Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Χειμερία νάρκη


«Και να που τώρα χαθήκαν τα πλούτη όλα της δικής μου
της ψυχής, που κάποτε με τους καλύτερους συνομιλούσε,
λαχτάρα π’ απόμεινε εντός μου, κι αναπάνεχη πληγή.»

αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος1


Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 111

Τους στίχους του αγίου Γρηγορίου θυμήθηκα, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, που έτυχε να δω την καινούργια ταινία του Τζεϊλάν. Ο Γρηγόριος, που μελαγχολικά ανιστορεί τη ζωή του, όταν γύρισε από την Κωνσταντινούπολη στο πατρικό κτήμα στην Καππαδοκία, θυμίζει τον Αϊντίν της ταινίας, που κι εκείνος επιστρέφει από την Πόλη στην πατρική περιουσία. Ο Γρηγόριος έφτιαξε στο κτήμα του μοναστήρι κι ασκήτεψε, ο Αϊντίν έφτιαξε το ξενοδοχείο «Οθέλλος» και ζει απομονωμένος στα πλούτη του, με τη νέα γυναίκα του Νιχάλ και τη χωρισμένη αδελφή του, τη Νεκλά. Άλλες εποχές, άλλες επιλογές, μα το μοιράδι στη μεσόκοπη μελαγχολία κοινό. Κι ο τόπος ίδιος. Με πλούσιους και φτωχούς, δυο κόσμους διαφορετικούς που δύσκολα μονοιάζουν. Ο Γρηγόριος αναζητούσε μες την τραγικότητα του θνητού βίου την αρετή, ο Αϊντίν ψάχνει στο φυσικό περιβάλλον την αισθητική. Άλλο η ύστερη αρχαιότητα, άλλο η στερνή νεωτερικότητα.
Είναι χειμώνας, λοιπόν. Παγωνιά. Ο Αϊντίν κάνει μια βόλτα στο χωριό, με το τζιπ που οδηγεί ο επιστάτης του, για ν’ αγοράσει ένα άλογο. Η Καππαδοκία είναι, κατά τον θρύλο, η γη των ωραίων αλόγων και οι επισκέπτες τα ζητούν. Την ειδυλλιακή εικόνα σπάει βίαια μια πέτρα στο τζάμι του τζιπ. Ένα παιδί του δημοτικού τρέχει να κρυφτεί. Ο επιστάτης το πιάνει που έχει πέσει στο κανάλι για να ξεφύγει. Ο Ιλιάς, είναι ο γιος του νοικάρη του Αϊντίν, που ο επιστάτης έχει κινήσει τη διαδικασία έξωσης, γιατί δεν πληρώνει. Πηγαίνουν το παιδί στο σπίτι του, ο πατέρας του το χαστουκίζει, ο θείος του, χότζας του χωριού, επεμβαίνει για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Ο Αϊντίν προσέχει τα σκουπίδια και την ακαταστασία στην αυλή. Πίσω στο γραφείο του γράφει ένα άρθρο για το αισθητικώς απαράδεκτο της αυλής του χότζα, ο οποίος θα ’πρεπε, λέει, να είναι «παράδειγμα» για τους πιστούς…
Ο Αϊντίν δεν είναι κακός. Αντίθετα. Ο επιστάτης του τον μέμφεται ως χαλαρό προς τους ενοικιαστές του. Δεν έχει όμως την παραμικρή ιδέα για τη ζωή των χωρικών. Όταν ο χότζας θα τον επισκεφτεί με τον μικρό του ανιψιό για να του ζητήσει συγγνώμη, ο Αϊντίν αδυνατεί να καταλάβει πώς ήρθαν οι δύο τους νηστικοί, βαδίζοντας πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια και μάλιστα δεύτερη φορά, αφού την προηγούμενη δεν τον βρήκαν. Ο κόσμος των καλοβαλμένων