από seisaxthiablog
Σπουδαία η ανάλυση της εποχής αυτής από τον Κων/ νο Δεσποτόπουλο
Γράφει ο Γιάννης Κουχτσόγλου:
«Τήν πρωΐαν τής 28ης Όκτωβρίου 1940 ό έν Αθήναις Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι έπέδωσεν εις τόν Ελληνα πρωθυπουργόν Ί. Μεταξάν τελεσίγραφον, διά τού οποίου έζητείτο η κατάληψις τής Ελλάδος άπό τά ιταλικά στρατεύματα, ώς έγγύησις τής ασφαλείας τής Ιταλίας καθ’ όλην τήν διάρκειαν τής συρράξεώς της μέ τήν Άγγλίαν. Εν περιπτώσει σχετικής αρνήσεως τής Ελλάδος, η Ιταλία θά έπετίθετο άποφασιστικώς. Ό Ελλην πρωθυπουργός, διαπιστώσας τάς διαθέσεις τού ελληνικού λαού, πού έμίσει τόν ίταλικόν φασισμόν, καί προβλέπων έπικίνδυνον λαϊκήν δυσφορίαν αν υπέκυπτεν, απήντησε δι’ ενός «όχι». Καί η χώρα έκηρύχθη αμέσως είς έμπόλεμον κατάστασιν. Ουδέποτε, ίσως, οί Ελληνες, ανεξαρτήτως τάξεων καί ιδεολογικής τοπθετήσεως, επέδειξαν τόσην σύμπνοιαν καί ενότητα πνεύματος, όσην τότε.
Η έπίθεσις τών Ιταλών ένηργήθη αιφνιδιαστικούς τήν πρωΐαν τής 28ης Όκτωβρίου 1940, μέ πολυάρίθμους φάλαγγας, άπό τού όρους Γράμμου μέχρι Κονίτσης, ώς πρώτον δέ αποτέλεσμα είχε τήν άπώθησιν τών ελληνικών φυλακίων τής μεθορίου καί τήν κατάληψιν τής τοποθεσίας Σταυρός.
Τήν έπομένην τά ιταλικά στρατεύματα απώθησαν τά ελληνικά τμήματα Γράμμου-Σμόλιγκα καί είσέδυσαν μέχρι Λυκορράχης. Τήν 2αν Νοεμβρίου οί Ιταλοί κατέλαβαν τήν Σαμαρίναν, τήν 3ην Νοεμβρίου τό Δίστρατον καί τήν Βωβουσαν, παρά τό Μέτσοβον. Τήν 5ην Νοεμβρίου είς τόν τομέα τής Θεσπρωτίας διέβησαν τόν ποταμόν Καλαμάν, τήν 7ην Νοεμβρίου έπροχώρησαν είς τήν πεδιάδα Πρεβέζης-Φιλιππιάδος καί ήρχισαν πλευροκοπούντες τήν τοποθεσίαν Έλαία έκ δυσμών, κατά μήκος τής αμαξιτής οδού Ήγουμενίτσης-Ίωαννίνων. Από τής 4ης Νοεμβρίου οί Ιταλοί μετεπήδησαν είς τήν άμυναν, είς τήν περιοχήν Διστράτου καί τού όρους Σμόλιγκα, όπου έκλείσθησαν, διά νά αποφύγουν τήν αίχμαλωσίαν ή τήν καταστροφήν, εντός τής κοιλάδος τού ποταμού Αώου. Η μάχη τής Πίνδου έκλινεν ήδη υπέρ τών ελληνικών όπλων. Η άπώθησις τών Ιταλών εκείθεν τής ελληνικής μεθορίου ώλοκληρώθη τήν 21 ην Νοεμβρίου. Τά στρατεύματα του Μουσολίνι υπέστησαν πανωλεθρίαν, παρά τήν συντριπτικήν ύπεροχήν των. Ό Ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα αντικατεστάθη άπό τόν στρατηγόν Ούβάλδο Σοντού. Ακολουθούν η μάχη τής Μοράβας, τού Ίβάν καί η κατάληψις τής Κορυτσάς, σημαντικωτάτου κόμβου συγκοινωνιών (13-25 Νοεμβρίου). Τήν 28ην Νοεμβρίου κατελήφθη η περιοχή Μοσχοπόλεως, τήν 30ήν Νοεμβρίου τό Πογραδέτς, τήν 6ην Δεκεμβρίου κατελήφθησαν οι Αγιοι Σαράντα καί τό Δέλβινον. Ό ελληνικός στρατός εισέρχεται είς τό Άργυρόκαστρον τήν 8ην Δεκεμβρίου, είς τήν Χειμάρραν τήν 22αν Δεκεμβρίου καί λαμβάνει θέσεις είς τό Γαρονίν-Πογκοράνι καί είς τόν κόμβον της Κλεισούρας τήν 10ην Ιανουαρίου. Τήν 13ην Ιανουαρίου 1941 αντικαθίσταται ό αρχιστράτηγος Σοντού διά του στρατηγού Καμπαλέρο. Τήν 2αν Μαρτίου άφίχθη είς Άλβανίαν ό Μουσολίνι διά νά παρακολούθηση τάς προς έπίθεσιν προπαρασκευάς. Άπό της 9ης. Μαρτίου ήρχισεν η εαρινή ιταλική έπίθεσις, διαρκέσασα μέχρι της 25ης του αύτού μηνός, μέ πολυάριθμους δυνάμεις, πιστάς είς τόν Μουσολίνι. Εις κατασχεθείσαν έπιστολήν τούτου, πού άπηυθύνετο προς τους νέους διοικητάς μονάδων, μεταξύ των οποίων οι υπουργοί Μπατάϊ, Τζιρότι καί ό καθηγητής του Πανεπιστημίου τής Νεαπόλεως Πελλεγρίνι, μέλος του Ανωτάτου Φασιστικού Συμβουλίου, άνεγνώσθη: «Κάμετε τά πάντα. Αντικαταστήσατε τους πάντας, αλλά μή αφήσετε τους “Ελληνας νά προχωρήσουν ούτε βήμα πλέον. Σώσατε τήν φασιστικήν Ίταλίαν!» Η έπίθεσις έξεδηλώθη έφ’ ολοκλήρου του μετώπου, άπό του όρους Τρεμπεσίνα μέχρι του ποταμού Αψου. Διά τής επιθέσεως των εκείνης οι Ιταλοί απέβλεπαν: είς τήν διάσπασιν τού μετώπου άπό Τρεμπεσίνας μέχρι Μπούμπεσι, είς τήν προώθησιν μέχρι Κλεισούρας προς διχοτόμησιν των ελληνικών δυνάμεων καί άπομόνωσίν των έπί τής περιοχής Τρεμπεσίνας-Σέντελικ καί έπί τής κορυφογραμμής Γαρονίν-Φράσαρι. Παρά τήν μεγίστην σπατάλην εμψύχου καί άψυχου υλικού, η έπίθεσις άπέτυχεν πλήρως».
