Στῆς Πορταΐτισσας τήν αὐλή
Προσκύνημα στό Ἅγιο Ὅρος μέ τόν Χρῆστο Γιανναρά
Του Θοδωρή Παντούλα
Ἐτοῦτες τίς ἡμέρες σκέϕτομαι ὁλοένα ὅτι λιγοστοί στοχαστές ἀξιώθηκαν, ὅπως καλή ὥρα ὁ Χρῆστος Γιανναράς, νά εἶναι στίς προσευχές τόσων πολλῶν ἀνθρώπων.
Στίς ἀρχές τοῦ καλοκαιριοῦ τόν ρώτησα ἄν ἔχει διαβάσει τό τελευταῖο βιβλίο τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, πού ἐγώ, καίτοι βιβλιοπώλης, δυσκολευόμουν νά τό προμηθευτῶ! Τό εἶχε διαβάσει καί μέ προέτρεψε νά τό ἀναζητήσω ἐκ νέου. «Εἶναι καλό;», τόν ρώτησα ἀνοήτως. Ἀντί ἀπάντησης ἔσϕιξε τά χείλη του καί κούνησε κυκλικά γιά ὥρα τό ἀριστερό του χέρι.
Εἶχα ἀπό χρόνια καταλάβει πόσο ἀγαπᾶ καί ἐκτιμᾶ τόν π. Βασίλειο. Eἶχε πολλάκις ζητήσει νά πᾶμε νά τόν συναντήσουμε στό Ἅγιο Ὅρος. Τό Φθινόπωρο ἐπανῆλθε καί ἦταν περισσότερο ἐπίμονος. Εἶχα δουλειές (ἀπό αὐτές πού δέν τελειώνουν ποτέ) καί πρότεινα νά τό μεταθέσουμε γιά ἀργότερα. «Δέν θά μπορῶ ἀργότερα», μοῦ εἶπε, καί μέ κοίταξε κατάματα. Δέν τόλμησα νά ρωτήσω «γιατί».
Νοέμβριος 2023. Ξεκινήσαμε πρωί. Στό ταξίδι ἤμασταν τέσσερις. Ἐγώ κι ὁ Κώστας Βεργής σκορποχώρι. Ὅλα τά πρακτικά τά ἀνέλαβε ὁ Ἀναστάσης Φούγιας. Τόν Γιανναρά τόν ἀνησυχοῦσε πολύ ὁ καιρός. Ὅσο πλησιάζαμε ὅμως στή Μακεδονία ὁ Δάσκαλος γαλήνευε.
Κάναμε στάση γιά ϕαγητό στή Θεσσαλονίκη. Τόν ἀναγνώρισε ὁ ἑστιάτορας καί κάποιοι θαμῶνες καί μόνο τά χέρια πού δέν τοῦ ϕίλησαν – αὐτό γινόταν σχεδόν πάντοτε στίς ἐξόδους μας καί δέν γνωρίζω κανέναν ἄλλον πού νά γνώρισε τέτοιες καί τόσες, ἐκτός τοῦ αὐτοαναϕορικοῦ συναϕιοῦ, τιμές.
Φτάσαμε ἀπόγευμα κατάκοποι στήν Οὐρανούπολη καί τακτοποιηθήκαμε στό ξενοδοχεῖο. Δέν προλάβαμε νά ξεκουραστοῦμε. Ὁ Γιανναράς ἤθελε νά περπατήσουμε. Κάναμε μιά βόλτα στό κρύο καί δειπνήσαμε σ' ἕνα μαγαζί τίγκα στούς ἀνατολικοευρωπαίους προσκυνητές.
Τό πρωί μετά ἀπό μικροταλαιπωρία καί καθυστέρηση λόγῳ καιροῦ πήραμε τό καραβάκι γιά τό Ἅγιο Ὅρος. Στήν Δάϕνη μᾶς περίμενε αὐτοκίνητο καί μᾶς πῆγε κατ' εὐθεῖαν στήν Ἱ. Μονή Ἰβήρων. Γιά ἐμένα ἦταν πρωτόϕαντη ἡ ὀμορϕιά καί τοῦ τόπου καί τῶν μονῶν – οἱ ἄλλοι εἶχαν ξαναέρθει (Ὁ Χρῆστος Γιανναράς, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἀπό τό 1964 τακτικός ἐπισκέπτης – μόνο τήν περίοδο τοῦ κορονοϊοῦ εἶχε στερηθεῖ αὐτή τήν εὐλογία).
Στήν πρώτη τράπεζα ἤμασταν μόνοι. Λιτό ϕαγητό ἀπό αὐτό πού ὅμως σέ χορταίνει. Κι ἀπό ἕνα ποτήρι κόκκινο κρασί – τό ὡραιότερο κόκκινο κρασί πού ἔχω πιεῖ.
Τακτοποιηθήκαμε στά δωμάτια. Ἀρχοντική ϕιλοξενία. Κοντά στόν βασιλικό ποτιστήκαμε καί οἱ ὑπόλοιποι.
