To 2014 ανακηρύχθηκε δικαίως έτος Κώστα Μόντη, καθώς φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση και δέκα χρόνια από τον θάνατο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες Κυπρίους ποιητές του 20ου αιώνα.
Σήμερα, 3 Μαρτίου, την επέτειο της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου, τιμούμε από κοινού τους δύο ανεκτίμητους αυτούς ανθρώπους χαρίζοντάς σας τη μικρή ποιητική ανθολογία που ακολουθεί. Περιλαμβάνει τα καλύτερα ποιήματα που έγραψε ο Κώστας Μόντης για τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος.
Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα
να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε,
να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή
να ᾽χουμε οξυγόνο ν᾽ αναπνέουμε
χιλιάδες χρόνια,
να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις
να ᾽χουμε να τραγουδάμε
ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά…
Μην πέσει σκιά στον τάφο αυτό
ούτε από γιασεμί στο φεγγάρι.
Ο τάφος αυτός είναι για να παίζει
με ξίφη αυγουστιάτικων ηλιαχτίνων
και να στέλνει διπλούς ήλιους
πίσω στον ήλιο.
Κι ακόμα όχι, ο τάφος αυτός
δεν είναι για ν᾽ αντανακλά τον ήλιο,
ο ήλιος είναι για ν᾽ αντανακλά τους ήλιους του.
Δε γίνουνται σήμερα αυτά τα πράγματα, Γρηγόρη.
Αυτά τα παράτησε ο κόσμος
χιλιάδες χρόνια τώρα
και τ᾽ αφυδάτωσε και τα ταρίχεψε
και τα ᾽κανε παραμύθια
για τ᾽ αναγνωστικά των παιδιών,
γιατί αρέσουν στα παιδιά οι Θερμοπύλες
με τους χτενισμένους Σπαρτιάτες
και τα «υπό σκιάν» και τα «μολών λαβέ».
Δεν τα ᾽βαναν για να τα επαναλαμβάνουμε.
Έπειτα πώς έρχεσαι
ύστερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια να διεκδικήσεις;
Σκέφτηκες τον αριθμό;
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια δεν υπήρχε αντίρρηση,
δυόμιση χιλιάδες χρόνια
είχαν κάνει κατοχή το παραμύθι οι άνθρωποι.
Δεν μπορείς εσύ τώρα να λες όχι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΡΦΟ ΜΑΣ
(«Στιγμες», 1958)
Να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος.
Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα
να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε,
να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή
να ᾽χουμε οξυγόνο ν᾽ αναπνέουμε
χιλιάδες χρόνια,
να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις
να ᾽χουμε να τραγουδάμε
ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά…
Μην πέσει σκιά στον τάφο αυτό
ούτε από γιασεμί στο φεγγάρι.
Ο τάφος αυτός είναι για να παίζει
με ξίφη αυγουστιάτικων ηλιαχτίνων
και να στέλνει διπλούς ήλιους
πίσω στον ήλιο.
Κι ακόμα όχι, ο τάφος αυτός
δεν είναι για ν᾽ αντανακλά τον ήλιο,
ο ήλιος είναι για ν᾽ αντανακλά τους ήλιους του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΑΔΕΡΦΟ
(«Συμπληρωμα των Στιγμων», 1960)
Δε γίνουνται σήμερα αυτά τα πράγματα, Γρηγόρη.
Αυτά τα παράτησε ο κόσμος
χιλιάδες χρόνια τώρα
και τ᾽ αφυδάτωσε και τα ταρίχεψε
και τα ᾽κανε παραμύθια
για τ᾽ αναγνωστικά των παιδιών,
γιατί αρέσουν στα παιδιά οι Θερμοπύλες
με τους χτενισμένους Σπαρτιάτες
και τα «υπό σκιάν» και τα «μολών λαβέ».
Δεν τα ᾽βαναν για να τα επαναλαμβάνουμε.
Έπειτα πώς έρχεσαι
ύστερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια να διεκδικήσεις;
Σκέφτηκες τον αριθμό;
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια δεν υπήρχε αντίρρηση,
δυόμιση χιλιάδες χρόνια
είχαν κάνει κατοχή το παραμύθι οι άνθρωποι.
Δεν μπορείς εσύ τώρα να λες όχι.
ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ
(«Γραμμα στη μητερα κι αλλοι στιχοι», 1965)
Οι στίχοι προστρέχουν να σε τραγουδήσουν
κι απορρίπτονται, Γρηγόρη.
Γιατί πώς να σε τραγουδήσω εγώ
με τι να σε τραγουδήσω;
Μ᾽ ένα παράθυρο κληματαριά,
με μια αγκαλιά αγάπη,
με μια λεμονιά περιστέρια;
Δεν μπορώ ν᾽ αναλάβω την ευθύνη σου, Γρηγόρη,
δεν προορίστηκα για την ευθύνη σου.
