Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ.113
Κάποτε έχει και η κριτική το δικαίωμα να αργεί. Οι εβδομάδες κοντά στο Πάσχα δεν είναι για σινεμά. Ίσως μόνο κάποιες σχετικές με τα Πάθη ταινίες μπορούν να ανταγωνιστούν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Εκεί, τα βράδια στις εκκλησιές, μερικοί από τους μεγαλύτερους ποιητές και μουσικούς μας δίνουν ένα δρώμενο πάντα ζωντανό, δροσερό και δημοφιλές.
Ο μέγιστος Ρωμανός, η ποιήτρια Κασσιανή, η παρ’ ολίγον βασίλισσα, ο Κοσμάς ο ποιητής, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, οι τελευταίοι της Αρχαιότητας μαζί με τους γενάρχες της νεώτερης μουσικής μας τέχνης, ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο Γεώργιος Ραιδεστηνός κι άλλοι κι άλλοι συγκροτούν ένα σώμα με μέλη υψηλής ποίησης και μουσικής, κλασικής στην απλότητα δραματουργίας και θρησκευτικής έντασης. Τα αληθινά διαμάντια δύσκολα θα αποσιωπηθούν από τις σύγχρονες, τις βιομηχανικές και φτηνές χρωματιστές κορδέλες της μεγάλης και της μικρής οθόνης.
Για όσους, ωστόσο, τραβάει η ψυχή τους μια βραδιά στο σινεμά, αυτές τις γλυκές απριλιάτικες νύχτες, υπάρχει φέτος, ευτυχώς, ο μέγας Παζολίνι και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (1964). «Ενάντια στο φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού», όπως λέει ο ίδιος, «έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου».1 Και τα κατάφερε ν’ αφήσει ένα μεγάλο έργο—εάν δεν είναι το μεγαλύτερό του, το σίγουρο είναι πως το αγαπούσε πολύ, κοντά στα υπόλοιπα μεγάλα ευρωπαϊκά θρησκευτικό έργα, όπως τα «Πάθη» του θείου Μπαχ ή, στα πιο σύγχρονα, όπως ο «Δρόμος του Σταυρού»2, του Πωλ Κλωντέλ. Ναι, ο Παζολίνι έχει τα κότσια, στους σύγχρονους καιρούς, να παραβγεί με τη Μεγάλη Εβδομάδα. Όπως και ο Ταρκόφσκι, βέβαια, με τα δικά του «Κατά Αντρέι πάθη», όπως ονομάζει τον Αντρέι Ρουμπλιώφ του (1966). Και οι δύο ταινίες, διόλου συμπτωματικά, είναι παιδιά του ’60, οπόταν ο εικοστός αιώνας κατέκτησε την ακρότητά του. Αλλά Ταρκόφσκι δεν έχει το πρόγραμμα των ημερών.
Έχει όμως Σοκούρωφ. Κι εδώ, αρχίζει η περιπέτεια της πρωταπριλιάτικης Αθήνας, όπως πάει να το πει ο τίτλος. Είχα πριν χρόνια δει, στη Θεσσαλονίκη, το Ημέρες έκλειψης (1988), που έκανε νέα πρεμιέρα στην Αθήνα τη μέρα της έκλειψης (13 Μαρτίου). Είναι από τις πρώτες του ταινίες, με φανερά πάνω της τα σημάδια απ’ τον Ταρκόφσκι, που μόλις, το 1986, είχε φύγει. Η ταινία με είχε γοητεύσει, αλλά σήμερα τη θυμάμαι αμυδρά. Η φιγούρα του γιατρού Ντιμίτρι Μαλγιάνοβ και ένας άγονος τόπος, μια γη της αποκάλυψης, κάπου μεταξύ γης και έξω-γης, εικόνα ενός αδυσώπητου εσωτερικού δράματος, αυτά έχουν γλιτώσει στη μνήμη μου. Δεν είχε βγει ακόμα το Μητέρα και γιος (1996), ή ίσως εκείνη τη χρονιά βγήκε, που έβαλε ένα θαυμαστικό στη νέα μεγάλη μορφή του ρωσικού κινηματογράφου. Επειδή πρόσφατα είχα δει ξανά τον Στάλκερ (1979), στο ίδιο κλίμα, αφού προέρχεται από βιβλίο των αδελφών Στρουγκάτσι, το «Δισεκατομμύρια χρόνια πριν από το τέλος του κόσμου» –στο βιβλίο των Αρακάντι και Μπόρις «Πικνίκ δίπλα στο δρόμο»,3 βασίστηκε ο Στάλκερ–, είπα να το ξαναδώ για να γράψω κάτι. Η ταινία παιζόταν στο «Στούντιο», στην οδό Σπάρτης, πλατεία Αμερικής, ένα παλιό σινεμά που ξαναλειτούργησε πρόσφατα, μετά την κατοχή που του είχε κάνει μια θρησκευτική σέχτα. Ξεκίνησα, λοιπόν, σούρουπο, για την κοιλιά της Αθήνας.
