Του Αχιλλέα Ομήρου
Την περασμένη Κυριακή, 5 Ιουλίου, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, το 61,31%, ψήφισε ΟΧΙ στους εκβιασμούς των ευρωπαίων «συμμάχων» και «συνεταίρων» μας. Και ψήφισε όχι παρά την παντοειδή «τρομοκρατία» που του ασκήθηκε από «μέσα» και «απέξω», ότι αν ψηφίσει όχι η χώρα και ο λαός θα καταστραφούν – λες και οι 11.000 που λόγω κρίσης και μνημονίων αυτοκτόνησαν, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεομετανάστες, ανάμεσα τους χιλιάδες νέοι επιστήμονες, όσοι ζούνε πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας, οι άνεργοι και οι νέοι που δεν βλέπουν φως για το μέλλον τους δεν «τρομοκρατούνται» καθημερινά. Και ψήφισε ΟΧΙ γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να οδηγούσε έξω από την «καυτή» αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα οδηγούσε πιθανότατα στην επιστροφή στην παλιά αγαπημένη μας γιαγιά δραχμούλα.
Οι «έξω» μας το είχαν πει ορθά-κοφτά: η επικράτηση του ΟΧΙ σημαίνει για εμάς (τους Ευρωπαίους επικυρίαρχους) ότι θέλετε να φύγετε από την «οικογένεια» μας. Οι «μέσα» διακήρυσσαν ότι θέλουνε να μείνουνε Ευρώπη και μάλιστα κρατώντας και κουνώντας πάρα πολλές ελληνικές σημαίες.
Συνεπώς μόνο υποκρισία είναι αυτό που είπε, μετά το δημοψήφισμα, ο πρωθυπουργός ότι δηλαδή δεν πήρε εντολή από τον λαό να έρθει σε ρήξη με την Ε.Ε. Όπως οι «εταίροι» ερμήνευαν την επικράτηση του ΟΧΙ ως ρήξη με την Ευρώπη, έτσι και ο λαός το καταλάβαινε και ποια δεν τον τρόμαζε μια τέτοια προοπτική. Άλλωστε με ευθύνη και κουτοπονηριά της κυβέρνησης, δεν προστέθηκε στο ψηφοδέλτιο και το ερώτημα «μέσα ή έξω από την ΕΕ». Έτρεμε στην ιδέα να έχει μια καθαρή απάντηση που να μην μπορεί να ερμηνεύσει κατά πως την συνέφερε.
Που καταλήγουμε; Στο «σχίζουμε τα παλιά μνημόνια, εμπρός για καινούρια». Ψηφίσαμε ΟΧΙ για να τσιμεντώσουμε το Ναι, όπως έλεγε και ο Δημήτρης Χριστόφιας το 2004 καλώντας υπό την ασφυκτική πίεση των μελών και οπαδών του ΑΚΕΛ να καταψηφίσουν το επαίσχυντο σχέδιο Ανάν. Έτσι πριν αλέκτωρ τρις λαλήσει, στο όνομα της παραμονής μας στην Ευρώπη το ΟΧΙ ερμηνεύτηκε ως εντολή μη ρήξης με την ΕΕ, δηλαδή της πάση θυσία παραμονής μας σε αυτήν. Δηλαδή το ΟΧΙ υποκλινότανε στο σύνθημα του ΝΑΙ «μένουμε Ευρώπη».
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό: αντί για χωρισμό [όπως έλεγε ένα παλιό τραγούδι του Μητσάκη] να φτάσουμε στην ανανέωση της υποταγής με ένα νέο μνημόνιο: η συμφωνία που συνοδεύει απαραίτητα ένα νέο δάνειο.