Παρά τίς ιταλικές αποτυχίες ήταν φανερό ότι καί η ελληνική αντοχή πλησίαζε πλέον τά όρια τού ανυπερβλήτου. ‘Ο ελληνικός στρατός, ατελώς οργανωμένος άπό πλευράς εφεδρειών, βρισκόταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή του πυρός έπί ένα σχεδόν εξάμηνο, μέ ατελή εφοδιασμό καί ύπό καιρικές συνθήκες οι όποίες ήταν ικανές νά κάμψουν καί τήν πιό τέλεια οργανωμένη στρατιωτική μηχανή. Παρά ταύτα παρέμενε στίς θέσεις του καί αν δέν μπορούσε νά προωθηθεί πέραν τών μεγάλων φυσικών εμποδίων πού αποτελούσαν οι οροσειρές προς Τεπελένι καί τά στηρίγματα τού αντιπάλου προς τά άλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα, ωστόσο παρέμενε αμετακίνητος στίς θέσεις του, γεγονός πού έδινε στον πόλεμο μιά εκνευριστική ακινησία άπό πλευράς Ιταλών εισβολέων, οι όποιοι στό πολεμικό ζατρίκιο του Αξονα είχαν αναλάβει τήν υποχρέωση έναντι τών ναζί συμμάχων τους νά εκκαθαρίσουν τήν κατάσταση προς τήν ελληνική πλευρά, γιά νά μπορέσουν οι εταίροι τους νά αναπτύξουν τά προς Ανατολάς σχέδια τους. Είναι γεγονός ότι η ιταλική ήττα στό μέτωπο τής Αλβανίας επέφερε αναγκαστικά αναθεώρηση τών γερμανικών σχεδίων καί καθυστέρησε τήν επίθεση τους εναντίον τής ΕΣΣΔ. Καί μπορεί κανείς νά αποτολμήσει τήν υπόθεση πώς αν ό ελληνικός στρατός διέθετε πέραν του ήρωισμού τών μαχητών του καί τόν κατάλληλο εφοδιασμό (γιά τήν έλλειψη του οποίου μάς ομιλούν όλοι οι υπεύθυνοι στρατιωτικοί ηγήτορες του οι όποιοι έγραψαν απομνημονεύματα, άπό τού αρχιστρατήγου του (Παπάγος: «Τήν άπρόκλητον ίταλικήν έπίθεσιν υπέστη η Ελλάς ούσα σχεδόν άνεπιοτράτευτος!»), τού αρχηγού τού ναυτικού μέχρι τού τελευταίου ηγέτη μεγάλης μονάδος) οι Ιταλοί θά είχαν καταδιωχθεί βάσει στρατηγικής καί τακτικής έδραζομένων στην επάρκεια τού πολεμικού υλικού, οπότε τό τέλος τού πολέμου στην Αλβανία θά είναι σύντομο, η δέ γερμανική επέμβαση θά στερούνταν ηθικού ερείσματος, άλλά καί δικαιολογητικών σχετιζομένων μέ τίς ανάγκες τών επιχειρήσεων στά Βαλκάνια, κυριότερο άπό τά οποία ήταν η παρουσία τών αγγλικών, αυστραλιανών καί νεοζηλανδικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Αγώνας για την επιβίωση
Τό πρώτο μέγα πρόβλημα γιά τόν ελληνικό λαό ευθύς ώς η χώρα έπεσε στά χέρια τού εχθρού, ήταν η επιβίωση του. Η χρόνια φτώχεια πού έμάστιζε τόν τόπο, η ελλιπέστατη γεωργική παραγωγή (τότε η Ελλάδα έκανε καί εισαγωγές σίτου γιά τίς ανάγκες τού πληθυσμού), η έλλειψη αποθεμάτων δημιούργησαν έντονο επισιτιστικό πρόβλημα γιά τόν πληθυσμό. Η κατάσταση οξύνθηκε έτι περαιτέρω άπό τό γεγονός ότι τά φτωχά αποθέματα τού κράτους άρχισαν νά τά απομυζούν λαίμαργα τά γερμανικά στρατεύματα κατοχής, τά όποία δέν είχαν υπηρεσίες εφοδιασμού άπό τά κέντρα τους τής Γερμανίας, άλλά προμηθεύονταν τά αναγκαία τρόφιμα τών μονάδων τους άπό τίς περιοχές πού κατείχαν (σέ αντίθεση με τους Ιταλούς πού διέθεταν υπηρεσίες έπιμελητείας καί τροφοδοτούνταν άπό τη μητρόπολη τους). Πρέπει επίσης νά προστεθεί ότι τεράστιες ποσότητες κρατικών αποθεμάτων, ιδίως ελαιολάδου, προωθήθηκαν στή Γερμανία, μέ αποτέλεσμα ν’ άρχίσει νά μαστίζει τήν ύπό κατοχή Ελλάδα καί ιδιαίτερα τήν πρωτεύουσα καί τά αστικά κέντρα τής επαρχίας σέ μικροίτερη κλίμακα, ένας πρωτοφανής λιμός, ό οποίος έπετάθη καί έγινε κυριολεκτικά θανατηφόρος γιά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τό χειμώνα τού 1941-42.
Αποτέλεσμα τής σπάνιος τών τροφίμων, πού έφθασε ώς τήν παντελή έλλειψη τους, ήταν η πλήρης εξάρθρωση της οικονομίας καί τής ανταλλακτικής αξίας τού νομίσματος. Μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε σέ ιλλιγγιώδεις ρυθμούς η μαύρη αγορά, ένώ χιλιάδες αύτοσχέδιοι έμποροι περιέτρεχαν τήν ελληνική ύπαιθρο, οι περισσότεροι μέ τίς ευλογίες τού κατακτητή, καί απομυζούσαν τήν παραγωγή, υποβαθμίζοντας τή λειτουργία τής οικονομίας σέ πρωτόγονες ανταλλακτικές μορφές. Ό σίτος, ό αραβόσιτος, η σταφίδα καί τό λάδι είχαν υποκαταστήσει πλέον τό νόμισμα (τό οποίον έκάλπαζε σέ πληθωριστικούς ρυθμούς εκατομμυρίων, δισεκατομμυρίων ή καί τρισεκατομμυρίων περί τό τέλος τής Κατοχής) καί είδη πολυτελείας ανταλλάσσονταν στά κέντρα γεωργικής παραγωγής αντί ποσοτήτων τροφίμων, τά όποία μεταφερόμενα λάθρα στήν πρωτεύουσα πουλούνταν πλέον όχι μέ αντάλλαγμα το χαρτονόμισμα, άλλά τή χρυσή λίρα, η οποία είχε καταστεί έκ τών πραγμάτων τό επίσημο νόμισμα τής κατεχόμενης Ευρώπης, αποδεκτό καί άπό τους Γερμανούς.
Ό αγώνας γιά τήν επιβίωση τήν άνοιξη καί τό καλοκαίρι τού 1941 ήταν μιά πρώτη στοιχειώδης καί αυθόρμητη μορφή αντίστασης τού ελληνικού λαού στά εξοντωτικά οχέδια τού κατακτητή. Ό ελληνικός στρατός, ό οποίος θά μπορούσε νά συνεχίσει τήν ένοπλη αντίσταση στά άπρόσιτα ελληνικά βουνά, είχε διαλυθεί μέ σιωπηρή συγκατάφαση όχι μόνο τών Γερμανών καί τών οργάνων τους, πού ανέλαβαν τήν κυβέρνηση, άλλά καί τών Αγγλων, πού δέν ενίσχυαν τέτοιες μορφές συνέχισης τού πολέμου, οι όποίες ενδεχομένως στό μέλλον ήταν δυνατό ν’ απειλήσουν τό προνομιακό καθεστώς τής ολιγαρχίας. Ετσι, πέρα άπό τή βοήθεια πού πρόσφεραν οι απλοί Ελληνες πολίτες στους αποκομμένους άπό τά εκστρατευτικά τους σώματα Αγγλους, Αυστραλούς καί Νεοζηλανδούς, πού παρέμειναν στην Ελλάδα, άρχισαν νά δημιουργούνται καί πυρήνες ελληνικής αντίστασης μέσα στά στρατιωτικά νοσοκομεία όπου νοσηλεύονταν χιλιάδες τραυματίες του Αλβανικού μετώπου. Στους χώρους εκείνους δέν έτόλμησε νά βάλει πόδι ό κατακτητής, ούτε η κυβέρνηση των κουίσλιγκς κατά τήν πρώτη φάση τής Κατοχής καί μόνο όταν η Αντίσταση πήρε παλλαϊκό χαρακτήρα τουφέκισαν τους ηγέτες τών αναπήρων πολεμιστών προς παραδειγματισμό.