Τα Πατήσια και οι γύρω γειτονιές, ο Άγιος Λουκάς, ο Άγιος Νικόλαος, η Αχαρνών, η πλατεία Αμερικής, που τη λέγανε πριν Αγάμων, η οδός Λευκωσίας, οι γειτονιές που περιτρέχει το τρόλεϊ, μέχρι την Κολιάτσου, ήτανε κάποτε η καρδιά της αστικής Αθήνας. Σε κάθε γωνία σχεδόν είχε κινηματογράφους, χειμερινούς, θερινούς, όλων των ειδών, που έπαιζαν τις μεγάλες επιτυχίες του Χόλυγουντ και του Φίνου. Σήμερα εδώ είναι η κοιλιά μιας πόλης με διπλοσάγωνο που κακογέρασε, με δίπλες τριπλές και τρίδιπλες γύρω της. Έφτασα απροσδόκητα στην ώρα μου, περπάτησα από την πλατεία στο «Στούντιο», όπου, καθώς πλησίαζα, έβλεπα να ’χει στην είσοδο σφυροδρέπανα. Ε, λέω, ο διανομέας που το ξαναζωντάνεψε παίζει πολλές ταινίες από χώρες του πρώην υπαρκτού, εξηγείται. Αμ, δε! Αντί Σοκούρωφ, το σινεμά έπαιζε ΚΚΕ. Συγκέντρωση και ομιλία.
«Δεν θα γίνει η προβολή;»
«Όχι, δεν θα γίνει», μου απάντησε η κοπέλα στον πάγκο με τα βιβλία. Πάει ο Σοκούρωφ, πάει και η κριτική της «Ρήξης», σκέφτηκα. Ας πάω να δω μέχρι το «Τριανόν» τι παίζει.
Η διαδρομή τραβάει ένα χιλιόμετρο, ίσως παραπάνω. Μόλις είχε νυχτώσει και οι στενοί δρόμοι, που στενεύουν ακόμα πιο πολύ από τις πυκνές πολυκατοικίες και τα χωρίς τέλος παρκαρισμένα αυτοκίνητα, είχαν την πρώτη βραδινή κίνηση. Δίπλα στις μαρμάρινες και μαντεμένιες εισόδους των παλιών, ακριβών πολυκατοικιών, μανάβικα, μπακάλικα και άλλα μικρομάγαζα με εξωτικά προϊόντα από όλες τις χώρες της γης και των μεταναστών που στριμώχνονται ένα γύρω, μαγαζάκια με κινητά, δορυφορικές κεραίες και υπολογιστές, ίντερνετ καφέ γεμάτα με την αφρικάνικη πελατεία τους. Η φθηνή επικοινωνία είναι τώρα στη γειτονιά πιο επείγουσα από την έξοδο για σινεμά ή για γλυκό στα ζαχαροπλαστεία.