Η κυβέρνηση και τα πάντα πρόθυμα παπαγαλάκια, οι άνθρωποι που πάντοτε προτιμάνε να υπηρετούν την εξουσία και όχι τον λαό και το έθνος, προσπαθεί να παρουσιάσει περίπου ως «νίκη» [με ένα γκόλ, έστω και οφσάιτ] τη νέα συμφωνία, το νέο μνημόνιο της «για πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης» επικαλούμενη την αναγνώριση από ΔΝΤ και Σόιμπλε του χρέους ως μη βιώσιμου!!! Μεγάλη χάρη μας έκαναν. Και η επιτροπή που είχε στήσει η πρόεδρος της Βουλής για την «Αλήθεια για το χρέος», τσάμπα απέδειξε ότι είναι παράνομο; Και οι φοβερές εκείνες υποσχέσεις για τον έλεγχο του και τη διαγραφή του «απεχθούς» τουλάχιστον μέρους του χρέους; Που πήγαν όλα αυτά; Στον «Κλείδωνα»;
Γιατί και πώς λοιπόν το ΟΧΙ, ο αγώνας του λαού για άλλη μια φορά ουσιαστικά «προδόθηκε» από την ηγεσία του; Διότι, πρέπει να το λέμε και επαναλαμβάνουμε, δεν αρκεί ένας λαός νάχει κυβέρνηση και πρωθυπουργό [χρησιμοποιώ εδώ μια ενθουσιώδη αποστροφή από παρέμβαση φίλου στο facebook], και κόμμα προσθέτω εγώ, αλλά πρέπει νάχει ένα κίνημα δικό του: ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Κι αυτό πρέπει να το αποκτήσει ο ελληνικός λαός. Κι αυτό για να γίνει θέλει «δουλειά», υπομονή και επιμονή. Δεν γίνεται με χωρατά και συναυλίες.
Στον προσωπικό «λογαριασμό» μου στο Facebook είχα αναρτήσει δύο σχετικές παρεμβάσεις μου για το Δημοψήφισμα και μετά το Δημοψήφισμα. Επειδή δεν μπαίνουν όλοι σε αυτό το «μέσο κοινωνικής δικτύωσης», στη συνέχεια τις παραθέτω υπενθυμίζοντας ότι στον προβληματισμό μου με «βοήθησε» πολύ και το κείμενο του Λευτέρη Ριζά «ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ» που αναρτήθηκε εδώ στον ΟΙΣΤΡΟ στις 3 Ιουλίου. Πρέπει, επίσης, να αναφέρω ότι ο Στάθης Κουβελάκης, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως ανάρτησε άρθρο του με τίτλο «ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ» στο thepressproject.gr που αναδημοσιεύεται και στην Iskra.gr.
Μετά το Δημοψήφισμα
«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι ηγαπημένε,
παντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε»
Διονύσιος Σολωμός «Προς τους επτανησίους»
Μετά από τουλάχιστον πέντε χρόνια εφαρμογής πολιτικών λιτότητας , Μνημονίων και εφαρμοστικών μέτρων, ένα Δημοψήφισμα με έστω και «δημιουργικά ασαφές» ερώτημα , όπως αυτό που ήταν αποτυπωμένο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα. Όταν ρωτάς ένα καθημαγμένο λαό αν θέλει να συνεχίσει να ζεί έτσι ή να απορρίψει μέτρα που θα τον βυθίσουν κι άλλο, η απάντηση θα είναι ΟΧΙ. Και αυτό το «όχι» θα είναι πολύ μεγαλύτερο σε φτωχές και εργατικές γειτονιές από το «ναι», που με τη σειρά του θα υπερισχύει στις περιοχές που κατοικούνται από αυτούς που ευημερούν – και λόγω κρίσης ακόμα περισσότερο – και τέλος πάντων η κρίση δεν τους έχει «ακουμπήσει». Το αποτέλεσμα φέρει βέβαια έντονη την ταξική σφραγίδα. Αλλά από την πλευρά αυτών που ψήφισαν «ναι» γιατί ως λύση και προοπτική θεωρούν την παραμονή μας στην ΕΕ, η απάντηση ήταν πολύ πιο συνειδητή. Στους επιλέξαντες το «ναι» ανήκουν και άνθρωποι που γενικά δεν είναι υπέρ των Μνημονίων και της λιτότητας, αλλά είτε φοβήθηκαν ότι με το «όχι» θα βρεθούμε εκτός ΕΕ, ότι θα κλείσουν οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται και φυσικά φοβούνται ότι θα απομονωθούμε από την Ευρώπη κλπ κλπ. Ποτέ να μην ξεχνάμε ότι φανατικοί ευρωλάγνοι υπήρξανε βασικά από την «Αριστερά» οι ανήκοντες στον χώρο του «ευρωκομουνισμού», και γι αυτό άμεσα ή έμμεσα το στήριξαν. Δεν είναι καθαρό πόσοι από όσους ψήφισαν «όχι» είναι αποφασισμένοι να το οδηγήσουν μέχρι τη ρήξη με την ΕΕ. Θα είχε ενδιαφέρον να υπήρχε και ένα δεύτερο ερώτημα – παράλληλο – στο δημοψήφισμα ώστε να έχουμε μια εικόνα πιο άμεση και όχι αυτή που καταγράφεται στις περιβόητες δημοσκοπήσεις. Αυτές που ισχυρίζονται ότι ο λαός θέλει ΕΕ σε ποσοστό 70-75%.