Το κατέβασμα της σβάστικας από την Ακρόπολη
Η πρώτη συγκεκριμένη, αυθόρμητη όσο καί ηρωική πράξη αντίστασης είναι τό κατέβασμα τής Γερμανικής σημαίας άπό τήν Ακρόπολη τής Αθήνας άπό δύο νέα παιδιά 19 χρονών, τόν Μανόλη Γλέζο καί τόν Απόστολο Σάντα. Στό σχέδιο ήταν μυημένος καί ό επίσης νεαρός τότε Αντώνης Μοσχοβάκης, ό όποίος όμως δέν πήρε μέρος στην τελική επιχείρηση. Τήν νύχτα τής 30 Μαΐου 1941 οι δύο νεαροί φοιτητές, άφού περίμεναν κρυμμένοι στή βόρεια συστάδα τών δασωμένων κλιτύων τής Ακρόπολης, νά σταματήση η κυκλοφορία, σκαρφάλωσαν στον ιερό βράχο άπό τή ΒΔ πλευρά καί άπό τό πέρασμα τό γνωστό στην αρχαιότητα ώς τό πέρασμα τού ιερού φιδιού τής Αθήνας όπου καί τό σπήλαιο καί η πηγή Κλεψύδρα, καί αφού σκαρφάλωσαν στον ιστό, κατέβασαν τή γερμανική σημαία. Άφού κατέβηκαν χωρίς νά γίνουν αντιληπτοί άπό τόν ιερό βράχο, άπό τό ίδιο πέρασμα, έκοψαν άπό τό κέντρο τής σημαίας τή σβάστικα καί άφού τήν έκρυψαν στό στήθος τους, πέταξαν τό υπόλοιπο σ’ ένα άρχαίο πηγάδι-άποθέτη τής περιοχής τής Ακρόπολης.
Τό πρωί η υπόδουλη Αθήνα έβλεπε μέ δέος καί κατάπληξη νά κυματίζει στον ιερό βράχο μόνο η ελληνική σημαία, ενώ τό απίστευτο μαντάτο κυκλοφορούσε άπό στόμα σέ στόμα. Τήν ίδια μέρα (31 Μαΐου 1941) τό ύπό κατοχή ραδιόφωνο καί ό ελεγχόμενος τύπος δημοσίευε τό παρακάτω ανακοινωθέν τού Γερμανικού Φρουραρχείου:
«Βάσει τών κάτωθι γεγονότων καί εξακριβώσεων προσδιορίζεται η αστυνομική ώρα έν Αθήναις καί Πειραιεί μετ’ άμεσου ισχύος, η 22α.
»1) Κατά τήν νύκτα τής 30ής προς 31 ην Μαΐου ύπεξηρέθη η έπί τής Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική πολεμική σημαία παρ’ άγνωστων δραστών. Διενεργούνται αύστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι καί συνεργοί αυτών θά τιμωρηθούν διά τής ποινής τού θανάτου.
»2) Ό τύπος καί η δημοσία γνώμη πάντων τών στρωμάτων τού λαού εκφράζονται ακόμη πάντοτε μετ’ έκδηλου συμπαθείας υπέρ τών έκ τής ηπειρωτικής Ευρώπης έκδιωχθέντων Αγγλων.
»3) Τά γεγονότα έν Κρήτη, αι παρά τό Διεθνές Δίκαιον διαπραχθείσαι κακοποιήσεις εναντίον Γερμανών αιχμαλώτων, όχι μόνον δέν συζητούνται μετ’ αποστροφής, άλλ’ είς ευρείς κύκλους καί μάλιστα μετ’ ευαρέσκειας.
»4) Υπέρ Αγγλων αιχμαλώτων παρετηρήθησαν, παρά τήν σχετικήν απαγόρευσιν, επανειλημμένως εκδηλώσεις συμπαθείας (προσφορά δώρων, ανέσεων, καρπών, σιγαρέττων κλπ.). Αι τοιαύται εκδηλώσεις, γίνονται άνεκταί έκ μέρους τής Ελληνικής αστυνομίας, εναντίον τών οποίων δέν αντέδρασε μεθ’ όλων τών είς τήν διάθεσιν αυτής ευρισκομένων μέσων.
»5) Η συμπεριφορά ευρύτερων κύκλων τής πόλεως τών Αθηνών έναντι τών Γερμανικών ένοπλων δυνάμεων έγένετο καί πάλιν όλιγότερον φιλική.
»6) Η αισχροκέρδεια έν Αθήναις υπερέβη πάν μέτρον χωρίς αι άρμόδιαι άρχαί νά προβαίνουν είς τά ενδεικνυόμενα μέτρα καταστολής.
»7) Σχεδόν τά εμπορεύματα πωλούνται έν Αθήναις προς τους Γερμανούς στρατιωτικούς εις σημαντικώς ανωτέρας τιμάς παρά προς τους “Ελληνας.
»Αί Γερμανικοί στρατιωτικοί άρχαί προσεπάθησαν μέχρι σήμερον νά συμπεριφερθούν προς τόν Έλληνικόν λαόν άπό πάσης απόψεως ευμενώς. Εν περιπτώσει καθ’ ην αί διαταγαί τών ενόπλων Γερμανικών δυνάμεων δέν θέλουσιν είσακουσθή, αύται θά έπιβάλλωσι μετά λύπης των αύστηροτάτας κυρώσεις» .
