Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Σεπτεμβρίου 20, 2013
Από το Cyprus.Indymedia.org
Όταν ο κουρνιαχτός του πολέμου κατακάθισε οι πολεμιστές σταμάτησαν για να γλείψουν τις πληγές τους. Οι βιασμένες μανάδες έκρυψαν τον πόνο τους σε αντίσκηνα και οι πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο έθαψαν τη μνήμη στα τρίσβαθα της ψυχής τους να μην τους ξεσχίζει τα σωθικά. Οι μανάδες, οι γυναίκες και τα παιδιά των αγνοουμένων στάθηκαν στήλες άλατος στα οδοφράγματα περιμένοντας τους αγαπημένους τους. Όλοι όσοι επιβιώσαμε ξεριζωμένοι πασκίσαμε να επιβιώσουμε όπως όπως.
Τότε ξεπρόβαλαν από το εξωτερικό, τα ορεινά θέρετρα, τις ξένες πρεσβείες και τα μετόπισθεν όλοι εκείνοι που συνειδητά κρύφτηκαν στον πόλεμο. Αυτή η ανίερη κάστα συμπατριωτών μας οι δειλοί και οι ριψάσπιδες της εισβολής γεμάτοι ενοχές ουδέποτε τις άφησαν να τους καθοδηγήσουν. Αμετανόητοι δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, μακαριακοί και γριβικοί, καθόρισαν από τότε την ιστορική αφήγηση γύρω από το 1974 καθιστώντας την μόνο μια τραγωδία, μόνο ένα δίδυμο έγκλημα ενώ ταυτόχρονο φρόντισαν νααποσείσουν τις οποιεσδήποτε δικές τους ευθύνες, να συγκαλύψουν τα δικά τους εγκλήματα και να αθωώσουν τον εισβολέα.
Αυτή η ανίερη κάστα δειλών μας κυβερνά από τότε καθορίζοντας μέσω της αναμόχλευσης της διχόνοιας του παρελθόντος το παρόν και το μέλλον μας. Οι καραγκιόζηδες οι οποίο δεν έριξαν ούτε μια σφαίρα ενάντια στον εισβολέα διότι κρύφτηκαν φρόντισαν να μην κατηγορηθεί ο στρατός εισβολής για τα αποτρόπαια εγκλήματα στα οποία προέβη. Φρόντισαν να αλλάξει η αφήγηση και από την εισβολή και εθνοκάθαρση του 1974, από τους βιασμούς και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις αμάχων και αιχμαλώτων να μιλούν σήμερα για “έντιμους και οδυνηρούς συμβιβασμούς”. Και στην πορεία παρά τις τεχνητές αντιπαραθέσεις, στάχτη στα μάτια του κόσμου φρόντισαν να θάψουν βαθιά την αλήθεια μήπως και εκτεθούν οι ίδιοι για τη δειλία και την αισχρότητα τους.
Ο φάκελος της Κύπρου δεν πρόκειται να ανοίξει ποτέ ενόσω ζούμε διότι η δυσωδία του θα έπνιγε ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Και όμως μέσα στην τραγωδία που ζήσαμε υπάρχει και μια άλλη ιστορική αφήγηση. Εκείνη που υπερβατικά ενώνει τους ανθρώπους μας μέσα από τον κοινό αγώνα και τον κοινό πόνο. Εκείνη που θάφτηκε από τους πολιτικούς βρυκόλακες που εμπορεύονται το μίσος και τη διχόνοια. Εκείνη που δεν είναι μια ιστορία ήττας μόνο αλλά πραγματικής υπέρβασης και στην οποία βρίσκεται κρυμμένο το μεγαλείο του λαού μας.
Αυτή την ιστορική αφήγηση χρειάζεται να τη βρούμε και να τη ψάξουμε, να την αναδείξουμε ως φάρο συλλογικής πορείας και ως φάρμακο στην αισχρότητα των προδοτών ριψάσπιδων που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν.
***
Εκείνο το πρωί με ξύπνησαν οι σειρήνες. Δεν κατανοούσα καθόλου τι συνέβαινε. Το επόμενο πράγμα που αντιλήφθηκα ήταν ο καβγάς των γονιών μου. Ο πατέρας μου ετοιμαζόταν να “πάει στον πόλεμο” και η μάνα μου όπως τόσες άλλες μανάδες χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα τις σωφροσύνης και του μέτρου προσπαθούσε να τον μεταπείσει. Στάθηκε αδύνατο. Στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων χαράχτηκε μέσα μου κάθε μήνυμα των αρχαίων τραγωδιών που συνάντησα αργότερα ως ενήλικας στα αρχαία θέατρα της μισής μου πατρίδας. Η ανάμνηση με συνοδεύει ακόμη.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο η μάνα μου, η γιαγιά μου και ο μικρός μου αδελφός και κατευθυνθήκαμε στην ασφάλεια των αρχαίων βουνών του τόπου μας. Οι Σαρακηνοί είχαν ξαναφτάσει και η αρχετυπική φυγή ήταν ξανά εδώ. Προλάβαμε από το σπίτι μας να διασώσουμε ένα πάπλωμα. Στην πορεία περάσαμε δίπλα από τους βομβαρδισμούς του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και του αεροδρομίου, συχνά με τις βόμβες να πέφτουν μόλις μετά που περάσαμε από κάποιο σημείο του δρόμου.
