Εγραψε:Pitsirikos
(Καλησπέρα πιτσιρίκο, είμαι αναγνώστης του blog σου εδώ και χρόνια. Σου στέλνω μια ιστορία. Είναι μεγάλη, δεν ξέρω αν προσφέρεται για δημοσίευση. Αν θες πάντως μπορείς να τη δημοσιεύσεις χρησιμοποιώντας τα αρχικά μου Β.Ξ. Η ιστορία είναι αληθινή, το μόνο που έχω αλλάξει είναι τα ονόματα.)
Ο Σπύρος κι ο Γιώργος γνωρίζονται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Σπουδάζουν πολιτικές επιστήμες. Ο Σπύρος είναι στο πρώτο έτος κι ο Γιώργος στο τρίτο. Συνδέονται με ουσιαστική φιλία, βολτάρουν, παίζουν μπάσκετ,πάνε σινεμά, κάνουν «φοιτητική ζωή» και συζητούν πολύ. Κι όταν συζητούν διαφωνούν. Ο Γιώργος υποστηρίζει ότι το παν στη ζωή είναι να έχεις γνωριμίες, να δικτυώνεσαι και πως μέσα απ’ αυτές θα προκύψει αργότερα και μια θέση εργασίας. Ο Σπύρος του λέει συνέχεια το αγαπημένο του ρητό: «συν Αθηνά και χείρα κίνει», τον παρακινεί να διαβάζουν, να κάνουν εργασίες, να μάθουν μια ξένη γλώσσα, να πάρουν ecdl…
Ο Γιώργος δεν κάνει τίποτα απ’ αυτά, δουλεύει εθελοντικά για λίγους μήνες μόνο στο πολιτικό γραφείο ενός υπουργού, θέτει σε εφαρμογή δηλαδή το σχέδιό του.
Ο Σπύρος χαράσσει δική του πορεία, πραγματοποιώντας αρκετά από τα παραπάνω, έχοντας συνοδοιπόρο μετά το δεύτερο έτος τη συμφοιτήτρια και κοπέλα του Μαρία.
Τα χρόνια περνούν και το νεαρό ζευγάρι αποφοιτά στα 4 χρόνια.
Ο Γιώργος αντίθετα θα χρειαστεί 7 χρόνια για να πάρει το πτυχίο του, μιας και το θεωρούσε δύσκολο να δίνει παραπάνω από τρία μαθήματα σε κάθε εξεταστική.
Το νεαρό ζευγάρι σκέφτεται τώρα τι να κάνει. Σπουδαία η σχολή, τους άνοιξε πνευματικούς ορίζοντες, μα «πολύ γενικό βρε παιδί μου, δεν προσφέρει επαγγελματική αποκατάσταση» αποφαίνονται εργοδότες, συγγενείς, συμφοιτητές και φίλοι.
Ο Σπύρος αποφασίζει ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. «Σίγουρη δουλειά-καλά λεφτά».Μα για να το κάνει χρειάζεται κι άλλο πτυχίο. Αυτό της νομικής. Πίνει το πικρό ποτήριο των κατατακτηρίων εξετάσεων και περνάει στη νομική. Προτελευταίος.Συνεχίζει τις σπουδές του κι ατενίζει το μέλλον με άγνοια κινδύνου.
Η Μαρία ψάχνει για το μεταπτυχιακό που θα της ανοίξει επαγγελματικούς δρόμους και ταυτόχρονα ξεκινά να δουλεύει ως γραμματέας. Εντός κι εκτός γραφείου 6 ώρες-τα μαύρα τεσσεράμισι κατοστάρικα της φαίνονται καλά. Βρίσκει ένα μεταπτυχιακό, το must της εποχής, διοίκηση επιχειρήσεων, μα κοστίζει δέκα χιλιάρικα. Οι γονείς της την διαβεβαιώνουν ότι είναι μια «θυσία που αξίζει». Δεν γίνεται δεκτή στο πρώτο μεταπτυχιακό αλλά δεν απογοητεύεται, συνεχίζει και σύντομα ξεκινά ένα άλλο μεταπτυχιακό σε άλλο πανεπιστήμιο. Μελετά αυτό που επέλεξε και ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό της με επιτυχία.
Εν τω μεταξύ ο Γιώργος αποφοιτά και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, με το γνωστό ελληνικό τρόπο: λίγους μήνες σε μια επαρχία που αυτός διάλεξε και μετά στην Αθήνα δίπλα στο σπίτι του.
Με την οικονομική κρίση να έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια της, η Μαρία ψάχνει για δουλειά σχετική με το αντικείμενο των σπουδών της. Χάρη στην υπομονή κι επιμονή της βρίσκει. Είναι βέβαια πρακτική άσκηση με μόλις 300 ευρώ για οχτάωρη εργασία, αλλά δεν πειράζει υπάρχει η ελπίδα της μονιμοποίησης. Και όντως έτσι γίνεται, ανταμείβεται για την προσφορά της στην πολυεθνική εταιρία με μια σύμβαση αορίστου χρόνου. Τώρα αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια, δουλεύει το ίδιο καλά με λίγο περισσότερα λεφτά.