Πάντως προκαλεί εντύπωση ότι παρόλη την πενταετή λαίλαπα – κι ενώ δεν έμπαινε σε κίνδυνο ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, το βεβαίωνε κάθε φορά ο πρωθυπουργός, - ένα πολύ υψηλό ποσοστό ψήφισε υπέρ των μέτρων και της υποταγής στους δανειστές, «θεσμούς», κλπ. Το 30-31% είναι πάρα πολύ υψηλό και γι αυτό πολύ «επικίνδυνο». Ήδη θεωρείται καλό ως βάση δημιουργίας ενός νέου αστικού πολιτικού μορφώματος και αυτούς που πρωτοστάτησαν στο «ναι» ως κατάλληλους να ανανεώσουν το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό των κομμάτων που το στήριξαν.
Η «δημιουργική ασάφεια» του Δημοψηφίσματος - και άσχετα με τους λόγους που ο καθένας μπορεί να ψήφισε «όχι», μην ξεχνάμε ούτε λεπτό πώς και η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ψήφισε όχι - έδωσε την δυνατότητα σε αυτούς που το προκάλεσαν και καθόρισαν και το ερώτημα, δηλαδή την κυβέρνηση, μετά από την απομάκρυνση εκ του ταμείου να μην αναγνωρίζει – και με το δίκιο της – τις πραγματικές διαθέσεις του λαού. Αυτές οι διαθέσεις έτσι κι αλλιώς πάντοτε στρεβλώνονται και αποκρύπτονται. Όπως π.χ. αν είναι ή όχι διατεθειμένος να έρθει σε ρήξη με την ΕΕ, τα μονοπώλια και υπερμονοπώλια που την ορίζουν, το κεφάλαιο κλπ, και αν επίσης θέλει γι αυτό το λόγο να αλλάξει πολλά από τον τρόπο ζωής του. Δηλαδή δεν ξέρουμε με σχετική ακρίβεια τι εννοεί ο καθένας με το «είμαστε υπερήφανοι» και θέλουμε την εθνική μας κυριαρχία. Να πω κάτι πιο συγκεκριμένο: πόσοι από τους εθνικά υπερήφανους και πανηγυρίζοντες χτες στο Σύνταγμα έχουν μια ξεκάθαρη άποψη και απόφαση για την υπεράσπιση της Κύπρου, του Αιγαίου, της Θράκης, κλπ. Αν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση εδώ μέσα στο φ/β μάλλον θα γίνει χαμός – ανάμεσα σε αυτούς που ψήφισαν «όχι» πρώτα-πρώτα.