Ανακεφαλαίωση
Κρίνοντας τό δραματικό σέ γεγονότα εξάμηνο του πολέμου ό πολιτικός σύμβουλος τής ΠΕΕΑ δικηγόρος καί πολιτειολόγος Κώστας Γ. Δεσποτόπουλος γράφει (τόμος ΕΛΛΑΣ Νέας Παγκόσμιας Εγκυκλοπαίδειας σ. 463 κ.έ.):
«Όσο κι’ άν είναι πρόωρο νά γραφεί μιά πολιτική ιστορία, στην πλήρη έννοια τής λέξεως, τής εποχής τής ξένης κατοχής στην Ελλάδα, τής εποχής πού αρχίζει άπό τήν εισβολή τών Γερμανών (1941) ώς τή Βάρκιζα (Φεβρ. 1945), γιατί οι έπιστευτικές πηγές πού πρέπει νά έχη ύπ’ όψιν του ό ιστορικός είναι ακόμη κρυφές καί τά περισσότερα σχετικά έργα πού έχουν δημοσιευθή φέρουν τή σφραγίδα του πάθους ή τής πολιτικής τοποθετήσεως τών συγγραφέων, ωστόσο μιά προσπάθεια αντικειμενικής συνθετικής έξιστορήσεως τών γεγονότων δέν είναι αδύνατη μέ τά στοιχεία πού κατέχουμε σήμερα. Εξ άλλου όμως η θλιβερή διαπίστωση τών εμφυλίων διαμαχών κατά τήν διάρκεια του αγώνα καί η κατάληξη του αγώνα τής Εθνικής Αντίστασης στην σύρραξη του Δεκεμβρίου 1944 κάνουν νά βαραίνει κάθε εξιστόρηση τής εποχής αυτής στην αναζήτηση, όχι μόνο τής αλήθειας γιά τά περιστατικά, άλλα καί τής ευθύνης γιά ώρισμένα γεγονότα καί γιά τήν κατάληξη των. Τά όσα γράφονται παρακάτω τείνουν νά παρουσιάσουν μιά όσο γίνεται αντικειμενική εικόνα τής εξελίξεως τών πολιτικών πραγμάτων μας κατά τήν περίοδο πού εξετάζουμε πού περιέχει καί μιά ανάλογη εικόνα τών ευθυνών.
Μετά τήν κατάρρευση του μετώπου, τήν είσοδο τών Γερμανών (Απρίλιος 1941) καί τών Ιταλών (Μάιος 1941) στήν Αθήνα διαμορφώνεται περίπλοκη πολιτική κατάσταση. Ό βασιλεύς Γεώργιος Β’ άνεχώρησε γιά τό εξωτερικό (Μάίος 1941) μέ πρωθυπουργό τόν Έμμ. Τσουδερό ύστερα άπό ολιγόχρονη παραμονή στην Κρήτη. Στην Αθήνα σχηματίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση στηριζομένη στή θέληση τών Γερμανών ύπό τόν Γ. Τσολάκογλου (Μάιος 1941). Τά δύο θεμελιώδη προβλήματα πού πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ό ελληνικός λαός, προβλήματα συνδεόμενα σέ πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ των, είναι η επιβίωση του, ό αγώνας εναντίον τής λιμοκτονίας όπου δέν μπορούσε παρά νά οδηγήσει η ξένη κατοχή μιά χώρα φτωχή, σάν τήν ‘Ελλάδα καί η οργάνωση τής εσωτερικής αντίστασης κατά τών κατακτητών. Η αντιμετώπιση όμως τών προβλημάτων αυτών έθετε νέα προβλήματα, όπως τών οχημάτων καί μορφών διαμέσου τών οποίων θά έπιδιώκοντο οι σκοποί του αγώνα, καθώς καί τής στρατηγικής καί τακτικής του αγώνα αύτού. Μ’ ένα λόγο έθετε καθαρά πολιτικά προβλήματα, θά ήταν ίσως εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς ότι όχι μόνο ό καλύτερος άλλά καί ό μόνος τρόπος ενεργείας έπρεπε νά ήταν η συνεννόηση όλων τών πολιτικών δυνάμεων τής χώρας διά νά δώσουν μιαν ενιαία μυστική διοίκηση στόν αγώνα τοΰ εσωτερικού σέ απόλυτη συνεννόηση μέ τήν ελληνική κυβέρνηση του εξωτερικού που εκπροσωπούσε τυπικά τό μαχόμενο Εθνος καί μπορούσε νά βοηθήση αποτελεσματικά καί τή διεξαγωγή του εσωτερικού αγώνα αντίστασης. Ορος γιά νά πραγματοποιηθεί τούτο θά ήταν μιά συμφωνία γιά τόν τρόπο κατά τόν όποίο τά πολιτικά θέματα θά λύονταν μετά τήν απελευθέρωση, δηλαδή τό πολιτειακό πού είχε δημιουργήσει η Δικτατορία τής 4ης Αυγούστου, ό σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας καί η διενέργεια ελεύθερων εκλογών γιά τήν ανάδειξη κυβέρνησης μέ τή θέληση τής πλειοψηφίας του έλληνικού λαού. Φυσικά αυτό είχε σάν συμπλήρωμα τή δημιουργία ένόπλων δυνάμεων στό εξωτερικό καί τό εσωτερικό, πού θά υπηρετούσαν τό Εθνος καί όχι ένα κόμμα ή ένα καθεστώς.
Τό παρελθόν όμως, ώρισμένα συμφέροντα καί σφαλερές ή εγκληματικές ενέργειες άπό όλες τίς πλευρές έβάρυναν τόσον, ώστε μπορούμε νά πούμε ότι η πολιτική ιστορία τής κατοχής είναι η ιστορία τής αποτυχίας τών προσπαθειών γιά τήν εθνική ενότητα, με αποτέλεσμα νά γίνη η απελευθέρωση με τό Εθνος τυπικά ενωμένο κάτω άπό τήν κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, άλλά πραγματικά χωρισμένο σέ μερίδες έτοιμες νά αναμετρηθούν δυναμικά, πράγμα πού έγινε τό Δεκέμβριο τού 1944.
Ποιες είναι οι δυνάμεις πού έπαιξαν ουσιώδη ρόλο κατά τήν περίοδο αυτή, συγκρουόμενες ή συνεργαζόμενες μεταξύ των, ακολουθώντας η καθεμιά τό δικό της δρόμο καί εξυπηρετώντας τους δικούς της σκοπούς;
Πρώτα πρώτα οι ξένοι κατακτητές καί οι Ελληνες Κουΐσλινκ επεδίωκαν κατά τή διάρκεια τού πολέμου, τήν καθήλωση τού ελληνικού λαού σέ μιά παθητική αποδοχή τού τετελεσμένου έν αναμονή τών εξελίξεων. Μακροχρονίως απέβλεπαν στή διάδοση τής ιδέας μιας μελλοντικώς ενωμένης «Ευρώπης» μέ τή γερμανική ηγεσία καί, ενδεχομένως, μετά τήν πάροδο τών πρώτων εντυπώσεων, σέ ενεργό ενίσχυση άπό ένα μέρος τού πληθυσμού, στρατολογία εθελοντών κλπ. “Ολ’ αυτά μέ ιδεολογικό όπλο τόν «άντικομμουνισμό», καλλιεργημένο άλλωστε ήδη άπό τήν 4η Αυγούστου.
Οι ξένοι ήξεραν ότι τους είναι πολύ δύσκολο νά στηριχθούν στην παλαιά γερμανοφιλία τών εκ παραδόσεως βασιλοφρόνων. Η εισβολή στην Ελλάδα καί η τοποθέτηση τού βασιλέως στό πλευρό τών Δυτικών Συμμάχων περιώριζαν σέ πολύ μεγάλο βαθμό τό στήριγμα αυτό. Στην πορεία, αντιθέτως, θά κατορθώσουν νά προσεταιρισθούν πολλά «παλαιοδημοκρατικά» στοιχεία.