Ταιριαστό για μια κοιλιά, εδώ σώζονται μερικά από τα πιο καλά ζαχαροπλαστεία της παλιάς αστικής Αθήνας, όπου ακόμα μπορείς να βρεις καλοφτιαγμένες πάστες ή παλιομοδίτικα γλυκά. Καθώς η πόλη ξεπουλούσε όσα αστικά σουσούμια πρόλαβε να αποκτήσει στη σύντομη μεταπολεμική «μπελ επόκ» της, τα ζαχαροπλαστεία και τα σινεμά ήταν τα πρώτα θύματα. Οι ψησταριές και τα σουβλατζήδικα ταιριάζουν πιο πολύ στην επαρχιακή Αθήνα, που στριμώχτηκε σαν τους τωρινούς μετανάστες στα Πατήσια κι ανέβηκε προς το Γαλάτσι και την Κυψέλη, το Πολύγωνο, τον Περισσό ή κύλισε προς τα Σεπόλια, τις Τρεις Γέφυρες και πέρα από το ποτάμι, στο Περιστέρι, τις Αχαρνές. Ο θεός της ευδαιμονίας για τους Κινέζους είναι ένας μεσήλικας με τεράστια κοιλιά. Ίσως αυτή η πολυχρωμία και η κίνηση στα στενά πεζοδρόμια των γύρω δρόμων να κρύβει μια νυσταγμένη ευδαιμονία. Καθώς περνούσα από ένα στέκι των Κούρδων, σκέφτηκα πως αυτή η νωχέλεια και η ησυχία των βραδινών δρόμων που περνούσα ίσως να είναι για κάποιους μια γη της επαγγελίας. «Μια κάποια λύσις», σίγουρα στο απεγνωσμένο ώρες ώρες ταξίδι της ζωής.
Σαν έφτασα στο «Τριανόν», είδα πως είχε αφιέρωμα στον άωρα χαμένο Λεωνίδα Παπαγεωργίου. Ο Λεωνίδας, που έδωσε νέα ζωή στο «Τριανόν» της οδού Κοδρικτώνος, είχε σκοτωθεί με τη μηχανή του, ακριβώς ένα χρόνο πριν. Θύμα του χρέους, είπαν τότε κάποιοι. Χρωστούσε, λέει, πολλά! Η βόλτα μου στην Αθήνα είχε τελειώσει σε έναν ακόμα σταθμό της μνήμης. Σε λίγο έφυγα μακριά, για μέρη της πόλης πιο ανοιχτά στους τιτιβισμούς της άνοιξης.
Θυμήθηκα όμως, που λίγα χρόνια πριν, όταν έμενα εδώ γύρω, πώς είχα γυρίσει στη γειτονιά από ένα πολυήμερο ταξίδι στο εξωτερικό. Η όμοια σαν τώρα βραδινή ατμόσφαιρα των δρόμων μου έβγαλαν τότε ένα δάκρυ σχεδόν. Σάματις πάροικος δεν είμαι και γω; Τι κι αν λέγομαι πια Αθηναίος πολίτης; Εδώ είναι το σπίτι μου. Μια «ζώνη». Ένας τόπος άγονος, μια γη κάπου στο τέλος του κόσμου, μια κοιλιά που φουσκώνει στον καημό του εσωτερικού μας δράματος. Όχι, δεν είναι μέρα έκλειψης η σημερινή. Έρχεται Πάσχα. Οι απουσίες είναι άλλων λογιώ.
Σημειώσεις:
1. Συζήτηση με τον Παζολίνι, των Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ζαν-Λουί Κομόλι, από τον τόμο «Pier Paolo Pazolini», έκδ. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1994
2. Κυκλοφορεί σε μετάφραση Τάκη Παπατσώνη και με ξυλογραφίες του Ερίκ Ζιλ, σε μια πανέμορφη έκδοση από το «Ιδεόγραμμα», Αθήναι 2002
3. Αρκάντι Στρουγκάτσκι, Μπόρις Στρουγκάτσκι, Πικνίκ δίπλα στο δρόμο, μετφ: Μανώλης Ασημιάδης, εκδ. ΑΩ, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.