Πολύ συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι έγινε ένα δημοψήφισμα με ένα Ναι και ένα Όχι πάνω στην ίδια βάση. Την ίδια σταθερά. Και τα δύο «αντίπαλα» στρατόπεδα θέλουν το ίδιο: την Ε.Ε. – που ως ένωση οικονομική – πολιτική δεν είναι το ίδιο με την Ήπειρο Ευρώπη. Θα διαβάσατε άλλωστε και τις δηλώσεις του «εξελισσόμενου σε μεγάλο ηγέτη», όπως βιάζεται να μας βεβαιώσει ό πάντα φίλος Μένης Συγγελάκης, στον «τοίχο» του, πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα: «Το σημερινό δημοψήφισμα δεν έχει νικητές και ηττημένους.. Αποτελεί μια μεγάλη νίκη από μόνο του. Σήμερα, όλες και όλοι μαζί, γράψαμε μια λαμπρή σελίδα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Αποδείξαμε ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες η δημοκρατία δεν εκβιάζεται και αποτελεί κυρίαρχη αξία και επιλογή διεξόδου.». Συνεπώς δεν ηττήθηκε το Ναι και δεν «νίκησε» το Όχι. Όλοι μας γράψαμε λαμπρή σελίδα στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Πόσο σύγχρονη; Περιλαμβάνει π.χ. τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας; Την επέμβαση στη Λιβύη; Τις αφόρητες πιέσεις για το Ναι στο σχέδιο Ανάν; Δεν θέλω να θυμίσω ότι η «φίλη» Γαλλία έχει διαξάγει κάμποσους αποικιοκρατικούς πολέμους μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Πολέμου (Αλγερία, Βιετνάμ και προσπάθεια επέμβασης με τους άλλους καλούς ευρωπαίους, στην Αίγυπτο το 1956). Δεν λέω πως ως πρωθυπουργός μπορεί να πεί κάτι διαφορετικό από αυτά που λένε όλοι οι αστοί τσαρλατάνοι, ότι δηλαδή να διαφυλάξουμε «ως κόρη οφθαλμού την εθνική ενότητα, αποκαθιστώντας τη κοινωνική συνοχή αλλά και την οικονομική σταθερότητα».
Αλλά από πού έως που – αφού δεν ρωτηθήκαμε σχετικά - η διαβεβαίωση
έχω πλήρη συνείδηση ότι η εντολή που μου δίνετε δεν είναι εντολή ρήξης με την Ευρώπη αλλά εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής μας δύναμης για την επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας. Με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, με όρους προοπτικής και απεγκλωβισμού από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας.». Δεν επιμένω στο τεράστιο θεωρητικό λάθος ότι μέσα στον καπιταλισμό / ιμπεριαλισμό μπορεί να γίνει πραγματικότητα η κοινωνική δικαιοσύνη και ο απεγκλωβισμός από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας. Ξεχάσαμε πώς και πολύ πριν την κρίση σταθερά ένα 22-24% του πληθυσμού μας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας; Ή μήπως η Αριστερά εμφανίστηκε στη χώρα μας λίγο μετά το 2009-2010; Υπήρχε χρόνια πιο μπροστά. Και τι έλεγε, γιατί αγωνιζότανε;
Μας διαβεβαιώνει επίσης ο «χαρισματικός» ηγέτης μας πώς : «Γνωρίζουμε όλοι πως εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως δίκαιες λύσεις. Υπάρχουν βιώσιμες λύσεις.». Εγώ γνωρίζω πώς μια λύση υπάρχει: αυτή της βαθειάς, ριζικής αλλαγής της κοινωνίας. Του σοσιαλισμού / κομμουνισμού. Δίκαιες και βιώσιμες λύσεις δεν υπάρχουν. Μπαλώματα ίσως.
Ο πρόεδρος μας προχωράει ακόμα παραπέρα. Ορίζει και τα όρια της συζήτησης: «Θέλω επίσης να επισημάνω ότι με τη σημερινή ιστορική και γενναία επιλογή του ο ελληνικός λαός απάντησε στο σωστό ερώτημα και ταυτόχρονα άλλαξε και το ερώτημα του διαλόγου στην Ευρώπη.
Δεν απάντησε στο ερώτημα μέσα ή έξω από το ευρώ. Αυτό το ερώτημα πρέπει να φύγει οριστικά από τη συζήτηση. Δεν μπορεί η Ευρώπη να είναι ο μονόδρομος των μνημονίων της λιτότητας». Να λοιπόν πόσα πράγματα πετύχαμε με το δημοψήφισμα, που δεν μας τα ζητούσε. Αλλάξαμε το ερώτημα του διαλόγου στην Ευρώπη και βγάλαμε οριστικά από τη συζήτηση το μέσα ή έξω από το Ευρώ. Έτσι ικανοποιήθηκε και ο κ. Σαμαράς, προτού μας εγκαταλείψει: μένουμε Ευρώπη, ό,τι κι αν είναι αυτή. Δεν ξέραμε επίσης πώς με το δημοψήφισμα απαντήσαμε και «ποια Ευρώπη θέλουμε: θέλουμε την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας». Μα τα ίδια, ακριβώς τα ίδια ήθελαν και σταθερά επαναλάμβαναν και οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Σημίτης και ο Κώστας Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος και η κ. Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης. Ακούσατε ποτέ να λένε το αντίθετο; Όχι. Μα τα ίδια λένε και ο Ολαντ, και η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε. όλοι κρύβουν την φριχτή πραγματικότητα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κάτω από ωραίες φρασούλες και συνθήματα.