Ούτε στην κοινωνική αντίδραση τους ήταν δυνατό νά στηριχθούν στην αρχή, γιατί τόσο ό πατριωτισμός όσο καί η εμπιστοσύνη προς τό βασιλέα άπεμάκρυνε τίς συντηρητικές δυνάμεις άπό τήν ιδέα τής «συνεργασίας». Τους ήταν λοιπόν απαραίτητο νά στηριχθούν στην παλιά συνταγή πού είχε διατυπώσει ό Αδόλφος Χίτλερ προς τόν Ράουσνιγκ («Σέ κάθε χώρα θά βρούμε αρκετά ιδιοτελή καθάρματα»), δηλαδή στον προσεταιρισμό φιλόδοξων ή ιδιοτελών πολιτευτών, «μπίζνεσμεν», μαυραγοριτών ή πεινασμένων που δέν πίστευαν ότι προδίδουν πηγαίνοντας νά κερδίσουν «ένα κομμάτι ψωμί» άπό τους Γερμανούς. Αργότερα θά επωφεληθούν άπό τή διαίρεση μεταξύ τών πολιτικών μερίδων…
Δεύτερο, οι Άγγλοι, έχοντας τήν πρωτοβουλία τών επιχειρήσεων στην περιοχή τής Μεσογείου, απετέλεσαν ουσιώδη παράγοντα στή διαμόρφωση τών πολιτικών μας πραγμάτων. Τους ενίσχυε τό γεγονός ότι ήταν τό μοναδικό δυναμικό καί πολιτικό στήριγμα τού βασιλιά καί τής κυβέρνησης του πού είχαν ύπό τόν απόλυτο έλεγχο τους. Η πολιτική τών Αγγλων στην Ελλάδα έπασχε άπό μιά βασική αντίφαση. Οι ανάγκες τού πολέμου τους επέβαλαν νά οργανώσουν ανταρτικές ομάδες καί γενικά κίνημα εθνικής αντίστασης, πάντως νά συνεργαστούν μέ καθένα πού θά ήθελε ν’ αγωνιστεί εναντίον τών Γερμανών, επομένως καί μέ τό ΕΑΜ – ΕΑΑΣ πού γρήγορα αποτέλεσε τή μεγαλύτερη δύναμη αντίστασης, αφού άλλως τε, όπως ο στρατηγός Ουίλσον λέει καθαρά στά Απομνημονεύματα του «οι παρατάξεις τής Δεξιάς καί τού Κέντρου δέν εμφανίζονταν καθόλου στην Αντίσταση».
Από τήν άλλη όμως πλευρά η γραμμή τού Ουίνστον Τσώρτσιλ ήταν η επάνοδος τού βασιλέως Γεωργίου, πάντως η υποστήριξη του μέ όλα τά μέσα, ένώ ήταν βέβαιο ότι η μεγάλη πλειονότης τών αγωνιζομένων καθώς καί τών πολιτικών κομμάτων δέν επιθυμούσε τήν επάνοδο αυτή χωρίς προηγούμενο Δημοψήφισμα. Η αντίφαση αυτή έκαμε ώστε οι Αγγλοι νά πολεμούν τίς δυνάμεις μέ τίς οποίες συνεργάζονταν (όσες δέν είχαν υποτάξει στή θέληση τους) άλλά καί νά υφίστανται διενέξεις ανάμεσα στίς υπηρεσίες Μυστικού Πολέμου, πού είχαν καί επίγνωση τών πολεμικών αναγκών καί καλύτερη γνώση τής κατάστασης στην Ελλάδα καί είχαν τελικά προσχωρήσει στίς «δημοκρατικές» απόψεις καί τών διπλωματικών υπηρεσιών τού Φόρεϊν Οφφις. Στίς διενέξεις η τελευταία λέξη άνήκε φυσικά στον Τσώρτσιλ. Ό μεγάλος αυτός πολιτικός κατέστη έτσι, θεληματικά ή αθέλητα, ό κύριος εργάτης τής ανωμαλίας πού είχε σάν κατάληξη τό Δεκέμβριο…
Η θέση τού Γεωργίου τού Β’ είναι αληθινά τραγική. Από τή στιγμή πού έφυγε από την Ελλάδα η προσωπική του τραγωδία συνίσταται στό ότι, ένώ εκπροσωπεί επίσημα τό μαχόμενο Εθνος του οποίου είναι ό νόμιμος Αρχηγός, έχει επίγνωση του ότι τό Εθνος αυτό δέν του συγχωρεί τή Δικτατορία. Η νίκη κατά του φασισμού δέν θά σήμαινε γι’ αυτόν μιά χαρούμενη καί ήρεμη επάνοδο στό θρόνο του όπως γιά τους Σκανδιναβούς βασιλείς. Στον κατάλογο των καθεστώτων καί προσώπων πού θά έπρεπε νά «εκκαθαρισθούν» άπό τήν πολιτική σκηνή μετά τήν νίκη των Δημοκρατιών ήταν καί τό δικό του όνομα, θά μπορούσε ίσως νά προσπαθήσει νά συμφιλιωθεί μέ τό Εθνος, δηλώνοντας πώς δέν θά έπανέλθη δίχως δημοψήφισμα, ενώνοντας γύρω του όλους τους μαχόμενους καί συμβολίζοντας όχι τυπικά άλλα καί ουσιαστικά τήν Αντίσταση του Εθνους. Δέν βρήκε τόν δρόμο πού εθνικά ήταν ό μόνος ωφέλιμος, σίγουρος γιά τήν δική του τύχη. Προτίμησε, στηριζόμενος στον Τσώρτσιλ, νά υπεράσπιση, αδιαφορώντας γιά κάθε συνέπεια, τή «νομιμότητα» του…
Πλάι στον βασιλέα στέκεται άπό τήν πρώτη στιγμή της αναχωρήσεως άπό τήν “Ελλάδα έως τό κίνημα τής Μέσης Ανατολής ό ‘Εμμαν. Τσουδερός. Ηταν άπό κάθε άποψη στά χέρια τών Αγγλων. Κάθε επαφή του μέ τήν Ελλάδα περνούσε άπό τους Άγγλους. Η πρωθυπουργία του στηρίζονταν στή «νομιμότητα» του βασιλέως πού αναγνώριζαν οι Αγγλοι. Η αντίσταση γιά τόν Τσουδερό ήταν στην αρχή μιά άπλή έκφραση τής νομιμοφροσύνης απέναντι τών συμμάχων. Ενδιαφέρεται γιά τήν μεταπολεμική ικανοποίηση τών εθνικών διεκδικήσεων, γιά τό σχηματισμό ένόπλων δυνάμεων στό εξωτερικό, γιά τό επισιτιστικό πρόβλημα τής Ελλάδος- θέλει νά προεδρεύση σέ μιά καλή «εξόριστη» κυβέρνηση. Τό φαινόμενο τής εσωτερικής εθνικής αντιστάσεως άπ’ τό όποίο τόν κρατούν επίμονα μακρυά οι Άγγλοι, τόν απασχολεί όσο το επιτρέπεται. Η ίδέα ότι ό ίδιος μπορεί νά παίζη ηγετικό ρόλο στην οργάνωση τού αγώνος αυτού καί νά συνδεθή ουσιαστικά μέ τό σύνολο του μαχόμενου Εθνους δέν φαίνεται νά τόν κυριεύει. Αντίθετα ανησυχεί πάντοτε γιά τίς γνώμες τών παλιών κομμάτων καί προσπαθεί νά καλλιεργήση ένα πνεύμα συνεννοήσεως ανάμεσα σ’ αυτά καί τήν κυβέρνηση του.