Γιατί στο βουνό, Γρηγόρη;
Τι εξηγήσεις θα δώσεις τώρα στον αγαπημένο κάμπο
που σου τάνυσε την καρδιά στην άπλα του,
που σ᾽ έμαθε να του αναμετράς τους ορίζοντες,
που σ᾽ έμαθε να τον χουφτιάζεις κι εκείνος να μη μπορεί;
Όταν τα περιστέρια άρχισαν να φέρνουν βόλτες
απάνω απ᾽ τη Μεσαορία
και τα τέσσερά της άκρα συρρικνωνόντουσαν
και τις νύχτες συνωμοτούσε η απορία της
και τ᾽ αλώνια δεν ανταποκρινόντουσαν
στις παιδικές κραυγές του απογεύματος
κι ο κάμπος απέσειε τα κοινά επιτεύγματα,
εμείς ξέραμε τι προμηνύματα ήταν αυτά,
εμείς ξέραμε πια τι διαγραφόσουνα στον ορίζοντα,
ξέραμε τι πήγαινες να κάνεις.
Γρηγόρη, δεν άφησες περιθώριο,
Γρηγόρη, δεν είν᾽ έτσι που ενθαρρύνονται οι επενδύσεις στην Ιστορία.
Αποσύρουμε τις τόλμες του παρελθόντος, Γρηγόρη,
αποσύρουμε τα μεγάλα μαύρα γράμματα των αναγνωστικών.
κι απορρίπτονται, Γρηγόρη.
Γιατί πώς να σε τραγουδήσω εγώ
με τι να σε τραγουδήσω;
Μ᾽ ένα παράθυρο κληματαριά,
με μια αγκαλιά αγάπη,
με μια λεμονιά περιστέρια;
Δεν μπορώ ν᾽ αναλάβω την ευθύνη σου, Γρηγόρη,
δεν προορίστηκα για την ευθύνη σου.
Γιατί στο βουνό, Γρηγόρη;
Τι εξηγήσεις θα δώσεις τώρα στον αγαπημένο κάμπο
που σου τάνυσε την καρδιά στην άπλα του,
που σ᾽ έμαθε να του αναμετράς τους ορίζοντες,
που σ᾽ έμαθε να τον χουφτιάζεις κι εκείνος να μη μπορεί;
Όταν τα περιστέρια άρχισαν να φέρνουν βόλτες
απάνω απ᾽ τη Μεσαορία
και τα τέσσερά της άκρα συρρικνωνόντουσαν
και τις νύχτες συνωμοτούσε η απορία της
και τ᾽ αλώνια δεν ανταποκρινόντουσαν
στις παιδικές κραυγές του απογεύματος
κι ο κάμπος απέσειε τα κοινά επιτεύγματα,
εμείς ξέραμε τι προμηνύματα ήταν αυτά,
εμείς ξέραμε πια τι διαγραφόσουνα στον ορίζοντα,
ξέραμε τι πήγαινες να κάνεις.
Γρηγόρη, δεν άφησες περιθώριο,
Γρηγόρη, δεν είν᾽ έτσι που ενθαρρύνονται οι επενδύσεις στην Ιστορία.
Αποσύρουμε τις τόλμες του παρελθόντος, Γρηγόρη,
αποσύρουμε τα μεγάλα μαύρα γράμματα των αναγνωστικών.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
(«Ποιηση του Κωστα Μοντη», 1962)
Εκείνο το «Όχι» δεν το επανέλαβε η ηχώ,
ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΤΣΗΣ
(«Ποιηση του Κωστα Μοντη», 1962)
Όταν στη μεγάλη πλάτη της βουνοσειράς της Κερύνειας
γράφαμε μ᾽ άσπρη κιμωλία
τα πρώτα επαναστατικά συνθήματα,
όταν στα μέτωπά μας καρφώναμε
το πρώτο πανώ της ανταρσίας,
διαισθανόμαστε τη μεγάλη σας στιγμή.
Όταν τα κοριτσάκια του Γυμνασίου
γρατσούνιζαν με τα νύχια τα στεν
κι οι σφαίρες γινόντουσαν σβώλοι,
κυοφορόταν τ᾽ «όχι» σας.
Κι όταν ύστερα οι φυλακές απογυμνωθήκαν
και δεν είχαν τοίχους ν᾽ αντιπαρατάξουν
και τ᾽ ανακριτήρια αποκαλύφθηκαν
και δεν είχαν άλλο υπόλοιπο τρόμου να επισείσουν,
όταν ύστερα οι αγχόνες άρχισαν κατάπληχτες
να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο,
ήταν πια βέβαιο πως πλησιάζατε,
ήταν πια βέβαιο πως είχατε πάρει αύξοντα ρυθμό.
γράφαμε μ᾽ άσπρη κιμωλία
τα πρώτα επαναστατικά συνθήματα,
όταν στα μέτωπά μας καρφώναμε
το πρώτο πανώ της ανταρσίας,
διαισθανόμαστε τη μεγάλη σας στιγμή.
Όταν τα κοριτσάκια του Γυμνασίου
γρατσούνιζαν με τα νύχια τα στεν
κι οι σφαίρες γινόντουσαν σβώλοι,
κυοφορόταν τ᾽ «όχι» σας.
Κι όταν ύστερα οι φυλακές απογυμνωθήκαν
και δεν είχαν τοίχους ν᾽ αντιπαρατάξουν
και τ᾽ ανακριτήρια αποκαλύφθηκαν
και δεν είχαν άλλο υπόλοιπο τρόμου να επισείσουν,
όταν ύστερα οι αγχόνες άρχισαν κατάπληχτες
να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο,
ήταν πια βέβαιο πως πλησιάζατε,
ήταν πια βέβαιο πως είχατε πάρει αύξοντα ρυθμό.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
(«Αγνωστω ανθρωπω», 1968)
Εκείνο το πρωί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.