Δεν ξέρω πόσοι από εμάς βίωσαν την ίδια αίσθηση υπαρξιακού τρόμου, τη βιολογικά αίσθηση της αγωνίας του εγώ πριν από το θάνατο. Το βίωμα της αποκόλλησης της ψυχής και της συνειδητότητας έξω από το σώμα και της αντίληψης της πραγματικότητας σε δύο διαστάσεις μαυρόασπρα σαν ταινία κινουμένων σχεδίων που με συντροφεύει μέχρι σήμερα. Είμαστε τυχεροί. Επιβιώσαμε όλοι. Αυτή την πραγματικότητα βίωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού του τόπου μας. Και πολλοί σαν και μένα, σαν και μας δεν ήταν το ίδιο τυχεροί.
Μέσα σε αυτό το καθεστώς, μέσα σε αυτό το κλίμα, μέσα σε μια προδοσία τόσο μεγάλη που ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να τη χωρέσει και να την αντέξει οι ανθρώποι του λαού μας άνδρες και γυναίκες, νέοι γέροντες και έφηβοι φόρεσαν το αρχαίο τους το κάλλος και αντιστάθηκαν. Τις ιστορίες τους τις έθαψαν μετά οι πολιτικάντηδες να μη μας στοιχειώνουν.
Ποιός άραγε θυμάται σήμερα τους άνδρες και τις γυναίκες της Μιας Μηλιάς; Οι αθώοι και φιλήσυχοι γεωργοί και αγρότες που με τα κυνηγετικά, τις τσάππες και τα γεωργικά εργαλεία βγήκαν στους αγρούς πολεμώντας τους αλεξιπτωτιστές του Αττίλα; Γνωρίζουμε όλοι το θάρρος των Κρητών στη μάχη της Κρήτης αλλά επιμελώς θάβουμε τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων και την εκδικητικότητα του εισβολέα εναντίον τους. Ποιός σήμερα μνημονεύει τους βιασμούς που υπέστηκαν οι γυναίκες της Μιας Μηλιάς ως εκδίκηση για την αντίσταση τους; Τις εικονικές εκτελέσεις των παιδιών τους μπροστά στα μάτια τους;
Ποιός μνημονεύει την ενότητα που επέδειξαν στο πεδίο της μάχης οι πρώην πολιτικοί αντίπαλοι; Μπροστά στο θάνατο δεν υπήρχαν δεξιοί και αριστεροί, μακαριακοί και γριβικοί αλλά συμπολίτες, συμπολεμιστές, συνάνθρωποι που αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών και για να μην ντροπιαστούν ο ένας στα μάτια του άλλου. Αυτή την ενότητα ποιός θα την εξιστορήσει;
Ποιός θα μιλήσει για τον παππού σήμερα που με το μαρτίνι στάθηκε μπροστά στα τανκ και το σιδερόφρακτο κατακτητή και δε δείλιασε; Ποιός θα μιλήσει μαζί του και θα μάθει από πού στο δαίμονα ή τον άγγελο άντλησε τόση δύναμη να μας μπολιάσει και μας με τη γνώση και το θάρρος αυτής της υπερκόσμιας εμπειρίας πέρα από τα όρια της ζωής;
Ποιός θα εξιστορήσει τις ιστορίες των δικών μας ανθρώπων τζιει που το βουνό που μέσα στον ορυμαγδό τον μαχών συνέχισαν τα βράδια να περνούν το βουνό για να βλέπουν τη θάλασσα, τις πόλεις και τα χωριά τους διότι δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν – κυριολεκτικά – μακριά τους;
Και για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους, τους τόπους τους, τα όνειρα τους ποιά πένα, ποιά αφήγηση θα μας θυμίσει να μην ξεχάσουμε;
Ποιός επιτέλους θα αναδείξει στο λαό μας ότι τα λόγια του Ύμνου στον τόπο μας είναι βυθισμένα μέσα στην Κυριολεξία και ότι η Ελευθερία την οποία όλοι απολαμβάνουμε αναδύεται μέσα από την οπή εκείνη στα κρανία των οστών των αγαπημένων μας;
Φίλες και φίλοι χρειάζεται να σπάσουμε την ομερτά που μας επέβαλαν οι ριψάσπιδες και οι δοσίλογοι. Χρειάζεται να επανενώσουμε τις ψυχές μας, τις αναμνήσεις μας και την οδύνη εκείνου του καλοκαιριού αλλά και να αναζητήσουμε μέσω των όλα εκείνα που μας ενώνουν. Τούτη την αφήγηση τη χρειαζόμαστε όσο τίποτε άλλο. Και είναι επιτακτικό να την αναζητήσουμε και να την αντλήσουμε από τα στόματα των ανθρώπων μας πριν αυτοί φύγουν.
Μόνον τότε θα μπορέσουμε να ξανασταθούμε καλώς ενώπιον του τόπου και των ανθρώπων μας.
Σόλων Αντάρτης, solon_antartis@yahoo.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.