Προσπαθεί νά συμβιβάση τ’ ασυμβίβαστα, ν’ αποφύγει τις κρίσεις πού ξεσπάνε μοναχές τους. Η προοδευτική έκδημοκρατοποίηση τών ένόπλων δυνάμεων στη Μ. Ανατολή γίνεται μέ τήν επιμονή όσων έπίστευαν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα τού πολέμου. Στά 1943 προσπαθεί νά συντείνη στη λύση τού πολιτειακού σύμφωνα μέ τήν ομόφωνη γνώμη κομμάτων καί μαχόμενων. Δέν έχασε τήν πρωθυπουργία τότε, έχασε όμως τήν δυνατότητα νά κυριάρχηση στην έπόμενη φάση. θά βρεθούν άλλοι πού θά κριθούν ικανοί γιά τήν καταστολή τού κινήματος τής Μέσης Ανατολής. Καί άλλοι γιά τήν πραγματοποίηση τής ένότητος, επιβάλλοντας τήν ιδέα του προηγουμένου δημοψηφίσματος.
Στην ιδέα αύτη είχαν προσκολληθή όλα τά παλαιά πολιτικά κόμματα (Φιλελευθέρων ύπό τόν θ. Σοφούλη, Λαϊκών ύπό έπιτροπήν Π. Ράλλη, Σ. Στεφανοπούλου κλπ. Προοδευτικών ύπό τόν Γ. Καφαντάρη, Δημοκρατικών ύπό τόν Γ. Παπανδρέου, Αγροτικών ύπό Άλ. Μυλωνά καί Ι. Σοφιανόπουλο κλπ.). Βεβαίως ήδη άπό τό 1936 τά παλαιά κόμματα είχαν χάσει μέγα μέρος άπό τήν λαϊκήν άπήχησίν των, είτε διότι δέν είχαν κατορθώσει ν’ αποτρέψουν τήν δικτατορίαν είτε καί μόνον διότι άπεμακρύνθησαν άπό τήν δημοσίαν ζωήν.
Η άντιβασιλική θέση απετέλεσε τήν δικαίωσίν των διά τό παρελθόν καί διά τό μέλλον, άλλά καί τό «άλλοθι» των.
Η λύση τού πολιτειακού τά άπασχολούσεν ωσάν πρόβλημα εκκαθαρίσεως τού παρελθόντος ή ώς προϋπόθεσις οργανώσεως τής πολιτικής ζωής μετά τήν άπελευθέρωσιν. Δέν είδαν όμως τό πρόβλημα τής Εθνικής Αντιστάσεως καθ’ εαυτό σ’ όλον του τό βάθος. Δέν έξετίμησαν όσον θά έπρεπε τήν επίδραση πού η Αντίσταση θά είχε στην εξέλιξη τής πολιτικής μας ζωής, ούτε τήν ανάγκη νά χρησιμεύσουν σάν γέφυρα ανάμεσα είς τό εξωτερικό καί τό εσωτερικό, τήν ανάγκη νά αναζωογονηθούν μέσα εις τήν Αντίσταση, νά βρουν νέα επαφή μέ τόν λαό, νά εμποδίσουν μέ τήν συμμετοχή των καί όχι μέ μηχανορραφίες τήν πορείαν προς τήν δυναμικήν πόλωση ανάμεσα στό ΚΚΕ καί τόν Γεώργιο.
Μερικές κινήσεις των μάλλον εμπόδιζαν αντί νά διευκολύνουν την λύσιν των προβλημάτων. Πολλοί άπό τους παλαιούς πολιτικούς κατέληξαν αργότερα ν’ ανέχονται ή καί νά ενισχύουν τόν Ι. Ράλλην καί τά τάγματα του καί νά καταστούν θεληματικοί ή αθέλητοι παράγοντες της σύρραξης του Δεκεμβρίου. Εις την τελευταίαν φάσιν, οι κατ’ εξοχήν εχθροί του Βασιλέως συνεμάχησαν αναφανδόν μαζί του, εναντίον του Ε.Α.Μ., μέ τό όποιον ώς τότε ήσαν έμμεσοι σύμμαχοι εναντίον του Γεωργίου.
Ό ρόλος του ΚΚΕ ύπήρξεν επίσης αποφασιστικός καί γεμάτος αντιφάσεις. Η ηγεσία του έβγαινε άπό τήν Ακροναυπλία μέ απέραντες οργανωτικές ικανότητες, άλλά μέ φυσική, λόγω του μέχρι του 1936 είδους δραστηριότητας του ΚΚΕ, ανεπάρκεια γιά τήν πολιτική διεύθυνση ενός μεγάλου καί πλατειού λαϊκού κινήματος, όπως έγινε τό ΕΑΜ.
Τό κύριον χαράκτηριστικόν της πολιτικής τακτικής του ΚΚΕ, καθ’ όλη τήν διάρκεια τής περιόδου πού ιστορούμε υπήρξε η ταλάντευση. Συνέλαβε εις τήν αρχή τό νόημα του έθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σ’ όλο τό πλάτος του. Θέλησε μάλιστα νά του δώση περισσότερο πλάτος άπ’ ό,τι ήταν δυνατόν, διότι επεδίωξε νά περιλάβει εις τους κόλπους του ακόμη καί τους πιστούς οπαδούς του Γεωργίου. Παράλληλα έδειξε ότι κατανοεί ότι η αποκατάσταση τής Δημοκρατίας καί η ελεύθερη εκλογή άπό μέρους του λαού πολιτεύματος καί κυβέρνησης αποτελούσαν τό μόνο σύνθημα πού μπορούσε νά συνενώσει τό λαό, τή μόνη διέξοδο πού ήταν γενικά ανεκτή στην Ελλάδα άλλά καί τή μόνη διέξοδο πού επέτρεπε η διεθνής πραγματικότητα καί η τοποθέτηση τής Ελλάδος στην ζώνη «στρατιωτικής πρωτοβουλίας» των δυτικών. Εν τούτοις στην πορεία, ενήργησε άλλοτε σύμφωνα μέ τήν άποψη αυτή καί άλλοτε σά νά πίστευε πώς ήρθε η ώρα νά καταλάβει τήν εξουσία καί νά επιβάλει τήν πολιτική του. Οι δυό τακτικές άλλοτε εμφανίζονταν άλληλοδιαδόχως καί άλλοτε παράλληλα!
