνευματικός εθνισμός, ως εκλεπτυσμένο υποκατάστατο του εδαφικού επεκτατισμού και της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε μια αρχή επεκτατικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος διατηρώντας την ταυτότητά του φιλοδοξούσε να συνδιαλλαγεί αλλά και να κυριαρχήσει πνευματικά στα άλλα έθνη ενώ ο «κρατικός εθνικισμός» της 4ης Αυγούστου διακατέχεται από απομονωτικό συγκεντρωτισμό. […] Τα κύρια γνωρίσματα του «κρατικού εθνικισμού» είναι ότι αναγορεύει το «εθνικόν κράτος» σε ηθική και πνευματική δύναμη που δεν αρκείται σε απλό εποπτικό ρόλο αλλά θεωρεί υποχρέωση να ρυθμίζει την υλική και πνευματική ανάπτυξη του συνόλου». (Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Οδυσσέας, 1989, σσ. 141-142.). Βλ. Σάββας Καράμπελας, Τα Νέα Γράμματα στην περίοδο της δικτατορίας Μεταξά: Στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας του περιοδικού, εισήγηση στο Γ’ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα, 2-4 Ιουνίου 2006.
(18) Το λογοτεχνικό πρότυπο του Μενέλαου Λουντέμη είναι σαφέστατα ο Κνουτ Χάμσουν. Ίσως ο Peter Mackridge στην (ανέκδοτη) διατριβή του, The Development of the Greek Novel 1922-1940, Οξφόρδη 1972, σελ. 42-45, αφιερώνοντας ένα κεφάλαιο στην επίδραση του Χάμσουν, συμβάλλει στην κατανόηση αυτού του φαινομένου όταν –με αρκετή εχθρότητα προς τον Νορβηγό συγγραφέα– επισημαίνει: «In fact, since he is superficial and sentimental, Hamsun is easily imitable. His writing, based purely on emotion, is free from intellectual ideas and moral struggles. It does not require great experience, maturity or knowledge of people to write in this facile way».
(19) Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Μενέλαος Λουντέμης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), Ε’, σελ. 241, Αθήνα, Σοκόλης, 1992.
(20) Γιάννης Χατζίνης, Το διήγημα–Κριτική: Μενέλαου Λουντέμη, «Έκσταση» - «Γλυκοχάραμα», περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 405, σελ. 410-412.
πηγη:http://www.sarantakos.com/Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.