Ο Γιώργος τελειώνει το στρατό και ψάχνει για δουλειά. Ψάχνει, σχήμα λόγου. Ψάχνουν οι γονείς, οι συγγενείς του και εκείνος αράζει. Έχει δουλέψει συστηματικά, όμως, τα προηγούμενα χρόνια, έχει γνωριμίες.
Τελικά βρίσκει. Έχει, βλέπετε, συγγενή ιερέα, χρόνια στα σαλόνια των πολιτικών, των δημάρχων, στις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η δουλειά είναι καλή, στον ιδιωτικό τομέα, σε γραφείο, 8 ώρες, 850 ευρώ, και προοπτικές ανέλιξης.
Η Μαρία κι ο Σπύρος τα βλέπουν αυτά και τρελαίνονται. Πιο πολύ η Μαρία όταν σκέφτεται τα χιλιάδες e mails που έστειλε, τις συνεντεύξεις που πέρασε για να βρει δουλειά, τον κόπο της και τον αγώνα της.
Και να ήταν μόνο μία η περίπτωση αυτή! Βλέπουν ξαφνικά 2 φίλες τους, συγγενείς και συνεπώνυμες να προσλαμβάνονται με συμβάσεις ενός έτους στο Υπουργείο Πολιτισμού! Μα πού πήγε ο κανόνας ένας προς δέκα; Δεν υπάρχει κρίση; Μήπως έχουν κάποια σχέση οι εκλογές;
Το ξεπερνούν κι αυτό τυχαίο θα ήτανε. Μα μετά τη λήξη των συμβάσεων να συνεχίσουν πάλι με σύμβαση ενός έτους σε δήμο της Αττικής; Κι αυτό τυχαίο;
Ο Σπύρος κι η Μαρία δεν μπορούν ν’ ασχολούνται συνέχεια μ’ αυτά. Θέλουν ν’ αγιάσουν μα δεν τους αφήνουν. Μια μέρα ξεφυλλίζοντας ένα free press βλέπουν ν’ αρθρογραφεί ένας πρώην συμφοιτητής τους, υπογράφει ως πολιτικός επιστήμονας και ως σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Αφού γλιτώνουν στο τσακ το εγκεφαλικό επεισόδιο, ψάχνουν και μαθαίνουν ότι ο φέρελπις νέος είχε κάνει μεταπτυχιακό στο LSE κι αμέσως μετά είχε διοριστεί σύμβουλος του Υπουργού, σε ηλικία 25 ετών και χωρίς να έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Τι να κάνουν έτσι είναι η ζωή…
Οι μήνες περνούν και η Μαρία κλείνει 1,5 χρόνο δουλειάς στην εταιρεία. Ξαφνικά μέσα σε μια βδομάδα απολύονται 3 εργαζόμενοι με δεκαετίες δουλειάς και προσφοράς ο καθένας στην πλάτη του. Αρχίζουν να τη ζώνουν μαύρα φίδια κι αναρωτιέται γιατί δεν ξεκίνησαν από αυτή οι απολύσεις, που είναι και προσφάτως προσληφθείσα. Απολύονται κι άλλοι δύο μετά από μια βδομάδα.
Τελικά μετά από λίγες μέρες προσλαμβάνεται ένα νέο παιδί με πολλά προσόντα και προϋπηρεσία στη θέση των απολυθέντων. Θα κάνει τη δουλειά τους, αλλά όχι με 1.500 ευρώ που έπαιρναν αυτοί, με 466.
Τελικά ήταν θέμα χρόνου. Η Μαρία καλείται στο γραφείο του διευθυντή, όπου της λένε πόσο καλή ήταν αλλά δυστυχώς υπάρχει κρίση. Πρέπει ν’ απολυθεί. Στη θέση της θα έρθουν παιδιά από τα προγράμματα ΕΣΠΑ κι άλλες αηδίες. Αυτούς δεν θα τους πληρώνει η εταιρεία αλλά τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Καλή τύχη της εύχονται κι ύστερα την παρακαλούν να έρθει κι αύριο να δείξει στους νέους τη δουλειά.
Η Μαρία προσπαθεί να μην απογοητευτεί και ξεκινά πάλι στο ίδιο μοτίβο: ψάχνει τα πάντα, δεν θέλει να χάσει την παραμικρή ευκαιρία. Κινείται μεθοδικά, εκμεταλλεύεται την προϋπηρεσία της και 2 εβδομάδες μετά την απόλυσή της καλείται σε συνέντευξη από μεγάλη εταιρεία, που ασχολείται με την ίδια δραστηριότητα με την προηγούμενη, στην οποία δούλευε.
Για πρώτη φορά νιώθει ότι τα πάει πολύ καλά, συζητά μια ώρα με τη διευθύντρια, η οποία της τονίζει ότι «εδώ δεν υπάρχουν γνωστοί και τέτοια, τη θέση θα την πάρει ο καλύτερος» και φεύγει με την ελπίδα και την εντύπωση ότι είναι πολύ κοντά στο στόχο της.