Τήν αναχώρηση τού βασιλέως καί τής κυβέρνησης Τσουδερού γιά τήν Κρήτη καί άπό κει γιά τό εξωτερικό επακολουθεί ένας καιρός συγχύσεως καί αναζητήσεων. Κάτω άπό τό βαρύ εθνικό πένθος γιά τήν Κατοχή, καλλιεργίται σέ μερικούς κύκλους η ευφορία γιά τήν ουσιαστική κατάλυση τής 4ης Αύγουστου. Η γερμανική πρεσβεία τών Αθηνών θέλησε νά έκμεταλλευθή όσο γινόταν τά αίσθηματα αυτά καθώς καί οι κυβερνήσεις Κουΐσλινκ πού έξεδήλωναν κατά τρόπο εξοργιστικό τόν άντιμοναρχισμό τους. Στόν Τύπο άρχισαν νά παρουσιάζωνται δημοσιεύματα εναντίον τής 4ης Αυγούστου, ένώ περιφέρονταν προς ύπογραφήν υπομνήματα γιά τήν ανάγκη τής άποκαταστάσεως τών ελευθεριών εις τήν Ελλάδα. Τους Γερμανούς υποδέχεται μέ σφιγμένη ψυχή ό λαός καί μερικοί άνθρωποι μέ ανόητες αυταπάτες. Γρήγορα όμως οι αυταπάτες διαλύονται. Ενα πνεύμα εθνικής ένότητος απέναντι στή συμφορά τής Κατοχής αρχίζει νά έπικρατή. Η Αντίσταση δεν είναι ακόμη σύνθημα γενικό. Η ιδέα τής αναμονής μέχρι τής νίκης τών Συμμάχων δεν είναι ξένη προς τήν νοοτροπία πολλών καλόπιστων πατριωτών Ελλήνων. Καί, στό υπόβαθρο, άλλά δειλά καί ντροπιασμένα, κινούνται οι λίγοι πού σκέπτονται κατά ποιόν τρόπο θά επωφεληθούν από τήν Κατοχή. Αλλά εις τήν ατμόσφαιρα κυριαρχεί η ιδέα ότι «κάτι» πρέπει καί «κάτι» πρόκειται νά γίνη. Τά κόμματα άρχισαν νά έρχωνται σ’ επαφή μεταξύ τους. Άπό τήν πρώτη στιγμή τό θέμα τού βασιλέως βρίσκεται εις τήν πρώτη γραμμή τών συζητήσεων μεταξύ τού πολιτικού κόσμου. Αντίθετα τό θέμα τής Αντιστάσεως είναι τό κύριο θέμα τών συζητήσεων μέσα εις τίς νεώτερες δυνάμεις»…
Καί συνεχίζει ό Κ.Γ. Δεσποτόπουλος:
«Η καταπιεστική πολιτική τών Γερμανών μαζί μέ τά πρώτα στρατοδικεία καί τίς πρώτες εκτελέσεις πού οι εκδηλώσεις της άρχισαν αμέσως συνέτεινε στή ραγδαία άνάτττυξι καί του πνεύματος καί τού κινήματος τής Αντιστάσεως. Η άμεση έναρξη τού πληθωρισμού, του εξευτελισμού τού νομίσματος, τής υψώσεως τών τιμών καί τής σπάνιος τών τροφίμων είχε σάν κορύφωμα τή Μεγάλη πείνα τού χειμώνος τού 1941. Ενα ρίγος ανησυχίας διέτρεξε τό Εθνος. Τό πρόβλημα δέν ήταν πλέον άν θά ύποστή η φυλή ταλαιπωρίες άλλά άν θά έπιζήση. Ολόκληρος σχεδόν ό πληθυσμός ήταν πιά έτοιμος στίς αρχές του 1942 γιά αδιάλλακτο αγώνα. Η λαϊκή αυτή ορμή δέν μπορούσε παρά νά διοχετευθή κατά κύριο, άν όχι αποκλειστικό λόγο στό ΕΑΜ. Ο λαϊκός της χαρακτήρας, μαζί με τό σύνθημα της ένότητος όλων γιά τό ψωμί καί γιά τήν ελευθερία τήν καθιστούσε μοναδικό πλαίσιο. Ετσι στην πρώτη αυτή περίοδο (1941 – 1942) τό ΕΑΜ ξαπλώνεται ραγδαία καί κατακτά καθημερινά νέους οπαδούς – άγωνιστάς. Γίνεται ό καθοδηγητής τού μεγάλου εθνικού αγώνος καί τών πιό μικρών εκδηλώσεων. Διαβήματα εργατών, υπαλλήλων, απεργίες, δημόσιες εκδηλώσεις περνούν άπ’ τήν επίμονη όργανωτικότητα καί καθοδήγηση τών στελεχών τού Ε.Α.Μ. Σέ καμμιά άλλη κατεχόμενη χώρα δέν άνεπτύχθη τόσο πολύ τό κίνημα μέσα στίς πόλεις. Πουθενά δέν υπάρχουν τόσο μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις όσο οι απεργίες καί τά συλλαλητήρια στην Αθήνα μέ κορύφωμα τό μεγάλο συλλαλητήριο πού ματαίωσε τήν «πολιτική έπιστράτευσι» (Ιούλιος 1943). Όλη αυτή ή περίοδος χαρακτηρίζεται άπό τήν πολιτική κυριαρχία τού ΕΑΜ. Η οργανωτική όμως ικανότητα του ΚΚΕ πού συνετέλεσε πολύ στην πλαισίωση καί κινητοποίηση τών μαζών, συνετέλεσε επίσης στό ν’ αύξηθή η επιρροή τού κόμματος αυτού. Ετσι, ένώ λογικά η μεγάλη έξάπλωσι τού ΕΑΜ, στά πλαίσια τού οποίου έπραγματοποιείτο μιά τεραστία συγκέντρωσι λαϊκών δυνάμεων ενωμένων εναντίον τού κατακτητού, έπρεπε νά συμβάλη καί στην ενότητα «προς τά άνω», η παράλληλη ανάπτυξη τού ΚΚΕ πού έπαιζε αποφασιστικό ρόλο μέσα στό ΕΑΜ προκαλούσε κάθε μέρα πιό μεγάλη ανησυχία τών παλαιών πολιτικών κόσμων, στην κυβέρνησι του εξωτερικού, στους Αγγλους καί στίς συντηρητικές κοινωνικές δυνάμεις.
Οι συζητήσεις γιά ενότητα μέ τά παλαιά κόμματα εξακολούθησαν σ’ όλη αυτή τή περίοδο καθώς καί η αλληλογραφία τών κομμάτων μέ τό εξωτερικό γιά τό έπισιτιστικό πρόβλημα καί γιά τήν πολιτική έξέλιξη. Αλλά η εικόνα πού παρέχεται άπό όλ’ αυτά είναι ότι αντί νά προοδεύη η ιδέα της ένότητος ένα μεγάλο μέρος τού πολιτικού κόσμου τό απασχολεί όχι πλέον πώς θ’ αντιμετωπισθούν τά προβλήματα τού αγώνος κατά τού κατακτητού καί της ομαλής εξελίξεως μετά τήν άπελευθέρωσιν άλλα μάλλον πώς τελικά θ’ άντιμετωπισθή τό ΕΑΜ. Η όξυνσι τών αντιθέσεων απετέλεσε σ’ όλη αυτή τή περίοδο καί αιτία καί αποτέλεσμα μερικών βιαίων ενεργειών τού ΚΚΕ, γύρω στίς όποιες η πολεμική δέν έχει σταματήσει, πού αποδείκνυαν ότι τό ΚΚΕ συνέχεε συχνά τήν «άντίδρασι» μέ τήν «προδοσία» καί θεωρούσε ότι ένας άντιεαμίτης είναι αναγκαστικά προδότης. Οταν ύστερα άπό τήν παραίτηση της κυβερνήσεως Λογοθετοπούλου, ονομάζεται πρωθυπουργός ό Ιωάννης Ράλλης (Άπρίλ. 1943) στό Διάγγελμα του προς τόν ελληνικό Λαό λέει ότι «κατέλαβε τήν εξουσία» καί κάνει ρητή μνεία τών ενισχύσεων πού έχει άπό πλευράς κοινωνικής καί πολιτικής. Καί τίς έχει πραγματικά, άλλες μυστικές ή φανερές, άλλες σιωπηρές. Στην αρχή τής κατοχής ό γενικός εχθρός ήταν ό ξένος κατακτητής. Οι συνεργάτες του συναντούσαν τήν περιφρόνηση καί τό μίσος. Σιγά-σιγά ένα μέρος τού παλαιού πολιτικού κόσμου συνηθίζει στην ίδέα ότι μπορεί κανείς νά μάχεται εναντίον τού ΕΑΜ παράλληλα ή καί μαζί μέ τους Γερμανούς δίχως τούτο ν’ άποτελή πράξη αντεθνική ή καί αντίθετα μέ τήν πεποίθησι ότι τούτο άποτελεί πράξη πατριωτική. Η προσπάθεια γιά νά τήν καλλιεργήσουν, έφτασε στό κατακόρυφο μετά τήν πρώτη περίοδο. Αλλά τά θεμέλια της έμπήκαν σιγά-σιγά όσο αναπτυσσόταν τό ΕΑΜ δίχως νά προκόβη η προσπάθεια γιά τήν ενότητα. ‘Από τήν αρχική σύγχυσι στήν ζωηρή άνάπτυξι τού κινήματος Εθνικής Αντιστάσεως άπό τήν κυριαρχία τού δημοκρατικού πνεύματος ως τήν θεμελίωση ενός νέου διχασμού, πηγαίνει η πρώτη περίοδος τής κατοχής οτήν Ελλάδα (έτη 1941 καί 1942). Η Ελλάδα αποτελεί σοβαρή ένόχλησι γιά τους Γερμανούς αφού τους αναγκάζει νά διατηρούν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις έκεί καί νά καταβάλουν προσπάθειες γιά ν’ αντιμετωπίσουν τό επισιτιστικό πρόβλημα. Αποτελεί επίσης «σκοτούρα», γιά τους άλλους πού είναι υποχρεωμένοι νά μεταχειρίζωνται άπειρα τεχνάσματα γιά νά συμβιβάσουν τίς ανάγκες του πολέμου καί την σταθερή γραμμή του Φόρεϊν Όφφις προσκολλημένου στην επάνοδο του Γεωργίου».