Συναντηθήκαμε ἰδιαιτέρως μέ τόν π. Βασίλειο. Μεγάλη συγκίνηση κι ἀπό τούς δύο. Ὁ Δάσκαλος εἶχε βουρκώσει. Ἐγώ σκιαζόμουν τόν π. Βασίλειο. Ἡ ἀπίστευτη γλυκύτητα (ὄχι γλυκεράδα!) καί τό χιοῦμορ του μᾶς διευκόλυναν. Ὅλες τίς ἡμέρες πρωί-βράδυ εὐλογηθήκαμε νά συναναστεϕόμαστε τόν π. Βασίλειο γιά τρεῖς τοὐλάχιστον ὧρες σέ κάθε μας ἐπίσκεψη – εἴπαμε, κοντά στόν βασιλικό... Οἱ συναντήσεις αὐτές μᾶς ὠϕέλησαν ὅλους πολύ. Τό «ὠϕέλησαν» εἶναι λάθος ρῆμα. Ὁ π. Βασίλειος, μεταξύ ἄλλων σημαντικῶν, μᾶς θύμισε πατρικά τό μπόϊ μας καί μέ τήν ἴδια διάκριση μᾶς ἐπεσήμανε ὅτι οἱ δικές μας καλλιεπεῖς κατά τά λοιπά κουβέντες εἶναι κάπως περισσευούμενες μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ὅλα τά δίκια μέ τό μέρος του. Μετά τήν ϕωτοχυσία τῆς Ἀνάστασης, τί νά κάνουνε οἱ δικές μας στρακαστροῦκες; Σϕαλιάρα αὐτή ἀπό τίς λίγες ἀλλά καί ἡ μόνη πού δέν πόνεσε.
Ὁ Γιανναράς, παρ' ὅτι τό προτείναμε ἀρκετές ϕορές, δέν θέλησε νά μείνει μόνος μέ τόν παλιό του ϕίλο. Τό περίεργο (στά δικά μου μάτια) ἦταν ἡ συστολή του. Φερόταν ὡς σχολιαρόπαιδο μέ τόν π. Βασίλειο. Τό πρόσωπό του εἶχε ϕωτιστεῖ ἀπό τή χαρά. Κοντά στίς δικές μας ἐρωτήσεις ἦταν πολλές καί οἱ δικές του.
Φιλακόλουθος, παρά τήν ἐπισϕαλῆ ὑγεία του καί τά 88 τοῦ χρόνια, ἤθελε νά παρακολουθεῖ τή ζωή τοῦ Μοναστηριοῦ. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Εἶχε μιάν ἀπίστευτη ζωτικότητα. Τίς λίγες ὧρες ἀνάπαυσης πού εἴχαμε δέν μᾶς ἄϕηνε σέ ἡσυχία. «Πᾶμε νά μιλήσουμε μέ κάποιον ἀπό τούς Πατέρες», μᾶς προέτρεπε. Στή Βιβλιοθήκη στάθηκε περισσότερο στά ράϕια «Κουτρουμπῆ» καί πέρασε τό χέρι του ἀπό πάνω τους σάν χάδι ἤ σάν χαιρετισμό.
Ξεναγηθήκαμε στόν ὑπό διαμόρϕωση χῶρο μέ τά πολύτιμα ἐκθέματα τῆς Μονῆς πού τοῦ προκάλεσαν μεγάλο ἐνθουσιασμό – τά περισσότερα τά ϕωτογράϕισε. Ἀπό τό ἐκθετήριο δέν πῆρε θυμητικά, ὅπως πήραμε οἱ ὑπόλοιποι. Πῆρε μόνο κεριά γιά τό Πάσχα. «Γιά τόν Ἀναστάση καί τόν Σπυριδώνη μου».
Ἡ ἀγάπη προσκυνητῶν καί μοναχῶν ἦταν παροῦσα στίς λίγες κι ὀλιγόωρες ἐξόδους μας ἀπό τό μοναστήρι – ἦταν «Βασιλειοκεκτρική», ὅπως μᾶς εἶχε ξεκαθαρίσει, ἡ ἐπίσκεψή μας καί κανείς δέν δυσϕόρησε μέ αὐτό.
Προσκυνήσαμε στό Πρωτάτο τήν Παναγιά καί κάναμε καί μιά σύντομη ἐπίσκεψη στήν πλησιόχωρη Ι. Μ. Σταυρονικήτα.
Τό πρωί πού ϕύγαμε ἀπό τήν Ι. Μ. Ἰβήρων περίσσευε ἡ συγκίνηση καί ἡ ἀμήχανη προσπάθεια νά τήν κρύψουμε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον.
Ὑποσχεθήκαμε στόν Γιανναρά ὅτι θά ξαναπᾶμε ὅλοι μαζί στό Ἅγιο Ορος. Κούνησε καταϕατικά τό κεϕάλι του χωρίς νά μιλήσει.
Ἄν καταϕέρουμε οἱ ἐπίλοιποι νά ξαναπᾶμε, δέν θά εἴμαστε καθόλου περίλυποι. Εἶμαι σίγουρος –καί τό γράϕω χωρίς καμιά συναισθηματική ϕόρτιση αὐτό– ὅτι θά εἶναι μαζί μας.
Υ. Γ. Τα παραπάνω γράφτηκαν υπό χρονική πίεση το μεσημέρι του Σαββάτου για το μικρό αφιέρωμα που ετοίμασαν για τον Χρ. Γιανναρά τα «Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας» των Γρεβενών και του ποιητή Αντώνη Παπαβασιλείου. Σεβαστικοί άνθρωποι είχαν τη φιλοτιμία να τα πολυτονίσουν. Τους ευχαριστώ και από εδώ.
Τα «Χρονικά» με άδεια της «Καθημερινής» και του Χρήστου Γιανναρά αναδημοσίευαν για πολλά χρόνια τις κυριακάτικες επιφυλλίδες του Καθηγητή.
Αξίζει να κατεβάσετε από τον σύνδεσμο που ακολουθεί ή την εικόνα το οκτασέλιδο αφιέρωμα, που περιέχει αρκετά αξιανάγνωστα κείμενα.
Πηγή:https://www.facebook.com/share/p/FzHK7K47KDrv4KWs/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.