Δέκα μέρες μετά μαθαίνει από τη διευθύντρια ότι πάλι έφτασε στην πηγή αλλά νερό δεν ήπιε. «Ήσουν πολύ κοντά σε αυτό που θέλουμε μα δυστυχώς είχες ν’ ανταγωνιστείς άτομο με πολυετή εμπειρία. Σε ευχαριστούμε.»
Πλέον η Μαρία δεν έχει άλλες δυνάμεις. Πρέπει να δουλέψει. Το να βρει δουλειά κάπως σχετική με το αντικείμενό της είναι όνειρο θερινής νυκτός. Τώρα πια στέλνει σε όλες τις δουλειές. Δεν έχει σημασία το βιογραφικό πια. Τώρα πρέπει να κερδίσει χρήματα. Απάντηση ακόμα καμία -μήτε για γραμματέας-μήτε για πωλήτρια- μήτε για καθηγήτρια- τίποτα.
Βγάζει ένα χαρτζιλίκι, διαβάζοντας μικρά παιδιά. Βλέπει τη φίλη της, την Ιωάννα, να βρίσκει δουλειά πωλήτριας σε ιταλική φίρμα ρούχων και ν’ αμείβεται με 900 ευρώ το μήνα. Επειδή δε λέει να φύγει το μικρόβιο από μέσα της, τη ρωτάει πώς την βρήκε τη δουλειά για να λάβει την αποστομωτική απάντηση «από γνωστό βέβαια».
Αυτό ήταν. Ό,τι πίστευε έχει καταρριφθεί εντελώς. Έπρεπε να πετάξει το σταυρό από το χέρι. Να γίνει σαν αυτούς. Να βάλει γονείς και φίλους να ψάχνουνε γι’ αυτήν. Να φιλήσει τις κατουρημένες ποδιές του Γιώργου, που τώρα πια της έλεγε «στείλε μου το βιογραφικό σου και θα κάνω ό,τι μπορώ». Να πάρει τηλέφωνο έναν πολιτικό, έναν βουλευτή, ένα μακρινό θείο.
Τα έκανε και σιχάθηκε τον εαυτό της. Δεν είχαν αποτέλεσμα, γιατί δεν μπορείς να πάρεις κάτι χωρίς αντάλλαγμα, κι εκείνη τόσα χρόνια σε όλους αυτούς τους γελοίους έδινε μόνο την περιφρόνησή της.
Σταμάτησε και αποφάσισε να συνεχίσει στο δρόμο της αξιοπρέπειας στον οποίο βάδιζε τόσα χρόνια. Μπορεί να μην έβρισκε ποτέ δουλειά και να διάβαζε μια ζωή παιδάκια αλλά δεν πειράζει, έτσι αποφάσισε να πορευτεί.
Πριν μια βδομάδα όλοι αυτοί βρέθηκαν ως μέλη της ίδιας παρέας σε φιλικό σπίτι. Η συζήτηση στράφηκε όπως είναι φυσικό τα τελευταία χρόνια στην πολιτική, στην κρίση και τελικά κάποιος έθεσε το ερώτημα «γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος, γιατί μένει στο καβούκι του, γιατί δεν δείχνει αλληλεγγύη στο διπλανό».
Οι δύο κοπέλες που δούλευαν σε δήμο της Αττικής, είπαν ότι ο κόσμος έχει γίνει συντηρητικός, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, κοιτάζει μόνον το συμφέρον του.
Η Ιωάννα έλεγε ότι οι νέοι κοιτάζουν να τη βολέψουν, δεν θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.
Ο νεαρός σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών έδωσε τη δική του ερμηνεία λέγοντας ότι η κοινωνία ωρίμασε και θέλει αλλαγές.
Ο Σπύρος κι η Μαρία άκουγαν σιωπηλοί και προσπαθούσαν να κρατήσουν τα νεύρα τους.
Μα, όταν ο Γιώργος είπε ότι είμαστε μια κοινωνία υποκριτών, ότι κυριαρχεί πλέον ο ατομικισμός και όχι η συλλογικότητα, η Μαρία δεν άντεξε.
Τους έβρισε όλους, τους είπε ότι όχι μόνο αλληλεγγύη δεν θα έδειχνε ποτέ, σε αυτούς συγκεκριμένα, αλλά και ότι αν ποτέ απολύονταν θα χαιρόταν.
Όλοι απόρησαν κι απέδωσαν τη συμπεριφορά της στην κακή ψυχολογική της κατάσταση λόγω της ανεργίας.
Εγώ ξέρω ότι είχε δίκιο.
Β.Ξ.
(Αγαπητέ φίλε, μια προσωπική παρατήρηση που έχω να κάνω είναι πως τα πιο θερμά λόγια και τα πιο φανατικά κηρύγματα για συλλογικότητα και αλληλεγγύη τα έχω ακούσει από κάτι τύπους που κάνουν τους αριστερούς ιδεολόγους αλλά είναι τα μεγαλύτερα καθάρματα και οι πιο παρτάκηδες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Είναι αυτοί οι τύποι που γράφουν ύμνους για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη αλλά στον σερβιτόρο στην ταβέρνα φέρονται σαν να είναι δούλος τους και σκουπίδι. Να είστε καλά.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.