Φοβάμαι πώς αρκετά στεναχώρησα πολλούς φίλους και φίλες εδώ μέσα. Άλλωστε καλά νάμαστε θα τα ξαναπούμε.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ-2
Καταλαβαίνω πολύ καλά πώς στεναχώρησα κάμποσους φίλους με το προηγούμενο σχόλιο μου [Μετά το δημοψήφισμα]. Γιατί δεν βρέθηκα στο ίδιο μήκος κύματος με την πλειονότητα που είναι κατενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και ονειρεύεται άκοπες «Μεγάλες Πορείες» και νικηφόρους αγώνες χωρίς «δάκρυα, αίμα και θυσίες». Που εξαντλούνται να καταριούνται τους ξεφτίλες Ευρωπαίους λύκους, νομίζοντας βέβαια ότι κάτι κάνουν, ότι αυτό αρκεί ή οι λύκοι τρομάζουν με κάτι τέτοια. Αν δεν θέλουμε να εκτονωνόμαστε εδώ μέσα ανταλλάσσοντας κατάρες κατά των εχθρών ή όρκους πίστης σε έναν αγώνα που ακόμα δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε, όταν συστηματικά αποφεύγουμε να σκεφτούμε λίγο περισσότερο από μερικές αράδες και ατάκες – λες και θα πληρώσουμε φόρο «σκέψης» - όταν μέσα μας ζει και βασιλεύει ο μικρός άνθρωπος που έχει μάθει να λιβανίζει απλά τους ηγέτες του (δηλαδή αυτό που εκμεταλλεύονται πάντα οι εξουσίες και οι εξουσιαστές, που υπήρξε η βάση πάνω στην οποία φούντωσε αυτό που πολύ βιαστικά ονομάσαμε «σταλινισμό», ενώ ως «πίστευε και μη ερεύνα» είναι παλιά στάση ζωής, καθώς και την «εθελοδουλεία» που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο – χρωστάμε πολλά σε έναν νεαρό που έγραψε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα την «Πραγματεία περί Εθελοδουλείας», τον Ετιέν ντε λα Μποεσί), και να αρνείται πεισματικά να στοχαστεί πάνω σε αυτά που βλέπει, ακούει, μαθαίνει, συμβαίνουν γύρω του. Κόντρα λοιπόν σε αυτό το ρεύμα θα συνεχίσω μερικές σκέψεις για τα όσα συνέβησαν «Μετά το Δημοψήφισμα».