αστών «εποίκων» δεν έχει καμία επαφή με τον κόσμο των χωρικών. Ακόμα κι όταν οργανώνει φιλανθρωπικούς συλλόγους. Διασκευάζοντας το υλικό από δύο διηγήματα του Τσέχωφ2 —η συζήτηση του Αϊντίν με τη Νεκλά ενώ γράφει, αυτή στο τραπέζι για τη μη αντίσταση στο κακό, η συζήτηση με τη Νιχάλ για τη φιλανθρωπική οργάνωση, το γράμμα από τη δασκάλα του χωριού, η επίσκεψη της Νιχάλ στο παγωμένο σπίτι των νοικάρηδων κ.ά. είναι τσεχωφικές σκηνές, με αναφορές σε Τολστόι, Σαίξπηρ και Βολταίρο, ο Τζεϊλάν στήνει μια μάλλον ντοστογιεβσκική ατμόσφαιρα. Από στιγμή σε στιγμή περιμένεις το ολοκαύτωμα, που εν τέλει δεν είναι παρά ηθικό, κι όχι αιμάτινο. Από την πέτρα που σπάει το τζάμι στην αρχή, έως τον πυροβολισμό που σκοτώνει ένα λαγό στο τέλος, περισφίγγεται ένας κοχλίας εσωστρέφειας, πίσω από τα νοτισμένα τζάμια. Ύστερα, καθώς το χιόνι σκεπάζει τα πάντα, όλοι θα γυρίσουν σε μια ακόμα στεγανότερη απομόνωση.
Έφυγα από την προβολή αμίλητος, για ώρα βυθισμένος στη σιωπή της ταινίας. Γιατί παρ’ όλο που οι διάλογοι στο έργο είναι ακατάπαυστοι, οι ήρωες, κι ο θεατής μαζί, σαβανώνονται απ’ τη σιωπή. Το σίγουρο είναι πως η ταινία λέει περισσότερα για τον σύγχρονο κόσμο από οποιαδήποτε φλύαρη ανάλυση. Όταν ανάψουν πάλι τα φώτα στο τέλος, κατανοείς βαθύτερα τι ’ναι εκείνο που τρέφει τις φρικαλεότητες του I.S.I.S. ή τη μηδενιστική ακηδία του «Σαρλί Εμπντό». Για τον ίδιο τον Τζεϊλάν, αυτός είναι άλλωστε ο ρόλος του κινηματογράφου μήπως όχι της τέχνης όλης;: η κατανόηση του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέει, «πιστεύω ότι γνωρίζουμε λιγότερα για τον άνθρωπο και το πώς δρα πάνω στη Γη, απ’ ό,τι για τον Άρη».3 Κάπως έτσι θα ’πρεπε να γυρίσουμε στην αρχή, στην ανθρωπολογία των Καππαδοκών Πατέρων, που ο Γρηγόριος την εκφράζει ενίοτε με τη σκευή της ομηρικής και της τραγικής ποίησης. Ας μείνουμε προσώρας στην ταινία. Απ’ τη σιωπή ανασύρονται λέξεις για τούτο ή για κείνο που αυτή εκφράζει: Η συνείδηση, το θέατρο, η μάσκα, τα σπίτια-σπήλαια, η ειλικρίνεια, η περηφάνεια, η φιλανθρωπία, οι σιωπές, η καταναγκαστική αγάπη, ο χωματόδρομος που θέλουν οι τουρίστες και το σκουπιδαριό στην αυλή του χότζα, ο δάσκαλος Λεβέντ, που ο Αϊντίν τον λέει Μπουλέντ, ο διανοούμενος —Αϊντίν (aydin=φωτισμός) είναι ο «φωτισμένος»—, που «γράφει χωρίς να αγγίζει τις λέξεις», ο μικρός Ιλιάς που θέλει σαν μεγαλώσει να γίνει αστυνομικός, ο μεσήλικας που κρυφοκοιτά τη νεαρή γυναίκα του, το μικρό χωριό που βυθίζεται στο χιόνι, η καππαδοκική στέπα… Η ρουτίνα της καθημερινότητας που ματώνει, κατά τον Τσέχωφ, και το ρουτινιάρικο, χωρίς αναταράξεις, ντεκουπάζ του Τζεϊλάν που σε απογειώνει.