Οι κρίσεις αυτές διατυπωμένες άπό έναν αγωνιστή πού έζησε τά πράγματα άπό πολύ κοντά καί πού συμμετείχε άπό πολύ νέος σ’ όλες τίς εθνικές δημοκρατικές εξάρσεις άπό τό 1922 οπότε διετέλεσε γραμματέας τής Επαναστατικής Επιτροπής, έχουν ιδιαίτερη αξία γιατί αποτελούν τίς αποκρυσταλλώσεις μιας συνεχούς παρατήρησης τών ιστορικών γεγονότων μιας εικοσαετίας, πού οδήγησαν στήν κορύφωση τής αγωνιστικής δραστηριότητας του λαού στό στίβο τής Εθνικής Αντίστασης.
Τήν έπομένην τά ιταλικά στρατεύματα απώθησαν τά ελληνικά τμήματα Γράμμου-Σμόλιγκα καί είσέδυσαν μέχρι Λυκορράχης. Τήν 2αν Νοεμβρίου οί Ιταλοί κατέλαβαν τήν Σαμαρίναν, τήν 3ην Νοεμβρίου τό Δίστρατον καί τήν Βωβουσαν, παρά τό Μέτσοβον. Τήν 5ην Νοεμβρίου είς τόν τομέα τής Θεσπρωτίας διέβησαν τόν ποταμόν Καλαμάν, τήν 7ην Νοεμβρίου έπροχώρησαν είς τήν πεδιάδα Πρεβέζης-Φιλιππιάδος καί ήρχισαν πλευροκοπούντες τήν τοποθεσίαν Έλαία έκ δυσμών, κατά μήκος τής αμαξιτής οδού Ήγουμενίτσης-Ίωαννίνων. Από τής 4ης Νοεμβρίου οί Ιταλοί μετεπήδησαν είς τήν άμυναν, είς τήν περιοχήν Διστράτου καί τού όρους Σμόλιγκα, όπου έκλείσθησαν, διά νά αποφύγουν τήν αίχμαλωσίαν ή τήν καταστροφήν, εντός τής κοιλάδος τού ποταμού Αώου. Η μάχη τής Πίνδου έκλινεν ήδη υπέρ τών ελληνικών όπλων. Η άπώθησις τών Ιταλών εκείθεν τής ελληνικής μεθορίου ώλοκληρώθη τήν 21 ην Νοεμβρίου. Τά στρατεύματα του Μουσολίνι υπέστησαν πανωλεθρίαν, παρά τήν συντριπτικήν ύπεροχήν των. Ό Ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα αντικατεστάθη άπό τόν στρατηγόν Ούβάλδο Σοντού. Ακολουθούν η μάχη τής Μοράβας, τού Ίβάν καί η κατάληψις τής Κορυτσάς, σημαντικωτάτου κόμβου συγκοινωνιών (13-25 Νοεμβρίου). Τήν 28ην Νοεμβρίου κατελήφθη η περιοχή Μοσχοπόλεως, τήν 30ήν Νοεμβρίου τό Πογραδέτς, τήν 6ην Δεκεμβρίου κατελήφθησαν οι Αγιοι Σαράντα καί τό Δέλβινον. Ό ελληνικός στρατός εισέρχεται είς τό Άργυρόκαστρον τήν 8ην Δεκεμβρίου, είς τήν Χειμάρραν τήν 22αν Δεκεμβρίου καί λαμβάνει θέσεις είς τό Γαρονίν-Πογκοράνι καί είς τόν κόμβον της Κλεισούρας τήν 10ην Ιανουαρίου. Τήν 13ην Ιανουαρίου 1941 αντικαθίσταται ό αρχιστράτηγος Σοντού διά του στρατηγού Καμπαλέρο. Τήν 2αν Μαρτίου άφίχθη είς Άλβανίαν ό Μουσολίνι διά νά παρακολούθηση τάς προς έπίθεσιν προπαρασκευάς. Άπό της 9ης. Μαρτίου ήρχισεν η εαρινή ιταλική έπίθεσις, διαρκέσασα μέχρι της 25ης του αύτού μηνός, μέ πολυάριθμους δυνάμεις, πιστάς είς τόν Μουσολίνι. Εις κατασχεθείσαν έπιστολήν τούτου, πού άπηυθύνετο προς τους νέους διοικητάς μονάδων, μεταξύ των οποίων οι υπουργοί Μπατάϊ, Τζιρότι καί ό καθηγητής του Πανεπιστημίου τής Νεαπόλεως Πελλεγρίνι, μέλος του Ανωτάτου Φασιστικού Συμβουλίου, άνεγνώσθη: «Κάμετε τά πάντα. Αντικαταστήσατε τους πάντας, αλλά μή αφήσετε τους “Ελληνας νά προχωρήσουν ούτε βήμα πλέον. Σώσατε τήν φασιστικήν Ίταλίαν!» Η έπίθεσις έξεδηλώθη έφ’ ολοκλήρου του μετώπου, άπό του όρους Τρεμπεσίνα μέχρι του ποταμού Αψου. Διά τής επιθέσεως των εκείνης οι Ιταλοί απέβλεπαν: είς τήν διάσπασιν τού μετώπου άπό Τρεμπεσίνας μέχρι Μπούμπεσι, είς τήν προώθησιν μέχρι Κλεισούρας προς διχοτόμησιν των ελληνικών δυνάμεων καί άπομόνωσίν των έπί τής περιοχής Τρεμπεσίνας-Σέντελικ καί έπί τής κορυφογραμμής Γαρονίν-Φράσαρι. Παρά τήν μεγίστην σπατάλην εμψύχου καί άψυχου υλικού, η έπίθεσις άπέτυχεν πλήρως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.