Ενώ ο λαός πανηγύριζε το ΟΧΙ του στο Σύνταγμα, τη Θεσσαλονίκη, παντού είχαν αρχίσει προσπάθειες συνεννόησης με τους «θεσμούς», τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους αρχηγούς των κομμάτων για την πραγματοποίηση του γνωστού συμβουλίου των αρχηγών. Μια κίνηση που εάν είχε γίνει εδώ και μερικούς μήνες, θα ήταν φυσιολογική. Υπεράνω κάθε υποψίας. Πολύ περισσότερο αν ο νυν πρωθυπουργός είχε θετικά ανταποκριθεί στην ίδια πρόταση των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τι δραματικό συνέβη στις 5 Ιουλίου; Ένα 61,39 % του λαού ψήφισε υπέρ της πρότασης της κυβέρνησης. Αλλά αυτό το ΟΧΙ, όλοι οι «θεσμοί» και οι κυρίαρχοι κύκλοι της ΕΕ είχαν φροντίσει να μας προειδοποιήσουν ότι θα το θεωρούσαν – ανεξάρτητα από τη σχετική διατύπωση στο ψηφοδέλτιο – ως ΟΧΙ στην συμμετοχή μας στην Ε.Ε. Το είπαν για να τρομοκρατήσουν τον λαό; το είπαν γιατί μια τέτοια απόφαση θα τους βόλευε; Σημασία έχει ότι ο λαός αψήφησε την τρομοκρατία και ψήφισε ΟΧΙ. Το αποτέλεσμα, όμως, μπορεί να «τρόμαξε» την ίδια την κυβέρνηση, Τον ίδιο τον Τσίπρα. Που θα προτιμούσε ένα ισχυρό μεν ΟΧΙ αλλά μια ισχνή έστω υπερίσχυση του ΝΑΙ (μένουμε Ευρώπη). Όπως είχε πει και ο Χριστόφιας το 2004, θα ψηφίσουμε Όχι για να τσιμεντώσουμε το Ναι. Μια υπερίσχυση του ΝΑΙ που θα είχε αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός, θα έλυνε τα χέρια του Τσίπρα και των κοντινών του. Θα μπορούσαν ευκολότερα να υπογράψουν μια κακή συμφωνία – ο λαός παράγγειλε – και ταυτόχρονα να εξουδετερώσουν την «αριστερή» τους αντιπολίτευση. Τώρα με το εκκωφαντικό 61,39% ΟΧΙ, η αριστερή αντιπολίτευση έβγαινε ενισχυμένη και η κυβέρνηση κι ο ίδιος προσωπικά μόνος απέναντι στους κυρίαρχους Ευρωπαίους λύκους. Κάποιος λοιπόν έπρεπε να εγγυηθεί ότι στην πραγματικότητα το ΟΧΙ σήμαινε ΝΑΙ στην Ευρώπη, ώστε να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση, κανένα «ατύχημα» και βρούμε τον μπελά μας. Υπήρχε καλύτερος εγγυητής από τον ίδιο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη σύμφωνη γνώμη των υπόλοιπων κομμάτων; Οι ξεσκολισμένοι σε τέτοια «εσωκομματικά» κόλπα αμέσως σκέφτηκαν λοιπόν την σύγκληση του συμβουλίου των αρχηγών υπό των πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος λοιπόν κάλεσε όλους τους αρχηγούς – και τον Μιχαλολιάκο που αρνήθηκε να παρευρεθεί σε συνάντηση με αυτούς που έχουν ξεπουλήσει την εθνική μας κυριαρχία, διευκολύνοντας τα μέγιστα τον Πρόεδρο, Ο γ.γ. του ΚΚΕ φυσικά έμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν συνυπέγραψε αυτό που και ο Τσίπρας ήθελε: ότι δηλαδή το ΟΧΙ κατά βάθος ήταν ΝΑΙ (μένουμε Ευρώπη), ότι δεν θέλει η κυβέρνηση και η Ελλάδα ρήξη με την ΕΕ, και ότι πρώτη προτεραιότητα είναι να μείνουμε στην αγκαλιά της εγγονής της ΕΚΑΧ και κόρης της ΕΟΚ, αγαπητής μας ΕΕ [που φυσικά την αποκαλούμε Ευρώπη για να της δίνουμε κι ένα ιστορικό βάθος]. Η κοινή απόφαση ήτανε δηλαδή σαν μια βεβαίωση του γονιού ότι ο γιόκας τους δεν έκανε κοπάνα από το σχολείο, έμεινε σπίτι γιατί είχε