Η ταινία κέρδισε τον χρυσό φοίνικα, πέρισυ στις Κάννες, και το βραβείο των κριτικών, αν και θα ’πρεπε χρυσό να είχε αναδειχθεί εξίσου το Κάποτε στην Ανατολία (2011), που είναι αρτιότερο νομίζω. Εδώ, με τις σχοινοτενείς εσωτερικές σκηνές, γυρισμένες σε στούντιο, έχει αδυνατίσει η αίσθηση της απεραντοσύνης της Ανατολής, που έδινε βάθος στο κενό των ηρώων, στην προηγούμενη ταινία του. Ίσως η αγωνία του σκηνοθέτη να μη δώσει πρώτο ρόλο σ’ ένα τοπίο όπως τα Κόραμα (Göreme), τουριστικά εκθαμβωτικό —το τουρκικό αντίστοιχο της Σαντορίνης—, να συνέβαλε σ’ αυτή την αδυναμία. Η θεατρικότητα των εσωτερικών μας θύμισε λίγο τον Μιχάλκωφ, άλλον τσεχωφικό μαιτρ, χωρίς όμως το δραματικό νεύρο του Ρώσου. Εντούτοις, η βαθιά ανθρωπιά της Χειμερίας νάρκης, που τη βοηθούν πολύ καλές ερμηνείες, κερδίζει τον θεατή. Ο πρωταγωνιστής, ο Xαλούκ Μπιλγκινέρ, έχει δώσει μια εξαιρετική ερμηνεία, σ’ ένα ρόλο κινηματογραφικά δύσκολο. Στο ρόλο της Νιχάλ η Μελίσα Σόζεν και της Νεκλά η Ντεμέτ Ακμπάγκ, επίσης πολύ δυνατές, μαζί με τον Νεζάτ Ισλέρ, στο ρόλο του Ισμαήλ, του πατέρα του Ιλιά, για να μείνω στους πιο δραματικά φορτισμένους ρόλους. Το πυκνό και εκτενέστατο σενάριο (285 σελίδες!) είναι αποτέλεσμα ξανά της συνεργασίας σκηνοθέτη και συζύγου, της Εμπρού Τζεϊλάν. Η μαγευτική στα εξωτερικά και ατμοσφαιρική στα εσωτερικά φωτογραφία είναι του Γκιόκχαν Τιριάκι.
Εν τέλει, ο (δια-)«φωτιστής», ο διανοούμενος είναι που πέφτει σε χειμερία νάρκη; Όχι μόνο. Μοιάζει, σύμφωνα με τον μικρόκοσμο της ταινίας, όλη η ανθρωπότητα να επιζητά τη λησμοσύνη του παγωμένου χειμώνα. Μετά από έναν ρηχό ακτιβισμό, που βαθαίνει τις διαφορές, αντί να τις λειαίνει, όλοι αποσύρονται ο καθείς εις τα καθ’ εαυτόν. Ή, όπως το λέει έτερος Καππαδόκης:
«δίψασα ο δύσμοιρος το φως μετά την έσχατη τη νύχτα,
γιατ’ έπειτα στα κλάματα ανώφελη είν’ η βοήθεια.
Εδώ γιατρεύοντ’ οι θνητοί, στα τέλη τους δεσμά μονάχα.»4

Σημειώσεις
1. «Νῦν δὲ δὴ ἐξαπόλωλε κειμήλια πάντ’ ἀπ’ ἐμεῖο / ψυχῆς, ἣ τοπάροιθεν ὁμίλεε πᾶσιν ἀρίστοις, / οἶος δ’ ἐντὸς ἔμεινε πόθος, καὶ ἄλγος ἄελπτον.». Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη, Βίβλος Β’. Ιστορικά. Τομή Α’. Περί εαυτού, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 62, σ. 19, 23-25.
2. Από τα διηγήματα The Wife (1888-1895) και Excellent People (1886). Δεν ξέρω αν υπάρχουν μεταφρασμένα στα ελληνικά.
3. Από τη συνέντευξη στις Κάννες. Δες: http://flix.gr/news/cannes-2014-winter-sleep-press-conference.html
4. «δύσμορον ἱμείροντα φάους πυμάτην μετὰ νύκτα, / τῆμος ὀδυρομένοισιν ἐτώσια τίς κεν ἀμῦναι. / Ἔνθα δ’ ἄκος μερόπεσσι, τὰ δ’ ὕστατα δέσμια πάντα.» Γρηγορίου, ό. π., σ. 19, 31-33

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.