πυρετό (στα νύχια). Ανακουφίστηκε ο πρωθυπουργός μας με τον τακτικό ελιγμό του. Μόνο που δεν υπολόγισε ότι το ΟΧΙ τον είχε καταστήσει τώρα πιο αδύνατο διαπραγματευτή απέναντι στους λύκους. Που παίρνοντας μια μικρή ρεβάνς του απάντησαν πιο σκληρά τώρα. Τον απείλησαν – διακριτικά – ακόμα και με Grexit αν δεν υπογράψει. Ευγενικοί βέβαια ζήτησαν να ρίξουν κι ένα βλέμμα στις ελληνικές προτάσεις. Η παμπόνηρη κ. (αλεπού) Μέρκελ δεν απείλησε η ίδια ανοιχτά. Έχει πολλά εξαρτήματα για να κάνουν τη δουλειά της. Η Ελλάδα λοιπόν μπορεί Κυριακή βράδυ να βρεθεί εκτός ΕΕ, χρεοκοπημένη, με τις τράπεζες στεγνές. Το δίλημμα για τον τρομοκρατημένο (;) Τσίπρα είναι μεγάλο. Δεν έχει να κάνει με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, με τον Λαφαζάνη, τον Νταβανέλο και λοιπές επαναστατικές δυνάμεις, έχει να κάνει τώρα με τις κορυφές του ιμπεριαλισμού. Να υπογράψει; Μένει Ευρώπη, δηλαδή αποδέχεται το ΝΑΙ. Να μην υπογράψει, να τα σπάσει δηλαδή με την ΕΕ παρά την δέσμευση του στο συμβούλιο και όσα φρόντισε να δηλώσει ο ίδιος μετά το δημοψήφισμα - τα αναφέρω στο προηγούμενο κείμενο -, σημαίνει «έξοδο» από Ε.Ε. και ευρωζώνη. Δηλαδή επιστροφή σε δικό μας νόμισμα. Στην γιαγιά δραχμούλα που λέει στο τραγούδι του ο Νίκος Καλογερόπουλος. Και τι κακό έχει η δραχμή, τι κακό από αποδέσμευση από την ιμπεριαλιστική και νεοαποικιακή Ευρωπαϊκή Ένωση; Κανένα κακό – εγώ από τότε που θυμάμαι η αριστερά μας (ΚΚΕ και ΕΔΑ) ήταν ενάντια στην σύνδεση μας με την ΕΟΚ, την ένταξη μας, κλπ. Αλλά στο μεταξύ έχουν επέλθει αλλαγές που άμα φύγουμε τώρα απροετοίμαστοι σαν λαός μπορεί να πάθουμε μεγάλη ζημιά. Χαλάσαμε πολλές καλλιέργειες μας, κλείσαμε πολλά εργοστάσια, ξεχάσαμε πολλές από τις παραγωγικές μας δεξιότητες, ξεμάθαμε να περπατάμε – και για εφημερίδα με αυτοκίνητο πάμε -, δεν έχουμε φροντίσει το κουμάντο μας : να σπείρουμε, να φυτέψουμε, να φροντίσουμε μερικές κοτούλες, κανένα κατσικάκι, κανένα γουρουνάκι ακόμα και στα χωριά, ώστε νάχουμε να τρώμε μέχρι να πάρει μπρος η δική μας παραγωγική μηχανή. Καλά το λέει ο παλιός φίλος Γιώργος Χατζόπουλος στον τοίχο του – που τον αναδημοσιεύει και ο Δημήτρης Κουτσομητόπουλος.
Με διαρκείς συνεντεύξεις, με παρουσία από το πρωί ως το βράδυ στα τηλεπαράθυρα, και βεβαίως με να είμαστε κολλημένοι στον υπολογιστή και στο Facebook ξεσκίζοντας στα λόγια τον εχθρό, δεν κάνουμε τίποτα. Δεν ετοιμάζεται έτσι κανένας στρατός για μάχη. Γιατί όταν ανοίγεις πόλεμο με τους ιμπεριαλιστές νεοαποικιοκράτες δεν πρέπει να πιστεύεις πώς πας σε πάρτι ή σε τσάϊ-πινάκλ.
Ξέρω πώς όλα αυτά είναι δυσάρεστα. Είναι πιο εύκολο να φανταζόμαστε τον Αλέξη σαν τον Αη-Γιώργη καβάλα στο άλογο να σκοτώνει το θεριό Σούλτς-Γιούγκερ-Νταϊσενμπλούμ και μετά να παίρνει σβάρνα την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, παρά να σκεφτόμαστε πώς μπορεί για άλλη μια φορά να μας ξεπουλάνε. Διαλέγουμε και παίρνουμε. Αλλά δεν δικαιούμαστε να κλαίμε όταν κάνουμε λάθος επιλογές.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.